Κατεβάστε το δείγμα σε μορφή PDF

Page 1
Àæ√À™
∫∞π ∆√À µ∞£√À™
∫∞π ∆√À
ΑΝΘΟΥΛΑ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ
Εγώ λοιπόν...
Χρόνο με το χρόνο, χρόνια σαν μέρες,
στιγμές σαν χρόνια.
Έπαιξα, έπεσα, μεγάλωσα. Στάθηκα δυο
φορές μπροστά στο ιερό.
Δεν φτούρισαν οι όρκοι.
Οι γάμοι μου-όπως κι έρωτές μου - είχαν
τις ιδιότητες του σκόρδου: Μύριζαν
θεσπέσια στο μαγείρεμα, πρόσθεταν
εξαιρετική νότα στο γεύμα της ζωής,
αλλά κατόπιν άφηναν μια άσχημη γεύση
που δεν έφευγε με τίποτα. Ούτε με
τσίχλες, ούτε με ξόρκια.
Οι κόρες μου. Τεράστια μαθητεία.
Τεράστιες αγάπες.
Η αρρώστια. Η πνευματικότητα.
Οι αλλαγές.
Ο πόνος. Οι πόνοι, οι γονείς, θάνατοι,
άνθρωποι που έχουν ζυμωθεί στα
κύτταρά σου.
Η ΖΩΗ.
Δυνατά…. Και πάμε πάλι!
Àæ√À™ ∫∞π ∆√À µ∞£√À™
12:40 PM
∫∞π ∆√À
5/21/14
ΑΝΘΟΥΛΑ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ
ANTHOYLA TELIKO
ΑΝΘΟΥΛΑ
ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ
Àæ√À™
∫∞π ∆√À µ∞£√À™
∫∞π ∆√À
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
Η Ανθούλα Αθανασιάδου
γεννήθηκε το 1957 στην Αθήνα.
Αποφοίτησε από το Pierce College
και σπούδασε κινηματογράφο
στην Αθήνα και στο Παρίσι.
Δούλεψε σαν βοηθός σκηνοθέτη,
παραγωγός, κειμενογράφος,
στιχουργός, αρχισυντάκτης και
σεναριογράφος σε ταινίες,
διαφήμιση και τηλεόραση.
Έγραφε από την πρώτη δημοτικού.
Η πρώτη της ποιητική συλλογή
εκδόθηκε όταν ήταν μαθήτρια
γυμνασίου και το πρώτο της μυθιστόρημα, το 1999.
Από τότε φέρει την ευθύνη για 15
βιβλία, αρκετά εκ των οποίων
παιδικά και εφηβικά, όπως και για
κάμποσα γνωστά τραγούδια.
Ζει πάντα στην Αθήνα, ενώ είναι
ερωτευμένη με την Σίφνο.
Για να επικοινωνήσετε με
την συγγραφέα: lofogo25@yahoo.gr
SelidoAnthoula_final2.qxp
6/3/14
12:58 PM
Page 1
ΚΑΙ ΤΟΥ ΥΨΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΑΘΟΥΣ
SelidoAnthoula_final2.qxp
6/3/14
12:58 PM
Page 3
Ανθούλα Αθανασιάδου
Και του ύψους και του βάθους
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
SelidoAnthoula_final2.qxp
6/3/14
12:58 PM
Page 4
Συγγραφέας: Ανθούλα Αθανασιάδου
Τίτλος: Και του ύψους και του βάθους
© Ανθούλα Αθανασιάδου
και Εκδόσεις Γιάννη Σκ. Πικραµένου
Πρώτη έκδοση: Ιούνιος 2014
ISBN: 978–960–6628–56–6
Σχεδιασµός εξωφύλλου: Ρασέλ Μπαλέστρα
Φωτογραφίες εξωφύλλου: Αντρέας Τσιλιφώνης
Θόδωρος Παπαδόπουλος
Επιµέλεια κειµένου: Παναγιώτης Παναγόπουλος
Επικοινωνία µε την Ανθούλα Αθανασιάδου:
lofogo25@yahoo.gr
Εκτύπωση / Βιβλιοδεσία: Tachytypo
E–mail: info@tachytypo.gr
Γιάννης Σκ. Πικραµένος, εκδότης
Ηρώων Πολυτεχνείου 40, 26441 Πάτρα
Τηλ. κέντρο: 2610 432.200, Fax: 2610 430.884
E–mail: yapi@yapi.gr
Internet: www.yapi.gr
SelidoAnthoula_final2.qxp
6/3/14
12:58 PM
Page 5
Και του ύψους και του βάθους
Περιεχόμενα
Εισαγωγή ............................................................................................................................................... 7
Η αρχή ...................................................................................................................................................... 9
Η γιαγιά Πελαγία ...................................................................................................................... 17
Μεγαλώνοντας ............................................................................................................................ 39
Στη δικτατορία ............................................................................................................................. 47
Μιχάλης ............................................................................................................................................... 67
Παρίσι ................................................................................................................................................... 75
Sex, drugs and rock’n roll ............................................................................................... 89
Παρίσι – Σκωτία – Αθήνα ........................................................................................... 101
Σινεµά στ’ αλήθεια .............................................................................................................. 119
Οπισθοδροµική Κοµπανία ......................................................................................... 135
Δανάη ................................................................................................................................................. 155
Πραγµατική µοναξιά ......................................................................................................... 177
Η προσευχή ................................................................................................................................. 185
Οικογένεια φουλ .................................................................................................................... 205
5 Οκτωβρίου 2013, Μυρσίνη .................................................................................. 209
Αλλαγές ........................................................................................................................................... 215
Μεγαλώνοντας… κι άλλο ........................................................................................... 223
Το µονοπάτι ................................................................................................................................. 231
Το πατρικό µυστικό ............................................................................................................ 245
Αποχαιρετισµοί ....................................................................................................................... 255
Η βόµβα ........................................................................................................................................... 269
Χωρισµός ....................................................................................................................................... 287
Καµιά χαρά δεν κάνει στην ψυχή
αυτό που κάνει ο πόνος .................................................................................................. 303
SelidoAnthoula_final2.qxp
6/3/14
12:58 PM
Page 6
Α Ν Θ Ο ΥΛ Α Α Θ Α Ν Α Σ Ι Α Δ Ο Υ
Στα όρια της ζωής και του θανάτου ................................................................. 313
Το τώρα µου ................................................................................................................................ 325
Μικρός επίλογος .................................................................................................................... 331
—6—
SelidoAnthoula_final2.qxp
6/3/14
12:58 PM
Page 7
Και του ύψους και του βάθους
Εισαγωγή
Άρχισα να γράφω αυτό το βιβλίο σε µια προσπάθεια προσωπικής
λύτρωσης ένα ιδιαίτερα ζεστό καλοκαίρι. Γράφω για τη ζωή µου,
σαν να µιλάω σε έναν αόρατο ψυχίατρο, την πορεία µου, έτσι
όπως τη βίωσα µέσα από τις εντελώς προσωπικές µου εµπειρίες.
Είναι φανερό σε µένα και, φυσικά, σε όλο µου τον περίγυρο πως
περνάω τη δυσκολότερη περίοδο της µέχρι τώρα ζωής µου. Ελπίζω και να µείνουν έτσι τα πράγµατα, να είναι δηλαδή ετούτη η
δυσκολότερη περίοδος και να µην υπάρξει άλλη σαν κι αυτή ή και
πιθανόν χειρότερη στο µέλλον, διότι ποτέ δεν ξέρει κανείς τι του
επιφυλάσσει η µοίρα.
Επίσης, για να µην είµαι αχάριστη ή αγνώµων, αναγνωρίζω
πως χιλιάδες άνθρωποι έχουν περάσει ή περνούν αυτή ήδη τη
στιγµή πολύ χειρότερες δοκιµασίες και πως, παρ’ όλες τις δυσκολίες µου, έχω πάµπολλες ευλογίες που µε στηρίζουν στον δρόµο
µου. Τα παιδιά µου, οι λίγοι συγγενείς και οι πολλοί φίλοι, που
είναι στο πλευρό µου αυτό τον καιρό, ξέρουν τα ονόµατά τους.
Κάποιοι θα αναγνωρίσουν τους εαυτούς τους στις σελίδες που
ακολουθούν και συνολικά εγώ τους δίνω σ’ αυτό τον χώρο µόνο
ένα όνοµα: ΑΓΑΠΗ.
Εκείνος που πλέκει τα νήµατα αυτής της αγάπης είναι Ένας και
µε απέραντη ευγνωµοσύνη του αφιερώνω αυτή την προσωπική
εξοµολόγηση της ζωής µου. Το ότι µε δέχτηκε στην αγκαλιά του
είναι ούτως ή άλλως το µεγαλύτερο δώρο όλης µου της ύπαρξης.
—7—
SelidoAnthoula_final2.qxp
6/3/14
12:58 PM
Page 9
Και του ύψους και του βάθους
Η αρχή
Γεννήθηκα στην Αθήνα και στο αίµα µου συναντιούνται µνήµες
από τον κυκλαδίτικο αέρα, το ανατολίτικο πάθος της Πόλης, τη
νοσταλγία της Ιβηρικής χερσονήσου, τις γεύσεις και τις µυρωδιές της Θεσσαλονίκης. Όλα αυτά τα ανακάλυψα σιγά σιγά στη
διάρκεια της ζωής µου.
Αρχικά, το µόνο που ήξερα ήταν το όνοµά µου. Με βάφτισαν Ανθούσα σαν την πεθαµένη γιαγιά µου, δυστυχώς όµως µε
φωνάζουν Ανθούλα, πάλι σαν εκείνη. Από τότε που έµαθα να
το προφέρω «σωστά», έµαθα και την απαραίτητη στιχοµυθία
που ακολουθούσε:
«Πώς είπες κοριτσάκι; Δεν άκουσα καλά».
«Ανθούλα».
«Α! Ανθούλα. Τι όµορφο όνοµα! Όµορφο σαν κι εσένα».
Σ’ αυτό το σηµείο είχα ήδη αγανακτήσει και βαρεθεί αβάσταχτα, κι αν συνυπολογίσουµε και την ασφυξία που µε έπιανε
µε τις αγκαλιές, τα φιλιά, τα σάλια, τα αξύριστα µάγουλα κι όλες
τις ξένες µυρωδιές, που χωρίς να µε ρωτήσουν οι επισκέπτες θεωρούσαν αυτονόητο δικαίωµά τους να µου επιβάλλουν, άρχιζα
µια λογοδιάρροια —δεν το είχα σε τίποτα να µιλάω και να
ρωτάω διαρκώς, µια που όλα ήταν περίεργα και άγνωστα— και
µ’ αυτή την τρίπλα µετατόπιζα την προσοχή τους από την εµφάνισή µου στις λέξεις που αράδιαζα τρεχαλητά.
Οι συνοµιλητές είχαν ήδη αποστοµωθεί και τράβαγαν προς το
εσωτερικό του σπιτιού έκθαµβοι, σχολιάζοντας πάντα µεταξύ
τους το πόσο παράξενο ήταν το φαινόµενο αυτού του µικρού κοριτσιού, που µε τόση ευφράδεια ρωτούσε, εξηγούσε κι ακόµα
έφτιαχνε και σύντοµα, αυτοσχέδια στιχάκια µε οµοιοκαταληξία.
«Μιλάει σαν µεγάλη», δήλωναν πάντα στους γονείς µου.
Δεν ξέρω αν εκείνοι το εκλάµβαναν σαν κοµπλιµέντο ή σαν
—9—
SelidoAnthoula_final2.qxp
6/3/14
12:58 PM
Page 10
Α Ν Θ Ο ΥΛ Α Α Θ Α Ν Α Σ Ι Α Δ Ο Υ
κρυµµένη επίπληξη. Έχω την αίσθηση πως ο µπαµπάς µου περηφανευόταν σαν το γύφτικο σκεπάρνι —µια που ήταν φανερό
πως από κείνον είχα κληρονοµήσει αυτό το αµφισβητούµενο
χάρισµα— ενώ η µάνα µου εκνευριζόταν κρυφά.
Παρ’ όλα αυτά, δεν αντιπάθησα το όνοµά µου παρά όταν
µπήκα στην εφηβεία. Με ενοχλούσε περισσότερο στην παιδική
µου ηλικία, που το θέµα του ονόµατος έµπαινε σε πολύ δεύτερη
µοίρα εξαιτίας της έκπληξης ή του θαυµασµού που προκαλούσαν τα ιδιαίτερα µάτια µου — για να ακριβολογήσω, το ιδιαίτερο χρώµα τους.
Διότι, πριν φτάσει η συνοµιλία µε τους εκάστοτε επισκέπτες
του σπιτιού στο σηµείο να µε ρωτήσουν πώς µε λένε, είχε απαράβατα προηγηθεί η έκπληξη που αντίκριζα στα πρόσωπά τους
κάθε φορά που άνοιγα εγώ την εξώπορτα να τους υποδεχτώ
πρώτη, µαζί µε το επιφώνηµα:
«Μα τι µάτια είναι αυτά!»
