Διαβάστε τις πρώτες σελίδες

Ο Π ΑΓ ΚΟ Σ
Ο πάγκος
•3•
Κ ων σ τα ν τί ν α Ρε μ π ή
Εκδόσεις Λευκή Σελίδα • ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
Κωνσταντίνα Ρεμπή
Ο πάγκος
Διορθώσεις: Ελένη Ζαφειρούλη
Σελιδοποίηση: Γιάννης Χατζηχαραλάμπους
Μακέτα εξωφύλλου: Γιάννης Λιβέρης
Copyright © Εκδόσεις Λευκή Σελίδα και Κωνσταντίνα Ρεμπή, Αθήνα 2015
Πρώτη έκδοση από τις Εκδόσεις Λευκή Σελίδα, Αθήνα 2015
ISBN 978-960-9745-39-0
Εκδόσεις Λευκή Σελίδα
Σταδίου 10, 105 64, Αθήνα • Τηλ. & Fax.: 2103232870
www.lefkiselida.gr • e-mail: info@lefkiselida.gr
Αυτό το κείμενο που δημοσιεύεται από τις εκδόσεις «Λευκή Σελίδα» προστατεύεται από τους διεθνείς νόμους και τις διεθνείς
συνθήκες που αφορούν τα συγγραφικά δικαιώματα. Η εκτύπωσή του σε χαρτί προορίζεται αποκλειστικά για τον αγοραστή και
περιορίζεται στην προσωπική του χρήση. Κάθε άλλη αναπαραγωγή ή αντιγραφή, από όποιον και να προέρχεται, θα αποτελεί
απομίμηση και θα υπόκειται στις προβλεπόμενες κυρώσεις από το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο περί πνευματικής ιδιοκτησίας και
από τις ισχύουσες διεθνείς συνθήκες για την προστασία των συγγραφικών δικαιωμάτων.
•4•
Ο Π ΑΓ ΚΟ Σ
Κωνσταντίνα Ρεμπή
Ο πάγκος
[ μυθισ τόρημα ]
•5•
Κ ων σ τα ν τί ν α Ρε μ π ή
•6•
Ο Π ΑΓ ΚΟ Σ
1
Δουλεύω στον πάγκο. Είμαι εδώ γύρω στα δέκα χρόνια, κι αυτό
μου έχει δώσει τη δυνατότητα να κατηγοριοποιώ με ταχύτητα και
ακρίβεια την προοπτική και τις δυνατότητες όσων έχουν περάσει
από δω. Μέσα σ’ αυτά τα χρόνια πέρασαν τριάντα υπάλληλοι –
σήμερα έχουμε μείνει μόνο εφτά.
Επίσημα αποκαλούμαστε συνάδελφοι – ωραία και αγαθή λέξη, απ’ την οποία πηγάζουν τα θετικά συναισθήματα της αλληλεγγύης και της συντροφικότητας. Όμως, αυτό μόνο στη θεωρία.
Γιατί, στην πραγματικότητα, αυτό που χαρακτηρίζει τους περισσότερους είναι η εμπέδωση του πιο βασικού δόγματος της ζωής.
Όποιος γεννιέται σ’ αυτόν τον σκατένιο κουβά πρέπει πάντα να
έχει δίπλα του τον άνθρωπό του. Μωρό, βρέφος και παιδί τούς
γονείς, μεγάλος στη δουλειά τον προϊστάμενο ή τον διευθυντή.
2
Την ώρα που κατεβαίνω τον δρόμο ελάχιστοι κυκλοφορούν. Αρκετά αυτοκίνητα που ανεβαίνουν από την οδό Κ-Τ διασταυρώνονται
στα φανάρια της οδού Ε-Θ. Εκεί υπάρχει ένα ρουμάνικο πρακτορείο. Την ώρα αυτή δυο-τρία πούλμαν φορτώνουν για να φύγουν.
Πηγαίνει σε πολλές πόλεις της Ρουμανίας. Τους βλέπεις να προσπαθούν να τακτοποιήσουν φτηνές βαλίτσες – καμία σχέση με
αυτές που κινούνται ράθυμα στους διαδρόμους του αεροδρομίου.
