ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΩΝ ΑΡΜΟΝΙΩΝ

MARTIN HEIDEGGER
Μερικές υποδείξεις πάνω σε κεφαλαιώδη ζητήματα του θεολογικού
διαλόγου περί «Το πρόβλημα ενός μη-αντικειμενοποιητικού
σκέπτεσθαι και ομιλείν μέσα στη σημερινή θεολογία»
Μετάφραση-Σχόλια: Γιάννης Τζαβάρας1
Περίληψη
Ο Χάιντεγγερ θέτει εδώ το ερώτημα, μήπως κάθε σκέπτεσθαι και κάθε λέγειν
αντικειμενοποιεί. Η απάντησή του είναι αρνητική: Μόνο το σκέπτεσθαι και το λέγειν των
φυσικών επιστημών είναι παραστασιακό, υπολογιστικό και συνεπώς κατ’ ανάγκη
αντικειμενοποιητικό. Αντίθετα, ούτε η πίστη (που αποτελεί θεμέλιο και θέμα της θεολογίας)
ούτε ο φιλοσοφικός στοχασμός ούτε ακόμα λιγότερο το ποιητικό λέγειν είναι εντός εαυτών
αντικειμενοποιητικές δραστηριότητες.
Zusammenfassung
Heidegger stellt hier die Frage, ob jedes Denken und Sagen objektivierend ist. Seine Antwort
ist negativ: nur das naturwissenschaftliche Denken und Sagen vorstellend-rechnerisch und
deshalb objektivierend sein muß. Dagegen sind weder der von der Theologie untersuchte
Glaube noch das philosophische Denken oder gar das dichterische Sagen in sich
objektivierend.
«Φιλοσοφικά Δημοσιεύματα 2012»
1
Ο Γιάννης Τζαβάρας (1950- ) είναι καθηγητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. E-mail:
itzavar@edc.uoc.gr
MARTIN HEIDEGGER, Μερικές υποδείξεις
2
Freiburg im Breisgau, 11 Μαρτίου 19642
Τι αξίζει να τεθεί ως ερώτημα μέσα σ’ αυτό το πρόβλημα;
Από όσο βλέπω, υπάρχουν τρία θέματα που πρέπει να εξεταστούν εις βάθος:
1. Πριν απ’ όλα θα πρέπει να καθοριστεί, τι οφείλει να ερευνά η θεολογία ως ένας
τρόπος του σκέπτεσθαι και του ομιλείν. Απάντηση: τη χριστιανική πίστη και αυτό που
πιστεύεται. Μόνο αν αυτό στέκεται με σαφήνεια μπροστά μας, μπορεί να τεθεί το ερώτημα,
ποιο χαρακτήρα πρέπει να έχει το σκέπτεσθαι και το ομιλείν, για να αντιστοιχεί προς το
νόημα και τις αξιώσεις της πίστης, κι έτσι να αποφεύγει να παρεισφρέουν μέσα στην πίστη
παραστάσεις ξένες προς αυτήν.
2. Είναι απαραίτητο, προτού σχολιαστεί το μη-αντικειμενοποιητικό σκέπτεσθαι και
ομιλείν, να εκτεθεί το τι εννοούμε με το αντικειμενοποιητικό3 σκέπτεσθαι και ομιλείν.
Παράλληλα ορθώνεται το ερώτημα, αν κάθε σκέπτεσθαι ως σκέπτεσθαι, κάθε ομιλείν ως
ομιλείν είναι ήδη αντικειμενοποιητικό ή όχι.
Αν φανερωθεί ότι το σκέπτεσθαι και το ομιλείν δεν είναι διόλου εντός εαυτών
αντικειμενοποιητικά, αυτό θα οδηγήσει σε ένα τρίτο θέμα.
3. Θα πρέπει να αποφασιστεί, κατά πόσο το πρόβλημα ενός μη-αντικειμενοποιητικού
σκέπτεσθαι και ομιλείν είναι ένα αληθινό πρόβλημα, μήπως με αυτό τίθεται ένα ερώτημα που
χάνει από τα μάτια του το πράγμα [Sache], μας εκτρέπει από το θέμα της θεολογίας και το
μπερδεύει ανώφελα. Σ’ αυτή την περίπτωση ο θεολογικός διάλογος που οργανώθηκε, θα
έπρεπε να πεισθεί ότι με το πρόβλημά του βρίσκεται σε αδιέξοδο. Αυτό θα ήταν – έτσι
φαίνεται τουλάχιστο – ένα αρνητικό επίτευγμα του διαλόγου. Αλλά πρόκειται για επίφαση.
Γιατί στην πραγματικότητα θα είχε ως αναπόφευκτη συνέπεια, ότι η θεολογία θα
συνειδητοποιούσε επιτέλους με αποφασιστικότητα την αναγκαιότητα του κεφαλαιώδους της
2
Αυτό το κείμενο είναι ένα γράμμα, που έστειλε ο Χάιντεγγερ στις 11-3-1964 (σε ηλικία 75 ετών!) ως
συνεισφορά σε ένα θεολογικό συνέδριο που έλαβε χώρα στο Drew-University, στο Madison των
Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Το θέμα εκείνου του συνεδρίου ήταν: «Το πρόβλημα ενός μηαντικειμενοποιητικού σκέπτεσθαι και ομιλείν μέσα στη σημερινή θεολογία» (Madison, 9-11 Απριλίου
1964).
Το γερμανικό κείμενο έχει τίτλο: “Einige Hinweise auf Hauptgesichtspunkte für das
theologische Gespräch über ‘Das Problem eines nichtobjektivierenden Denkens und Sprechens in der
heutigen Theologie’ ”. Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1969, μαζί με τη διάλεξη «Η θετικότητα της
θεολογίας και η σχέση της προς τη φαινομενολογία», την οποία είχε εκφωνήσει ο νεαρός Χάιντεγγερ
το 1927 στο Tübingen και το 1928 στο Marburg. Τα δύο γερμανικά κείμενα δημοσιεύτηκαν μαζί με
γαλλική μετάφραση στο περιοδικό Archives de Philosophie τόμος 32 (1969), σελ. 356 κ.ε. κάτω από
τον γενικό τίτλο «Θεολογία και φιλοσοφία».