Ίσως γιατί το ύψος µου δεν ήταν αρκετό για να κοιταχτώ σε
οποιονδήποτε καθρέφτη, ίσως γιατί σε κείνη την τρυφερή ηλικία η
εµφάνισή µου αποτελούσε για µένα ένα πεδίο αδιάφορο έως και αόρατο, εκνευριζόµουν απίστευτα, που µετά τα επιφωνήµατα θαυµασµού επακολουθούσαν απαραιτήτως οι αντιπαθέστατες αγκαλιές.
Όταν κάποτε έφτασα στη σεβαστή ηλικία, που µου επέτρεπε
ανεµπόδιστα να κοιτάζοµαι στον καθρέφτη, ξαφνιάστηκα απέραντα την πρώτη φορά που αντίκρισα τα µάτια µου. Όχι, λοιπόν,
δεν ήταν καστανά όπως των περισσότερων ανθρώπων που
έβλεπα γύρω µου. Ήταν πρασινογάλαζα. Να το πρώτο σηµάδι
διαφορετικότητας…
Το επόµενο πράγµα που µε εκνεύριζε µικρή ήταν τα σγουρά
µου µαλλιά. Το µόνο που µου προκαλούσαν ήταν προβλήµατα
στο χτένισµα, πόνο στο ξεµπέρδεµα και χαµένο χρόνο στα γρήγορα λουσίµατα. Τα κοριτσάκια στο Δηµοτικό, που διέθεταν µακριά µαλλιά «πράσα», καστανά µάτια και φακίδες στη µύτη,
ήταν το πρότυπο οµορφιάς για µένα.
Εν πάση περιπτώσει, γενικά δεν µε είχα σε καµιά εκτίµηση.
— 10 —
SelidoAnthoula_final2.qxp
6/3/14
12:58 PM
Page 11
ΚΑΙ ΤΟΥ ΥΨΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΑΘΟΥΣ
Αλλά ούτε αυτό ήταν θέµα στην παιδική µου ηλικία. Μου δηµιουργούσε, βέβαια, µια υπέρµετρη ντροπαλοσύνη, µια δυσκολία να βρίσκω θέση στα περιζήτητα πίσω καθίσµατα του
σχολικού —µια που ποτέ δεν τολµούσα να αµφισβητήσω την
εξουσία των προκατόχων τους— µα όλα αυτά ήταν στιγµιαίες
ενοχλήσεις µηδαµινής σηµασίας.
Εκείνο που είχε σηµασία τότε ήταν µόνο το παιχνίδι. Και η
ελευθερία. Το σκαρφάλωµα στη συκιά του απέναντι σπιτιού, η
ανακάλυψη σαράντα δύο διαφορετικών τρόπων να ανεβαίνεις,
να κρεµιέσαι ανάποδα απ’ τα κλαδιά και να κοψοχολιάζεις όλη
την οικογένεια. Να ξυπνάς το πρωί, να γλιστράς τα πόδια σου
στα σανδάλια, να φοράς ένα σορτσάκι και να εξαφανίζεσαι νηστική και άπλυτη στο δρόµο για να παίξεις. Να παίξεις µε ό,τι
υπήρχε πρόχειρο: µια λεκάνη, που τη γέµιζες νερό απ’ τον κήπο,
µε την υπέροχη γλιστερή λάσπη, µε τα παράξενα αντικείµενα,
που ανακάλυπτες στα άδεια οικόπεδα, µε το κόκκινο καινούριο
ποδήλατο, που σου έφερε ο παππούς την πρωτοχρονιά.
Ήµουν τυχερή. Γεννήθηκα πριν γεµίσει κάθε τετραγωνικό
σηµείο των δρόµων της Αθήνας µε αυτοκίνητα και, καθώς µεγάλωνα σε προάστιο, είχα την ευκαιρία να περάσω µεγάλο
µέρος της παιδικής µου ηλικίας παίζοντας στους δρόµους και
στους κήπους της γειτονιάς µε τα άλλα παιδιά. Ίσως κι αυτά να
ήταν τα πιο ευτυχισµένα µου χρόνια.
Υπήρχαν, βέβαια, αρκετά µελανά σηµεία. Όπως το µεσηµέρι, που η πιατέλα µε τα γιουβαρλάκια πέταξε ξαφνικά απ’ το
τραπέζι και προσγειώθηκε στον απέναντι τοίχο της τραπεζαρίας.
Τότε µόνο πρόσεξα τα θυµωµένα µάτια της µαµάς µου, που ενώ
ήταν καρφωµένα στον µπαµπά µου, το στόµα της µίλαγε σε
µένα:
«Εσύ, στο δωµάτιό σου!»
Δεν µε πείραζε καθόλου που θα έµενα νηστική, γιατί το φαΐ
ήταν ούτως η άλλως µια αναγκαστική καθηµερινή αγγαρεία.
Εκτός αν επρόκειτο για καρπούζι, κρέµα ή πατάτες τηγανιτές.
Με πείραζε που η εικόνα από την άσπρη σάλτσα να τσουλάει
— 11 —
SelidoAnthoula_final2.qxp
6/3/14
12:58 PM
Page 12
Α Ν Θ Ο ΥΛ Α Α Θ Α Ν Α Σ Ι Α Δ Ο Υ
αργά στον τοίχο µού φαινόταν ακατανόητη και δεν έφευγε απ’
το µυαλό µου. Δεν έχει φύγει ακόµα… Ή τις φορές που —δεν
θυµάµαι για ποια αµαρτία ή σκανδαλιά— η µαµά µου µε έδιωχνε απ’ το σπίτι, λέγοντας:
«Δεν είσαι παιδί µου, δεν σε θέλω πια, φύγε απ’ αυτό το
σπίτι».
Και µε έβγαζε έξω κλείνοντας την πόρτα πίσω µου και τα
αυτιά της στα παρακάλια της συγνώµης και στα κλάµατά µου.
Αυτό ήταν κακό. Γιατί ήξερα πως ήµουν πολύ µικρή για να επιζήσω χωρίς σπίτι, φαΐ και ρούχα. Και µια που είµαι φτιαγµένη
από ένα υλικό που µε κάνει να πιστεύω ακριβώς ό,τι µου λένε,
όπως µου το λένε —ακόµα και τώρα— ήξερα πως, µια που η
µαµά µου δεν µε ήθελε πια, εγώ θα πέθαινα. Και αυτό είναι πολύ
τροµαχτικό για κάθε ηλικία, πόσο µάλλον όταν αυτή η ηλικία
είναι προσχολική.
Ευτυχώς µετά από αµέτρητες ώρες κλαµάτων στην κρύα
µαρµάρινη σκάλα, γύριζε ο µπαµπάς απ’ τη δουλειά, µε έβλεπε
µουσκεµένη στα δάκρυα και τις µύξες και µε έβαζε πάλι µέσα
στο σπίτι. Μου έσωζε δηλαδή τη ζωή. Δεν είναι λοιπόν απορίας
άξιον που στην συνηθισµένη ερώτηση που έκαναν τότε —αψυχολόγητα— στα παιδιά «ποιον αγαπάς περισσότερο, τη µαµά ή
τον µπαµπά;» απαντούσα απαράβατα τον µπαµπά.
Και δεν φταίει για όλα το οιδιπόδειο. Δεν είναι πως η απάντηση
αυτή δινόταν έτσι ανέµελα και χωρίς ένα µεγάλο µερίδιο ενοχών
από την πλευρά µου, που δεν αγαπούσα ισάξια τη µαµά και τον
µπαµπά. Θα µπορούσα επίσης να έλεγα ψέµατα πολύ απλά πως
τους αγαπούσα και τους δυο το ίδιο. Αλλά είπαµε, το ψέµα δεν
ήταν ποτέ στη φύση µου, γι’ αυτό και δεν το αναγνώριζα.
Εκείνο που θυµάµαι πάντως, σαν τη µεγαλύτερη έλλειψη της
πρώιµης παιδικής µου ηλικίας, ήταν πως ήµουν µοναχοπαίδι.
Αυτό µε τσάκιζε. Πήγαινα στα σπίτια άλλων παιδιών να παίξω,
παιδιών που είχαν αδέλφια, και αναρωτιόµουν µε λύπη και ζήλια
πώς θα ήταν άραγε να υπάρχει ένα παιδάκι στο σπίτι που να µην
φεύγει όταν τελειώνει το παιχνίδι και οι µεγάλοι να λένε: «ώρα
— 12 —
SelidoAnthoula_final2.qxp
6/3/14
12:58 PM
Page 13
ΚΑΙ ΤΟΥ ΥΨΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΑΘΟΥΣ
για φαΐ και ύπνο». Να µένει πάντα εκεί! Να τρώτε µαζί και να
κοιµάστε παρέα. Να πηγαίνετε µαζί στο δωµάτιό σας, όταν τα
γιουβαρλάκια πετάνε απ’ το τραπέζι. Να παίζετε µαζί επιτραπέζια, όταν βρέχει και δεν έχει ποδήλατο, συκιά και λασπόπιτες.
Από τότε που έκανα αυτές τις σκέψεις, άρχισα να πρήζω τους
γονείς µου για αδελφάκι. Μου πήρε πολλά χρόνια γρίνιας µέχρι
να το πάρουν απόφαση. Αλλά στο τέλος έγινε το δικό µου. Λίγο
πριν κλείσω τα οκτώ, γεννήθηκε η µονάκριβη αδελφή µου. Βέβαια, τα πράγµατα δεν έγιναν καθόλου όπως τα φανταζόµουν.
Η Σάντρα δεν µεγάλωσε ξαφνικά ώστε να γίνει σύντροφός µου
στα παιχνίδια.
Ήταν µωράκι στην κούνια όταν εγώ έτρεχα στους δρόµους
µε τα ποδήλατα, και ήταν µικρό κοριτσάκι όταν εγώ άρχισα να
ενδιαφέροµαι και για άλλα πράγµατα εκτός από κούκλες.
Ωστόσο, η ύπαρξή της είναι το µεγαλύτερο και το καλύτερο
δώρο που µου έκαναν ποτέ οι γονείς µου και γι’ αυτό τους χρωστάω ευγνωµοσύνη. Γιατί ήταν ένα δώρο, που κρατάει από την
πρώτη µέρα που πανηγύρισα τη γέννησή της πάνω στη συκιά
µέχρι σήµερα.
Το όνοµά της καµία σχέση µε λουλούδια και λοιπά. Η µάνα
µας, θέλοντας να τιµήσει τον πατέρα του πεθερού της, της
έδωσε το όνοµά του: Αλεξάνδρα από το Αλέξανδρος. Κανείς
ποτέ δεν τη φώναξε Αλεξάνδρα όµως. Το Σάντρα και το Σαντρούλα ήταν και είναι το όνοµά της. Γεννήθηκε µε τεράστια
ολόµαυρα µάτια, µαύρα µαλλάκια κι ένα ποδαράκι λίγο πιο
µικρό απ’ το άλλο. Ήταν το πιο όµορφο παιδί στον κόσµο. Τα
µάτια της ήταν τόσο µεγάλα, που όταν σε κοίταζε νόµιζες πως
σε ρουφούσε µέσα της. Ήµουν απέραντα περήφανη που ήταν
«η δικιά µου αδελφή».
Όταν ερχόταν «επίσκεψη» στο δηµοτικό µαζί µε τον µπαµπά, που έπρεπε να δει τη δασκάλα µου ή να παραλάβει τον
έλεγχο, ήταν η καλύτερή µου. Την κρατούσα αγκαλιά σαν το
προσωπικό µου έπαθλο και την τριγύριζα γύρω γύρω αποσπώντας επιφωνήµατα θαυµασµού από τους συµµαθητές µου.
— 13 —
SelidoAnthoula_final2.qxp
6/3/14
12:58 PM
Page 14
Α Ν Θ Ο ΥΛ Α Α Θ Α Ν Α Σ Ι Α Δ Ο Υ
«Αδελφάκι σου είναι;» ρωτούσαν.
«Ναι!» απαντούσα περήφανη. «Ναι, είναι η αδελφή µου».
Η αδελφή µου ήταν το πρώτο µου παιδί. Ήταν επάνω της
που έµαθα να αλλάζω στ’ αλήθεια πάνες, να προσέχω να µην
χτυπήσει, να τη σώζω από κακοτοπιές. Ήµουν η απόλυτα υπεύθυνη για οποιαδήποτε φασαρία µπορούσε να διαταράξει τον
ιερό µεσηµεριανό ύπνο των γονιών µας. Καθήκον όχι πάντοτε
εύκολο, ιδίως όταν την έβρισκα να κάθεται µέσα στο φούρνο
της κουζίνας έχοντας ανάψει το µάτι και περιµένοντας να
«ψηθεί». Ή όταν σκαρφάλωνε στην εταζέρα–γραφείο µου γκρεµίζοντας µε το βάρος της όλο το έπιπλο στο πάτωµα, µαζί µε τα
βιβλία, τα µολύβια και τη γυάλα µε το χρυσόψαρο, που κολύµπαγε τώρα στη φλοκάτη.