Πιο κάτω, στο δεξί πεζοδρόμιο της οδού Ε-Θ, μια πολύ αδύνατη
γυναίκα απροσδιόριστης ηλικίας ψάχνει τους δύο πράσινους κάδους του δήμου. Οι κινήσεις της δεν είναι καθόλου βιαστικές. Κάθεται, σχεδόν ακουμπάει την ξεραμένη μπίχλα του πεζοδρομίου, τα
στεγνωμένα κάτουρα της νύχτας. Δεν έχει άγχος, μόνο την ήρεμη
•7•
Κ ων σ τα ν τί ν α Ρε μ π ή
αποφασιστικότητα του απελπισμένου, που έχει μάθει να μην περιμένει τίποτα. Σήμερα βρήκε έναν μικρό θησαυρό. Κομμάτια από
καφέ και μπορντό ύφασμα, τα τεντώνει με προσοχή και επιμέλεια
κι ύστερα τα βάζει στις πλαστικές κόκκινες καρό σακούλες.
3
Και δειλά-δειλά αρχίζουν να βγαίνουν μαύροι και Πακιστανοί,
σπρώχνοντας τα μεγάλα καρότσια του σουπερμάρκετ. Τα γεμίζουν όλη μέρα με αντικείμενα που έχουν χαλκό. Μετά τα πηγαίνουν στις μάντρες του Σχιστού, του Ταύρου και του Βοτανικού.
Εκεί οι έμποροι ζυγίζουν τον χαλκό και τους δίνουν από ένα έως
δύο ευρώ το κιλό. Οι καλές και οι κακές μέρες γι’ αυτούς χαρακτηρίζονται με βάση τα λάφυρά τους. Η πολύ καλή μέρα είναι
όταν η τύχη είναι με το μέρος κάποιου απ’ αυτούς και στο καλάθι είναι παραχωμένα τα αστραφτερά κομμάτια ενός θερμοσίφωνα. Ανεβαίνουν στις ταράτσες των διώροφων παλιών σπιτιών
και μόλις τον βρουν, τον παίρνουν σαν αίλουροι χωρίς δεύτερη
κουβέντα. Μπορεί να χτυπήσουν θριαμβευτικά το λευκό σώμα
με το χέρι, ψιθυρίζοντας «κόπερ, όλο κόπερ» καθώς ακούγεται
ο ήχος του χαλκού. Όσοι βρουν έναν ολόκληρο θερμοσίφωνα
και μπορούν να τον πάνε σε κάποιο χυτήριο στο Σχιστό ή στο
Θριάσιο, εκεί που το τριφασικό ρεύμα λιώνει τα μέταλλα, έχουν
κέρδος μέχρι και τέσσερα ευρώ. Όμως, ο θερμοσίφωνας ζυγίζει
πάνω από πενήντα κιλά. Και όσοι δουλεύουν στο κέντρο είναι
αδύνατον να πάνε με το καρότσι στο Σχιστό. Οπότε το αδειάζουν
στον Ταύρο ή στον Βοτανικό.
Μπορεί στη χημεία ο χαλκός να θεωρείται ημιπολύτιμο μέταλλο, αλλά στην παγκόσμια οικονομία ανταγωνίζεται επάξια
τον χρυσό, καθώς η αξία του όλο και ανεβαίνει. Ο τόνος κυμαίνεται ανάμεσα στα οκτώμισι έως εννιάμισι χιλιάδες δολάρια, κι
•8•
Ο Π ΑΓ ΚΟ Σ
έτσι αυτή η επικερδής επιχείρηση, που παλιότερα την είχαν μόνο
οι Τσιγγάνοι, τώρα έχει επεκταθεί και στην επαρχία. Στις εκκλησίες συχνά-πυκνά χάνεται η χάλκινη καμπάνα. Σε μια εκκλησία
της Λάρισας όλα ήταν έτοιμα για τη βάφτιση του μωρού, όταν
ο παπάς μισή ώρα πριν από το μυστήριο ανακάλυψε ότι έλειπε
η κολυμπήθρα. Είχαν μπει αθόρυβα στο ιερό του ναού και κατάφεραν να τη βγάλουν έξω και να την κουβαλήσουν, χωρίς να
τους πάρει κανείς χαμπάρι. Τελικά, ο παπάς δανείστηκε την κολυμπήθρα της γειτονικής εκκλησίας και το βρέφος βαφτίστηκε
χριστιανός ορθόδοξος.