Τα δύο αυτά έργα μεταφράστηκαν σε ελληνική γλώσσα από τον Γιάννη Τζαβάρα και
δημοσιεύτηκαν σε ένα μικρό βιβλίο με τίτλο: Φαινομενολογία και Θεολογία. Το βιβλίο εκδόθηκε στην
Αθήνα το 1979 από το περιοδικό «Εποπτεία». Μερικά χρόνια αργότερα, ο Γιάννης Τζαβάρας
αναδημοσίευσε ως τρίτο μέρος του βιβλίου του: Θεολογία και Φιλοσοφία κατά τον πρώιμο Χάιντεγγερ,
εκδόσεις «Ίνδικτος», Αθήναι 2007, σελ. 89-117, τη νεοελληνική μετάφραση της διάλεξης «Η
θετικότητα της θεολογίας και η σχέση της προς τη φαινομενολογία» εφοδιασμένη με εκτενή σχόλια.
Εδώ αναδημοσιεύονται οι «Υποδείξεις» σε αναθεωρημένη μεταφραστική απόδοση, μαζί με
σύντομα σχόλια του μεταφραστή που εκτίθενται σε υποσημειώσεις.
3
Βασικοί όροι του κειμένου είναι: objektivierend = αντικειμενοποιητικός, Objektivierung =
αντικειμενοποίηση, Objektivität = αντικειμενικότητα, Objekt = αντικείμενο, Gegenstand = κάτι που
αντί-κείτεται, Gegenständlichkeit = αντί-κείμενος χαρακτήρας.
Παρακάτω ο Χάιντεγγερ εξηγεί ως εξής αυτούς τους όρους: αντικειμενοποιώ = «μεταβάλλω
κάτι σε αντικείμενο, το εγκαθιστώ ως αντικείμενο και μόνο έτσι το διατηρώ μέσα στην παράσταση
[Vorstellung]». «Αντικείμενο για τον Καντ σημαίνει: αυτό που υπάρχει και αντί-κείτεται [Gegenstand]
στην εμπειρία των φυσικών επιστημών… Η κατηγορική προστακτική, το ηθικό δέον, το καθήκον δεν
είναι αντικείμενα της εμπειρίας των φυσικών επιστημών».
MARTIN HEIDEGGER, Μερικές υποδείξεις
3
καθήκοντος, να μη δανείζεται τις κατηγορίες [Kategorien] των στοχασμών της και το είδος
της γλώσσας της από τη φιλοσοφία και τις επιστήμες, αλλά καθώς της ταιριάζει, να σκέπτεται
και να μιλά με βάση και στόχο την πίστη. Αν αυτή η πίστη σύμφωνα με την πεποίθησή της
αφορά τον άνθρωπο ως άνθρωπο μέσα στην ουσία του, τότε το γνήσιο θεολογικό σκέπτεσθαι
και ομιλείν δεν χρειάζεται κανένα ιδιαίτερο εξοπλισμό, για να ανταμώσει τους ανθρώπους
και να εισακουστεί από αυτούς.
Τα τρία θέματα που αναφέραμε, θα έπρεπε τώρα να εξεταστούν ένα προς ένα
ακριβέστερα. Εγώ μπορώ από το μέρος της φιλοσοφίας να προσφέρω μερικές υποδείξεις
μόνο για το δεύτερο θέμα4. Γιατί η εξέταση του πρώτου θέματος, το οποίο θα πρέπει να
υπόκειται του όλου διαλόγου, αν δεν θέλει αυτός να χτίζει στον αέρα, είναι δουλειά της
θεολογίας.
Το τρίτο θέμα περιλαμβάνει τα θεολογικά συμπεράσματα που προκύπτουν μετά από
επαρκή πραγμάτευση του πρώτου και του δεύτερου.
Θα επιχειρήσω τώρα να προσφέρω μερικές υποδείξεις για την πραγμάτευση του
δεύτερου θέματος, κι αυτό μόνο με τη μορφή λίγων ερωτήσεων. Δεν θα πρέπει να δοθεί η
εντύπωση ότι πρόκειται για την παρουσίαση δογματικών θέσεων βγαλμένων από τη
χαϊντεγγεριανή φιλοσοφία, η οποία δεν υπάρχει.
Μερικά πάνω στο δεύτερο θέμα
Πριν εξεταστεί το ερώτημα για ένα μη-αντικειμενοποιητικό σκέπτεσθαι και ομιλείν
μέσα στη θεολογία, παραμένει αναγκαίο να διαλογιστούμε, τι καταλαβαίνει κανείς με το
αντικειμενοποιητικό σκέπτεσθαι και ομιλείν, όταν τίθεται το πρόβλημα μέσα στο θεολογικό
διάλογο. Για να διαλογιστούμε κάτι τέτοιο, θα χρειαστεί να ρωτήσουμε:
Είναι το αντικειμενοποιητικό σκέπτεσθαι και ομιλείν ένα ιδιαίτερο είδος του
σκέπτεσθαι και του ομιλείν, ή μήπως κάθε σκέπτεσθαι ως σκέπτεσθαι, κάθε ομιλείν ως
ομιλείν είναι αναγκαία αντικειμενοποιητικό;
Το ερώτημα θα μπορέσει να απαντηθεί, μόνο αν πρωτύτερα διασαφηνιστούν και
απαντηθούν τα ακόλουθα ερωτήματα:
α) Τι θα πει αντικειμενοποιώ;
β) Τι θα πει σκέπτεσθαι;
γ) Τι θα πει ομιλείν;
δ) Είναι κάθε σκέπτεσθαι εντός εαυτού ένα ομιλείν και κάθε ομιλείν εντός εαυτού ένα
σκέπτεσθαι;
ε) Με ποιο νόημα το σκέπτεσθαι και το ομιλείν είναι αντικειμενοποιητικά και με ποιο
νόημα δεν είναι;
Από τη φύση των πραγμάτων, τα ερωτήματα κατά την εξέτασή τους
αλληλοεφάπτονται. Όλο το βάρος αυτών των ερωτημάτων είναι εντούτοις θεμελιώδες για το
πρόβλημα του θεολογικού σας διαλόγου. Τα ερωτήματα που αναφέρθηκαν – περισσότερο ή
λιγότερο σαφώς και επαρκώς αναπτυγμένα – σχηματίζουν συνάμα την ακόμα κρυμμένη
μεσότητα, προς την οποία τείνουν οι προσπάθειες, τις οποίες καταβάλλει η σημερινή
«φιλοσοφία» μέσα στις έσχατες αντιθέσεις της (Κάρναπ → Χάιντεγγερ) 5. Σήμερα ονομάζουν
4
Ο Χάιντεγγερ επιφυλάσσεται με αυτά τα λόγια να περιοριστεί στην περιοχή της φιλοσοφίας,
μολονότι δεν έχει πάψει κατά καιρούς να μιλά για το έργο της θεολογίας και για τη σχέση της προς τη
φιλοσοφία, δες σχετικά Γιάννη Τζαβάρα: Θεολογία και φιλοσοφία κατά τον πρώιμο Χάιντεγγερ, Αθήναι
2007. Η σχετική βιβλιογραφία είναι εξαιρετικά εκτεταμένη. Αναφέρω ενδεικτικά: John D. Caputo:
“Heidegger and theology”, in: Charles B. Guignon (Ed.): The Cambridge Companion to Heidegger. 2nd
Edition, Cambridge 2006 (1993¹), 326-344. Matthias Jung: “Heidegger und die Theologie.