Όλα αυτά και πολλά άλλα, έπρεπε εγώ, η δεκάχρονη, να τα
προβλέψω, προλάβω και αποφύγω, αλλιώς την άκουγα την κατσάδα, που δεν πρόσεχα τη µικρή µου αδελφή. Εκείνη µπορούσε
ανενόχλητη να πετάει τα παπούτσια της µαµάς απ’ το παράθυρο,
να τρώει ό,τι πρωινό της άρεσε και να αρνείται πάντα να διαβάσει τα µαθήµατά της. Εκείνα τα λίγα εκατοστά που διέφερε
το ένα της πόδι από το άλλο είχαν αλλάξει τις ισορροπίες και τις
προτεραιότητες όλης µας της οικογενειακής ζωής.
Η Σάντρα έκανε καθηµερινές φυσιοθεραπείες στο σπίτι από
την ηλικία των πέντε µηνών για να βοηθηθεί η ισοµερής ανάπτυξη των ποδιών της. Η µαµά µου θεωρούσε το θέµα αυτό σοβαρότατο, µείζον και τραγικό λες και η αδελφή µου έπασχε από
βαριά θανατηφόρα ασθένεια. Και έτσι από τότε —και για
πάντα— η αντιµετώπισή της απέναντι στις δυο µας ήταν άνιση.
Δεν ξέρω αν βρήκε σ’ αυτό το επιχείρηµα µια καλή δικαιολογία για να νιώσει πιο ταυτισµένη µε τη Σάντρα απ’ ό,τι µε
µένα, δεν ξέρω αν έφταιγε το ότι η Σάντρα ήταν η µικρότερη
—όπως κι η µάνα µου— ή αν έφταιγαν οι διαφορές του χαρακτήρα µας. Πάντως, η µικρή µου αδελφή έγινε σαφέστατα η
αδυναµία και το κέντρο προσοχής κι ενδιαφέροντος της µαµάς,
πολλές φορές καταφανώς εις βάρος µου.
— 14 —
SelidoAnthoula_final2.qxp
6/3/14
12:58 PM
Page 15
ΚΑΙ ΤΟΥ ΥΨΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΑΘΟΥΣ
Εγώ, βέβαια, δεν έβλεπα και κανένα φοβερό δράµα στην όλη
ιστορία. Η Σάντρα ήταν ένα φυσιολογικό παιδάκι, λίγο πιο πεισµατάρικο ίσως από µένα, µε περισσότερο τσαµπουκά, που
έτρεχε, έπαιζε και φερόταν σαν όλα τα άλλα παιδάκια. Απλά,
φορούσε ειδικά παπούτσια. Ίσως γιατί ήταν η αδελφούλα µου
δεν µου φαινόταν τόσο τροµερό. Κάποια παιδιά την κορόιδεψαν, αλλά βρείτε µου κάποιον που να µην έχει υποστεί κάποιου
είδους κοροϊδίες ή χειρότερες κακοποιήσεις στο σχολείο.
Είχα κι εγώ —σαν ντροπαλό παιδάκι— το µερτικό µου στις
κοροϊδίες, κυρίως των άκαρδων αγοριών. Με κορόιδευαν που
έκλαιγα, όταν χαλούσαν τις µυρµηγκοφωλιές και τσαλαπατούσαν τα µυρµήγκια, όταν φοβόµουν τα πυροτεχνήµατα και τα
βαρελότα το Πάσχα, όταν µου έκλεβαν τα κατσαρολάκια, που
τάιζα τις κούκλες µου, για να κατουρήσουν επιδεικτικά µέσα
τους.
Τέλος πάντων, από πολύ νωρίς κατάλαβα πως δεν χρειάζεται
να έχεις ένα πόδι µικρότερο από το άλλο για να φας το µερίδιο
σου από κοροϊδίες και απόρριψη στη ζωή αυτή. Επίσης, πάρα
πολύ γρήγορα έµαθα στο πατρικό µου σπίτι πως υπάρχουν
πάντα πολύ πολύ χειρότερα πράγµατα από οτιδήποτε συνέβαινε
σε µένα και µερικά από αυτά τα πολύ πολύ χειρότερα τα κρυφάκουγα σε καθηµερινή βάση, όταν οι µεγάλοι µιλούσαν µετά
το βραδινό φαγητό και νόµιζαν πως εγώ δεν τους παρακολουθώ.
— 15 —
SelidoAnthoula_final2.qxp
6/3/14
12:58 PM
Page 17
Και του ύψους και του βάθους
Η γιαγιά Πελαγία
Η γιαγιά ήταν Εβραία. Λέω ήταν, γιατί πάνε κοντά εικοσιπέντε
χρόνια που έχει πεθάνει. Μόνο που το σκέφτοµαι, τροµάζω. Ζω
ήδη εικοσιπέντε χρόνια χωρίς τη γιαγιά µου; Σχεδόν όλοι οι άνθρωποι που ξέρω αγαπούν τις γιαγιάδες τους. Οι γιαγιάδες είναι
πλάσµατα εύπλαστα, µε µαλακές αγκαλιές. Τα ρούχα τους
πάντα µυρίζουν ιδιαίτερα — συνήθως καµφορά και κολώνια λεµόνι. Μπορείς να παίζεις µε το χαλαρό δέρµα στα χέρια τους
ανεβοκατεβάζοντάς το, χωρίς να θυµώνουν. Λένε παραµύθια,
φτιάχνουν κέικ και κουλουράκια και έχουν άπειρη υποµονή και
όρεξη να σε κουνάνε µε τις ώρες στην παιδική χαρά.
Η δικιά µου η γιαγιά ουσιαστικά µε µεγάλωσε. Μαρτύρησε
για να µε ταΐσει όλα εκείνα που απεχθανόµουν, παρακαλώντας
µε, µε την πιο γλυκιά φωνή. Άνοιξε το κεφάλι της πέφτοντας από
το λεωφορείο, καθώς µε κουβαλούσε στην αγκαλιά της, για να
µην µε αφήσει µόνη να κατεβώ τα δυσθεώρητα σκαλιά του, που
τα φοβόµουν. Εγώ δεν έπαθα τίποτα, εκείνη όµως κείτονταν αιµόφυρτη στο πεζοδρόµιο. Δεν θυµάµαι πώς γυρίσαµε σπίτι.
Εκείνη την εποχή οι άνθρωποι, όταν έβλεπαν µια γιαγιά µε την εγγονή της στο δρόµο να χρειάζεται βοήθεια, την έδιναν απλόχερα.
Κάποιος, κάποιοι µας βοήθησαν. Ήταν η εποχή που κανείς
δεν είχε κινητό, πολλοί δεν είχαν ούτε τηλέφωνο. Ούτε αυτοκίνητο. Κάποιοι µας σήκωσαν, µας πήγαν σε κάποιο φαρµακείο,
έδεσαν το κεφάλι της γιαγιάς και µας γύρισαν σπίτι. Δεν θυµάµαι πώς. Εµείς στην οικογένεια είχαµε τηλέφωνο και αυτοκίνητο,
δεν είχαµε όµως τηλεόραση. Η µαµά δεν την ήθελε µε τίποτα.
Η γιαγιά έλεγε το πορτοφόλι πορτ µονέ, το παλτό µαντό, την
κρεµάστρα πορτ µαντό κι εµένα χρυσό µου. Με το ζόρι έγραφε
ανορθόγραφα ελληνικά, γιατί στη Θεσσαλονίκη, που γεννήθηκε
και έζησε µέχρι και µετά την κήρυξη του πολέµου, η επίσηµη
— 17 —
SelidoAnthoula_final2.qxp
6/3/14
12:58 PM
Page 18
Α Ν Θ Ο ΥΛ Α Α Θ Α Ν Α Σ Ι Α Δ Ο Υ
γλώσσα των Ισπανοεβραίων ήταν τα γαλλικά. Σε γαλλικό σχολείο λοιπόν πήγε η γιαγιά, καθώς και οι κόρες της.
Τη γιαγιά την αγαπούσαµε πολύ κι εγώ και η Σάντρα. Την
ψιλοβασανίζαµε, βέβαια, αλλά παίζαµε µαζί της. Ήταν και σύντροφος στα παιχνίδια και νταντά και µαγείρισσα και όλα. Ποτέ
δεν αρνιόταν να πει παραµύθι. Την ώρα του παραµυθιού καθόµουν στα γόνατά της και την κοίταζα εµβριθώς στα µάτια.
Ήξερα από προηγούµενη εµπειρία πως ούτε πέντε λεπτά
µετά την αρχή της αφήγησης το κεφάλι της θα έγερνε στο βαρύ
της στήθος και θα την έπαιρνε ο ύπνος. Επαγρυπνούσα λοιπόν.
Με το που έβλεπα τον λαιµό να παίρνει κλήση και το στόµα να
τραυλίζει τις λέξεις, της άνοιγα µε τα δυο µου δαχτυλάκια τα
βλέφαρα, τα κρατούσα εκεί, ολάνοιχτα και ρωτούσα:
«Λοιπόν; Τι έγινε µετά;»
Ο παππούς την φώναζε πότε Πελαγία και πότε Μπέλλα. Συνήθως µιλούσαν µεταξύ τους γαλλικά ή ισπανικά. Αυτό το έκανε
και η γιαγιά µε τη µαµά και τότε ήξερα πως έλεγαν πάντα κάτι
που εµείς τα παιδιά δεν έπρεπε να το ακούσουµε. Τελικά, όµως,
όλα τα ακούσαµε και όλα τα µάθαµε. Λίγα λίγα και σιγά σιγά…
Πότε γιατί κάτι ξέφευγε απ’ το στόµα των µεγάλων, ιδίως όταν
ήταν παρών κι ο µπαµπάς, οπόταν οι συζητήσεις γίνονταν στα
ελληνικά. Πότε γιατί η γιαγιά προσπαθούσε να δικαιολογήσει
τις υστερίες της µαµάς λέγοντας «δεν ξέρετε τι έχει περάσει
στην κατοχή, έχουν σπάσει τα νεύρα της».
Εγώ νόµιζα στην αρχή πως ο παππούς φώναζε τη γιαγιά
Μπέλλα γιατί την έβρισκε όµορφη, παρόλο που ήταν γιαγιά, µε
γυαλιά µυωπίας και «φιλεδάκι» στα µαλλιά. Μετά, έµαθα πως
Μπέλλα ήταν το αληθινό της όνοµα. Μπέλλα Πίνχας. Τον παππού
τον έλεγαν Σίµο από το Συµεών. Τη µαµά Λέλα από το Λέα. Και
τη «θρυλική» αδελφή της µαµάς τη φώναζαν Βέρα. Όλοι τους
βαφτίστηκαν µε χριστιανικά ονόµατα στον πόλεµο, µπας και γλιτώσουν από τους Γερµανούς. Μακάρι να ήταν τόσο απλό…
Σιγά σιγά η οικογενειακή ιστορία άρχισε να ενώνει τα κοµµάτια της, σαν δύσκολο παζλ που τα παιδικά µας µυαλά προ— 18 —
SelidoAnthoula_final2.qxp
6/3/14
12:58 PM
Page 19
ΚΑΙ ΤΟΥ ΥΨΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΑΘΟΥΣ
σπαθούσαν να συνθέσουν.
«Γιαγιά, γιατί κλαίς;»
«Έχει καιρό να µου γράψει η Μαριάννα και ανησυχώ».
«Ποια είναι η Μαριάννα;»
«Η ξαδέλφη σου, η κόρη της θείας Βέρας».
«Και πόσω χρονών είναι;»
«Λίγο πιο µεγάλη από σένα».
«Και γιατί δεν την βλέπω ποτέ; Γιατί δεν έρχεται να παίξουµε;»
«Γιατί είναι µακριά, χρυσό µου. Στο Βέλγιο».
«Τι δουλειά έχει στο Βέλγιο; Και που δηλαδή είναι αυτό το
Βέλγιο; Γιατί δεν µένουν εδώ κοντά µας; Γιατί η θεία είναι στο
Βέλγιο; Η Μαριάννα ξέρει ελληνικά; Και άµα τη γνωρίσω, πώς
θα παίζουµε;»
«Πήγαινε να δεις τι κάνει η αδελφή σου και δεν ακούγεται,
και άσε µε να µαγειρέψω χρυσό µου!» αναφωνούσε η γιαγιά
απηυδισµένη.