Αλλά η δράση επεκτείνεται και στις εταιρείες των τρένων
και του ηλεκτρισμού. Ξηλώνουν σε απόμερα σημεία τις γραμμές
και τα καλώδια. Οι Ρουμάνοι προτιμούν την εταιρεία ρεύματος,
αφού στην Εθνική οδό Αθηνών - Λαμίας άρχισαν να κόβουν τα
καλώδια ηλεκτροφωτισμού. Μόλις είχαν μαζέψει σε κουλούρα
115 μέτρα καλώδιο, ένας υπάλληλος των διοδίων παρατήρησε
πως από νύχτα σε νύχτα οι πυλώνες φωτισμού έσβηναν ο ένας
μετά τον άλλον. Και κάλεσαν την αστυνομία.
•9•
Κ ων σ τα ν τί ν α Ρε μ π ή
• 10 •
Ο Π ΑΓ ΚΟ Σ
Οι διάλογοι στον πάγκο
4
Μια μέρα με την απειλητική ζέστη του Ιουλίου ο Ζ ρωτάει τη Χ.
— Πού θα πας σαββατοκύριακο;
— Στο βουνό. Τέτοια εποχή δεν έχει κόσμο.
— Αντίθετα, εγώ προτιμώ τη θάλασσα. Αυτή την εποχή έχει
τόσο κόσμο και φασαρία. Εξάλλου οι καταθλιπτικοί λατρεύουν
την πολυκοσμία, σε αντίθεση με όσα πιστεύουν γι’ αυτούς.
— Είναι τρομερό αλλά περίεργο, συνέχισε ο Ζ, προσπαθώντας
να φτάσει τα τρία τελευταία πακέτα ενσήμων που ήταν στο τελευταίο ράφι της αποθήκης. Εδώ μέσα κάνω όλων των ειδών τις
δουλειές. Χειρωνακτική, μηχανική, πνευματική. Αν όμως διαμαρτυρηθώ στον διευθυντή ή στον προϊστάμενο ότι δεν κάνω αυτό
για το οποίο έχω προσληφθεί, θα μου πει με έμμεσο τρόπο ότι
μπορεί να με ξαποστείλει σε χειρότερο πόστο. Και το πιο άσχημο
απ’ όλα είναι ότι έχω ξεχάσει για ποια δουλειά έχω προσληφθεί
και τα θεωρώ όλα αυτά φυσιολογικά. Πολλές φορές σκέφτομαι
ότι θα τελειώσω τη ζωή μου με κάποια γεμάτα κλασέρ ή πακέτα
ενσήμων που θα μου πέσουν στο κεφάλι. Θα μεταβληθούν έτσι
σε ακούσια φονικά όργανα.
• 11 •
Κ ων σ τα ν τί ν α Ρε μ π ή
5
— Ο Αναδεικνυόμενος με έχει φορτώσει πολύ τώρα τελευταία. Δεν βγαίνει με τίποτα τόση δουλειά και δεν γουστάρω τόση
πίεση, λέει η Δ στη Γ.
— Ίσως αν του κλαφτείς, ξέρεις, θα πάρεις ένα μελοδραματικό ύφος και θα κλαις ήρεμα, σιωπηλά, όχι με λυγμούς. Αυτό
πιάνει πάντα. Δίνει στη γυναίκα ένα μυστήριο. Αν το κάνει όμως
άντρας, θεωρείται αξιολύπητος.
— Υπάρχει και μια άλλη λύση βέβαια, συνεχίζει η Γ. Η τέχνη τού
να φαίνεται ότι δουλεύεις πολύ, ενώ στην ουσία κάνεις ελάχιστα.
6
Η Χ και η Ψ κανονίζουν να βρεθούν για καφέ στην πλατεία Συντάγματος.
