Άννα Φραγκουδάκη Η βία και η σχέση της με την υποτίμηση της εθνικής ταυτότητας Θα σας παρακαλέσω να λάβετε υπόψη ότι όσα θα πω, αναπόφευκτα σχηματικά μέσα σε λίγα μόνο λεπτά, δεν είναι ιδέες χωρίς στήριξη είτε πεποιθήσεις αλλά πηγάζουν από αναλύσεις που τα τεκμηριώνουν, δημοσιευμένες, π.χ. στο πρόσφατο βιβλίο μου, Ο εθνικισμός και η άνοδος της ακροδεξιάς, Αλεξάνδρεια. Είναι ζωτικής σημασίας το ερώτημα, γιατί η βία της ΧΑ δεν αντιμετωπίζεται με αυτόματη και γενικευμένη καταδίκη από τη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών. Θέτοντας όμως το ερώτημα, αναγκάζεται κανείς να διαπιστώσει ότι η καταδίκη της βίας από τους εκπροσώπους του κράτους και όλων των θεσμών περιορίζεται στην ηθική διάσταση, κάτι σαν... «η βία είναι κακό πράγμα». Η επίσημη και σχολική ιστορία προβάλλει την πιο ωραιοποιημένη εκδοχή της βίας για τους καλούς εθνικούς στόχους. Η ιστορία των επαναστάσεων κάνει το ίδιο. Αποτέλεσμα είναι να κυριαρχεί η διάκριση της βίας σε «καλή» και «κακή». Όσο κυριαρχεί αυτή η διαίρεση, ο δρόμος προς τη συναίνεση απέναντι στη βία είναι ανοιχτός. Πίσω από αυτά τα φαινόμενα ―και τα επιφαινόμενά τους που έφερε η κρίση― βρίσκεται η ισχυρή αντίσταση μέρους της ελληνικής κοινωνίας στον εκσυγχρονισμό της ιστορίας που διδάσκουν τα σχολεία, με την προσαρμογή της στην επιστημονική ιστορία. Θεμέλιος λίθος του φαινομένου είναι η εθνική ιδεολογία του 19ου αι. που αναπαράγουν οι θεσμοί και διδάσκει το ελληνικό σχολείο. Παρουσιάζει το ελληνικό έθνος σαν οντότητα φυσική και περίπου αιώνια. Ανθρωπομορφικό υποκείμενο που βαδίζει διαμέσου των αιώνων τριγυρισμένο από απειλητικούς «άλλους», πάντοτε σε άμυνα για να «διατηρήσει» από την αρχαιότητα την εθνική του ελευθερία και τις εθνικές του ιδιότητες. Ο ανιστορικός μύθος που ανάγει τη νεωτερική έννοια του έθνους στην πιο μακρινή αρχαιότητα συνυπάρχει στα σχολικά βιβλία με την εθνική αρετή της «αντοχής» στις επιδράσεις άλλων και της «διατήρησης» των εθνικών χαρακτηριστικών επί αιώνες, σημειωτέον οι όροι αντοχή και διατήρηση περιέχονται στα σχολικά βιβλία. Ο μύθος είναι προϊόν απόδοσης κατωτερότητας στην εθνική ταυτότητα. Tα σχολικά βιβλία, αναπαράγοντας την εθνική ιδεολογία του 19ου αιώνα, αξιολογούν τον «ευρωπαϊκό πολιτισμό» σαν ανώτερο σε σχέση με όλους τους άλλους στη γη, όπως και τους ευρωπαϊκούς λαούς της Ανατολής και του Νότου. Κατά συνέπεια, η άρνηση των επιδράσεων, η μυθική «διατήρηση» των ελληνικών εθνικών ιδιοτήτων επί χιλιάδες χρόνια, είναι άρνηση αναγνώρισης του πλήθους των επιδράσεων που το κεντροευρωπαϊκό στερεότυπο αξιολογεί κατώτερες. Την κατωτερότητα αυτή η εθνική μυθολογία τη μεταμφιέζει σε εθνικό μεγαλείο με καταφυγή στην αρχαιότητα που προσέφερε τον πολιτισμό στην ανώτερη Ευρώπη. Με άλλα λόγια, τα παιδιά και οι νέοι διαπαιδαγωγούνται να «βλέπουν» τον κόσμο μέσα από τη διχοτομική ταξινομία του κλασικού κεντροευρωπαϊκού ρατσισμού να διαιρείται σε λαούς και πολιτισμούς ανώτερους και κατώτερους. Καλούνται στη συνέχεια να «μάθουν» ότι οι πολλές και ποικίλες πολιτισμικές επιδράσεις που γνωρίζουν από τη γύρω τους εμπειρία και αναγνωρίζουν στην εθνική τους ταυτότητα και κουλτούρα «δεν υπάρχουν». Δηλαδή, η προβολή του εθνικού μεγαλείου που πηγάζει μονομερώς από την αρχαιότητα γίνεται προσωπείο αρχαίου κάλλους που κρύβει το πραγματικό και κατώτερο εθνικό μας πρόσωπο. Η επίσημη εθνική ιδεολογία του σχολείου καλλιεργεί μια εθνική ταυτότητα, αμφίθυμη, εύθραυστη και ανασφαλή, άρα αναπόφευκτα ξενοφοβική. Ταυτότητα μυθική, με εθνικά χαρακτηριστικά αιώνια και χωρίς επιδράσεις, όπου λανθάνει η αποτρόπαιη ιδέα της εθνικής «καθαρότητας»... Παράλληλα ταυτότητα ανίκανη να ενσωματώσει την ευρωπαϊκή της διάσταση, να συγκροτήσει συμμαχίες, να αξιοποιήσει τη συμμετοχή στον ευρωπαϊκό συνασπισμό ως ισότιμο μέλος στις διαπραγματεύσεις. Ομάδες διανοουμένων που ανήκουν σε όλο το πολιτικό φάσμα από την άκρα δεξιά έως την εξωκοινοβουλευτική αριστερά επί δεκαετίες διαδίδουν την καταστροφική προφητεία ότι απειλείται ο ελληνισμός... Απειλείται από την επίδραση της ΕΕ, από «ξένους» πράκτορες και από «εσωτερικούς προδότες». Η πλατιά συναίνεση που συναντούν οφείλεται στην εύθραυστη και ανασφαλή εθνική ταυτότητα που καλλιεργεί το σχολείο. Εάν το ελληνικό έθνος έχει ιδιότητες ίδιες και αναλλοίωτες από την αρχαιότητα και εάν αυτή η αρετή «διατήρησής» τους είναι συστατική της ύπαρξής του, τότε αναπόφευκτα το έθνος κινδυνεύει, εφόσον είναι παντού γύρω οι επιδράσεις αιώνων και πολλές ακόμα νεωτερικές και σύγχρονες. Η απλή αναγνώριση της πραγματικότητας μετατρέπεται σε απειλή εξαφάνισης του έθνους. Η ιδεολογική παγίδα είναι ύπουλη. Παρά την επίσημη απόρριψη και την καταπολέμησή του, είναι ισχυρό το κεντροευρωπαϊκό στερεότυπο του ρατσισμού. Είναι συχνός ο ιδεολογικός λόγος στις ευρωπαϊκές χώρες που συνεχώς υμνεί την ελληνικότητα αλλά σχεδόν πάντα την αρχαία. Αυτή η εξύμνηση είναι ευφημιστική υποτίμηση της χώρας, του πολιτισμού της και του λαού της. Οι διανοούμενοι που επί δεκαετίες διαδίδουν την καταστροφική μυθολογία ότι απειλείται ο ελληνισμός, η ελληνικότητα, η ελληνική ταυτότητα, η ελληνική γλώσσα, το ελληνικό έθνος, από την Ευρωπαϊκή Ένωση, τους «ξένους» πράκτορες και τους «εσωτερικούς προδότες», έχουν πιαστεί στην παγίδα του κλασικού ευρωπαϊκού ρατσισμού. Γι' αυτό ο πατριωτισμός τους είναι κήρυγμα εθνικού απομονωτισμού και αντιευρωπαϊσμού που στηρίζει μια διπλή ρητορεία. Από τη μια καταδικάζει με ακραίο τρόπο το ανάξιο ελληνικό κράτος, την εξαθλιωμένη ελληνική γλώσσα του, την περιφρονητέα κουλτούρα του, τους αξιοθρήνητους πολίτες του, κι από την άλλη υμνεί με λεξιθηρική μεγαληγορία το ασύγκριτο εθνικό μεγαλείο του ελληνισμού... ενός δίχως όρια ιστορικά είτε γεωγραφικά ελληνισμού. Αυτοί οι διανοούμενοι επιζητούν ισότιμη θέση στην ανώτερη ευρωπαϊκή οικογένεια, επειδή καταδικάζουν τις τόσες κατωτερότητες των ομοεθνών τους «ευρωλιγούρηδων» Ελλήνων. Είναι διεκδίκηση της ισότιμης θέσης της χώρας στην ανώτερη ευρωπαϊκή οικογένεια, με τους τίτλους ευγενείας που αποδίδει η κατευθείαν καταγωγή από τους λαμπρούς αρχαίους προγόνους των Ελλήνων που έδωσαν τα φώτα στον κόσμο. Όμως η ισότητα των Ελλήνων στην Ευρώπη, με ιστορικούς και πολιτικούς όρους στηρίζεται σε τεκμήρια αδιάσειστα. Είναι με βάση τις σύγχρονες αξίες δεδομένη και με βάση τις πολιτικές επιλογές της ΕΕ δικαίωμα αναφαίρετο. Τη ρατσιστική ταξινομία συνθέτουν ιδέες του αιώνα της αποικιοκρατίας. Ιδέες ανεπίκαιρες και διεθνώς καταδικασμένες. Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η ισχυρή εκδοχή προϋποθέτει την αντιπαράθεση με το κλασικό στερεότυπο περί ανισότητας λαών και πολιτισμών. Όχι την επίκληση της «καθαρότητας» των ανεπηρέαστων από κάθε άλλο πολιτισμό ελληνικών ιδιοτήτων, της φαντασιακής ανωτερότητας των απογόνων εκείνων που 400 τόσα χρόνια προ Χριστού έδωσαν τα φώτα του πολιτισμού στην οικουμένη. Και για να κλείσουμε με τη βία, η παγκόσμια κρίση των ιδεών μετά τη συντριβή του σοσιαλιστικού κόσμου και η ταύτιση της ελληνικής εθνικής ταυτότητας με κατωτερότητα από τους ίδιους τους φορείς της παράγουν εδώ και χρόνια έναν εθνικιστικό λόγο παραδοσιακό και λαϊκότροπο, που κηρύττει τον εθνικό απομονωτισμό, τον αντιευρωπαϊσμό, καταγγέλλει το διαφωτισμό, ονομάζει εθνική προδοσία κάθε απόπειρα ορθολογικής αντιμετώπισης των εθνικών συμφερόντων, ονομάζει, απ' άκρη σ' άκρη του αντιμνημονιακού μετώπου, την αποδοχή της μνημονιακής πολιτικής όχι λαθεμένη πολιτική ή και εγκληματικά λαθεμένη πολιτική, αλλά εθνική προδοσία ονομάζει την ευρωπαϊκή παρέμβαση γερμανική «κατοχή»... Αυτός ο αντιδραστικός εθνικιστικός λόγος περιέχει τη διαίρεση της βίας σε καλή και κακή. Εθελοτυφλεί απέναντι στο ότι σήμερα η καλή βία για εθνικούς στόχους οδηγεί νικητές και νικημένους στον όλεθρο. Εθελοτυφλεί απέναντι στο ότι η καλή επαναστατική βία για ευγενείς κοινωνικούς στόχους μεταμορφώνει, όπως έδειξε η ιστορία, τους στόχους σε πολιτικά μορφώματα τερατικά. Η πηγή της διαίρεσης είναι η αλλοτινή και βλαβερή εθνική ιδεολογία. Η κρίση έδειξε τους μεγάλους κινδύνους αυτής της ανεπίκαιρης καθήλωσης στις εθνικές ιδέες του 19ου «αιώνα των εθνών». Σήμερα, στην ελληνική κοινωνία της 3ης χιλιετίας και της ευρωπαϊκής εποχής, καλλιεργείται από τους θεσμούς ο μύθος για την κοιμισμένη βασιλοπούλα-πατρίδα και προβάλλει την ενότητα και την καθαρότητά της. Και όταν έρχεται η κρίση, πλαταίνει σαν κηλίδα πετρελαίου η πιο ακραία εκδοχή αυτού του μύθου. Έτσι, σημαντικό ποσοστό της ελληνικής κοινωνίας ξεχνάει ξάφνου ότι 1933 με 1945 η εθνική πολιτική για την «αποκατάσταση» της «ενότητας» και της «καθαρότητας» της «πατρίδας» μεταμόρφωσε τη γερμανική βασιλοπούλα σε Φρανκενστάιν. Ξεχνάει κυρίως ότι εκτός από τις ανείπωτες καταστροφές και τους ποταμούς αίματος, εξίσου αν όχι πρώτο μεγάλο θύμα της ήταν ο γερμανικός λαός. Πάνω απ' όλα τα αμέτρητα θύματα, η «αποκατάσταση» της «ενότητας» και της «καθαρότητας» της «πατρίδας» τραυμάτισε βαθιά και ανεξίτηλα τον ίδιο το γερμανικό λαό. Χριστόφορος Δ. Αργυρόπουλος Δίκαιο και βία: η ασύμβατη παραλληλία Ι. Το δίκαιο στο δημοκρατικό πολίτευμα σκοπεύει στην ειρηνική συμβίωση και συνεργασία των κοινωνών, με βάση το δικαίωμα καθενός να αυτοκαθορίζεται. Από τον ίδιο τον ορισμό του το δίκαιο αποκλείει στις σχέσεις τόσο των ιδιωτών προς αλλήλους, όσο και του Κράτους προς αυτούς, τη χρήση βίας, την υλική, δηλαδή, ή ψυχολογική πίεση που επιδιώκει την επιβολή αυτού που την ασκεί και αντίστοιχα την άρση της ελεύθερης επιλογής εκείνου που την υφίσταται. Βεβαίως στοιχείο του δικαίου αποτελεί ο καταναγκασμός, ο οποίος, όμως, στο κράτος δικαίου δεν δημιουργεί «μονοπώλιο βίας», κατά την προσφιλή νομική δοξασία. Αποτελεί αναγκαιότητα που υπηρετείται σε ειδικές περιπτώσεις (εκτελεστότητα δικαστικών αποφάσεων και διοικητικών πράξεων, επιβολή ποινών και διοικητικών κυρώσεων), υπό αυστηρούς όρους, όπως είναι η αρχή της νομιμότητας των εγκλημάτων και των ποινών, η επικουρικότητα της ποινικής καταστολής και οι δικονομικές εγγυήσεις, ως ειδικότερες εκδηλώσεις των ατομικών ελευθεριών και τέλος με σεβασμό στην αρχή της αναλογικότητας. Κύριο στοιχείο της νομιμότητας παραμένει η «πειθώ». Δηλαδή η «συναίνεση» και η «δημοκρατική αυτογνωσία» που ανάγει την υποχρέωση συμμόρφωσης στο νόμο σε κατ’ εξοχήν ηθικό καθήκον. Υπάρχουν, όμως, περιστάσεις υπό τις οποίες το δίκαιο φαίνεται να κατανοεί τη βία. Τούτο συμβαίνει κατ’ αρχάς στη λεγόμενη «μεγάλη» και «μικρή» αντίσταση, οπότε στην πρώτη επιτρέπεται κάθε μέσο για την υπεράσπιση του δημοκρατικού πολιτεύματος εναντίον εκείνου που επιχειρεί την κατάλυσή του με τη βία και στη δεύτερη δεν τιμωρείται η χρήση ή απειλή βίας εναντίον υπαλλήλου, όταν ο τελευταίος δεν ενεργεί νομίμως. Η αναγκαία προσβολή του αδίκως επιτιθέμενου ανάγεται επίσης σε λόγο αποκλεισμού του κατ’ αρχήν αδίκου χαρακτήρα της άμυνας, τόσο στις ιδιωτικές, όσο και στις διεθνείς σχέσεις, ενώ η επιτρεπόμενη αυτοδικία με τη μορφή αυτοδύναμης προστασίας της νομής πράγματος δικαιολογούνται κατ’ εξαίρεση ως όργανα άμεσης και έγκαιρης προστασίας του (περιουσιακού) δικαίου, ώστε να καταπολεμηθεί το άδικο πριν αυτό ολοκληρωθεί. Εξ άλλου με επιείκεια αντιμετωπίζονται εκδηλώσεις που οφείλονται σε ψυχολογική πίεση, όπως είναι η αιφνίδια αγανάκτηση. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις δεν «δικαιώνεται» η βία, αλλά συγχωρείται ή γίνεται ανεκτή κατ’ εξαίρεση για λόγους σκοπιμότητας του δικαίου, «προς το αληθές συμφέρον της εννόμου τάξεως». Γενικότερη αναγνώριση της βίας στις έννομες σχέσεις θα συνιστούσε αξεπέραστη αντίφαση του δικαίου. Διότι η βία καταλύει όχι μόνο την ουσιωδέστερη προϋπόθεση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, την προσωπική ελευθερία, αλλά και κάθε έννοια ισότητας και δικαιοσύνης. Η προσωπική ελευθερία είναι αυτή που νομιμοποιεί, χάριν της ισότητας και της δικαιοσύνης, τους περιορισμούς που της επιβάλλει η κοινωνική συμβίωση, αφού η κοινωνία νοείται όχι ως άθροισμα ατόμων, αλλά ως εγχείρημα εναρμόνισης των αντιθέσεων που πηγάζουν από την αυτοπροσδιοριζόμενη ιδιαιτερότητα καθενός. ΙΙ. Εννοιολογικά, λοιπόν, και κυρίως αξιολογικά ασύμβατη προς το δίκαιο η βία, παρ’ όλα αυτά, συγκατοικεί μαζί του. Ανεξάρτητα από τους ιστορικούς, κοινωνικοπολιτικούς και ψυχολογικούς παραγωγικούς της λόγους, το φαινόμενο αυτό συνιστά μια de facto ασύμβατη παραλληλία. Η βία εμφανίζεται και στη συλλογική ζωή ή ακόμα και στη δημόσια δράση, στην τελευταία με την απεχθή μορφή των βασανιστηρίων και της κατάχρησης εξουσίας και στην πρώτη ως εκδήλωση έμπρακτης αμφισβήτησης του δικαίου, οι ακραίες εκδηλώσεις της οποίας φτάνουν στην κατάλυση του πολιτεύματος. Το δίκαιο απαγορεύει τη χρήση ή απειλή βίας και τιμωρεί τις εκδηλώσεις της ως εχθρική προς το δίκαιο συμπεριφορά. Η επιβίωση, όμως, ενός θεμελιώδους στοιχείου της προϊστορίας, της εποχής της βαρβαρότητας, ως την ιστορική περίοδο της νομιμότητας και των Δικαιωμάτων, επιμαρτυρεί, ότι η εξέλιξη του πολιτισμού δεν είναι ευθύγραμμη, ούτε πάντοτε ορθολογική, αφού πολύ συχνά χαρακτηρίζεται από συμπεριφορές που κινούνται αντίθετα προς την επιδίωξη του καθεστώτος δικαίου να οργανώσει την κοινωνική ζωή με πνεύμα συνεργασίας, αμοιβαιότητας και αλληλεγγύης. ΙΙΙ. Το κοινωνικό κράτος δικαίου δεν αποτελεί βεβαίως το «τέλος» της ανθρώπινης εξέλιξης ή της ιστορίας. Αποτελεί, όμως, την αναγκαία και ικανή συνθήκη για τη διαρκή βελτίωση και την υπέρβασή του με δημοκρατικά πολιτικά μέσα. «Το δημοκρατικό πολίτευμα δεν είναι το καλύτερο, αλλά το μόνο πολίτευμα, αφού μόνο αυτό παρέχει στους πολίτες τη δυνατότητα υπέρβασής του» (Γ. – Α. Μαγκάκης). Η δυνατότητα αυτή αποκλείει από τα μέσα της πολιτικής και κοινωνικής αντίδρασης στην ισχύουσα τάξη πραγμάτων ή στην τρέχουσα συγκυρία, τη χρησιμοποίηση της βίας. Το καθεστώς δικαίου, που οραματίζεται και επιδιώκει η Οικουμενική Διακήρυξη, θεωρεί δικαιολογημένη την εξέγερση κατά της τυραννίας και της καταπίεσης όταν δεν προστατεύονται τα ανθρώπινα δικαιώματα. Σε κάθε άλλη περίπτωση βίαιης επιβολής όποιας μειοψηψίας ή και πλειοψηφίας, ούτε ελευθερία, ούτε ισότητα, ούτε δικαιοσύνη μπορούν να υπάρξουν. «Η αξία των θεσμών της πολιτικής δημοκρατίας καταφαίνεται όταν εκλείψουν» (Α. Μάνεσης). Οι «αντισυστημικές» επιλογές, οι ολοκληρωτικές θεωρήσεις και οι πρακτικές ανατροπής του δημοκρατικού πολιτεύματος πλήττουν πρωταρχικά τη βάση της νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος: τη λαϊκή κυριαρχία και τα ανθρώπινα δικαιώματα. To πολιτισμικό δηλαδή κεκτημένο της ανθρώπινης ιστορίας. IV. Στο δημοκρατικό πολίτευμα η λαϊκή κυριαρχία προϋποθέτει και συνεπάγεται την προστασία των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη. «Η πολιτική εξουσία ως εξουσία δικαίου υπάρχει και επιβάλλεται ουχί διότι διαθέτει υλικά μέσα δυνάμεως, αλλά διότι το δίκαιον την επιβάλλει» (Α. Σβώλος). Η λαϊκή κυριαρχία αποτελεί διαδικασία αντιπροσώπευσης, επικοινωνίας, μεσολάβησης, σύνθεσης ή συμβιβασμού μεταξύ πολλαπλών υποκειμένων (κοινωνικών ομάδων και πολιτικών δυνάμεων), καθώς και διαδικασία ειρηνικής και έλλογης επίλυσης των διαφορών και συγκρούσεων που σπαράσσουν καθημερινά το πλήθος. Κάτω από τη στέγη και με την εγγύηση ενός δημοκρατικού συντάγματος μπορούν να συνυπάρχουν ειρηνικά και ελεύθερα ανταγωνιστικές δυνάμεις και ιδέες, καθώς και αντιμαχόμενα συμφέροντα, χωρίς κανένα από αυτά να μπορεί να γίνει κύριο οριστικά του άλλου (Α. Μανιτάκης). «Τα ιστορικά συντάγματα μπορούν να θεωρηθούν και ως πλείστες ερμηνείες μιας και της αυτής πρακτικής – της πρακτικής αυτοπροσδιορισμού ελεύθερων και ίσων δικαιϊκών εταίρων» (Χαμπέρμας). V. Η κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος με τη βία δεν δημιουργεί δίκαιο. Το δίκαιο βασίζεται στην πρωταρχική πράξη της λαϊκής κυριαρχίας, τη δημιουργία του Συντάγματος και ο σεβασμός και η υπεράσπιση της συνταγματικής τάξης είναι απαραίτητο στοιχείο της πολιτικής που επιδιώκει κοινωνικοπολιτικές αλλαγές. Οτιδήποτε άλλο είναι καταστροφικό. Διότι «η ελευθερία είναι το δικαίωμα να κάνει κανείς ό,τι επιτρέπουν οι νόμοι . και αν ένας πολίτης θα μπορούσε να κάνει ό,τι απαγορεύουν, δεν θα είχε πλέον ελευθερία, γιατί και οι άλλοι θα είχαν αυτό το δικαίωμα». Η πρακτική αυτή σκέψη ανήκει στον Μοντεσκιέ. Διατυπώθηκε σαράντα ένα χρόνια πριν από τη γαλλική επανάσταση και ένα αιώνα πριν από το 1848. Καίτοι πρόδρομη επικυρώνεται από την επιγενόμενη ιστορική εμπειρία. Δυστυχώς. Διότι οι άνθρωποι κάποτε πίστεψαν, ότι χωρίς την Επανάσταση, που θα σαρώσει όλο το παλιό καθεστώς, δεν μπορεί να υπάρξει ανθρώπινη ευτυχία. Και η Επανάσταση, πραγματική ή ψευδεπίγραφη, ήρθε και απήλθε χωρίς να πραγματοποιήσει τον ωραίο οραματισμό. Το όνειρο μεταλλάχθηκε σε εφιάλτη. Δεν είναι πια η «ουτοπία» τόσων γενεών, αλλά η «δυστοπία» οδυνηρών διαψεύσεων. Όσες ελπίδες στηρίζονται και σήμερα στην ισχύ της «δίκαιης» βίας, επικαλούνται μια αφύσικη ιδιότητά της. Η βία δεν ενδιαφέρεται να νομιμοποιηθεί. Είναι μονοσήμαντα αυταρχική, αυτοαναφορική και το χειρότερο: αυτο-δύναμη. Μαρίνα Οικονόμου “Βία και ψυχική νόσος: Μια σχέση αμφιλεγόμενη και ο ψυχιατρικός λόγος” Το θέμα που θα προσπαθήσω να προσεγγίσω σε αυτή την ομιλία είναι ένα θέμα δύσκολο, και αυτό γιατί αναφέρεται σε δύο καταστάσεις που συνδέονται με παθολογικές μορφές της ανθρώπινης ύπαρξης και της ανθρώπινης συμπεριφοράς: τη βία και την ψυχική