Η αδελφή µου δεν ακουγόταν, γιατί έχοντας βρει κατά λάθος
ανοιχτή την εξώπορτα, που µάλλον θα την ξέχασα εγώ µπαίνοντας µε φόρα απ’ έξω, ετοιµαζόταν να κατρακυλήσει µπουσουλώντας τις µαρµάρινες σκάλες του σπιτιού, για να εξερευνήσει
το άγνωστο. Την έσωσα την τελευταία στιγµή και, για να αποφύγω τις τσιρίδες της, την έβαλα στην κούνια της.
«Μην φωνάζεις, Σαντρούλα, θα κάνουµε πολύ ψηλά κούνια!»
Η κούνια ήταν στηµένη στην άκρη του µεγάλου χολ µε το
µωσαϊκό. Κι εγώ έπρεπε να διασκεδάσω την ενάµισι έτους Σαντρούλα, ώστε η γιαγιά να µπορεί να κάνει τις δουλειές της. Ξέχασα στον ενθουσιασµό µου να της δέσω τη ζώνη προστασίας.
Τράβηξα την κούνια όσο πίσω πήγαινε, της έδωσα φόρα και χαρούµενη φώναξα στην αδελφή µου:
«Κοίτα πόσο ψηλά θα πάς!»
Και πήγε. Πήγε στην άλλη άκρη του σαλονιού και προσγειώθηκε στο πάτωµα µε τα µούτρα. Όταν συνειδητοποίησα τι
έκανα, έτρεξα πανικόβλητη να τη σηκώσω. Έντροµη διαπί— 19 —
SelidoAnthoula_final2.qxp
6/3/14
12:58 PM
Page 20
Α Ν Θ Ο ΥΛ Α Α Θ Α Ν Α Σ Ι Α Δ Ο Υ
στωσα πως το µπροστινό, καινούριο της δοντάκι είχε µείνει
µισό. Την άφησα αµέσως και άρχισα να ψάχνω το υπόλοιπο.
Ίσως, αν το έβρισκα, κάπως να κολλιόταν πίσω στη θέση του,
κάπως να µαζευόταν το κακό και ούτε γάτα ούτε ζηµιά.
Δεν θυµάµαι τι έγινε µετά. Προφανώς θα έφαγα χοντρή κατσάδα, αλλά από τις ενοχές µου θα µου πέρασε στο ντούκου.
Πάντως, δεν µε έδειραν. Γενικά το ξύλο δεν έπαιζε πολύ στο
σπίτι µας, οι τρόποι σωφρονισµού ήταν πολύ πιο εκλεπτυσµένοι, µέχρι και διεστραµµένοι καµιά φορά…
Ίσως, βέβαια, όλα αυτά να µπορούσαν να δικαιολογηθούν
από µια µαµά που είχε πάθει αδενοπάθεια από την κακή διατροφή στον πόλεµο, που κουβαλούσε τα όπλα αντί για τη µεγάλη της αδελφή στο βουνό µε τους αντάρτες, για να την
προστατεύσει, που ζούσε ανάµεσα σε φυλακές και σε σπίτια,
που τα λεηλατούσαν οι γείτονες, κάθε φορά που τους διπλανούς, που ήταν Εβραίοι και αριστεροί, τους έχωναν µέσα. Η
ιστορία της µαµάς µου, ενώθηκε µέσα µου πολύ αργά, µέσα από
πολλές διαφορετικές αφηγήσεις σε διαφορετικούς χρόνους και
περιστάσεις. Γεγονός είναι πως ήταν το µικρότερο παιδί µιας
αρκετά εύπορης οικογένειας Εβραίων της Θεσσαλονίκης.
Ο παππούς ήταν έµπορος υφασµάτων. Ζούσανε καλά, γιατί
είχαν και υπηρέτρια. Η γιαγιά µου τότε ήταν πολύ κοµψή, µε τα
καπέλα της και τα γάντια της, τα παπούτσια τα ασορτί, µε τις
τσάντες, κι αφού βοηθούσε λίγες ώρες τον παππού στο γραφείο,
έβγαινε µε τις φίλες της.
Τα κορίτσια της µεγάλωναν περισσότερο µε την υπηρέτρια
παρά µε τους γονείς τους. Ο παππούς ήταν σοβαρός, σιωπηλός
και απόµακρος, δοσµένος ολόψυχα στη δουλειά. Η γιαγιά, αντίθετα µε τον δοτικό άνθρωπο που γνώρισα εγώ και η αδελφή
µου, ήταν τότε µια πολύ νέα γυναίκα, που ήθελε να ζήσει τη ζωή
της. Λογικό, µια που παντρεύτηκε στα δεκαεπτά της.
Η µάνα µου λάτρευε τη µεγάλη της αδελφή. Αντίθετα µε
εκείνη, η Βέρα ήταν ξανθιά, γαλανοµάτα και µε έναν χαρακτήρα
σαν ηφαίστειο, που ξεχειλίζει. Η µαµά πάντα την έλεγε επιπό— 20 —
SelidoAnthoula_final2.qxp
6/3/14
12:58 PM
Page 21
ΚΑΙ ΤΟΥ ΥΨΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΑΘΟΥΣ
λαια και προσπαθούσε να τη συµµαζέψει, παρόλο που είχαν
επτά ολόκληρα χρόνια διαφορά. Η Βέρα όµως δεν µαζευόταν.
Όταν κηρύχτηκε ο πόλεµος, η µάνα µου ήταν µια αδύνατη, δεκάχρονη µικρούλα, µα η Βέρα ήταν µια δεκαεπτάχρονη, εκρηκτική έφηβη. Στη φαντασία µου ήταν η πρώτη κοπέλα που πήρε
τα βουνά µε τους αντάρτες.
«Μαµά, γιατί δεν αντέδρασαν οι Εβραίοι και πήγαν σαν τα
πρόβατα στη σφαγή;»
«Σταµάτα, παιδί µου, αυτή τη συζήτηση! Δεν µπορώ να τα
θυµάµαι αυτά».
Η γιαγιά µου όµως δεν ταραζόταν τόσο εύκολα. Μου έφτιαχνε ζεστό, µυρωδάτο σαλέπι, και τα χειµωνιάτικα µεσηµέρια,
στη διάρκεια της απαράβατης σιέστας, κουρνιάζαµε οι δύο µας
στην κουζίνα. Η κουζίνα της γιαγιάς είχε κι ένα ντιβάνι, που
χρησίµευε για σύντοµες στάσεις, ανάπαυση της νοικοκυράς
µετά από πολύωρη ορθοστασία, και άντεχε και τα χοροπηδητά
που κάναµε εγώ κι η αδελφή µου πάνω του. Από τότε και για
πάντα, η µυρωδιά απ’ το σαλέπι µου θυµίζει ζεστή, τρυφερή
αγκαλιά, µαλακή κουβέρτα, άραγµα στο ντιβάνι, παραµύθια και
αγάπη.
«Πες µου γιαγιά…»
«Τι να σου πω, χρυσό µου;»
«Για τότε που σας έκαψαν το σπίτι οι σύµµαχοι…»
«Α!Αυτό ήταν στον άλλο πόλεµο. Στον πρώτο. Ήµουν παιδί
τότε».
«Πόσων χρονών;»
«Πού να θυµάµαι, παιδί µου;»
«Γιαγιά, πότε είναι τα γενέθλιά σου;»
«Δεν ξέρω, χρυσό µου».
«Μα πώς γίνεται να µην ξέρεις τα γενέθλιά σου; Ούτε ποιο
µήνα γεννήθηκες δεν ξέρεις;»
«Τότε δεν έδιναν σηµασία σ’ αυτά τα πράγµατα. Η µαµά µου
είχε οκτώ παιδιά, πού να θυµάται πότε γεννήθηκε το καθένα;»
«Η µαµά σου πώς πέθανε, γιαγιά;»
— 21 —
SelidoAnthoula_final2.qxp
6/3/14
12:58 PM
Page 22
Α Ν Θ Ο ΥΛ Α Α Θ Α Ν Α Σ Ι Α Δ Ο Υ
«Στα στρατόπεδα, χρυσό µου. Την πήρανε µαζί µε τρία από
τα αδέλφια µου, τα αγόρια. Και µαζί τους κι ο άντρας της θείας
Ρόζας. Αυτός ήταν πολύ µορφωµένος άνθρωπος. Να φανταστείς, µιλούσε απταίστως πάνω από δέκα γλώσσες. Μέχρι και οι
Γερµανοί τον σέβονταν για την καλλιέργειά του. Τον σκότωσε
όµως ένας µεθυσµένος Γερµανός στρατιώτης, πάνω σ’ ένα γλέντι, εκεί, µέσα στο στρατόπεδο».
Εγώ άκουγα σαν µαγεµένη. Μ’ αυτά τα παραµύθια, τα «αληθινά», τη γιαγιά δεν την έπαιρνε ποτέ ο ύπνος. Γι’ αυτό τα προτιµούσα. Και γιατί ήταν αληθινά βεβαίως. Πόλεµοι, πυρκαγιές,
χαµένες ζωές, ξεριζωµένοι έρωτες, παιδιά που έµεναν ορφανά,
χήρες που δεν ήξεραν πώς να ταΐσουν τα παιδιά τους, ξετυλίγονταν µπροστά µου σαν ταινία. Καλύτερα κι απ’ το σινεµά!
Τα µεσηµέρια µε τη γιαγιά ήταν το ολόδικό µου σινεµά. Και
ήρωες των έργων, η οικογένειά µου. Η θεία Ρόζα, η δεύτερη µεγαλύτερη αδελφή της γιαγιάς, ήταν κάποτε γκοµενάρα, τρελή
και ταλαντούχα ηθοποιός, αλλά τώρα ήταν θεόκουφη, µε κάτασπρα σαν χιόνι µαλλιά, και ερχόταν πού και πού επίσκεψη από
τη Θεσσαλονίκη όπου έµενε πάντα, κουβαλώντας µαζί της µια
βαλίτσα γεµάτη φάρµακα.
Όταν έφευγε, για να επιστρέψει στο µοναχικό της διαµέρισµα, που είχε όµως µια βεράντα κατάµεστη από λουλούδια, µας
έµενε για λίγες µέρες η συνήθεια σε µας τους υπόλοιπους να ξεφωνίζουµε µεταξύ µας, όταν θέλαµε να πούµε κάτι, νοµίζοντας
πως η θεία είναι ακόµα κάπου εκεί γύρω και χρειάζεται πολλά
ντεσιµπέλ για να παρακολουθήσει τα λεγόµενα.
Ο θείος Αλµπέρτος, ζούσε στο Παρίσι και οι επισκέψεις του
ήταν ακόµα πιο σπάνιες και πρωτοφανείς. Η θεία Βέρα, ζούσε
εξόριστη στο Βέλγιο και δεν µπορούσε να γυρίσει στην Ελλάδα
γιατί εκκρεµούσε εις βάρος της θανατική καταδίκη. Όλα όσα
είχε ζήσει η γιαγιά έµοιαζαν µε παραµύθι.
Η µικρή µου αδελφή έπαιζε δίπλα µας ήσυχα στο χαλί, οι γονείς κοιµόντουσαν τον ιερό, µεσηµεριανό τους ύπνο κι εγώ ξεσκόνιζα τις µνήµες της γιαγιάς σταυροπόδι πάνω στο ντιβάνι.
— 22 —
SelidoAnthoula_final2.qxp
6/3/14
12:58 PM
Page 23
ΚΑΙ ΤΟΥ ΥΨΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΑΘΟΥΣ
Από ένστικτο απέφευγα τις πολλές ερωτήσεις για την πρώτη της
κόρη, τη Βέρα. Ήξερα πως την πονούσε πολύ που δεν µπορούσε
να την έχει κοντά της. Τα γράµµατα της θείας, µε τις φωτογραφίες των µακρινών µου ξαδελφιών και τα γαλλικά παιδικά τραγουδάκια, που έστελνε για µένα, ήταν τα πολύτιµα κειµήλια, οι
αποδείξεις πως αυτή η εντελώς αόρατη και άγνωστη οικογένεια
υπήρχε στα αλήθεια.
Εγώ για θεία ήξερα βασικά τη θεία Κική, τη µικρή αδελφή
του µπαµπά. Αυτή ήταν αληθινή θεία! Μπαινόβγαινα στο σπίτι
της σαν να ήταν το δεύτερο δικό µου. Έπαιζα µε τα αληθινότατα ξαδέλφια µου, τη Μαρία, τον Ξενοφώντα και τη Μυρτώ,
κοιµόµουν πολλά Σαββατοκύριακα µαζί τους τρώγοντας για
βραδινό γλυκιά κρέµα βανίλια, και ξενυχτούσαµε σιγοψιθυρίζοντας, ενώ ο θείος και η θεία ντυµένοι µε τα καλά τους έβγαιναν να διασκεδάσουν.