Konstellationen zwischen Vereinnahmung und Distanz”, in: Dieter Thomä (Hrsg.): HeideggerHandbuch. Leben – Werk – Wirkung. Stuttgart-Weimar 2003, 474-481. Heinrich Ott: “Die Bedeutung
von Martin Heideggers Denken für die Methode der Theologie”, in: Vittorio Klostermann (Hrsg.):
Durchblicke. Martin Heidegger zum 80. Geburtstag. Frankfurt am Main 1970, 27-38. Bernard Welte:
“The Question of God in the Thought of Heidegger”. Philosophy Today 26 (1982), 85-100.
5
Στην πρώτη έκδοση το βέλος είναι διπλής κατεύθυνσης: ↔
MARTIN HEIDEGGER, Μερικές υποδείξεις
4
αυτές τις θέσεις: τεχνολογική-επιστημονιστική αντίληψη της γλώσσας και θεωρησιακήερμηνευτική εμπειρία της γλώσσας. Οι δύο θέσεις καθορίζονται από διαφορετικούς σκοπούς,
που τους χωρίζει αβυσσαλέα διαφορά. Η πρώτη θέση θέλει να φέρει κάθε σκέπτεσθαι και
ομιλείν, ακόμα και της φιλοσοφίας, κάτω από την υποτέλεια ενός τεχνολογικά και λογικά
κατασκευάσιμου συστήματος σημάτων, δηλαδή να το στεριώσει ως εργαλείο της επιστήμης.
Η άλλη θέση έχει προκύψει από το ερώτημα, τι είναι εκείνο που μπορεί να βιωθεί ως η
καρδιά του πράγματος6 για το φιλοσοφικό σκέπτεσθαι, και πώς αυτό το πράγμα (το Είναι ως
Είναι) μπορεί να ειπωθεί. Και στις δύο θέσεις δεν πρόκειται λοιπόν για την απομονωμένη
περιοχή μιας φιλοσοφίας της γλώσσας (σε αντιστοιχία προς μία φιλοσοφία της φύσης ή της
τέχνης)· αντίθετα, η γλώσσα αναγνωρίζεται ως εκείνη η περιοχή, μέσα στην οποία διαμένει
και κινείται το σκέπτεσθαι της φιλοσοφίας και κάθε είδος του σκέπτεσθαι και του λέγειν.
Κατά το μέτρο που η ουσία του ανθρώπου σύμφωνα με τη δυτική παράδοση ορίζεται από το
ότι ο άνθρωπος είναι το ζωντανό ον που «έχει τη γλώσσα» (ζῷον λόγον ἔχον)7 – όπου ακόμα
και ο άνθρωπος ως πρακτικό ον δεν είναι παρά εκείνο, που «έχει τη γλώσσα» –, με τη
διαμάχη των παραπάνω θέσεων δεν τίθεται επί τάπητος τίποτα λιγότερο από το ερώτημα για
την ύπαρξη του ανθρώπου και για τον προορισμό της.
Κατά ποιο τρόπο και έως ποια όρια μπορεί και πρέπει να συμμετάσχει η θεολογία σ’
αυτή τη διαμάχη, έγκειται στην ίδια να αποφασίσει.
Στους παρακάτω σύντομους σχολιασμούς των ερωτημάτων α΄ έως ε΄ ας προσυναφθεί
μια παρατήρηση, που έγινε προφανώς αφορμή για το «πρόβλημα ενός μηαντικειμενοποιητικού σκέπτεσθαι και ομιλείν μέσα στη σημερινή θεολογία». Πρόκειται για
την ευρύτατα διαδεδομένη, ανεξέταστα παραδεδομένη γνώμη, ότι κάθε σκέπτεσθαι ως
παριστάνειν [Vorstellen], κάθε ομιλείν ως εκπομπή ήχων είναι ήδη «αντικειμενοποιητικά».
Δεν είναι εδώ δυνατό να ερευνηθεί λεπτομερειακά η καταγωγή αυτής της γνώμης.
Καθοριστική γι’ αυτήν είναι η διάκριση που προτείνεται από πολύ καιρό αδιασάφητα,
ανάμεσα στο ορθολογικό και στο παράλογο, διάκριση που εγκαθίσταται δυνάμει ενός επίσης
αδιασάφητου ορθολογικού σκέπτεσθαι. Πρόσφατα ωστόσο στάθηκαν καθοριστικές για την
επιμονή στον αντικειμενοποιητικό χαρακτήρα του σκέπτεσθαι και του ομιλείν οι διδασκαλίες
του Νίτσε, του Μπερξόν και της φιλοσοφίας της ζωής. Κατά το μέτρο που μιλώντας – ρητά ή
όχι – λέμε παντού «είναι», όπου Είναι σημαίνει παρουσία, και κατά το μέτρο που αυτή
ερμηνεύεται στους νεότερους χρόνους ως αντικείμενος χαρακτήρας και αντικειμενικότητα8,
το σκέπτεσθαι ως παρά-σταση [Vor-stellen] και το ομιλείν ως εκπομπή ήχων επιφέρουν
αναπόφευκτα μια ακινητοποίηση της εσωτερικής ροής, που απαρτίζει το «ζωτικό ρεύμα», και
συνεπώς μια κιβδηλοποίησή του. Μολονότι κιβδηλοποιεί, μια τέτοια ακινητοποίηση είναι
αφετέρου απαραίτητη για τη συντήρηση και την υπόσταση [Bestand] της ανθρώπινης ζωής.