— Πού λες να καθίσουμε; ρωτάει η Ψ.
— Σίγουρα όχι σε κάποια καφετέρια που να φτιάχνει και γλυκά, λέει η Χ. Δεν αντέχω να τα βλέπω στις προθήκες και να μην
μπορώ να τα φάω.
— Άρχισες πάλι δίαιτα;
— Ναι, αλλά σκέφτομαι και τα λεφτά, λέει η Χ σκεφτική. Δεν
θέλω να ξοδέψω δέκα ευρώ.
— Ωραία, τότε θα περπατήσουμε στην πλατεία διαγώνια, θα
περάσουμε το δέντρο των αυτοκτονιών και θα διασχίσουμε τον
δρόμο για να πάμε στα ΜακΝτόναλντς.
— Δεν μου αρέσει ο καφές στα ΜακΝτόναλντς.
— Ε, δεν μπορείς να τα έχεις όλα ταυτόχρονα.
— Καλά, πάμε.
• 12 •
Ο Π ΑΓ ΚΟ Σ
7
Ο Λ και ο Ω διαφωνούν για τη χρησιμότητα του να παίζεις ΣΤΟΙΧΗΜΑ και ΛΟΤΤΟ.
— Το κύτταρό μου έχει διδαχτεί να επιβιώνει με τα ελάχιστα.
— Κολακεύεις τη ματαιοδοξία σου.
— Ναι, παίζοντας αγοράζω την ελπίδα του ενός ευρώ.
— Κι αυτό σου φτάνει;
— Ναι. Ίσως γιατί είμαι ένας δεξιοτέχνης της επιβίωσης.
8
— Αυτά τα παπούτσια τα έχω ερωτευτεί, λέει η Χ. Όμως είναι πανάκριβα, κι έτσι κάθε φορά που περνάω από δω τα χαζεύω στη βιτρίνα.
— Κρίμα, κι εγώ νόμιζα ότι ήσουν ερωτευμένη με κάποιον,
λέει πονηρά η Β.
— Τα παπούτσια είναι πιο πιστά απ’ τους άντρες. Στέκονται
κει και σε περιμένουν.
— Μέχρι να τα πάρει κάποια άλλη. Γιατί με τον μισθό που
παίρνουμε ούτε στην άλλη ζωή.
Κι εκείνη τη στιγμή αρχίζει η Χ να μισεί τη Β.
9
— Τρέφουν τα μοσχάρια με ειδικά επεξεργασμένες, εξελιγμένες εργαστηριακές τροφές, λέει η Σ ξαφνικά, καθώς ψάχνει έναν
φάκελο στην άσπρη ραφιέρα του διαδρόμου.
• 13 •
Κ ων σ τα ν τί ν α Ρε μ π ή
— Από πότε ασχολείσαι εκτενώς με τα μοσχάρια; ρωτά ειρωνικά η Υ.
— Μα είχε ρεπορτάζ στην τηλεόραση χθες, δεν θυμάμαι σε
ποιο κανάλι, λέει θιγμένη η Σ. Να φανταστείς ότι όση ώρα τρώνε
ακούν Μπαχ και Μότσαρτ και σε μερικές φάρμες τους κάνουν και
μασάζ, για να γίνει το κρέας τους πιο μαλακό.
— Και μετά τα οδηγούν κατά δεκάδες στο σφαγείο, είπε η Υ
και ξαφνικά έκλεισε το χαμογελαστό πρόσωπό της.