νόσο. Και αν η βία είναι η έκφραση μιας ενόρμησης και η απώλεια του ελέγχου που οδηγεί στη καταστροφή μιας ανθρώπινης ύπαρξης, η ψυχική νόσος είναι η έκφραση μιας παθολογίας που συνεπάγεται την απώλεια της ίδιας της ουσίας της ανθρώπινης ύπαρξης. Η σχέση μεταξύ τους είναι μια σχέση αμφιλεγόμενη, μια σχέση παρεξηγημένη, περιπεπλεγμένη με νοηματοδοτήσεις που απηχούν ανορθολογικές δοξασίες του παρελθόντος, οι οποίες στην πιο σύγχρονη εκδοχή τους ενσαρκώνονται σε κοινωνικούς φόβους διατάραξης και απειλής, με κεντρικό το στερεότυπο του βίαιου και επικίνδυνου ψυχικά ασθενή. Η σχέση αυτή αποτελεί ένα πεδίο αντιγνωμίας, αντικρουόμενων απόψεων, συγκρούσεων και διλημμάτων για τους πάσχοντες από ψυχική νόσο, τις οικογένειές τους, τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας, την κοινή γνώμη, τους θεσμούς, την Πολιτεία, την Ψυχιατρική. Πολλές απόψεις έχουν διατυπωθεί από διαφορετικές επιστήμες και διαφορετικά ερευνητικά πεδία προκειμένου να εξηγήσουν την πολλαπλότητα και την πολυπλοκότητα της βίαιης συμπεριφοράς. Θα προσπαθήσω σήμερα να δώσω μια αδρή εικόνα της άποψης της Ψυχιατρικής και να προβάλω τον Ψυχιατρικό Λόγο για τη σχέση Βίας και Ψυχικής Νόσου -και αυτό όχι γιατί δίνει απαντήσεις στο όλο φαινόμενο της βίας, αλλά κυρίως για τον προβληματισμό που θέτει. Άλλωστε, το πρόβλημα της βίας είναι πολύ ευρύτερο από την αναγωγή του στην ψυχική νόσο, η οποία αναγωγή, έτσι «αβασάνιστα» όπως γίνεται πολλές φορές, είναι, το λιγότερο, αφελής. Η ψυχική νόσος, ως θεματολογία, αποτελεί πρόσφορο έδαφος για διαστρεβλώσεις, μύθους, προκαταλήψεις και στερεοτυπικές απεικονίσεις, που συνδέονται με τα παραδοσιακά στερεότυπα στα οποία ο άνθρωπος μυείται από πολύ νωρίς, στην παιδική του ηλικία. Με βάση αυτά τα στερεότυπα -τις συνισταμένες ενός άτυπου κοινωνικού στιγματισμού της ψυχικής νόσου- ο ψυχικά ασθενής είναι ο «τρελός» των λαϊκών αναπαραστάσεων, ο κακός, ο βίαιος ή ο εν δυνάμει επικίνδυνος. Η σύνδεση της ψυχικής ασθένειας με τη βία και την επικινδυνότητα είναι και η επικρατέστερη σε συχνότητα προσέγγιση του θέματος από τα ΜΜΕ, τα οποία, αντανακλώντας το κλασικό στερεότυπο για τον ψυχικά ασθενή, παραμορφώνουν έτσι την επιστημονική αλήθεια για τις πολλαπλές εκφάνσεις της συμπεριφοράς του. Η απεικόνιση αυτή διαθέτει ακριβώς εκείνα τα χαρακτηριστικά που την καθιστούν «εγγυημένη συνταγή» για την προσδοκώμενη απήχηση της είδησης. Η ψυχική νόσος καθίσταται έτσι μια «θεαματική» νόσος. Με βάση αυτόν τον τρόπο αναπαράστασης της ψυχικής παθολογίας και ειδικά των σοβαρότερων μορφών της, τα ΜΜΕ φαίνονται να λειτουργούν μάλλον σαν ένας παραμορφωτικός καθρέφτης του κοινωνικού γίγνεσθαι. Η παραδοχή αυτή υπογραμμίζει τη σημαντική ευθύνη των ΜΜΕ στη διαμόρφωση της σύγχρονης αρνητικής κοινωνικής εικόνας της ψυχικής ασθένειας και του ψυχικά ασθενή. Και να μερικά παραδείγματα: Όταν δολοφονήθηκε ο Τζον Κένεντι, κάποιος Αμερικανός δημοσιογράφος περιέγραψε ως εξής την είδηση: «Ο Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι σκοτώθηκε εχτές από έναν ανισόρροπο, τον Λη Χάρβεϊ Όσβαλντ, που είχε ορκιστεί πίστη και αφοσίωση στον Κουβανό παρανοϊκό Φιντέλ Κάστρο, και ο Όσβαλντ με τη σειρά του ξεκαθαρίστηκε δύο ημέρες αργότερα από έναν άλλον ψυχασθενή, τον Τζακ Ρούμπι». Μέσα σε λίγες γραμμές έγινε αναφορά σε τρεις ψυχιατρικές διαγνώσεις, οι οποίες στην πορεία αποδείχθηκε ότι δεν είχαν καμία σχέση με την πραγματικότητα. 1978, Κωσταλέξι: Πηχυαίοι τίτλοι στις εφημερίδες της εποχής: «Μια απίστευτη θηριωδία στο χωριό Κωσταλέξι… Την κρατούσαν τα τέσσερα αδέλφια της φυλακισμένη 29 χρόνια σε υπόγειο μπουντρούμι». Η άτυχη Ελένη ήταν ψυχικά ασθενής και θύμα άσκησης σοβαρής βίας, της οικογενειακής βίας σε αυτή την περίπτωση. Οι γιατροί που την εξέτασαν αποφάσισαν τη μεταφορά της σε ψυχιατρικό ίδρυμα. Τα αδέλφια της οδηγήθηκαν στη δικαιοσύνη και αθωώθηκαν. Το Κωσταλέξι έγινε συνώνυμο με το κοινωνικό στίγμα, τη ντροπή, την ενοχή, την απάνθρωπη συμπεριφορά, τον αποκλεισμό. 1974, Αμερική: Η προβολή της ταινίας “Τhe Texas Chainsaw massacre” σκορπάει τον τρόμο στις κινηματογραφικές αίθουσες. Λίγο αργότερα προβάλλεται στην Ελλάδα με τον τίτλο “Ο σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι”, παρότι o φιλμικός δολοφόνος και η ταινία συνολικά δεν είχαν καμία σχέση με τη σχιζοφρένεια. Η έμφαση στην επιλογή ενός “δυνατού” τίτλου ενίσχυσε στην Ελλάδα την άκριτη σύνδεση της βίας με τη σχιζοφρένεια, αναπαράγοντας και εδραιώνοντας το στερεότυπο “σχιζοφρενής δολοφόνος”. Το 2004 προβλήθηκε μια νέα εκδοχή της ταινίας στην Ελλάδα με τον ίδιο απεχθή τίτλο. Παρά τις προσπάθειες του Προγράμματος «αντι-στίγμα» του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγιεινής (Ε.Π.Ι.Ψ.Υ.), η αλλαγή του τίτλου και η αποκατάσταση της επιστημονικής πραγματικότητας δεν κατέστη δυνατή. Η νομική στήριξη των κινηματογραφικών διανομέων απεδείχθη ισχυρότερη. 2011, Νορβηγία: Άντερς Μπρέϊβικ, βομβιστική επίθεση στο κέντρο του Όσλο και θάνατος 8 ανθρώπων· στη συνέχεια, δολοφονία εν ψυχρώ 69 ατόμων στο νησί Ουτόγια. Οι τίτλοι των εφημερίδων ήταν: «ψυχοπαθής ο δολοφόνος των 77 ψυχών», «παρανοϊκός ο στυγερός εγκληματίας». Ένα χρόνο μετά, σε μικρότερης έκτασης δημοσιεύματα, αναγράφεται στον τύπο η αλήθεια: «Ψυχικά υγιής κρίθηκε από το Περιφερειακό Δικαστήριο του Όσλο ο Άντερς Μπρέϊβικ και καταδικάστηκε σε κάθειρξη 21 ετών, την ανώτατη των ποινών, για το μακελειό που προκάλεσε». Ένα άλλου τύπου “κακό” όμως είχε συντελεστεί: το στερεότυπο “ψυχοπαθής ο δολοφόνος” και “παρανοϊκός ο εγκληματίας” είχε ήδη καταγραφεί. Κατά συνέπεια, στις μέρες μας η αναφορά των λέξεων “ψυχασθενής”, “ψυχοπαθής”, “σχιζοφρενής” ή “παρανοϊκός” εμπεριέχει αυτομάτως και συνειρμικά το στοιχείο της επικινδυνότητας. Αυτός ο συσχετισμός της βίας με