Ως ντοκουμέντο γι’ αυτή τη γνώμη, που προτείνεται με ποικίλες παραλλαγές, ας αρκέσει το
ακόλουθο κείμενο από το έργο του Νίτσε Η θέληση για δύναμη, αρ. 715 (1887-88): «Τα
εκφραστικά μέσα της γλώσσας είναι ακατάλληλα στο να εκφράσουν το ‘γίγνεσθαι’: ιδιάζει
στην αναντικατάστατη ανάγκη μας για αυτοσυντήρηση, ότι εγκαθιστούμε διαρκώς ένα
χοντροκομμένο κόσμο από μόνιμα όντα, από πράγματα κλπ. <δηλ. από αντικείμενα>».
Οι παρακάτω υποδείξεις στα ερωτήματα α΄ έως ε΄ ας κατανοηθούν και ας εξεταστούν
ως ερωτήματα. Διότι το μυστήριο της γλώσσας, μέσα στο οποίο θα πρέπει να περισυλλεγεί
όλος ο διαλογισμός, παραμένει το πιο αξιοστόχαστο και αξιοερώτητο φαινόμενο, προπάντων
όταν αφυπνίζεται η επίγνωση ότι η γλώσσα δεν είναι έργο του ανθρώπου: Η γλώσσα μιλάει.
Ο άνθρωπος μιλάει μόνο κατά το μέτρο που ανταποκρίνεται στη γλώσσα 9. Αυτές οι
προτάσεις δεν είναι το έκτρωμα ενός φαντασιοκοπικού μυστικισμού. Η γλώσσα είναι ένα
6
die Sache selbst. Υπαινιγμός στο φαινομενολογικό σλόγκαν: «Προς τα ίδια τα πράγματα!» (= Zu den
Sachen selbst!).
7
Οι λέξεις που εμφανίζονται με παχιά γράμματα (bold) είναι στα αρχαία ελληνικά μέσα στο
γερμανικό κείμενο του Heidegger.
8
Gegenständlichkeit und Objektivität. Αποδίδουμε ως «αντικείμενο χαρακτήρα» τη
Gegenständlichkeit, σε διάκριση προς την αντικειμενικότητα (Objektivität). Αντίστοιχα αποδίδουμε
περιφραστικά τη λέξη Gegenstand ως: «κάτι που αντίκειται», σε διάκριση προς το αντικείμενο
(Objekt). Ο Χάιντεγγερ εξηγεί την (Καντιανή) εννοιολογική διαφορά ανάμεσα στα Objekt και
Gegenstand λίγο παρακάτω.
MARTIN HEIDEGGER, Μερικές υποδείξεις
5
αρχέγονο φαινόμενο, η ιδιαιτερότητα του οποίου δεν μπορεί να αποδεικνύεται με εμπειρικά
δεδομένα, αλλά επιτρέπει μόνο να αναβλέπεται αρχέγονα10 μέσα σε μια απροκατάληπτη
γλωσσική εμπειρία. Ο άνθρωπος μπορεί τεχνητά να επινοεί σήματα και ηχητικά μορφώματα,
αλλά μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο μόνο αναβλέποντας σε μία ήδη ομιλούμενη γλώσσα και
βάσει αυτής. Ακόμα και ενόψει των αρχέγονων φαινομένων το σκέπτεσθαι παραμένει
κριτικό. Διότι «σκέπτομαι κριτικά» θα πει: αδιάκοπα διακρίνω (κρίνειν) ανάμεσα σ’ εκείνα
που για να δικαιωθούν απαιτούν απόδειξη, και σ’ εκείνα που για να ευδοκιμήσουν ζητούν το
απλό ανάβλεμμα και την αποδοχή. Είναι πάντα ευκολότερο να παρέχεις στην πρώτη
περίπτωση μια απόδειξη, παρά στην άλλη περίπτωση να αφήνεσαι στο αποδεχόμενο
ανάβλεμμα.
Ως προς το α) Τι θα πει αντικειμενοποιώ; Μεταβάλλω κάτι σε αντικείμενο, το
εγκαθιδρύω ως αντικείμενο και μόνο έτσι το διατηρώ παραστασιακά. Και τι θα πει
αντικείμενο; Obiectum στο Μεσαίωνα σήμαινε αυτό που ρίχνεται και κείτεται μέσα στην
αίσθηση, στη φαντασία, στην κρίση, στην επιθυμία και στην εποπτεία. Αντίθετα subiectum
σήμαινε το ὑποκείμενον, το αφ’ εαυτού του (και όχι αυτό που προκύπτει μέσω μιας
παράστασης) προκείμενο, το παρόν, π.χ. τα πράγματα. Η σημασία των λέξεων subiectum και
obiectum σε σύγκριση προς τη σημερινή σημασία είναι ακριβώς η αντίστροφη: σήμερα
subiectum είναι αυτό που υπάρχει δι’ εαυτό (αντικειμενικά), obiectum είναι το απλώς και
μόνο (υποκειμενικά) παριστάμενο.
Ως επακόλουθο του μετασχηματισμού της έννοιας subiectum από τον Καρτέσιο (δες
Holzwege σελ. 98 κ. εες) μεταβάλλεται και η σημασία της έννοιας αντικείμενο. Αντικείμενο
[Objekt] για τον Καντ σημαίνει: αυτό που υπάρχει ως κάτι που αντί-κείτεται [Gegenstand]
στην εμπειρία των φυσικών επιστημών. Κάθε αντικείμενο αντί-κείτεται, αλλά κάθε τι που
αντί-κείτεται (π.χ. το πράγμα καθ’ εαυτό) δεν είναι ενδεχόμενο αντικείμενο11. Η κατηγορική
προστακτική, το ηθικό δέον, το καθήκον δεν είναι αντικείμενα της εμπειρίας των φυσικών
επιστημών. Όταν τα διανοούμαστε, όταν τα εννοούμε πράττοντας, δεν αντικειμενοποιούνται
με τούτο.