Εµείς, τα «µικρά», µέναµε στη φύλαξη της υπηρέτριας. Της
Ξανθούλας, που άντεχε η καηµένη µικρή κοπέλα να την παιδεύουµε όλοι µαζί. Αυτά τα Σαββατοκύριακα στο µεγάλο σπίτι
της Κηφισιάς, µε τα ψηλοτάβανα δωµάτια, την ξύλινη σκάλα
που έτριζε, τον κούκο στο χολ, που έβγαζε το κεφάλι του και
απαράβατα φώναζε τις ώρες, και τον µεγάλο κήπο µε τις κούνιες, όπου ο ξάδελφός µου έκανε κάθε είδους φιγούρες και επικίνδυνα ακροβατικά, ήταν από τις πιο ξέγνοιαστες στιγµές της
παιδικής µας ηλικίας για µένα και τη Σάντρα.
Γιατί αν εξαιρέσει κανείς τις τρυφερές φροντίδες της γιαγιάς
και τις προσπάθειες του µπαµπά να αποφορτίζει την ένταση,
που συχνά ανέβαζε γκάζια ξαφνικά και απροσδόκητα µέσα στο
σπίτι, η παιδική µας ηλικία δεν ήταν και πολύ ανέφελη. Υπήρχαν όµως και οι µαγικές στιγµές, που συνόδευαν συνήθως τα
Σαββατοκύριακα.
Οι Κυριακές, που ο παππούς Σίµος µε πήγαινε στο ΣΙΝΕΑΚ.
Ο παππούς ήταν πολύ ψηλός, σχεδόν χωρίς καθόλου µαλλιά,
σιωπηλός και σοβαρός. Ένιωθα ασφαλής µαζί του, παρόλο που
ήταν λιγοµίλητος. Παίρναµε το λεωφορείο από το Ψυχικό και
— 23 —
SelidoAnthoula_final2.qxp
6/3/14
12:58 PM
Page 24
Α Ν Θ Ο ΥΛ Α Α Θ Α Ν Α Σ Ι Α Δ Ο Υ
κατεβαίναµε στο κέντρο. Τα λεωφορεία είχανε εισπράκτορες,
που διέθεταν απαράβατα καµπανιστές φωνές για να φωνάζουν
κάθε τόσο: «Προχωρείτε».
Τις Κυριακές όµως δεν είχε πολύ κόσµο, ούτε στα λεωφορεία ούτε στους δρόµους. Μας έπαιρνε περίπου δεκαπέντε
λεπτά να φτάσουµε στο κέντρο της Αθήνας, που τότε ήταν πανέµορφο. Ελάχιστα αυτοκίνητα, οι λεωφόροι έµοιαζαν απέραντοι. Ως η µικρή «συνοδός» του απόµακρου παππού µου,
γινόµουν κι εγώ σοβαρή, προσεκτική και λιγοµίλητη. Χάζευα
τις µονοκατοικίες στη λεωφόρο Κηφισίας, τον κόκκινο πύργο
που υπήρχε στη γωνία Αµπελοκήπων και πάντα µε εντυπωσίαζε.
Έµοιαζε µε παλάτι, µε κάστρο, µε κάτι παραµυθένιο, ξεχασµένο
µες την πόλη.
Όταν φτάναµε επιτέλους στο ΣΙΝΕΑΚ, µ’ έπιανε τροµερή
έξαψη κι άρχιζα να χοροπηδάω. Η ταµπέλα του Ρεξ ήταν πάντα
εκεί, µόνο που το κτίριο µού φαινόταν τότε υπερβολικά ψηλό,
τεράστιο, επιβλητικό. Ο παππούς µού αγόραζε πάντα ένα φρεσκοστυµµένο χυµό καρότου, που έφτιαχναν στο µπαρ — γιατί
έκανε πολύ καλό στα µάτια. Το έπινα χαρούµενη, γιατί ποτέ δεν
είχα δει τόσο πορτοκαλί ζουµί και στο σπίτι δεν φτιάχναµε ποτέ
χυµό από καρότο.
Μετά, µπαίναµε στην αίθουσα κι άρχιζε η µαγεία. Ακόµα και
τα ασπρόµαυρα επίκαιρα µου άρεσαν. Η αίθουσα ήταν πάντα
γεµάτη µε πιτσιρικαρία που µίλαγε, γέλαγε και φώναζε σχόλια
στον Χοντρό–Λιγνό και στον Σαρλό. Εγώ ήµουν σοβαρή και
γέλαγα µόνη µου σιγά σιγά. Ήµουν η συνοδός του παππού.
Κάποιες φορές µε πήγαινε ο µπαµπάς τις Κυριακές, όχι στο
ΣΙΝΕΑΚ —αυτό ήταν αποκλειστικότητα άλλου— αλλά σε κάτι
εξίσου µαγικό: Κουκλοθέατρο! Ο Κλούβιος κι η Σουβλίτσα ζωντάνευαν σε µια άλλη αίθουσα, όπου στο κέντρο της ήταν στηµένο το µαγικό κουκλοθέατρο. Εκείνη η αίθουσα είχε µια
λατρεµένη µυρωδιά ξύλου, ανακατεµένη µε το άρωµα πολλών
φρεσκοπλυµένων παιδιών, που µε χτύπαγε από την είσοδο και
είχε τη γεύση της χαράς, της ξεγνοιασιάς, της διασκέδασης.
— 24 —
SelidoAnthoula_final2.qxp
6/3/14
12:58 PM
Page 25
ΚΑΙ ΤΟΥ ΥΨΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΑΘΟΥΣ
Ακόµα µπορώ να την ανακαλέσω στη µνήµη µου, µαζί µε την
µοναδική αίσθηση της ανεπανάληπτης παιδικής ηλικίας.
Ο µπαµπάς έκανε κι άλλα πράγµατα τις Κυριακές. Ως καταπληκτικός µάγειρας, πάντα µας έφτιαχνε τα πρωινά, ξεχωριστά
µεζεδάκια,. Τους ωραιότερους τυροκεφτέδες που έχω φάει στη
ζωή µου, τους έφαγα απ’ τα χέρια του — ποτέ, δυστυχώς, δεν
έµαθα να τους κάνω έτσι. Η µυρωδιά του τηγανισµένου τυριού
πληµύριζε το σπίτι, κι εµένα, που γενικά ήµουν πολύ δύσκολη
στο φαγητό, µου έτρεχαν τα σάλια. Μικρά σνακ, µε φρέσκο
ψωµί, ντοµάτα και φέτα, γίνονταν θεϊκό έδεσµα όταν το έφτιαχνε ο µπαµπάς. Και αφού τελείωνε µε την κουζίνα, στρογγυλοκαθόµουν στα γόνατά του, να µου διαβάσει την ιστορία για
παιδιά, που είχε ο «Ταχυδρόµος» κάθε Κυριακή. Ο «Ταχυδρόµος», που πριν γίνει περιοδικό, υπήρξε εφηµερίδα, µεγάλη εφηµερίδα, από κείνες τις παλιές, που όταν την άνοιγες κρυβόταν
όλο σου το σώµα πίσω της.
Η µαµά δεν µε πήγαινε πουθενά. Καθόταν σπίτι µε το µωρό
ή έκανε δουλειές. Ήταν όµως πάντα σοβαρή, κουρασµένη ή θυµωµένη. Δεν τη θυµάµαι ποτέ ξέγνοιαστη, να γελάει, να κάθεται
µε τα πόδια της απλωµένα στο περβάζι της βεράντας µπροστά
της και να απολαµβάνει το τσιγαράκι της. Οι γονείς µου κάπνιζαν, κι οι δυο τότε, είκοσι δύο αντινικότ σκέτο, δηλαδή άφιλτρο.
Με έστελναν πού και πού στο περίπτερο της γωνίας να αγοράσω
τα τσιγάρα τους και πάντα µε εντυπωσίαζε το µπλε κουτί και η
µυρωδιά, που έβγαινε από µέσα, όταν το πρώτο άνοιγες.
«Θέλω κι εγώ να καπνίζω! Είπα µια φορά, ζηλεύοντας».
Εντελώς ψύχραιµοι οι δυο τους. Κάποιος από τους δύο µου
έδωσε το αναµµένο τσιγάρο του και µου έδειξε πώς να ρουφήξω
τον καπνό. Τι φρίκη ήταν τούτη! Γέµισε ο τόπος, το στόµα, ο
λαιµός µου καπνό, έτσουζε, έκαιγε, πνιγόµουν. Κρύφτηκα ντροπιασµένη κάτω απ’ το βαρύ, καρυδένιο τραπέζι της τραπεζαρίας, µε κόκκινα µάτια.
«Τι απαίσιο που είναι το τσιγάρο σας!» φώναξα. «Εγώ ποτέ
µου δεν θα καπνίσω…»
— 25 —
SelidoAnthoula_final2.qxp
6/3/14
12:58 PM
Page 26
Α Ν Θ Ο ΥΛ Α Α Θ Α Ν Α Σ Ι Α Δ Ο Υ
Εκείνοι γέλαγαν. Ήταν µια από τις σπάνιες φορές που συµφώνησαν αυτόµατα µεταξύ τους ως προς την διαπαιδαγώγηση
µας, κι ήταν επίσης σίγουροι πως θα πέρναγε καιρός πριν ξαναδοκιµάσω την γοητεία του καπνού.
Κάτω από αυτό το τραπέζι της τραπεζαρίας πάντως έβρισκα
πολύ συχνά καταφύγιο. Ήταν βαρύ κι ασήκωτο, σκεπασµένο µε
ένα επίσης βαρύ, βελουδένιο, µπλε σκούρο ύφασµα µε κρόσσια. Όταν κρυβόµουν από κάτω του, ένιωθα πως είµαι στο δικό
µου, ολόδικό µου σπιτάκι, προστατευµένη από τα πάντα, όπου
κανείς δεν µπορεί να µε βρει. Το ύφασµα, που έφτανε αρκετά
χαµηλά, έκρυβε το λεπτό µου σώµα κι εγώ ξάπλωνα στο χαλί κι
έκανα όνειρα. Ο κόσµος µου γινόταν έξι τετραγωνικά µέτρα,
αλλά ήταν αρκετά. Γιατί ήταν µόνο δικά µου. Κανένας άλλος
δεν µπορούσε να µπει εκεί. Η αδελφή µου ήταν πολύ µικρή, οι
γονείς µου πολύ µεγάλοι. Είχα λοιπόν ένα κοµµατάκι µέσα στο
αχανές σύµπαν, µόνο για µένα και τα όνειρά µου.
Επάνω από το τραπέζι τώρα υπήρχε άλλο µαγικό αντικείµενο,
ο πολυέλαιος. Αυτός ο πολυέλαιος, που παραλίγο θα γινόταν αιτία
να σκοτωθώ, είχε χιλιάδες κρυσταλλάκια, που κρέµονταν από τα
µπρούτζινα «κλαδιά» του. Κάθε µεσηµέρι οι ακτίνες του ήλιου
πέρναγαν µέσα απ’ τα διπλά παράθυρα, χτύπαγαν τα κρύσταλλα
και ζωγράφιζαν χρώµατα άπειρης οµορφιάς στους τοίχους.
Χιλιάδες ουράνια τόξα. Ήθελα να τα δω να κουνιούνται, όµως
ήθελα τα χρώµατα να χορεύουν γύρω µου κι εγώ µέσα τους. Ανέβαινα λοιπόν στο τραπέζι και γύρναγα γρήγορα τον πολυέλαιο
γύρω γύρω. Αχ, τι µαγεία! Τι υπερκόσµιες λάµψεις! Ουράνια τόξα
παντού, πάνω µου, γύρω µου, στους τοίχους. Κι αυτοί οι υπέροχοι
ήχοι από τα κρύσταλλα που κουνιόντουσαν. Οι γονείς κοιµόντουσαν για µεσηµέρι κι εγώ ζούσα στη χώρα των θαυµάτων. Μέχρι
που ένα πρωί, ο µπαµπάς ανέβηκε κι εκείνος στο τραπέζι για να
αλλάξει µια καµένη λάµπα και κατέβηκε ξανά κατάχλωµος.
«Ποιος κούνησε τον πολυέλαιο;» ρώτησε σιγανά.
«Εγώ!» φώναξα υπερήφανη. «Μ’ αρέσει να κάνω τα γυαλάκια να κουνιούνται!»
— 26 —
SelidoAnthoula_final2.qxp
6/3/14
12:58 PM
Page 27
ΚΑΙ ΤΟΥ ΥΨΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΑΘΟΥΣ
Ήρθε κοντά µου και µ’ αγκάλιασε.
«Δεν θα ξανανέβεις εκεί πάνω, παιδί µου», µου είπε µαλακά.
Ο πολυέλαιος είχε ξεβιδωθεί εντελώς, ήταν έτοιµος να πέσει
επάνω σου και να σε λιώσει. «Ξέρεις πόσο βαρύς είναι; Μην το
ξανακάνεις ποτέ!»