10
Πάνω στον πράσινο κάδο των σκουπιδιών έχουν σκαρφαλώσει
δύο μικρά γυφτάκια. Σκύβουν μέσα και βγάζουν μικρούς θησαυρούς. Το πεζοδρόμιο έχει γεμίσει σκουπιδαριό. Τα άλλα τρία
μεγαλύτερα παιδιά τρέχουν στο πεζοδρόμιο και προσπαθούν να
πιάσουν την πολυτιμότερη πραμάτεια. Ο ένας τρέχει ακάθεκτος,
προσπαθώντας να πιάσει ένα ζευγάρι πλαστικές παντόφλες που
πετούν στον αέρα. Όταν τελικά προσγειώνονται, καταφέρνει να
πιάσει μόνο τη μία. Τη δεύτερη την έχει προλάβει ο άλλος. Ακολουθεί έντονος καβγάς, ο πρώτος διεκδικητής σπρώχνει τον δεύτερο και επιχειρεί να του αρπάξει τη σαγιονάρα, που αν την κοιτάξεις από κοντά, θα δεις ότι είναι κομμένη στο μπροστινό μέρος
της και η μισή κρέμεται αξιολύπητη, παρακαλώντας να μην την
ταλαιπωρούν άλλο και να την αφήσουν να τελειώσει ήσυχα την
ήρεμη ζωή της στην άκρη του πεζοδρομίου. Τέλος στον καβγά
δίνει το ανάπηρο κορίτσι που είχα καιρό να δω. Φεύγει απ’ το φανάρι όπου ζητιανεύει, πηγαίνει προς το μέρος των δύο αγοριών
που διαπληκτίζονται και σηκώνει απειλητικά την πατερίτσα. Οι
μικροί σκορπίζουν και οι σαγιονάρες βρίσκουν τον δρόμο τους
προς την αιωνιότητα.
• 14 •
Ο Π ΑΓ ΚΟ Σ
11
Η κηδεία
— Πάει, τελείωσε κι αυτό, είπε ο Ζ, σπρώχνοντας προς τα
μπρος το φλιτζάνι με τον καφέ και την καρέκλα προς τα πίσω,
έτοιμος να σηκωθεί.
— Καλά, περίμενέ με λίγο, είπε η Χ, πάμε μαζί να χαιρετήσουμε τη χήρα. Τι βιάζεσαι τόσο, δεν βλέπεις την ουρά των συλλυπητηρίων;
— Καλά λες, απαντά ο Ζ, αλλά δεν μπορώ να κάθομαι άλλο,
αν επιτρεπόταν το κάπνισμα ίσως… Εξάλλου η υπεύθυνη του
κυλικείου μαζεύει ήδη τα φλιτζάνια και τα ποτήρια. Δείγμα ότι
πρέπει να ξεκουμπιστούμε, γιατί θα έρθει η επόμενη κηδεία.
Σηκώνονται και πηγαίνουν προς την ουρά.
— Όλο το ιερατείο είναι μπροστά, είπε ψιθυριστά στο αυτί
του Ζ η Χ. Κοίταξέ τους, πηγαίνουν όλοι μαζί, κανείς δεν ξεφεύγει απ’ το κοπάδι. Ο τομεάρχης της έβδομης πτέρυγας, οι δύο διευθυντές των τομέων, οι τμηματάρχες και μπροστά, πρώτος στη
σειρά, ο Αναδεικνυόμενος.
— Αφού του έχουν δώσει θάρρος οι ίδιοι, γιατί να μην το εκμεταλλευτεί;
— Το εκμεταλλεύεται κάθε μέρα, είναι ανάγκη και στην κηδεία;
— Μα αυτή είναι μία από τις μεγάλες του ευκαιρίες. Μέτρησε
πόσοι είναι στην αίθουσα. Γύρω στους εκατό. Υπάλληλοι όχι μόνο από τον δικό μας τομέα, αλλά και από τα κεντρικά, ακόμη και
από τα παραρτήματα της επαρχίας. Πολλοί δεν τον ξέρουν, αλλά
θα ρωτήσουν ποιος είναι αυτός δίπλα στον τομεάρχη. Και τότε
κάποιος θα βρεθεί να τους πει ποιος είναι. Κι έτσι, μέσα σε δύο
ώρες η δημοτικότητά του θα αυξηθεί στη νιοστή. Γιατί εκεί που
τον γνώριζαν δέκα, τώρα τον γνωρίζουν εκατό.
— Δηλαδή, αν τον επόμενο χρόνο έχουμε άλλες τρεις κηδείες, θα τον μάθουν τετρακόσιοι, είπε κρυφογελώντας ο Ζ.