Η καθημερινή εμπειρία των πραγμάτων με το ευρύτερο νόημα δεν είναι ούτε
αντικειμενοποιητική ούτε τα κάνει να αντί-κείτονται12. Όταν π.χ. καθόμαστε στον κήπο κι
απολαμβάνουμε τα ανθισμένα τριαντάφυλλα, δεν μεταβάλλουμε το τριαντάφυλλο σε
αντικείμενο κι ούτε καν σε κάτι που αντίκειται, δηλαδή σε κάτι που κείτεται θεματικά ως
παραστασιακό αντί-κείμενο. Όταν μέσα σε σιωπηλό λέγειν παραδίδομαι στο φωτεινό
κόκκινο του τριαντάφυλλου και διαλογίζομαι την κοκκινάδα του τριαντάφυλλου 13, αυτή η
κοκκινάδα δεν είναι ούτε αντικείμενο ούτε πράγμα, ούτε κάτι που αντί-κείτεται όπως το
ανθισμένο τριαντάφυλλο. Το τριαντάφυλλο στέκεται μέσα στον κήπο, αιωρείται ίσως μέσα
στον άνεμο πέρα-δώθε. Αντίθετα η κοκκινάδα του τριαντάφυλλου δεν στέκεται ούτε μέσα
στον κήπο, ούτε μπορεί να αιωρείται πέρα-δώθε μέσα στον άνεμο. Και όμως τη σκέπτομαι
9
Die Sprache spricht. Der Mensch spricht nur, indem er der Sprache entspricht. Ας προσεχτούν οι
ετυμολογικές σχέσεις των λέξεων. Κι επιπλέον: Αυτές οι προτάσεις, που ηχούν παράξενα και
μυστικιστικά, καθώς ο ίδιος ο Χάιντεγγερ παραδέχεται, είναι καρπός των ώριμων σκέψεών του πάνω
στη γλώσσα. Για περισσότερη εμβάθυνση παραπέμπουμε στο βιβλίο του: Unterwegs zur Sprache,
Pfullingen 1959, που αποτελεί συλλογή διαλέξεων και συζητήσεών του πάνω στο θέμα της γλώσσας.
10
läßt sich erblicken. Με αυτή τη διατύπωση προτείνεται μια άλλου είδους προσέγγιση στο φαινόμενο
της γλώσσας. Αυτή η προσέγγιση δεν είναι ορθολογική και αποδεικτική ενός εμπειρικού γλωσσικού
δεδομένου, αλλά δεκτική μιας αρχέγονης γλωσσικής εμπειρίας. Νοούμενη ως εμπειρικό εργαλείο η
γλώσσα βιάζεται και δεν βλέπεται ως υπερατομικός λόγος που προηγείται κάθε ανθρώπινης
χρησιμοποίησης.
11
Für Kant besagt Objekt: der existierende Gegenstand der naturwissenschaftlichen Erfahrung. Jedes
Objekt ist ein Gegenstand, aber nicht jeder Gegenstand (z.B. das Ding an sich) ist ein mögliches
Objekt. Σημαντική σ’ αυτές τις προτάσεις είναι η διάκριση μεταξύ εμπειρικής και απριορικής γνώσης.
Η εμπειρική γνώση των φυσικών επιστημών είναι αντικειμενοποιητική, όχι όμως και η απριορική
διάγνωση. Συνεπώς η υπερβασιακή (transcendental) Καντιανή φιλοσοφία, κατά το μέτρο που μελετά
το πράγμα καθ’ εαυτό, την κατηγορική προστακτική, το ηθικό δέον και γενικότερα τις συνθήκες για τη
δυνατότητα της εμπειρίας και του πράττειν, δεν αντικειμενοποιεί.
12
ist weder objektivierend noch eine Vergegenständlichung.
13
dem Rotsein der Rose.
MARTIN HEIDEGGER, Μερικές υποδείξεις
6
και μιλάω γι’ αυτήν, κατονομάζοντάς την. Υπάρχει συνεπώς ένα σκέπτεσθαι κι ένα λέγειν,
που με κανέναν τρόπο δεν αντικειμενοποιεί κι ούτε κάνει κάτι να αντί-κείτεται.
Μπορώ, βέβαια, να παρατηρήσω το άγαλμα του Απόλλωνα μέσα στο μουσείο της
Ολυμπίας σαν ένα αντικείμενο φυσικοεπιστημονικής παράστασης, μπορώ να λογαριάσω
φυσιογνωστικά το μάρμαρο ως προς το βάρος του· μπορώ να ερευνήσω το μάρμαρο ως προς
τη χημική του σύσταση. Αλλά αυτό το αντικειμενοποιητικό σκέπτεσθαι και ομιλείν δεν
αναβλέπει τον Απόλλωνα, έτσι καθώς αυτός φανερώνεται μέσα στην ομορφιά του και λάμπει
μέσα της ως επίβλεψη του Θεού14.
Ως προς το β) Τι θα πει σκέπτεσθαι; Αν προσέξουμε όσα ειπώθηκαν παραπάνω, γίνεται
σαφές ότι το σκέπτεσθαι και το ομιλείν δεν εξαντλούνται στο θεωρητικό και
φυσικοεπιστημονικό παριστάνειν και αποφαίνεσθαι. Το σκέπτεσθαι είναι, αντίθετα, εκείνη η
συμπεριφορά που από το τι και το πώς όσων φανερώνονται, αποδίδει όσα έχει να πει για τα
φανερωνόμενα. Το σκέπτεσθαι δεν είναι κατ’ ανάγκη μια παραστασιακή μετατροπή των
όντων σε αντικείμενα. Αντικειμενοποιητικό είναι μόνο το σκέπτεσθαι και ομιλείν των
φυσικών επιστημών. Αν κάθε σκέπτεσθαι ως τέτοιο ήταν ήδη αντικειμενοποιητικό, τότε η
δημιουργία καλλιτεχνημάτων δεν θα είχε νόημα, γιατί αυτά δεν θα μπορούσαν ποτέ να
φανερωθούν σε άνθρωπο, μιας και αυτός θα μετέβαλλε αμέσως το εμφανιζόμενο σε
αντικείμενο κι έτσι θα στερούσε από το καλλιτέχνημα τη φανέρωση.
Ο ισχυρισμός ότι κάθε σκέπτεσθαι ως σκέπτεσθαι είναι αντικειμενοποιητικό, είναι
αθεμελίωτος. Βασίζεται σε περιφρόνηση των φαινομένων και προδίδει έλλειψη κριτικής.