Κοίταξα επάνω µε δέος. Πάνε τα γυαλάκια και τα χρώµατα
που χορεύουν, αλλά το τροµαγµένο ύφος του µπαµπά µού είχε
δώσει να καταλάβω επακριβώς πόσο επικίνδυνο ήταν αυτό που
έκανα εν αγνοία µου. Εξάλλου, όλη τη µέρα δεν µιλούσαν για τίποτα άλλο οι µεγάλοι µέσα στο σπίτι, παρά µόνο για το πώς η
Ανθούλα κόντεψε να σκοτωθεί από τον πολυέλαιο, κι ευτυχώς
που ανέβηκε ο Μάριος να αλλάξει τη λάµπα. Και πώς να τα προλάβεις αυτά τα παιδιά, τι στο καλό σκαρφίζεται το µυαλό τους…
Και που να ’ξεραν για τη φορά που άναψα µια χαρτοπετσέτα
και τη φυσούσα, για να δω κι εκεί πώς χορεύουν οι φλόγες, µα
αυτή άρχισε να κατευθύνεται αναµµένη προς τις κουρτίνες κι όσο
εγώ έντροµη φυσούσα για να τη σβήσω τώρα πια, τόσο πιο κοντά
πλησίαζε. Και τη φορά που περπατούσα πάνω στο περβάζι του
παραθύρου του τρίτου για να βλέπω τη θέα από «ψηλότερα».
Κι η αδελφή µου όµως δεν πήγαινε πίσω από σκανταλιές. Πετούσε τα πάντα απ’ το παράθυρο κι έπρεπε να τα ψάχνουµε στους
κήπους. Καιγόταν µε το σίδερο του σιδερώµατος. Κλωτσούσε
κάτι µικρά κοτοπουλάκια, που µας είχε πάρει ο µπαµπάς για το
Πάσχα και τα είχαµε στο κήπο, γιατί νόµιζε πως είναι µπάλες.
Τα παιδικά µας χρόνια µέναµε στο παλιό Ψυχικό. Πατρικό
εµείς δεν είχαµε, πάντα νοικιάζαµε. Οι γονείς µας κι οι δυο γεννηµένοι στη Θεσσαλονίκη, έµποροι στο επάγγελµα, είχαν πάντα
την άποψη πως τα λεφτά πρέπει να «µπαίνουν» στη δουλειά.
Παρόλα αυτά, ζούσαµε σε ακριβό προάστιο και πηγαίναµε κι οι
δυο σε ιδιωτικά σχολεία. Δεν «κακοµάθαµε» όµως. Η ζωή µας
ήταν µετρηµένη και οι σπατάλες δεν επιτρέπονταν ποτέ.
Εξάλλου, εκείνα τα χρόνια το να ζεις στο Ψυχικό δεν είχε
και µεγάλη διαφορά απ’ το να µένεις σε ένα µεγάλο ρετιρέ στην
οδό Δροσοπούλου. Εκεί έµενε ο θείος Αλέκος, ο δεύτερος αδελ— 27 —
SelidoAnthoula_final2.qxp
6/3/14
12:58 PM
Page 28
Α Ν Θ Ο ΥΛ Α Α Θ Α Ν Α Σ Ι Α Δ Ο Υ
φός του µπαµπά µε την οικογένειά του. Όποτε πηγαίναµε επίσκεψη σε εκείνο το σπίτι, πάντα ένιωθα λιγάκι κοµπλαρισµένη.
Πρώτον, ήταν τεράστιο. Χανόσουνα στους διαδρόµους και τα
πολλά δωµάτια. Τα τρία ξαδέλφια µου, ο Νίκος, ο Θάνος και η
Πάολα είχαν ο καθένας τη δική του κρεβατοκάµαρα, ενώ εγώ
µοιραζόµουν τη δική µου µε την αδελφή µου.
Και το πιο παράξενο απ’ όλα: είχαν ένα µαύρο υπηρέτη, ντυµένο µε στολή, που πάντα µας σέρβιρε εκείνος στο τραπέζι. Εγώ
δεν θυµόµουν να µε είχε σερβίρει ποτέ κανείς εκτός απ’τους γονείς
ή τη γιαγιά µου κι εκείνοι δεν έβαζαν µπροστά µου µια πιατέλα
κρατώντας την χαµογελαστά και περιµένοντας απ’την αφεντιά µου
να διαλέξω ό,τι ήθελα, ενώ οι υπόλοιποι κοιτούσαν και περίµεναν.
Ένιωθα λοιπόν πολύ περίεργα. Ντρεπόµουν να πάρω όσο
ήθελα και, αν κάτι µου άρεσε, ντρεπόµουν να ζητήσω κι άλλο.
Περνάγαµε ωραία όµως, κυρίως µε τον Θάνο και την Πάολα,
που κάναµε κρυφά διάφορες σκανδαλιές, όπως να πετάµε χαλικάκια στο φωταγωγό, που έσκαγαν στο υπόγειο κάνοντας τροµερή φασαρία, και µετά να κάνουµε κι οι τρεις την πάπια.
Έτυχε τώρα, στην ευρύτερη οικογένεια του πατέρα µου, να
είµαι το πρώτο κορίτσι που γεννήθηκε. Ως µεγαλύτερη λοιπόν
είχα ένα µερίδιο θαυµασµού απ’τα µικρότερα ξαδέλφια, καθώς
κι ένα λόγο παραπάνω στα παιχνίδια µας. Τα ξαδέλφια ήταν
πολλά. Τρία από την µικρότερη αδελφή του µπαµπά, την Κική,
τρία από τον Αλέκο και τρία από τον Κίµωνα. Όλοι µαζί µαζευόµασταν έντεκα κουτσούβελα, που βέβαια βρισκόµασταν
µαζί κυρίως τις εορταστικές περιόδους και απαράβατα στα χριστουγεννιάτικα τραπέζια του παππού του Νίκου.
Αυτές οι γιορτινές συναντήσεις νοµίζω πως έχουν µείνει
αλησµόνητες σε όλους µας. Εµείς, οι µικροί, καθόµασταν σε
δύο τρία ξεχωριστά και χαµηλότερα τραπέζια απ’ τους µεγάλους, που µαζεύονταν όλοι στο µεγάλο τραπέζι της τραπεζαρίας
του παππού. Κόρη, γιοι, νύφες και γαµπρός, όλοι γύρω του, µαζί
µε τη δεύτερη γυναίκα του, που όλοι µας φωνάζαµε θεία Βίτα,
κι εκείνος στην κορυφή του τραπεζιού, άρχοντας σωστός.
— 28 —
SelidoAnthoula_final2.qxp
6/3/14
12:58 PM
Page 29
ΚΑΙ ΤΟΥ ΥΨΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΑΘΟΥΣ
Γιατί ο παππούς ο Νίκος ήταν άρχοντας, κυριολεκτικά. Με
µικρασιατική καταγωγή, γεννήθηκε και µεγάλωσε σε πολύ εύπορη οικογένεια. Μορφώθηκε, ταξίδεψε και κάποια στιγµή διασταυρώθηκαν οι δρόµοι του µε µια γαλαζοµάτα καλλονή της
εποχής, επίσης καλοµεγαλωµένη και κακοµαθηµένη κοκόνα, τη
γιαγιά Ανθούλα. Η γιαγιά ήταν από τις πρώτες απόφοιτες του
Αµερικάνικου Κολλεγίου Θηλέων, αρχικά στην Πόλη, που µετά
τον αθρόο «επαναπατρισµό» των Ελλήνων της πόλης στην Ελλάδα µεταφέρθηκε στο Ελληνικό. Από εκεί αποφοίτησε η γιαγιά, σ’ αυτό το ίδιο σχολείο έπρεπε να φοιτήσω κι εγώ,
συνεχίζοντας την «λαµπρή» παράδοση…
Ανάµεσα στον Νίκο και την Ανθούλα γεννήθηκε µεγάλος
έρωτας και αρκετά παιδιά. Η ιστορία όµως της γιαγιάς, έκρυβε
πολλά µυστικά, που οι γονείς όλων µας, σαν συνεννοηµένοι,
ποτέ δεν αποκάλυπταν. Έπρεπε να περάσουν τέσσερις τουλάχιστον δεκαετίες από εκείνα τα χριστουγεννιάτικα γεύµατα στο
σπίτι του παππού Νίκου, για να αρχίσει να µου φανερώνεται η
αληθινή ιστορία του µπαµπά µου.
Μέχρι να αποκαλυφθούν όλα τα οικογενειακά µυστικά, είχε
προ πολλού πεθάνει ο παππούς κι η θεία Βίτα. Τα ξαδέλφια µου
είχαν όλα µεγαλώσει και είχαµε πια όλοι δικά µας παιδιά. Από
εκείνες τις γιορτινές συναντήσεις όµως, περισσότερο κι από τα
αναπάντεχα δωράκια των θείων, τα ωραία φαγητά και τα παιχνίδια µε τα ξαδέλφια, θυµάµαι, µε µεγάλη νοσταλγία, τον αχτύπητο «χαλβά της Ρίνας», που ήταν το καθιερωµένο γλυκό της
θείας Βίτας.
Ίσως οι παιδικές µυρωδιές και γεύσεις να έχουν κάτι µοναδικό κι ανεπανάληπτο. Ίσως τα υλικά σήµερα να υπολείπονται
τόσο σε ουσία των παλαιοτέρων τους, που τίποτα να µην έχει
πια την ίδια ένταση µυρωδιάς, την ίδια ηδονή γεύσης. Γεγονός
είναι πως ποτέ και πουθενά δεν ξανάφαγα τέτοιο «χαλβά της
Ρίνας», σαν εκείνο απ’ τα χεράκια της Βίτας.
Και τώρα που λέω χαλβά, δεν γίνεται να µην µνηµονεύσω
έναν άλλο χαλβά, σιµιγδαλένιο, που µου έδωσαν να φάω σε ένα
— 29 —
SelidoAnthoula_final2.qxp
6/3/14
12:58 PM
Page 30
Α Ν Θ Ο ΥΛ Α Α Θ Α Ν Α Σ Ι Α Δ Ο Υ
µαγαζάκι κάπου µέσα στην παλιά αγορά της Θεσσαλονίκης,
όταν είχαµε πάει µια φορά πριν αιώνες µε τη µαµά και τον µπαµπά να επισκεφθούµε τη Θεία Ρόζα. Ήµουν πολύ µικρή, η Σάντρα δεν είχε γεννηθεί ακόµα και το φαγητό ή τα γλυκά δεν ήταν
καθόλου το χόµπι µου. Αλλά εκείνος ο χαλβάς… Σ’ εκείνο το
µέρος… Μέρος µαγικό, µε γυάλινη οροφή, κόσµο και µυρωδιές
άγνωστες, χρώµατα κι αρώµατα παντού. Εικόνα και γεύση ανεπανάληπτη, που δεν θα φύγει ποτέ από τη µνήµη µου. Σε όλες
τις µετέπειτα επισκέψεις µου στη Θεσσαλονίκη έψαχνα αυτό το
µέρος για να ξαναβρώ τον µοναδικό χαλβά µου. Ούτε το µέρος
ξαναβρήκα ούτε τη γεύση εκείνου του χαλβά βεβαίως.
Στην παιδική µας ηλικία πάντως οι συγγενείς µας έπαιζαν σηµαντικό ρόλο στη ζωή µας. Εκτός απ’ τη γιαγιά Πελαγία, που
ήταν αναπόσπαστο µέρος της καθηµερινότητάς µας, που το σπίτι
της, που κι εκείνη νοίκιαζε, φρόντιζε να είναι πάντα δίπλα ή απέναντι απ’ το δικό µας και στην ουσία ήταν το δεύτερο σπίτι µας,
είχαµε και τους θείους, τις θείες και τα ξαδέλφια µε τα οποία µοιραζόµασταν παιχνίδια, Σαββατοκύριακα και συχνά και διακοπές.
Σε όλα αυτά, µαζί τους αλλά και χώρια, εγώ είχα προσθέσει
από νωρίς τον δικό µου, προσωπικό κόσµο. Τις λέξεις, τη µαγεία
τους και τα βιβλία. Έµαθα να διαβάζω στα πέντε κι από τότε
αυτή έγινε η πολυαγαπηµένη µου απασχόληση. Ήµουν το µόνο
παιδί που ζητούσα για δώρο βιβλία αντί για κούκλες. Όχι πως
δεν µ’ άρεσαν τα παιχνίδια και δεν είχα µπόλικα, αλλά τα βιβλία ήταν ο θησαυρός µου.