την ψυχική νόσο, τον οποίο ενδυναμώνει η φαντασιακή ένταση και ακρότητα των δύο αξόνων του, είναι ένας συσχετισμός που βρίθει από παρερμηνείες και παρανοήσεις, απηχεί δοξασίες του παρελθόντος και –προπάντωνεδραιώνεται πάνω στον ανορθολογικό φόβο της εντός των ορίων κοινωνίας για το «άλλο» της πρόσωπο. Στις προσλήψεις του κοινού, οι ψυχικές διαταραχές είναι διαχρονικά ενδεδυμένες με νοηματοδοτήσεις που παραπέμπουν σε έναν ασαφή και απροσδιόριστο «Άλλο», τον οποίο ο κοινός νους αναπαριστά με ιδιότητες που βρίσκονται στον αντίποδα των οικείων βιωμάτων του. Στην πιο σύγχρονη εκδοχή τους, οι συνειρμοί που ανακινεί η έννοια της ψυχικής διαταραχής ενσαρκώνονται σε κοινωνικούς φόβους διατάραξης και απειλής, με κεντρικό το στερεότυπο του βίαιου και επικίνδυνου ψυχικά ασθενή. Στο σημείο αυτό, προκειμένου να αποκαταστήσουμε ενδεχόμενες θεωρητικές και εννοιολογικές συγχύσεις, θα ήταν χρήσιμο να προσδιορίσουμε με σαφήνεια τους όρους που χρησιμοποιούνται και να αναδείξουμε την πραγματική σχέση της βίας με την ψυχική νόσο. Αναφορικά με τους παράγοντες κινδύνου για την εκδήλωση βίαιης συμπεριφοράς, πρώτος κατά σειρά σοβαρότητας αναδεικνύεται το άρρεν φύλο και δεύτερος –αλλά σχεδόν εξίσου σημαντικός– το νεαρό της ηλικίας. Επιδημιολογικές μελέτες αλλά και η κοινή εμπειρία επιβεβαιώνουν ότι η νεαρή ηλικία και το ανδρικό φύλο έχουν τη μεγαλύτερη συμμετοχή στην επιθετικότητα, την επικινδυνότητα, τη βία και την παραβατικότητα. Παράλληλα, ισχυρό προγνωστικό στοιχείο της βίας αποτελεί το προηγούμενο ιστορικό βίαιης συμπεριφοράς: η άσκηση βίας κατά το παρελθόν, ειδικότερα όταν είναι επανειλημμένη, αποκτά βαρύνουσα σημασία για την πρόβλεψη της βίαιης συμπεριφοράς. Η χρήση ουσιών που επιδρούν στο ΚΝΣ αποτελεί επίσης έναν προγνωστικό παράγοντα της βίας. Όλα τα παραπάνω –τα οποία φυσικά μπορεί να είναι παντελώς άσχετα με το ψυχιατρικό ιστορικό ή την ψυχιατρική διάγνωση ενός ατόμου- συνιστούν τα ασφαλέστερα προγνωστικά στοιχεία για την επικινδυνότητα· έχει βρεθεί μάλιστα ότι έχουν μεγαλύτερη συμμετοχή στην εκδήλωση βίαιης ή επικίνδυνης συμπεριφοράς παρά η ψυχιατρική διάγνωση αυτή καθεαυτή. Χαρακτηριστικά δε, επιδημιολογικές μελέτες έχουν δείξει ότι οι βίαιες και εγκληματικές ενέργειες που αποδίδονται άμεσα σε ψυχική νόσο αποτελούν ένα μικρό μόνον ποσοστό των εγκληματικών πράξεων που διαπράττονται συνολικά. Ως προς τη σχέση της ψυχικής νόσου με την εκδήλωση βίας, ανάμεσα στις ψυχοπαθολογικές καταστάσεις που ενδέχεται να αυξήσουν την επικινδυνότητα ενός ατόμου, η εξάρτηση από ουσίες (ναρκωτικά, αλκοόλ) έχει βρεθεί ότι σχετίζεται με τους μεγαλύτερους δείκτες παραβατικότητας. Πολλές μελέτες δείχνουν επίσης ότι και ο παράγοντας “προσωπικότητα” παίζει σημαντικό ρόλο στην παραβατική συμπεριφορά. Άτομα με ψυχοπαθητικά χαρακτηριστικά προσωπικότητας, όπως η έλλειψη ενοχών για την καταπάτηση δικαιωμάτων των συνανθρώπων τους, η παρορμητικότητα, η διακαής αναζήτηση νέων ερεθισμάτων, η αδυναμία βίωσης συμπάθειας και φιλαλληλίας, εμπλέκονται συχνά σε παραβατικές και βίαιες ενάντια σε άλλους πράξεις και συμπεριφορές. Θα σταθώ ιδιαίτερα σε έναν τύπο διαταραχής προσωπικότητας, την αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας, που συνδέεται συχνά με τη βίαιη συμπεριφορά. Σε αυτήν την περίπτωση πρόκειται συνήθως για άτομα με χαλαρές ηθικές αναστολές, που δεν ανέχονται τις ματαιώσεις και τις απαγορεύσεις και αδυνατούν να συμμορφωθούν με κοινωνικές σταθερές συμπεριφοράς, γεγονός που προκύπτει από τη διαταραγμένη δομή της ίδιας της προσωπικότητάς τους. Η παρορμητικότητα και η ευερεθιστότητα που τα χαρακτηρίζει έχει ως αποτέλεσμα συχνά να βιαιοπραγούν, αδιαφορώντας για την ασφάλεια των άλλων -αλλά και των ιδίων. Η περιφρόνησή τους για τους κανόνες και η έλλειψη τύψεων ή ηθικών φραγμών τα οδηγεί να εκδηλώνουν σταθερά ασυνέπεια στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων τους και να κακομεταχειρίζονται ή να βλάπτουν (συναισθηματικά ή σωματικά) τους άλλους, γεγονός, ωστόσο, το οποίο έχουν την τάση να εκλογικεύουν. Παραδόξως όμως, η ψυχική διαταραχή για την οποία έχουν γραφεί τα περισσότερα όσον αφορά τη σχέση της με τη βία και την επικινδυνότητα είναι η σχιζοφρένεια. Η πραγματικότητα, ωστόσο, για τη σχέση βίας και σχιζοφρένειας είναι πολύ διαφορετική από την εικόνα που αναπαράγουν τα στερεότυπα. Αποτελέσματα ερευνών έχουν δείξει ότι: Τα άτομα με σχιζοφρένεια συνήθως δεν είναι θύτες, αλλά θύματα βίαιης συμπεριφοράς ή κακοποίησης. Τα άτομα με σχιζοφρένεια εμφανίζουν ελαφρά αυξημένους δείκτες στα εγκλήματα βίας. Ωστόσο, η βία που σχετίζεται με τη σχιζοφρένεια οφείλεται κυρίως στη μη λήψη της φαρμακευτικής θεραπείας και στην έλλειψη στήριξης και αποδοχής από το περιβάλλον. Οι παράγοντες που θεωρείται ότι ενισχύουν τη χρήση βίας τόσο στον υγιή πληθυσμό όσο και στα άτομα με σχιζοφρένεια είναι η κοινωνική απόρριψη και η απομόνωση, το ιστορικό προηγούμενης βίαιης συμπεριφοράς και η κατάχρηση ουσιών και αλκοόλ. Οι παραληρητικές ιδέες με περιεχόμενο απειλητικό για τη ζωή του ασθενή αυξάνουν τον κίνδυνο εκδήλωσης βίαιης συμπεριφοράς· ο κίνδυνος αυτός μειώνεται αισθητά με την κατάλληλη θεραπεία των παραληρητικών ιδεών. Τα εγκλήματα βίας που διαπράττονται από τα άτομα με σχιζοφρένεια έχουν διαφορετικό κίνητρο και διαφορετικά θύματα σε σχέση με αυτά που διαπράττονται από τους λεγόμενους «υγιείς». Συνήθως, η βία που ασκείται από άτομα με σχιζοφρένεια έχει ως στόχο άτομα του στενού οικογενειακού τους περιβάλλοντος, ενώ, σε μικρότερη συχνότητα, ακολουθούν τα πρόσωπα εξουσίας, όπως πολιτικοί, γιατροί ή δικαστές. Στις κοινωνικές αντιλήψεις συχνά υπάρχει ο φόβος ότι τα παιδιά κινδυνεύουν από τα άτομα που πάσχουν από σχιζοφρένεια. Η αλήθεια είναι ότι τα άτομα με σχιζοφρένεια δεν αποτελούν