Ως προς το γ) Τι θα πει ομιλείν; Συνίσταται η γλώσσα απλώς και μόνο στο ότι
μεταβάλλει στοχασμούς σε ήχους, ήχους που αντιλαμβανόμαστε μόνον ως αντικειμενικά
διαπιστώσιμους τόνους και θορύβους; Ή μήπως ήδη η εκπομπή ήχων που ιδιάζει σε ένα
ομιλείν (στο διάλογο) είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από μια διαδοχή ακουστικά
αντικειμενοποιήσιμων τόνων, οι οποίοι είναι φορτισμένοι με μια σημασία, μέσω της οποίας
αναφερόμαστε σε αντικείμενα; Μήπως το ομιλείν μέσα στην πιο δική του ιδιαιτερότητα είναι
ένα λέγειν, δηλαδή μια πολύπλευρη ανάδειξη αυτού, που το ακούειν – δηλαδή το ευήκοο
προσέχειν τα φανερωνόμενα – επιτρέπει να λεχθεί; Μπορεί κάποιος, αν δει μόνο τούτο,
αναβλέποντάς το προσεκτικά, να ισχυρίζεται ύστερα με εξακολουθητική ακρισία, ότι το
λέγειν ως λέγειν είναι πάντα ήδη αντικειμενοποιητικό; Όταν παρηγορούμε έναν άρρωστο
άνθρωπο απευθυνόμενοι στον πιο ενδόμυχο εαυτό του, τον μεταβάλλουμε σε αντικείμενο;
Είναι τέλος πάντων η γλώσσα απλώς και μόνο ένα εργαλείο [Instrument], που το
χρησιμοποιούμε για επεξεργασία αντικειμένων; Είναι διόλου η γλώσσα στην εξουσία και στη
διάθεση του ανθρώπου; Είναι η γλώσσα μόνο ένα έργο του ανθρώπου; Είναι ο άνθρωπος το
ον που έχει τη γλώσσα στην κατοχή του; Ή μήπως είναι η γλώσσα εκείνη που «έχει» τον
άνθρωπο, κατά το μέτρο που αυτός ανήκει ευήκοα15 στη γλώσσα, η οποία του πρωτανοίγει
τον κόσμο και συνάμα του εξασφαλίζει τη διαμονή του μέσα στον κόσμο;
Ως προς το δ) Είναι κάθε σκέπτεσθαι ένα ομιλείν και κάθε ομιλείν ένα σκέπτεσθαι;
Με τα ερωτήματα που σχολιάσαμε έως τώρα, φτάσαμε στην εικασία ότι υπάρχει αυτή
η συνύφανση (ταυτότητα) του σκέπτεσθαι και του λέγειν. Αυτή η ταυτότητα μαρτυρείται ήδη
από παλιά, αφότου ο λόγος και το λέγειν σημαίνουν συνάμα: μιλώ και σκέπτομαι. Αλλά αυτή
η ταυτότητα δεν έχει ακόμα επαρκώς εξηγηθεί, ούτε βιωθεί σε όλο της το βάθος. Ένα βασικό
εμπόδιο κρύβεται στο γεγονός ότι η ελληνική ερμηνεία της γλώσσας, δηλαδή η γραμματική
της ερμηνεία, έχει προσανατολιστεί προς την απόφανση περί των πραγμάτων. Τα πράγματα
μεθερμηνεύτηκαν αργότερα μέσα στη Μεταφυσική των νεότερων χρόνων ως αντικείμενα.
Έτσι επικράτησε η εσφαλμένη γνώμη ότι το σκέπτεσθαι και το ομιλείν σχετίζονται με
αντικείμενα και μόνο με αντικείμενα.
Αντίθετα, αν αναβλέψουμε την καθοριστική κατάσταση των πραγμάτων, ότι δηλαδή το
σκέπτεσθαι συνίσταται στο ότι αφήνει κάθε φορά να λέγονται εκείνα που φανερώνονται, και
14
Ένα βλέμμα που συλλαμβάνει αισθητικά το μεγαλείο του Απόλλωνα, αναβλέπει αρχέγονα (erblickt)
τον αρχαίο Θεό. Ο ίδιος ο Απόλλωνας εμφανιζόμενος μέσα στην καλλιτεχνικά εκτιθέμενη ομορφιά
του λάμπει ως θεϊκή επίβλεψη (Anblick) επί των ανθρώπων. Το φυσικοεπιστημονικόαντικειμενοποιητικό βλέμμα δεν βλέπει τίποτε από αυτά.
15
gehört. Αυτό το ρήμα σημαίνει «ανήκει», αλλά ο Χάιντεγγερ επιμένει και στην ετυμολογική
συνάφεια προς τη λέξη hört = ακούει.
MARTIN HEIDEGGER, Μερικές υποδείξεις
7
συνεπώς είναι μια ανταπόκριση στα φανερωνόμενα, τότε πρέπει να διαβλέψουμε ότι και η
ποίηση είναι ένα σκεπτόμενο λέγειν, κάτι που η παραδοσιακή Λογική της απόφανσης περί
αντικειμένων δεν μπορεί να προσδιορίσει μέσα στην ιδιαιτερότητά του.
Βλέποντας τη συνύφανση του σκέπτεσθαι και του ομιλείν αναγνωρίζουμε πόσο
ασύστατη και αυθαίρετη είναι η θέση ότι το σκέπτεσθαι και το ομιλείν είναι εντός εαυτών
κατ’ ανάγκη αντικειμενοποιητικά.
Ως προς το ε) Με ποιο νόημα το σκέπτεσθαι και το ομιλείν είναι αντικειμενοποιητικά
και με ποιο νόημα δεν είναι; Το σκέπτεσθαι και το ομιλείν είναι αντικειμενοποιητικά,
εγκαθιδρύουν δηλαδή ένα δεδομένο ως αντικείμενο, μόνο μέσα στο πεδίο της
φυσικοεπιστημονικής και τεχνολογικής παράστασης. Σ’ αυτό το πεδίο είναι κατ’ ανάγκη
αντικειμενοποιητικά, διότι αυτό το γνωρίζειν οφείλει να εγκαθιδρύει εκ των προτέρων το
θέμα του ως κάτι καταμετρήσιμο, αιτιολογικά εξηγήσιμο, δηλαδή ως αντικείμενο με το
Καντιανό νόημα που καθορίσαμε.
Έξω από αυτό το πεδίο, το σκέπτεσθαι και το ομιλείν δεν είναι κατά κανέναν τρόπο
αντικειμενοποιητικά.