— Μην το υποτιμάς καθόλου, λέει η Χ αυστηρά. Γιατί μαζί με την
ποσότητα αυξάνεται και το βάθος του φόβου και της υποταγής.
• 15 •
Κ ων σ τα ν τί ν α Ρε μ π ή
— Κοίταξέ τον, είπε ο Ζ πάλι, κοντεύει να απογειωθεί προσπαθώντας να τραβήξει την προσοχή. Ακόμη και στην ουρά των
συλλυπητηρίων κάνει πηγαδάκι με κοινό στο οποίο λέει αυτές τις
γνωστές ιστορίες του, θυματοποιώντας τον εαυτό του και κάνοντας το θήραμα θύτη.
— Έλα πια, πολύ το έχεις δραματοποιήσει. Πάντως, έχεις δίκιο. Έτσι που κουνάει τα χέρια του, νομίζεις ότι θα τα ανοίξει και
θα πετάξει.
— Πάνω από τους τάφους, είπε ψιθυρίζοντας ο Ζ, συγκρατώντας μια γελαστή γκριμάτσα.
12
— Οι μόνες επιχειρήσεις που ανθούν στις μέρες μας είναι οι οίκοι ανοχής και τα γραφεία κηδειών. Και κάνουν και τις καλύτερες
χορηγίες. Στηρίζουν ποδοσφαιρικές και καλλιτεχνικές ομάδες.
— Έλα, και στην αρχαιότητα γινόταν αυτό. Ο φιλόσοφος
Διογένης σύχναζε στα δείπνα του πιο διάσημου μπουρδέλου της
Κορίνθου.
— Αφού ήταν πάμφτωχος, τι ήθελες να κάνει; Τους διασκέδαζε με τα σοφίσματά του και εξασφάλιζε την τροφή του.
— Μακάρι να υπήρχε αυτή η ανταλλαγή και στις μέρες μας,
είπε η Χ.
Είχαν κλείσει ήδη δέκα ώρες δουλειάς.
— Άντε πάμε, λέει η Ψ. Αλλά εγώ πεινάω πολύ. Αν πιω κι άλλον καφέ, θα είναι ο πέμπτος, επομένως πάμε να φάμε κάτι και
να πιούμε κάτι λίγο;
— Άντε, πάμε.
Ήταν ένας ανελέητα μπλε ουρανός. Παρά τον προχωρημένο
Οκτώβρη, ελάχιστες σταγόνες βροχής είχαν πέσει τις προηγούμενες μέρες.
• 16 •
Ο Π ΑΓ ΚΟ Σ
Μετά από μισή ώρα και αφού η Χ είχε πιει δύο τσιπουράκια,
άρχισε να αναλύει την κατάσταση και να μιλάει γενικά με αποφθέγματα.
— Ζούμε έναν ακήρυχτο πόλεμο, γι’ αυτό και πρέπει γρήγορα
να μάθουμε τα μυστικά του, είπε μεταξύ άλλων η Χ. Μυστικά επιβίωσης. Πώς να βρίσκεις φτηνά τρόφιμα και ρούχα, πώς να πληρώνεις φόρους και λογαριασμούς για να μη σου κάνουν κατάσχεση και, τέλος, πώς να ζεις χωρίς δουλειά και χωρίς επιδόματα.
Η Ψ δεν βαριόταν που την άκουγε, όμως αυτό που της την
έδινε πιο πολύ ήταν ότι η Χ είχε σχεδόν πάντα δίκιο. Κι αυτό έκανε να φωλιάζει στην ψυχή της μια ανομολόγητη ζήλια.
— Το αγρίμι και το ζώο μπορεί να είναι παραγωγικά, αλλά
δεν παύουν να είναι αγρίμια και ζώα, είπε η Χ κλείνοντας το μάτι
στην Ψ.
Αιτία ήταν οι τέσσερις καινούργιες καρέκλες που είχαν παραγγελθεί. Φυσικά δεν έφταναν για όλους. Η Η τις περίμενε έξω
από την πόρτα του ασανσέρ. Τις έβγαλε μόνη της μία-μία έξω και
τις παρέταξε στον διάδρομο.