Στο σπίτι της Χρυσανθέµων, που µέναµε όταν γεννήθηκε η
αδελφή µου, υπήρχε ένας καναπές στο χολ, που απείχε από τη
γωνία του δωµατίου κάπου ένα µέτρο. Σ’ εκείνη τη «φωλίτσα»
στριµωχνόµουνα κάθε µεσηµέρι, καθόµουν ανάµεσα στον τοίχο
και τον καναπέ, ώστε να µην φαίνοµαι —είχα µια µανία να κρύβοµαι µέσα στο σπίτι, όταν ήθελα να ονειρευτώ ή να διαβάσω—
άνοιγα το βιβλίο και χανόµουν στην απόλαυση. Διπλή απόλαυση τα καλοκαίρια, που το διάβασµα το συνόδευε απαραίτητα κι ένα παγωτό ξυλάκι βανίλια της ΕΒΓΑ.
— 30 —
SelidoAnthoula_final2.qxp
6/3/14
12:58 PM
Page 31
ΚΑΙ ΤΟΥ ΥΨΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΑΘΟΥΣ
Τα µόνα παγωτά που υπήρχαν τότε ήταν ξυλάκι κακάο, ξυλάκι βανίλια, ξυλάκι βανίλια µε σοκολάτα απ’ έξω και κυπελάκι
ή βανίλια ή κακάο. Όλα της ΕΒΓΑ. Όλα υπέροχα. Κανονικό, αληθινό παγωτό, να σου τρέχουν τα σάλια. Κάθε µεσηµέρι, τα καλοκαίρια, µετά το φαγητό, ο µπαµπάς µου έδινε δύο δραχµές για
να πάρω το ξυλάκι µου απ’ το περίπτερο.
Το περίπτερο δεν ήταν σηµαιοστολισµένο µε χιλιάδες φανταχτερά προϊόντα, κρουασάν, τσιπς, ζελεδάκια, όπως τα σηµερινά.
Είχε αυτά τα λίγα παγωτά, σοκολάτες ΙΟΝ, καραµέλες ΜΕΤΖ ροζ
και µέντα, αλλά και χρωµατιστές LIFE SAVERS µε πολλές γεύσεις.
Και τσίχλες–κουφέτα Adams σε ένα ροζ κουτί. Και σοκολάτες γάλακτος ΜΕΛΟ µε φιγούρες Ντίσνεϊ, µέσα από τις οποίες κάναµε
συλλογή όλοι στη γειτονιά και οι σοκολάτες είχαν απίστευτη κατανάλωση, προκειµένου να αποκτήσουµε όλους τους ήρωες.
Το αγαπηµένο µου προϊόν όµως του περιπτέρου στην Παλιά
Aγορά ήταν τα «βοτσαλάκια». Την αληθινή τους ονοµασία δεν
τη γνωρίζω, ήταν όµως ένα µακρόστενο κουτάκι, που περιείχε
διάφορα µεγέθη από µικρά και µεσαία σοκολατάκια γάλακτος,
που το σχήµα τους διέφερε ανάλογα µε το υλικό που έκρυβαν
κάτω απ’ τη σοκολατένια επικάλυψη: αµύγδαλα καραµελωµένα,
σταφίδες, φουντούκια, ούτε ξέρω τι άλλο. Γκουρµεδιά απίστευτη για τα γούστα και την ηλικία µου.
Από εκείνα τα χρόνια µου έχει µείνει η συνήθεια να συνδυάζω συχνά µια αγαπηµένη γεύση µε ένα αγαπηµένο βιβλίο.
Τα βιβλία πάντως γίνονταν αντικείµενα ζωντανά στα χέρια µου.
Ο «καιρός του Βουλγαροκτόνου» είχε σγουρές σελίδες από την
υγρασία, λόγω των δακρύων που είχα ρίξει πάνω του. Ο «Τοµ
Σόγιερ», στη σκηνή που πηγαίνει µε τον Χοκ στο νεκροταφείο,
είχε µια µαυροκόκκινη στάµπα, σταγόνα απ’ το αίµα µου, που
την είχα στάξει δίπλα στους όρκους τους.
Είχα όλα τα βιβλία του Ιουλίου Βερν, της Πηνελόπης Δέλτα,
του Έκτορα Μαλό, όλη τη σειρά της Πολυάννας, δεν ξέρω αν
υπήρχε βιβλίο για παιδιά που να µην το είχα διαβάσει. Εννοείται, βέβαια, πως πολύ γρήγορα «γλίστρησα» και σε αναγνώ— 31 —
SelidoAnthoula_final2.qxp
6/3/14
12:58 PM
Page 32
Α Ν Θ Ο ΥΛ Α Α Θ Α Ν Α Σ Ι Α Δ Ο Υ
σµατα για µεγάλους. Μια µέρα ανακάλυψα πως η µάνα µου
κρατούσε κρυµµένο ένα βιβλίο µέσα στην ντουλάπα της. Παράξενο, γιατί όλα τα βιβλία στο σπίτι µας ήταν στη βιβλιοθήκη
και ποτέ κανείς δεν µου απαγόρευσε να τα φυλλοµετρώ. Τι το
ιδιαίτερο είχε λοιπόν αυτό το βιβλίο; Ο τίτλος του: «Η κοιλάδα
µε τις κούκλες».
Χµ… Τι σόι κούκλες ήταν αυτές, που έπρεπε να µείνουν
κρυµµένες σε µια ντουλάπα; Εννοείται πως το βιβλίο το ρούφηξα, κάθε φορά που η µαµά έλειπε απ’ το σπίτι. Πρέπει να
ήµουν πια γύρω στα έντεκα, ηλικία που µπορούσα πολύ καλά να
αντιληφθώ γιατί η µαµά θεωρούσε «ανάρµοστο» για την ηλικία
µου το συγκεκριµένο ανάγνωσµα. Πού να ήξερε όµως πως είχα
ήδη εντρυφήσει στην «ερωτική» λογοτεχνία, µέσω των φωτοροµάντζων της Βεντέτας, του Ροµάντζου και του Θησαυρού.
Αλλά αυτό έγινε αργότερα. Πριν φτάσω στην ηλικία των
έντεκα, ήµουν ένα απονήρευτο, ντροπαλό, αδύνατο παιδάκι,
που όπως όλα τα παιδιά ήθελε να είναι χαρούµενο, ελεύθερο
και να παίζει ασταµάτητα. Και ευτυχώς έπαιζα πολύ. Έπαιζα
στους κήπους, στα άδεια οικόπεδα —υπήρχαν ακόµα πολλά τέτοια στο Ψυχικό— στους δρόµους µε τα ποδήλατα, πάνω και
κάτω απ’ την περίφηµη συκιά στον κήπο της γιαγιάς.
Έπαιζα µε τα γειτονόπουλα, µε τα ξαδέλφια µου, µε την
αδελφή µου. Με κείνη, µόνο όταν αναγκαζόµουν να βρίσκοµαι
στο σπίτι. Δεν µ’ άρεσε πολύ όµως στο σπίτι. Η ατµόσφαιρα
ήταν συχνά βαριά, φορτισµένη. Η µαµά γινόταν όλο και πιο νευρική. Οι σκηνές υστερίας όλο και πιο συχνές καθώς µεγαλώναµε. Έµοιαζε λες και η ζωή για τους γονείς µας ήταν µια πηγή
ασταµάτητων προβληµάτων, που αντιµετωπίζονταν µε συνοφρυωµένα µέτωπα, σοβαρά πρόσωπα και διαφωνίες.
Η γιαγιά έπαιζε συχνά το ρόλο της βαλβίδας ασφαλείας. Μας
πήγαινε ας πούµε στο πάρκο να ξεχαστούµε στις κούνιες. Μετά
τον παππού και το ΣΙΝΕΑΚ, καθώς µεγάλωνα και µπορούσα να
δω κι άλλες ταινίες εκτός από Μίκυ Μάους και Χοντρό–Λιγνό,
η γιαγιά αντικατέστησε τον παππού στις εξόδους. Τα Σάββατα
— 32 —
SelidoAnthoula_final2.qxp
6/3/14
12:58 PM
Page 33
ΚΑΙ ΤΟΥ ΥΨΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΑΘΟΥΣ
έπαιρνε µόνο εµένα και πηγαίναµε σινεµά. Η Σάντρα έµενε
σπίτι γιατί ήταν µικρή, εγώ όµως µε συντροφιά τη γιαγιά µου
ανακάλυψα από πολύ νωρίς την ατελείωτη µαγεία του κινηµατογράφου.
Αυτά τα απογεύµατα του Σαββάτου σηµάδεψαν τη ζωή µου
για πάντα. Έµπαινα στο σινεµά και ξεχνούσα τον κόσµο. Οι βελούδινες καρέκλες ήταν στασίδια της εκκλησιάς µου, οι βαριές
κουρτίνες, που κάλυπταν την οθόνη, η κρυφή αγία τράπεζα. Καθόµουν ακίνητη, κρατώντας σχεδόν την αναπνοή µου, µέχρι να
ακουστεί το προειδοποιητικό κουδούνι και να σβήσουν τα φώτα.
Και τότε άρχιζε να ξετυλίγεται το θαύµα.
Δεν ήθελα ούτε τσιπς ούτε σοκολάτες, ούτε τίποτα να αποσπά την προσοχή µου από την απόλυτη µαγεία. Νοµίζω πως
µπορεί να µην ήθελα ούτε καν οξυγόνο εκείνες τις µοναδικές
στιγµές που ταξίδευα µέσα στην οθόνη, στις σκηνές που ξετυλίγονταν µπροστά µου, συµµετέχοντας και συµπάσχοντας µαζί
µε τους ήρωες. Θυµάµαι µια φορά που µε συνέφερε απότοµα η
αγανακτισµένη φωνή της µπροστινής κυρίας, στης οποίας το
αυτί είχα ασυναίσθητα κολλήσει επαναλαµβάνοντας µηχανικά:
«Τι ωραία που είναι! Τι ωραία που είναι!».
«Το ξέρουµε, παιδάκι µου, πως είναι ωραία, σταµάτα πια!»
αναφώνησε ενοχληµένη εκείνη κι εγώ αναπήδησα ξαφνικά από
τον κόσµο της οθόνης στον αληθινό και οπισθοχώρησα κατακόκκινη στη θέση µου από όπου είχα σηκωθεί, χωρίς να το καταλάβω, προσπαθώντας να πλησιάσω ακόµα περισσότερο στο
µαγικό µου κόσµο. Νοµίζω πως εκείνη η ταινία ήταν «Η λίµνη
των κύκνων».
Γιατί το µπαλέτο ήταν η άλλη αγάπη της ζωής µου τότε.
Ήθελα να γίνω µπαλαρίνα, χόρευα στο σαλόνι ασταµάτητα,
όταν δεν κρεµιόµουν από τα κλαδιά της συκιάς του κήπου της
γιαγιάς, και η δασκάλα µου ήταν πολύ περήφανη για µένα. Το
ίδιο κι ο µπαµπάς µου. Η µαµά δεν ξέρω. Ποτέ δεν έδειχνε να
καµαρώνει για οτιδήποτε κι αν έκανα καλά. Πάντα «µπορούσα
και καλύτερα»…
— 33 —
SelidoAnthoula_final2.qxp
6/3/14
12:58 PM
Page 34
Α Ν Θ Ο ΥΛ Α Α Θ Α Ν Α Σ Ι Α Δ Ο Υ
Η γιαγιά έλεγε πάντα «µπράβο, χρυσό µου», ο µπαµπάς έλαµπε σαν πολυέλαιος µε κάθε µου κατόρθωµα, αλλά η µαµά ήταν
ο αδυσώπητος κριτής, που δεν ξόδευε τα µπράβο της, παρά µόνο
όταν η αδελφή µου κατάφερνε επιτέλους να γράψει σωστά το
δέκα στην πρώτη δηµοτικού.
Παρόλη την έντονη διαφορά της συµπεριφοράς της µάνας
µας απέναντι στις δυο µας, δεν ζήλεψα ποτέ τη Σάντρα. Την
αγαπούσα πολύ για να ζηλέψω. Απλά το σενάριο δεν είχε εξελιχθεί όπως το είχα φανταστεί στα έξι και στα επτά µου.
Η Σαντρούλα ήταν ένα όµορφο κοριτσάκι, µε έντονο χαρακτήρα και πολλή αποφασιστικότητα, αλλά δεν έγινε ποτέ ακριβώς «η σύντροφός µου» στα παιχνίδια. Εγώ ήµουν για εκείνη η
εναλλακτική µαµά, η µεγάλη αδελφή που θαύµαζε, κι εκείνη
ήταν για µένα η προστατευόµενή µου, το αδελφάκι µου, η αγαπούλα µου. Με τον άνθρωπο που µοιράστηκα τις περισσότερες
εµπειρίες των παιδικών µου χρόνων ήταν η γιαγιά. Εκείνη µε
πήγαινε στις παιδικές χαρές, στο ΜΙΝΙΟΝ και στον ΚΑΤΡΑΝΤΖΟ, στις αγορές και στο σινεµά.