Αλλά σήμερα υπάρχει και αυξάνει ο κίνδυνος, να επεκταθεί ο επιστημονικόςτεχνολογικός τρόπος σκέψης σε όλες τις περιοχές της ζωής. Έτσι ενισχύεται η ψευδής
εντύπωση ότι κάθε σκέπτεσθαι και ομιλείν είναι αντικειμενοποιητικό. Η θέση, η οποία
αθεμελίωτα και δογματικά καταφάσκει σε κάτι τέτοιο, ενισχύει και υποστηρίζει την ολέθρια
τάση, να παριστάνεται το κάθε τι κατά τρόπο μόνο τεχνολογικό-επιστημονικό ως αντικείμενο
ενδεχόμενης διακυβέρνησης και διαχείρισης. Αυτή η διαδικασία της ασύνορης τεχνολογικής
αντικειμενοποίησης αφορά τώρα συνάμα αυτή τούτη τη γλώσσα και τον προορισμό της. Η
γλώσσα ψευτίζεται σε εργαλείο [Instrument] αναφοράς και καταμετρήσιμης πληροφόρησης.
Χρησιμοποιείται σαν ένα διαχειρίσιμο αντικείμενο, με το οποίο πρέπει να συμμορφώνεται ο
τρόπος του σκέπτεσθαι. Αλλά το λέγειν της γλώσσας δεν είναι αναγκαστικά μια έκφραση
προτάσεων περί αντικειμένων. Η γλώσσα μέσα στη βαθύτερη ιδιαιτερότητά της είναι ένα
λέγειν από εκείνα, τα οποία αποκαλύπτονται και μιλούν στον άνθρωπο με ποικίλους τρόπους,
κατά το μέτρο που αυτός δεν εγκλωβίζεται σε όσα φανερώνονται, δεν δυναστεύεται από το
αντικειμενοποιητικό σκέπτεσθαι και δεν περιορίζεται σ’ αυτό.
Το γεγονός ότι το σκέπτεσθαι και το ομιλείν είναι αντικειμενοποιητικά μόνο με ένα
παράγωγο και περιορισμένο νόημα, δεν μπορεί ποτέ να παραχθεί [sich deduzieren]
επιστημονικά με αποδείξεις16. Η ιδιαίτερη ουσία του σκέπτεσθαι και του λέγειν μπορεί να
ιδωθεί μόνο με απροκατάληπτη ανάβλεψη των φαινομένων.
Φανερώνεται λοιπόν οριστικά ως πλανερή η γνώμη, ότι ένα Είναι ιδιάζει μόνο σ’
εκείνα που μπορούν να καταμετρηθούν και να αποδειχτούν επιστημονικά-τεχνολογικά,
συνεπώς αντικειμενικά ως αντικείμενα.
Αυτή η πλανερή γνώμη λησμονά ένα ήδη από παλιά ειπωμένο ρητό, το οποίο
κατέγραψε ο Αριστοτέλης (Μετά τα Φυσικά IV, 4, 1006a 6 κ.ε.): ἔστι γὰρ ἀπαιδευσία τὸ μὴ
γιγνώσκειν τίνων δεῖ ζητεῖν ἀπόδειξιν καὶ τίνων οὐ δεῖ. «Είναι δηλαδή έλλειψη παιδείας
να μη διαβλέπεις, με αναφορά σε τι είναι αναγκαίο να ζητάς απόδειξη, και με αναφορά σε τι
αυτό δεν είναι αναγκαίο».
Σύμφωνα με τις υποδείξεις που δόθηκαν, ως προς το τρίτο θέμα – ως προς την
απόφαση, κατά πόσο το θέμα του διαλόγου είναι ένα γνήσιο πρόβλημα – μπορούν να
ειπωθούν τα ακόλουθα:
Βάσει των σκέψεων που αφορούν στο δεύτερο θέμα, πρέπει να εκφραστεί σαφέστερα ο
προβληματισμός του διαλόγου. Πρέπει δηλαδή να δοθεί η εξής σκόπιμα οξυμένη διατύπωση:
«Το πρόβλημα ενός μη-φυσικοεπιστημονικού-τεχνολογικού σκέπτεσθαι και ομιλείν μέσα στη
σημερινή θεολογία».
16
Η αντικειμενοποιητική χρησιμοποίηση του σκέπτεσθαι και του ομιλείν δεν βλέπει τον αρχέγονο
χαρακτήρα τους, γι’ αυτό τα χρησιμοποιεί κατά τρόπο παράγωγο (abgeleitet) και περιορισμένο. Οι
θετικές επιστήμες είναι ανίκανες να αναχθούν στην αρχέγονη ουσία του νοείν και του λέγειν, ώστε να
αποδείξουν με παραγωγικό συλλογισμό (Deduktion) αυτό τον περιορισμένο χαρακτήρα του
αντικειμενοποιητικού νοείν και λέγειν.
MARTIN HEIDEGGER, Μερικές υποδείξεις
8
Από αυτή την ταιριαστή αναδιατύπωση είναι εύκολο να ιδωθεί: Το πρόβλημα που
τίθεται δεν είναι γνήσιο, διότι ο προβληματισμός προσανατολίζεται προς μια προϋπόθεση,
της οποίας ο παραλογισμός είναι πασιφανής. Η θεολογία δεν είναι φυσική επιστήμη.
Αλλά πίσω από τον προβληματισμό που αναφέραμε, κρύβεται για τη θεολογία η θετική
αποστολή, μέσα στην ιδιαίτερη περιοχή της, την περιοχή της χριστιανικής πίστης, και
δυνάμει της πιο ιδιαίτερης ουσίας της πίστης, να εξεταστεί τι οφείλει η θεολογία να
σκέπτεται και πώς οφείλει να μιλά. Μέσα σ’ αυτή την αποστολή περιλαμβάνεται συνάμα το
ερώτημα, αν η θεολογία μπορεί να είναι ακόμα επιστήμη· διότι ίσως δεν της επιτρέπεται καν
να είναι επιστήμη.
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΤΙΣ ΥΠΟΔΕΙΞΕΙΣ
Ως παράδειγμα ενός έξοχου μη-αντικειμενοποιητικού σκέπτεσθαι και λέγειν μπορεί να
χρησιμεύσει η ποίηση.
Στα Σονέτα στον Ορφέα Ι, 3 λέει ο Ρίλκε17 με ποιητικό τρόπο, πώς ορίζεται το ποιητικό
σκέπτεσθαι και λέγειν. «Το τραγούδι είναι ύπαρξη [Dasein]» (δες Holzwege, σελ. 292 κ.εες).