κίνδυνο για τα παιδιά. Ο μόνος τρόπος για να μειωθεί η εκδήλωση βίαιης και επικίνδυνης συμπεριφοράς στους ασθενείς με σχιζοφρένεια είναι η πρόσβαση σε θεραπευτικές υπηρεσίες, η λήψη της κατάλληλης φαρμακευτικής αγωγής καθώς και η ψυχοθεραπευτική και ψυχοκοινωνική στήριξη. Αναπόφευκτα ωστόσο, στο σημείο αυτό, πέρα από τις διαγνωστικές κατηγοριοποιήσεις και τα ερευνητικά δεδομένα από το πεδίο της επιδημιολογίας, δεν μπορεί παρά να προβάλλουν – πολλές φορές δειλά και αμήχανα- σκέψεις και προβληματισμοί για την πολυπλοκότητα αυτής της σχέσης ανάμεσα στη βία και την ψυχική νόσο. Η αμηχανία αυτή έχει πολύ συχνά να κάνει με τη διαχείριση κοινωνικών προβλημάτων και προκλήσεων, σχέσεων και φαινομένων που διέπονται από αέναα μεταβαλλόμενες δυναμικές, όπου η διατύπωση μιας «αλήθειας» προσκρούει πολλές φορές πάνω σε μια άλλη. Ακόμη πιο αμήχανος προβάλλει εδώ ο ψυχιατρικός λόγος. Γιατί, όσοι ασχολούμαστε με το ανθρώπινο υποκείμενο και τις συμπεριφορές του, γνωρίζουμε ότι η αναζήτηση της αλήθειας και της πραγματικότητας περιπλέκεται στους δαιδαλώδεις λαβυρίνθους του εγκεφάλου, την έδρα του ανθρώπινου ψυχικού οργάνου, σε αόρατες, “υπόγειες” και μυστηριώδεις διαδρομές. Ζητήματα τόσο αμφιλεγόμενα και πολύπλοκα, τόσο αμφίσημα και πολυπαραγοντικά, φαινόμενα τόσο οριακά, ευαίσθητα και αμείλικτα ταυτόχρονα, απαιτούν επικοινωνία, συνδέσεις, συναντήσεις και συν-εννοήσεις επιστημονικών κλάδων, κατευθύνσεων και προσανατολισμών. Και η σημερινή ημερίδα αποτελεί μια τέτοια ευτυχή συνάντηση. Βασίλης Τσεβρένης «Η ανοχή του μη ανεκτού στην ελληνική κοινωνία: Εκεί όπου το Δίκαιο και η Κοινωνική επιστήμη συναντούν την Ψυχανάλυση» Οι δημοκρατίες υποφέρουν συχνά από την παθογένεια που δημιουργούν τα διάφορα δυσεπίλυτα προβλήματά τους. Ο μεγαλύτερος όμως κίνδυνος για την κοινοβουλευτική δημοκρατία στην χώρα μας, μια χώρα κουρασμένη τα τελευταία χρόνια από την κοινωνική αναταραχή και την βαθιά ύφεση, είναι η ανοχή στο ‘μη ανεκτό’ και την μισαλλοδοξία… Η μαζική διολίσθηση στον ανορθολογισμό και η υποταγή στη γοητεία ενός νεότευκτου ‘πολιτισμού βίας’, καταρρίπτοντας έτσι το μεγαλύτερο κοινωνικό ταμπού όλων των αιώνων: την απενοχοποίηση, τη δικαιολόγηση και την νομιμοποίηση της ωμής βίας, η οποία παγιώνεται σήμερα ως καθημερινό, κοινότοπο φαινόμενο και αποδεκτή μέθοδος κοινωνικής δράσης. Μια ανώδυνη στην αρχή ανοχή που ξεκινά από επιπόλαιη ανυπακοή, εξελίσσεται σε γενικευμένη ανομία και τελικά οδηγεί στο σύμπτωμα αμφισβήτησης της εθνικής και πολιτειακής συνοχής. Ένα φαινόμενο άλλωστε που θα μπορούσε κάλλιστα κάποιος να ισχυρισθεί ότι συμπυκνώνει και τις τρεις διαστάσεις της σημερινής κρίσης: κρίσης κατανομής των πόρων και πρόσβασης σε αυτούς, κρίσης πολιτικής αντιπροσώπευσης και κρίσης ταυτότητας, υπενθυμίζοντάς μας ταυτόχρονα την επιτακτική ανάγκη αντιμετώπισης των κινδύνων που δημιουργεί τόσο η διάχυση των κρουσμάτων βίας όσο και η αποδοχή τους σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο. Γιατί η διάχυση της βίας σε μια συντεταγμένη κοινωνία, μπορεί κάλλιστα στη συνείδηση των πολλών να παραπέμψει σε πράξεις τρομοκρατίας… Η κοινωνική επιστήμη, ανέκαθεν συσχέτιζε τις πρακτικές εκδήλωσης ωμών συμπεριφορών βίας με την κοινωνική ανισότητα, τον αποκλεισμό, τη ματαίωση και την ετερότητα. Οι πράξεις βίας είναι συνυφασμένες με την παραβατικότητα, το αδιέξοδο και τον φόβο, αλλά και με την εκμηδένιση, την απαξίωση του ανθρώπου από τον άνθρωπο. Έτσι, μεγάλο ποσοστό πολιτών, βαθιά προδομένοι από την δυσαρμονία των δημόσιων πολιτικών, νιώθοντας ίσως και εγκαταλελειμμένοι από όλο το φάσμα του παραδοσιακού πολιτικού συστήματος, αδιαφορώντας όμως για τη θεμελιώδη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στην απόρριψη μιας πολιτικής και στην απόρριψη της ίδιας της Δημοκρατίας και των θεσμών της, γίνονται ευήκοα θύματα της ρητορείας ιδιότυπων πολιτικών μορφωμάτων, τα οποία, με καθοριστικό το πρόταγμα της βίας, υποστηρίζουν ότι είναι θεματοφύλακες της εθνικής ενότητας και ταυτότητας, θεωρώντας ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο προστατεύουν τη χώρα και τους ανθρώπους της. Επιχειρώντας να καλύψουν το κενό που προκλήθηκε από ένα αναποτελεσματικό «δίκτυο κοινωνικής ασφάλειας και προστασίας» και κυρίως από μια αναποτελεσματική μεταναστευτική πολιτική, προσπαθούν βίαια να επιβάλουν ένα νέο χαμηλού επιπέδου αξιακό σύστημα, αποκρουστικό ίσως, αλλά ικανό να επιβάλει τον δικό του νόμο, την δική του τάξη και την δική του προστασία. Πρώτη ένδειξη για την εισδοχή του ‘πολιτισμού της βίας’ στην ελληνική κοινωνία θα μπορούσε να θεωρηθεί ο Δεκέμβρης του 2008 και οι εκτεταμένες καταστροφές στο κέντρο της Αθήνας. Έκτοτε, το «μικρόβιο της βίας» εισήλθε για τα καλά στη ζωή μας. Βιαιοπραγίες, ύβρεις και προπηλακισμοί εξαπλώθηκαν αστραπιαία σε όλη την χώρα, με τον κάθε φοβισμένο, απροετοίμαστο και με μειωμένα εφόδια μέσο πολίτη να ταλαντεύεται αμήχανος, προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα σε δύο αντίρροπες δυνάμεις χωρίς προοπτική: στη μάστιγα της οικονομικής δυσπραγίας αφενός και στον εξωτερικό καταναγκασμό του αφετέρου σε υιοθέτηση συμπεριφορών βίας και ολοκληρωτισμού. Οικονομική λοιπόν ανασφάλεια μεγάλου τμήματος του πληθυσμού, πολιτισμική αγωνία και πολιτική αλλοτρίωση. Μια δικαιολογήσιμη ίσως οργή που λειτουργεί όμως ως ένα εφεύρημα ικανό να αθωώνει κάθε αντιδημοκρατική ενέργεια. Σε συνθήκες όμως δημοκρατίας δεν υπάρχουν ‘δικαιολογημένα κίνητρα’ για την άσκηση βίας. Εξάλλου, αν και όλες σχεδόν οι ευρωπαϊκές δημοκρατίες του 21ου αιώνα αντιμετωπίζουν τη δυναμική της εκλογικής ανόδου ενός ή περισσότερων ακραίων μορφωμάτων, με έντονα επικριτικό λόγο για την τρέχουσα λειτουργία της δημοκρατίας, κανένα ωστόσο από αυτά δεν διαθέτει τον εξτρεμιστικό ακτιβισμό