— Τι ωραίες μοντέρνες καρέκλες, είπε η Χ ανέμελα καθώς
περνούσε από κει.
Το κλειστό πρόσωπο της Η έκλεισε ακόμη πιο πολύ.
— Δεν είναι για σένα, είπε. Είναι γι’ αυτούς που έπιασαν τον
στόχο αυτού του μήνα.
— Όσοι λένε την αλήθεια μένουν πάντα στο περιθώριο, είπε ο Ζ.
13
— Τα ρούχα μου με πονούν τώρα τελευταία, λέει μια μέρα η
Χ στην Ψ.
— Τι ακριβώς εννοείς; ρωτάει ανήσυχη η Ψ. Τώρα τελευταία
δεν μου αφήνεις κανένα περιθώριο για να μην ανησυχώ.
• 17 •
Κ ων σ τα ν τί ν α Ρε μ π ή
14
— Ο Ν δεν δέχτηκε τη θέση, είπε ο διευθυντής. Δεν θέλησε
καν να είναι υποψήφιος.
«Γιατί προτιμάει το παρασκήνιο», σκέφτηκε η Φ. Ήθελε τόσο πολύ να το ξεστομίσει, αλλά ήξερε καλά ότι αυτό θα προκαλούσε την
οργή του διευθυντή. Έτσι αρκέστηκε σε ένα «ευχαριστώ πολύ».
— Μη με ευχαριστείς, είπε ο διευθυντής. Να ευχαριστείς τις
μονάδες που συγκέντρωσες. Αν και σου έβαλα εβδομήντα αντί
για ογδόντα, γιατί πριν από καιρό αρνήθηκες να αναλάβεις τα
νοσοκομεία. Και το έκανες με πολύ άσχημο τρόπο.
Και πάλι η Φ δεν είπε τίποτα. Αν και πολύ θα επιθυμούσε να
του πει για την πίεση και το άγχος που της προκαλούσαν η άγνοια
και ο όγκος αυτού του αντικειμένου. Αλλά προτίμησε να σωπάσει,
γιατί ήξερε ότι αν μιλούσε, θα εισέπραττε πάλι το εμβληματικό σήκωμα του χεριού που σήμαινε «πάψε» και την οργή του.
15
— Πάψε να κάνεις πράγματα πίσω από την πλάτη μου, ούρλιαξε ο διευθυντής στον Ω. Τη θέση του γραμματοκομιστή δεν
την ενέκρινα εγώ. Σε διόρισε ο διευθυντής από τα κεντρικά. Και
μη νομίζεις ότι δεν μαθαίνω κάθε σου κίνηση. Ξέρω πολύ καλά
ότι πας εκεί και παρακαλάς, για να σου δίνουν νέα καθήκοντα.
Τρέχεις στις άλλες υπηρεσίες και τα χαρτιά στο γραφείο σου
στοιβάζονται, χωρίς να προχωράει τίποτα.
— Ο Αναδεικνυόμενος το ήξερε, τόλμησε να πει χαμηλόφωνα
ο Ω.
Ο διευθυντής έγινε ακόμη πιο έξαλλος.
— Θα τον πάρει κι αυτόν ο διάολος μαζί μ’ εσένα!
• 18 •
Ο Π ΑΓ ΚΟ Σ
16
— Ακούσατε ειδήσεις; είπε η Φ μόλις μπήκε στο γραφείο.
Οι άλλες δύο δεν απάντησαν.
— Πριν από μία ώρα πάλι κάποιος αυτοκτόνησε στην πλατεία
Συντάγματος, είπε θριαμβευτικά.
Οι άλλες δύο σήκωσαν επιτέλους το κεφάλι.
— Το βράδυ θα γίνει διαδήλωση έξω απ’ τη Βουλή, συνέχισε
απτόητη η Φ.
— Ποιος ξέρει για ποιον λόγο το έκανε, είπε σκεφτική η Ψ.
— Το έκανε για να μην επιβαρύνει τα παιδιά του. Και ήταν
φαρμακοποιός, όχι κανένας άνεργος.
— Μπορεί να είχε χρέη από το φαρμακείο, αντέτεινε η Ψ.