Το τραγούδι, το τραγουδιστό λέγειν18 του ποιητή «δεν είναι πόθος, ούτε μόχθος» για κάτι που
η ανθρώπινη δουλειά κατορθώνει τελικά ως αποτέλεσμα να πετύχει.
Το ποιητικό λέγειν είναι «ύπαρξη». Αυτή η λέξη «ύπαρξη» [Dasein] χρησιμοποιείται
εδώ με το παραδοσιακό νόημα της Μεταφυσικής. Σημαίνει: παρουσία.
Το ποιητικό λέγειν είναι παρουσία παρά τω Θεώ και για τον Θεό. Παρουσία θα πει: να
είσαι απλά έτοιμος, χωρίς να θέλεις τίποτα, χωρίς να λογαριάζεις σε επιτυχίες. Πάρειμι
παρά…: αφήνω να ειπωθεί με όλη την καθαρότητα το παρόν του Θεού.
17
Ο Χάιντεγγερ χρησιμοποιεί εδώ ως τεκμήριο των παραπάνω εμφανιζόμενων απόψεών του το εξής
χωρίο του Rainer Maria Rilke από «Τα σονέτα στον Ορφέα» (Die Sonette an Orpheus, 1922. Erster
Teil, III):
Gesang, wie du ihn lehrst, ist nicht Begehr,
nicht Werbung um ein endlich noch Erreichtes;
Gesang ist Dasein. Für den Gott ein Leichtes.
…
In Wahrheit singen, ist ein andrer Hauch.
Ein Hauch um nichts. Ein Wehn im Gott. Ein Wind.
Σε μετάφραση Γιάννη Τζαβάρα:
«Το τραγούδι, όπως Εσύ το διδάσκεις, δεν είναι πόθος,
ούτε μόχθος για κάτι που επιτέλους κάποτε επιτυγχάνουμε·
το τραγούδι είναι ύπαρξη. Για αυτόν τον Θεό κάτι εύκολο.
…
Το να τραγουδάς στ’ αλήθεια, είναι μια άλλη πνοή.
Μια πνοή για το τίποτα. Ένα αναπνέειν εντός του Θεού. Πνέον πνεύμα».
Ας προσεχτεί ότι το ποίημα απευθύνεται στον Ορφέα σαν να είναι Θεός, γι’ αυτό ο Χάιντεγγερ
σχολιάζει ως εξής (Holzwege, 1950, σελ. 292): «Για τον θεό Ορφέα, ο οποίος διαβιώνει απέραντα [unendlich = χωρίς πεπερασμένους φραγμούς] μέσα στο Ανοιχτό, το τραγούδι είναι κάτι εύκολο· όχι όμως
και για τον άνθρωπο… Το τραγούδι δεν είναι κάτι που απλώς αντηχεί κάπου και ‘‘για κάτι’’, αλλά
όταν είναι ‘‘στ’ αλήθεια’’, τότε ο ήχος του δεν εξαρτάται από κάτι που ‘‘επιτυγχάνουμε επιτέλους’’
[endlich = πεπερασμένα, φραγμένοι από το τέλος], αλλά ήδη μέσα στον ήχο του διαρρηγνύεται, έτσι
ώστε να υπάρξει μόνο αυτό για το οποίο τραγουδάμε».
18
Gesang, das singende Sagen. Ο Χάιντεγγερ τονίζει την ηχητική-νοηματική συγγένεια αυτών των
λέξεων.
MARTIN HEIDEGGER, Μερικές υποδείξεις
9
Μέσα σε ένα τέτοιο λέγειν ούτε εγκαθιδρύεται ούτε παριστάνεται κάτι ως αντικείμενο
ή ως κάτι που αντί-κείτεται. Εδώ δεν βρίσκεται τίποτα, που θα μπορούσε να αντί-τεθεί 19 σε
μια παραστασιακή δραστηριότητα που αδράχνει [zugreifendes] ή περιβάλλει σκόπιμα
[umgreifendes].
«Μια πνοή για το τίποτα». «Πνοή» είναι η εισπνοή και η εκπνοή, το να αφήνεις-ναειπωθεί που απαντά στον λόγο που σου ειπώθηκε20. Δεν χρειάζεται εκτενή σχολιασμό για να
γίνει ορατό, ότι το ερώτημα για το κατάλληλο σκέπτεσθαι και λέγειν βασίζεται στο ερώτημα
για το Είναι του εκάστοτε φανερωνόμενου όντος.
Το Είναι ως παρουσία μπορεί να φανερωθεί με ποικίλους τρόπους παρουσίας. Ό,τι
είναι παρόν δεν χρειάζεται να γίνει κάτι που αντί-κείτεται· ό,τι αντί-κείτεται δεν χρειάζεται
να γίνει αισθητό εμπειρικά ως αντικείμενο (δες Χάιντεγγερ: Nietzsche. Τόμος ΙΙ, τμήματα
VIII και ΙΧ).
ΕΛΛΗΝΟ-ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
αντικειμενοποίηση - Objektivierung
αντικειμενοποιητικός – objektivierend
αντί-κείμενος – gegenständlich
αντί-κείμενος χαρακτήρας - Gegenständlichkeit
επιστημονιστικός – szientistisch
θεωρησιακός – spekulativ
κιβδηλοποίηση – Verfälschung
λέγειν – Sagen
λογικός – logisch
ομιλείν – Sprechen
ορθολογικός – vernünftig, rational
παράσταση – Vorstellung
τιθέμενο παραστασιακά ως αντί-κείμενο – Vorgestelltes
φυσικοεπιστημονικός – naturwissenschaftlich
19
sich entgegenstellen. Να αντί-τεθεί ως αντί-κείμενο.
das Sichsagenlassen, das dem Zugesagten antwortet. Ο Χάιντεγγερ συναρτά εδώ αξιοθαύμαστα το
λέγειν με το αναπνέειν. Όπως η αναπνοή συμπεριλαμβάνει την εισπνοή και την εκπνοή, έτσι και το
λέγειν συνίσταται αφενός σε έναν εισαγόμενο λόγο που λέγεται-προς-εμάς (wird zugesagt) εκ μέρους
του Είναι και αφετέρου σε μια απάντηση που εκφέρει (= αφήνει να ειπωθεί, läßt sich sagen) ό,τι
άκουσε.
20