του μορφώματος που μετέχει σήμερα στο ελληνικό κοινοβούλιο. Επιπλέον, σε καμιά άλλη χώρα από όσες αντιμετωπίζουν σήμερα οικονομική ύφεση -από την Ιρλανδία έως τη Ρουμανία-, η άνοδος των ιδιότυπων αυτών μορφωμάτων δεν συνδέθηκε περισσότερο με την οικονομική κρίση από όσο στην Ελλάδα. Η επανεμφάνιση του ολοκληρωτισμού με πρόταγμα τη βία έγινε μόνο εδώ δυνατή, γιατί μόνο στη χώρα μας αποτέλεσε κοινοτοπία η μισαλλοδοξία, η πολιτική βία, η εξόντωση του αντιπάλου και η απενοχοποίηση της βίας σε όλες τις μορφές της. Ένα ξεχωριστό ελληνικό φαινόμενο, δημιούργημα δυστυχώς της ελληνικής πραγματικότητας και μιας παρανοϊκής εκδοχής του ελληνικού εξαιρετισμού. Αποτέλεσμα αυτού είναι για πολλούς πολίτες, η εθνική ταυτότητα να γίνεται η ύστατη λύση, ικανή να στηρίξει μια ήδη κατακερματισμένη αίσθηση αυτοσεβασμού, προσφέροντάς τους μια πηγή υπερηφάνειας, την οποία συχνά εκδηλώνουν, συνδέοντας την ιδεολογία της δύναμης και της ωμής βίας με την κουλτούρα των συγκεκριμένων ενδυματολογικών επιλογών και της ακραίας εκγύμνασης. Το καθοριστικό ωστόσο πέρασμα στο σκοτεινό βασίλειο της βαρβαρότητας και της ανομίας που σόκαρε την κοινωνία, προφανώς διότι σε αυτό είδε ένα πιθανό της μέλλον, έγινε με την πρόσφατη δολοφονία ενός νέου ανθρώπου, που δήλωνε αντίθετος στο ρατσισμό. Φάνηκε δηλαδή τελικά, ότι όσο αγανακτισμένη κι αν είναι η ελληνική κοινωνία, όσο εξοικειωμένη με τον πολεμικό λόγο και απαράδεκτα ανεκτική στις σιωπηλές φονικές επιθέσεις κυρίως κατά των μεταναστών, το τελευταίο έγκλημα την έκανε να ξεπεράσει το όριο ανοχής της. Πως φτάσαμε όμως ως εδώ; Πώς μπόρεσε η βία να μπει έτσι απροκάλυπτα στη ζωή μας και σε μετωπική ρήξη με την κοινή λογική να πριονίζει σήμερα την κοινωνική και πολιτειακή συνοχή; Εδώ δυστυχώς κανείς δεν μπορεί να θεωρήσει τον εαυτό του αμέτοχο, ούτε οι πολιτικές δυνάμεις που ανεξαρτήτως ιδεολογικού προσήμου ‘ελαφρά τη καρδία’ την υποτίμησαν και την άφησαν να ανδρωθεί, ούτε όμως και η κοινωνία των πολιτών που ασμένως την αποδέχτηκε… Ο ανορθολογισμός, ο αυταρχικός ολοκληρωτικός λόγος, η ρητορική του μίσους δεν είχαν άλλωστε ποτέ ιδεολογικά πρόσημα, παρά μόνο συμφέροντα. Η κρίση, όσο σημαντικός παράγοντας και αν θεωρηθεί, συνιστά σήμερα το επιφαινόμενο. Η αφετηρία του προβλήματος βρίσκεται δυστυχώς στο πολιτικό υπόβαθρο που συντηρείται εδώ και χρόνια στην Ελλάδα , προάγοντας έναν βάρβαρο, αστοιχείωτο, μισαλλόδοξο, και τελικά κίβδηλο πατριωτισμό. Ένα λαθεμένο πατριωτισμό, που αναμοχλεύεται ολοένα και περισσότερο από παρανοϊκές εθνολαϊκιστικές αναλύσεις και απόψεις περί αφανέρωτων συνωμοσιών. Όσο λοιπόν κι αν τα συνθήματα στους τοίχους χρόνια τώρα προσπαθούν να μας πείσουν ότι «βία είναι οι αγορές, τα μνημόνια», «βία είναι να θέλεις και να μην βρίσκεις δουλειά», «βία είναι τα μέτρα λιτότητας», «η μείωση των μισθών», «η αδυναμία εκπλήρωσης των δανειακών υποχρεώσεων», τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι. Οι καταστάσεις αυτές μπορεί να συνιστούν αδικία, απελπισία, φτώχεια, μακροπρόθεσμη δυστυχία, αλλά κοινωνική ή πολιτική βία δεν θα μπορούσαν ποτέ να είναι, γιατί το να ασκείς βία σημαίνει να χτυπάς, να πληγώνεις, να ματώνεις το σώμα και την ψυχή του άλλου που τον θεωρείς εχθρό, ή να εξευτελίζεις τον οποιοδήποτε έχει διαφορετικές απόψεις από τις δικές σου γιατί απλά δεν μπορείς να τον αντιμετωπίσεις και να τον πείσεις με τη δύναμη της λογικής και της γνώσης … Οι κοινωνίες όμως αναζητούν κάθε φορά αφορμές και προσχήματα.… Και η οικονομική κρίση που τελικά εκδηλώνεται στη χώρα μας ως κρίση πολιτικής νομιμοποίησης και κοινωνικής συνοχής γίνεται ακόμη ένα πρόσχημα προκειμένου να αφεθούν ελεύθερες ανεξέλεγκτες ποσότητες βίας ή ανοχής σε πράξεις βίας, που επωάζουν χρόνια τώρα στο εσωτερικό της. Από τη στιγμή πάντως που μια κοινωνία αναζητά προσχήματα και αφορμές για κάτι τόσο καταστροφικό, το πρόβλημα της δημοκρατίας πέρα από οικονομικό και κοινωνικό γίνεται πλέον και βαθιά ψυχοπαθολογικό. Γιατί όταν το μέχρι χθες απολύτως απαράδεκτο για το δημοκρατικό και κοινωνικό γίγνεσθαι εμφανίζεται να επιβάλει τον παραλογισμό, την αισθητική και τον φετιχισμό του και να γίνεται δημόσιος κοινοβουλευτικός λόγος, ικανός να διαμορφώνει πεποιθήσεις αλλά και τρόπο ζωής για χιλιάδες συμπολίτες μας, επιβάλλοντας τον φετιχισμό μιας απροκάλυπτης και μετωπικής βίας, τότε πράγματι η κρίση της δημοκρατίας συνυπάρχει με μια έντονα πολιτισμική κρίση που την κάνει ακόμη πιο επικίνδυνη. Όσο στα μάτια απελπισμένων ανθρώπων η ‘κουλτούρα της βίας’ επιλέγεται να υποκαθιστά με τον δικό της αιματηρό νόμο, τους αδύναμους νόμους μιας καταρρακωμένης πολιτείας, με την επιδεικτική ανοχή πολλές φορές των εκλεγμένων εκπροσώπων της, τόσο περισσότερο απειλείται η δημοκρατία με την κατάργηση ή την έμπρακτη αμφισβήτηση των κανόνων με τους οποίους η ίδια έχει αποφασίσει να λύνει τις διαφορές της… Έτσι όμως το πραγματικό ερώτημα δεν είναι «βία ή μη βία», αλλά «δημοκρατία ή βαρβαρότητα». Κι εδώ η ευθύνη της Ευρώπης είναι μεγάλη. Διότι όσο αναπόφευκτη και αναγκαία κι αν ήταν η δημοσιονομική πειθαρχία και η εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών με την περιστολή της εκτεταμένης σπατάλης και διαφθοράς, άλλο τόσο επιβεβλημένο ήταν για την ΕΕ να μην επιτρέψει σε μια χώρα μέλος της όπως είναι η Ελλάδα να αναδειχθούν δραματικά φαινόμενα διογκούμενης ανεργίας, κοινωνικής αποσύνθεσης, περιθωριοποίησης, και ανέχειας: Η Ένωση όφειλε και μπορούσε να ορθώσει ένα «κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας» γιατί και πόρους διέθετε και μέσα. Απουσίαζε όμως η πολιτική βούληση γιατί επικράτησε μια τιμωρητική προσέγγιση προς τη χώρα με υποβάθμιση της έννοιας της κοινωνικής αλληλεγγύης και με πλήρη σχεδόν παράβλεψη των κοινωνικών συνεπειών, που σήμερα προκύπτουν. Ο