— Η διαδήλωση μου θυμίζει αυτές τις φυλές της Αφρικής, είπε ο Λ, που δεν είχε μιλήσει έως τώρα. Οι ανθρωποφάγοι, που
πριν φάνε τα θύματά τους τα στολίζουν και κάνουν τελετουργική
γιορτή με το θύμα ζωντανό, περιμένοντας το νερό στο καζάνι να
βράσει.
— Μη λες βλακείες, είπε η Φ, που είχε ήδη θυμώσει, γιατί δεν βρήκε την ανταπόκριση που περίμενε. Αυτά γίνονται μόνο στις ταινίες.
— Είναι οι κυκλικές κρίσεις του καπιταλισμού, είπε περισπούδαστα ο Κ. Δυστυχώς, τώρα βρισκόμαστε στη δίνη της κρίσης,
όπως το 1929.
— Πάλι θα μας τα πρήξει με τις πολλαπλές κρίσεις του καπιταλισμού, είπε χαμηλόφωνα η Φ στην Ψ.
17
— Φοβάμαι ότι θα πεθάνω μετρώντας ένσημα, είπε η Ψ καθώς μετρούσε τις τελευταίες καρτέλες ενσήμων και συμπλήρωνε
τα έντυπα για να φύγουν για τις επαρχίες.
• 19 •
Κ ων σ τα ν τί ν α Ρε μ π ή
— Γιατί το λες αυτό; ρωτά ο Λ με ένα βεβιασμένο γέλιο.
Κάθεται στο διπλανό γραφείο και μετράει κι αυτός τα ένσημα
που είναι κολλημένα στα βιβλία των δικαστικών επιμελητών. Μετράει δυνατά γιατί είναι τόσο πολλά, που σίγουρα θα χάσει τον
λογαριασμό. Κόκκινα, μπλε, πράσινα, στεφανώνουν τις πράξεις
επίδοσης εγγράφων, κατασχέσεων, πλειστηριασμών. Σαν έντομα
πατημένα πάνω στις τεράστιες σελίδες των βιβλίων. Στα πιο παλιά το χαρτί έχει κιτρινίσει. Αλλού είναι ξεραμένο στις άκρες με
ένα σκούρο ξανθοκόκκινο χρώμα, σαν να έχει στάξει καφές από
κάποιο καλαμάκι ποτηριού παγωμένου φραπέ πριν από χρόνια.
— Εσύ είσαι πιο νέος, έχεις χρόνο ακόμη για να το αποφύγεις, του λέει η Ψ. Αν και θέλει πολλή προσπάθεια και τα χρόνια
περνούν από μπροστά σου σαν τα φύλλα που μετράς. Σε αποκοιμίζουν, ναρκώνεσαι από το μέτρημα και νομίζεις ότι η ζωή είναι
κάτι άλλο, κάτι που θα σου συμβεί μετά, κάπου αλλού. Όμως, είναι μπροστά σου και να τη, φεύγει, φεύγει, κι όταν το καταλάβεις
και αρχίσεις να την κυνηγάς, είναι ήδη αργά.
18
— Προχθές συνειδητοποίησα ότι είμαι μεσήλικη, είπε η Ψ.
Μπήκα στο λεωφορείο και η γυναίκα που σηκώθηκε για να κατέβει στην επόμενη στάση μού έκανε νόημα να καθίσω. Ανάμεσα σε
τόσο κόσμο –όχι και πολύ νέο– διάλεξε εμένα. Βέβαια, ήταν και
πολλοί μετανάστες μέσα. Αλλά ποιος σηκώνεται για να δώσει τη
θέση του σε έναν Πακιστανό;
— Το έχω καταλάβει και με άλλο τρόπο. Βλέπω το δέρμα του
γάλακτος, είπε η Ψ.
— Αρχίζεις να με ανησυχείς όταν μιλάς έτσι, λέει η Χ.
— Τόσα χρόνια έβλεπα το γάλα σαν ένα λευκό υγρό, είπε η Ψ.
Απλώς, όμως, το έβλεπα. Τώρα παρατηρώ το βάθος του.
• 20 •