Τις µόνες φορές που βαριόµουν λιγάκι ήταν όταν µε έπαιρνε
µαζί της επίσκεψη στις φίλες της, στην Αννέτα, στους Πεσάχ ή
τους Ντεµάγιο, όπου άκουγα συνοµιλίες σε ανάµικτα ελληνικά,
γαλλικά, ισπανικά και κουνούσα απελπισµένη τα πόδια µου
πάνω κάτω στην καρέκλα, που καθόµουν ήσυχα σαν καλό παιδί,
περιµένοντας το «κέρασµα» για να έχω κάτι να περάσει η ώρα
µου. Με τη γιαγιά όµως είχα τη χαρά να ανεβοκατεβαίνω ατέλειωτες ώρες τις κυλιόµενες σκάλες στην πλατεία Οµονοίας,
µια εποχή που µόνον εκεί και στα ελάχιστα πολυκαταστήµατα
υπήρχαν κυλιόµενες σκάλες.
«Γιαγιά, πάµε στην µπλε!» φώναζα ενθουσιασµένη. «Και να
κατέβουµε από την κόκκινη!»
«Δεν φτάνει πια, χρυσό µου; Πήγαµε µε όλες στις σκάλες…»
«Όχι, δεν πήγαµε µε τις κίτρινες! Μια ακόµα, σε παρακαλώ…»
Πλατεία Οµονοίας σήµαινε κυλιόµενες σκάλες. Τίποτα
άλλο. Όλα τα άλλα επάνω ήταν άσχηµα, αδιάφορα και γκρι.
— 34 —
SelidoAnthoula_final2.qxp
6/3/14
12:58 PM
Page 35
ΚΑΙ ΤΟΥ ΥΨΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΑΘΟΥΣ
Πολλά χρόνια αργότερα, κάποιες µοναχικές στιγµές στο φοιτητικό µου δωµάτιο στο Παρίσι, ξεφυλλίζοντας παλιά οικογενειακά γράµµατα, που είχα ανακαλύψει, Κύριος οίδε πού, έπεσα
πάνω σε ένα γράµµα της θείας Βέρας που αναφερόταν στην
πλατεία Οµονοίας. Το έστελνε στη µικρή αδελφή της, τη µαµά
µου, αρραβωνιασµένη τότε µε τον µπαµπά µου, για να της ευχηθεί για τη γιορτή της.
«Χρόνια πολλά, αδελφούλα µου» έλεγε «και πολλά φιλιά
στον αγαπηµένο σου. Πόσο θα ήθελα να ήµασταν κοντά να
γιορτάσουµε όλοι µαζί την γιορτή σου! Και δεν µπορείς να φανταστείς τι λαχτάρα έχω, τι µεγάλη λαχτάρα, να ξανάβλεπα την
πλατεία Οµονοίας».
Την πλατεία Οµονοίας! Είχε λαχτάρα να ξαναδεί αυτό το
άσχηµο, αδιάφορο µέρος της Αθήνας, το πιο γκρι, πολύβουο και
ασυνάρτητο, απλά και µόνο γιατί ήταν Ελλάδα. Το κέντρο της
πρωτεύουσας, που η µοίρα της την είχε αρνηθεί. Είχε πεθάνει
πια η θεία µου, όταν εγώ διάβαζα αυτές τις γραµµές, γραµµένες
µε λεπτά, καλλιγραφικά γράµµατα, σε φθαρµένο χαρτί αλληλογραφίας, και όντας κι εγώ κατά κάποιο τρόπο στην «ξενιτιά»,
τότε, είχα κλάψει µε κείνο το γράµµα. Είχα λυπηθεί που είχε λαχταρήσει τόσο πολύ κάτι, που για µένα ήταν δεδοµένο και µάλιστα αδιάφορο.
Κι ακόµα περισσότερο, που πέθανε εξόριστη, πολύ νέα, από
απότοµο εγκεφαλικό στο σπίτι της στο Βέλγιο, παραµονή Χριστουγέννων, εκεί που έραβε το γιορτινό φόρεµα της ξαδέλφης
µου της Μαριάννας, χωρίς ποτέ να µπορέσει να ξαναδεί την
«πλατεία Οµονοίας». Ήταν ακόµα η εποχή της δικτατορίας και
ασφαλίτες επισκέπτονταν ταχτικά το σπίτι της γιαγιάς µου, ρωτώντας επίµονα που είναι η κόρη της. Συνέχισαν να την επισκέπτονται και µετά τον θάνατο της Βέρας.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά είµαι σίγουρη πως ήξεραν πολύ καλά
πως η Βέρα δεν ήταν στην Ελλάδα, ούτε καν στο Βέλγιο πια. Τι
ανθρώπινος σαδισµός κι αυτός, να ταλαιπωρείς µια χαροκαµένη
ηλικιωµένη γυναίκα, επειδή όταν ήταν νέα και κυνηγηµένη από
— 35 —
SelidoAnthoula_final2.qxp
6/3/14
12:58 PM
Page 36
Α Ν Θ Ο ΥΛ Α Α Θ Α Ν Α Σ Ι Α Δ Ο Υ
παντού, ανέβηκε µε τα παιδιά της στο βουνό για να γλιτώσει τις
ζωές τους.
Εβραία και αριστερή. Μοίρα δοσµένη απ’ αλλού, όχι επιλεγµένη από την ίδια. Έτσι όµως δεν είναι η «µοίρα» για όλους
µας; Προδιαγεγραµµένη από τον Μεγάλο Σχεδιαστή, ξετυλίγεται µέρα µε τη µέρα αναπάντεχα µπροστά µας και τις περισσότερες φορές το µόνο που µπορούµε να κάνουµε είναι να της
γνέψουµε µε το κεφάλι και ν’ ακολουθήσουµε…
Ένα κοριτσάκι ήταν η γιαγιά όταν παντρεύτηκε, µια µικρή,
άβγαλτη έφηβη, που είχε ήδη γνωρίσει στο πετσί της τα δεινά
του πολέµου ως παιδί. Του πρώτου πολέµου, καθώς έλεγε.
«Γιαγιά, πες µου για τότε που σας έκαψαν το σπίτι».
«Πάλι, Ανθούλα µου; Τόσες φορές την έχουµε πει αυτή την
ιστορία».
«Έλα γιαγιά! Δεν τη θυµάµαι ακριβώς. Πόσω χρονών
ήσουνα τότε;
«Μικρή ήµουνα. Πώς να ξέρω πόσο µικρή; Ξέρω µόνο πως
ο πατέρας µου είχε ήδη πεθάνει».
Αυτός ο προπάππους, επειδή «είχε ήδη πεθάνει» σε όλες τις
αφηγήσεις της γιαγιάς µου, είναι για µένα ένα κανονικό φάντασµα, ένα πλάσµα που ποτέ δεν υπήρξε, δεν είχε σάρκα και οστά,
δεν παντρεύτηκε, γέννησε παιδιά, δούλεψε και γενικά έζησε µια
ζωή πάνω στον πλανήτη και ειδικά στη Θεσσαλονίκη. Δεν εµφανίζεται ως κανονικό πρόσωπο σε καµία ιστορία, καµία οικογενειακή φωτογραφία, τίποτα. Μηδέν. Καµία ουσιαστική αναφορά
δεν γίνεται ποτέ γι’ αυτόν, πέρα από το «είχε ήδη πεθάνει».
«Και πως ζούσατε, γιαγιά;»
«Ο πατέρας µου µας είχε αφήσει πολλά µαγαζιά, από τα
οποία η µητέρα έπαιρνε τα νοίκια και ζούσε την οικογένεια. Και
ήµασταν ένα σωρό παιδιά: Πρώτη η θεία Ίντα, µετά η θεία Ρόζα,
ο θείος Ισαάκ, ο θείος Αλµπέρτο, εγώ».
«Μα δεν µου είχες πει ότι ήσουν εσύ η µικρότερη;»
«Ήµουν όµως η πιο µικρή από τα κορίτσια. Το σπίτι µας ήταν
πάνω από τα µαγαζιά. Όταν µπήκαν οι σύµµαχοι στη Θεσσαλο— 36 —
SelidoAnthoula_final2.qxp
6/3/14
12:58 PM
Page 37
ΚΑΙ ΤΟΥ ΥΨΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΑΘΟΥΣ
νίκη, ήταν καλοκαίρι. Κάποιοι ήρθαν και µας ειδοποίησαν ότι
θα τίναζαν λέει κάποια κτίρια στην περιοχή και καλύτερα να πηγαίναµε µια βόλτα για να µην σπάσει κανένα τζάµι και µας χτυπήσει. Βγήκαµε όλοι έξω, όπως είµαστε, µε τα καλοκαιρινά µας
φουστανάκια και τα αγόρια µε τα κοντά τους παντελόνια. Ευτυχώς η µάνα µου, δεν ξέρω πώς της ήρθε ξαφνικά, πριν βγούµε
όλοι από το σπίτι, έκανε µια έτσι και πήρε κάτω από το µαξιλάρι
της ένα σακουλάκι µε λίρες, τα ενοίκια του µήνα που µόλις είχε
εισπράξει. Αυτές οι λίρες µας έσωσαν… Όταν γυρίσαµε από τη
βόλτα δεν υπήρχε πια το τετράγωνο. Ούτε µαγαζιά ούτε σπίτι,
ούτε τίποτα. Τα είχαν ανατινάξει όλα».
«Γιατί; Μα γιατί;»
«Για να µην τα βρουν οι Γερµανοί. Ήθελαν να τους δυσκολέψουν, όταν θα έφταναν στη Θεσσαλονίκη, να έβρισκαν µια
ερειπωµένη πόλη».
Η γιαγιά εκεί έκανε πάντα µια παύση. Αυτό εµένα δεν το χωρούσε το κεφάλι µου. Πώς γίνεται να τινάζεις στον αέρα τις περιουσίες, τις ζωές τόσων ανθρώπων, για να µην τα βρουν οι
Γερµανοί… Αλλά ποιανού χωράει στο κεφάλι η λογική του πολέµου; Πήδαγα λοιπόν τις ερωτήσεις, που δεν θα έβγαζαν έτσι
και αλλιώς νόηµα, και πήγαινα στα παρακάτω.
«Και τι κάνατε; Πώς ζήσατε χωρίς σπίτι; Χωρίς ρούχα;
Χωρίς µαγαζιά να παίρνετε τα ενοίκια;»
«Με τις λίρες που είχε πάρει η µητέρα µου, νοικιάσαµε ένα
πολύ µικρό σπιτάκι. Τα µεγάλα κορίτσια πήραν ραπτοµηχανές
και άρχισαν να ράβουν. Εγώ και τα µικρότερα αγόρια συνεχίσαµε να πηγαίνουµε σχολείο».
«Αχ, γιαγιά! Πες µου για τότε που έφαγες τιµωρία στο σχολείο!»
«Α! Με τη φασολάδα λες;»
«Ναι, ναι, αυτήν!»
«Λοιπόν, που λες, εγώ ήµουν πρώτη µαθήτρια. Πάντα άριστα έπαιρνα και επαίνους. Ποτέ δεν είχα πάρει τιµωρία. Ένα µεσηµέρι όµως πεινούσα πολύ. Ήξερα πως θα είχαµε φασολάδα
— 37 —
SelidoAnthoula_final2.qxp
6/3/14
12:58 PM
Page 38
Α Ν Θ Ο ΥΛ Α Α Θ Α Ν Α Σ Ι Α Δ Ο Υ
στο σπίτι και η µάνα µου την έφτιαχνε πολύ ωραία. Τη σκεφτόµουνα και µου έτρεχαν τα σάλια. Τελείωσε το µάθηµα και µας
έβαλαν στη σειρά για να βγούµε από την τάξη.
»Τότε δεν βγαίναµε σαν αφηνιασµένα άλογα µόλις χτυπούσε
το κουδούνι, όπως κάνετε εσείς τώρα. Έπρεπε να περιµένουµε
ήσυχα στοιχισµένοι, να βγούµε µε βηµατισµό από την τάξη και
να περπατήσουµε στην αυλή µέχρι την εξώπορτα. Δεν άντεξα
όµως. Μόλις φτιάξαµε τις σειρές µας, το ’βαλα στα πόδια τρέχοντας για τη φασολάδα. Έτσι, έφαγα την πρώτη και µοναδική
µου τιµωρία στο σχολείο. Για ένα πιάτο φασολάδα!»
Αυτή η ιστορία µου άρεσε πολύ. Ήταν ανάλαφρη, χωρίς πολέµους και φρικαλεότητες. Ήταν και η γιαγιά µου παιδί κάποτε
και έτρωγε τιµωρίες. Και κυρίως, έτρεχε! Αργότερα έµαθα κι
εγώ στα θρησκευτικά πως για ένα πιάτο φακή κάποιος άλλος,
πιο διάσηµος από την γιαγιά µου είχε χάσει τα πρωτοτόκια.
— 38 —