κίνδυνος που σοβεί είναι λοιπόν τεράστιος. Μια κοινωνία, όπου όλοι μπορούν να δρουν ανεξέλεγκτα, χωρίς κανέναν εσωτερικό καταναγκασμό, δεν μπορεί να λειτουργεί ούτε ως ενιαία, ούτε ως συνεκτική, ούτε ως αλληλέγγυα. Αυτή ακριβώς φαίνεται να είναι η υφέρπουσα δυναμική της νέας τάξης πραγμάτων, που συνιστά όμως ύψιστη ιστορική Ύβρη. Και όπως μας δίδαξε η ιστορία, η Ύβρις ενεργοποιεί συνήθως και τη Νέμεση. Το ερώτημα είναι αν θα μπορούσε να υπάρξει αναστροφή του κλίματος. Σίγουρα ναι, με την συμμετοχή όλων, αρκεί να αντληθούν τα αναγκαία διδάγματα. Το κρίσιμο σημείο βρίσκεται ακριβώς εκεί, όπου με αρωγό τα προτάγματα της ψυχιατρικής επιστήμης και της ψυχολογίας, η πολιτική και κοινωνική βούληση, οι δικαιϊκοί θεσμοί και οι νομοθετικές πρωτοβουλίες θα καταφέρουν επιτέλους να συμπλεύσουν, προκειμένου να αρθεί πλήρως και πανηγυρικά η ανοχή στη βία και τον ‘πολιτισμό’ της από όπου κι αν αυτός προέρχεται… Από την πλευρά του Κράτους Δικαίου για να επαναθεμελιωθούν οι αξίες του 21ου αιώνα πρέπει να αναζητηθούν οι αξίες του 18ου και του 19ου αιώνα, που είναι και το κεκτημένο του Δημοκρατικού Κράτους Δικαίου. Οι πολίτες πρέπει να πειστούν ότι το κράτος είναι έτοιμο όχι μόνο να προασπίσει αλλά και να αξιοποιήσει τις δυνατότητές του. Το αγαθό της ασφάλειας να προστατεύεται μόνο από την αστυνομία και τη δικαιοσύνη ενώ το αγαθό της κοινωνικής συνοχής να το προστατεύει το κράτος ακόμη και κάτω από συνθήκες οξείας δημοσιονομικής κρίσης. Να δοθεί προσοχή στα σχολεία και να κινητοποιηθεί η δικαιοσύνη στο ζήτημα της οργάνωσης των δήθεν ‘δικτύων εποπτείας’ και ‘προστασίας’ μέσα σε αυτά. Ζητήματα εξάλλου «κοινωνικής δικαιοσύνης» δεν πρέπει να εγκαταλειφθούν στη ρητορεία και το έργο των εκπροσώπων της βίας και της ξενοφοβίας. Γιατί από τη στιγμή που οι πολίτες είναι πρόθυμοι να αποδεχθούν την αναβίωση της όποιας επιλεκτικής φιλανθρωπίας, στην πραγματικότητα αποδέχονται την καταρράκωση του κοινωνικού κράτους σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Από την πλευρά της πολιτείας, η αντίθεση και η άρση της ανοχής στην ωμή βία δεν είναι δυνατή, όπως πολλοί πιστεύουν, μόνο με την απαγόρευση ενός πολιτικού κόμματος, η οποία -ως όπλο της δημοκρατίας- αποδεικνύεται στην περίπτωση αυτή αλυσιτελής, ακόμη και όταν ένα πολιτικό κόμμα όχι μόνο δεν καταδικάζει τη βία αλλά και συστηματικά τη μετέρχεται. Το Σύνταγμά μας με το άρθρο 29 επιβάλλει να είναι εκτός κρατικού ελέγχου το πολιτικό πρόγραμμα και η ιδεολογία των πολιτικών κομμάτων, ακριβώς για να διαφυλάσσεται ο ελεύθερος δημοκρατικός ανταγωνισμός. Στο επίπεδο της κοινής ποινικής και διοικητικής νομοθεσίας, ωστόσο, καθώς και στο επίπεδο του Κανονισμού της Βουλής, υπάρχουν και άλλοι μηχανισμοί άμυνας για την δημοκρατική έννομη τάξη, οι οποίοι μπορούν κάλλιστα να οδηγήσουν σε ισοδύναμο ή και σε ακόμη καλύτερο αποτέλεσμα. Από την πλευρά των νομοθετικών πρωτοβουλιών πρωταρχικής σημασίας είναι η ψήφιση μιας ολοκληρωμένης αντιρατσιστικής νομοθεσίας κατά της βίας, η οποία θα εναρμονίζει την εθνική νομοθεσία με την απόφαση – πλαίσιο 2008/913ΔΕΥ του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 28ης Νοεμβρίου του 2008 για την καταπολέμηση ιδιαίτερα σοβαρών μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του Ποινικού Δικαίου, θωρακίζοντας πλήρως την κοινωνία και τη δημοκρατία, με την προσθήκη ειδικού κεφαλαίου με το οποίο θα τροποποιούνται όλες οι κρίσιμες διατάξεις του Ποινικού Κώδικα γύρω από τα θέματα αυτά, έτσι ώστε να μην υπάρχει κανένα κενό και κανένα ερμηνευτικό πρόβλημα. Από το 2011 όμως, που τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση το Σχέδιο Νόμου, το οποίο ενσωμάτωνε την απόφαση πλαίσιο της ΕΕ και προέβλεπε σοβαρές ασφαλιστικές δικλείδες για την προστασία της ασφαλείας του λόγου, ο σχετικός δημόσιος διάλογος κινήθηκε δυστυχώς στο πλαίσιο μιας αβάστακτης ελαφρότητας και ενός πολιτικού ακτιβισμού. Παρά ταύτα, σήμερα πρέπει να μπει μια τελεία στις πρακτικές του παρελθόντος. Προκειμένου να υπάρξουν κυρώσεις αναλογικές, αποτελεσματικές και αποτρεπτικές, είναι απαραίτητος ο νόμος που θα τυποποιεί ένα αυστηρότερο πλαίσιο ποινής για τα ρατσιστικά εγκλήματα, με στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων για τους θύτες και αποτελεσματική προστασία των θυμάτων και των ουσιωδών μαρτύρων. Το ότι η βία και οι πρακτικές της δεν αντιμετωπίζονται μόνο με κυρώσεις το γνωρίζουμε όλοι. Όπως επίσης γνωρίζουμε ότι πάντοτε είναι λεπτές οι σταθμίσεις μεταξύ ελευθερίας του λόγου και προστασίας των δικαιωμάτων ακόμη και των πλέον ευάλωτων συνανθρώπων μας. Ο νέος αντιρατσιστικός νόμος θα είναι όμως ένα πρώτο βήμα για την στοιχειώδη σύζευξη απόψεων μεταξύ των δυνάμεων που πιστεύουν στο Δημοκρατικό Κράτος Δικαίου. Αρκεί να γίνει συνείδηση ότι για να προστατευθεί το πολίτευμα πρέπει να προστατευθεί πρώτα η ζωή, τα δικαιώματα και η αξιοπρέπεια κάθε ανθρώπου απέναντι στη βία. Πολλές φορές συμβαίνει οι κοινωνίες να αυτοκτονούν αλλά ας μην ξεχνάμε ότι υπάρχει πάντα και το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Έτσι, αν στην επικράτηση της βίας και στην απουσία νοήματος συμβάλει η κατάρρευση των ιδανικών που προσανατολίζουν την κοινωνική δράση, τότε η αναζήτηση νέων ιδανικών είναι σήμερα περισσότερο επιβεβλημένη από ποτέ. Η σύγκλιση των προταγμάτων του Δικαίου, της Κοινωνικής Επιστήμης και του Ψυχιατρικού λόγου θα μπορούσε έτσι να αγγίξει εκείνη τη χορδή του δημόσιου αισθήματος για την αποκατάσταση της ηθικής τάξης που φαίνεται να έχει σήμερα στην χώρα μας διαρραγεί, επιτρέποντάς μας να δούμε το βάθος των κοινωνικών φαινομένων που μας τρομάζουν και θέτουν την Πολιτεία έναντι των ευθυνών της… Δημοσθένης Κούρτοβικ Όταν ο εθισμός στη λέξη κρύβει τον εθισμό στο πράγμα 1. Ένα πρόβλημα με τη βία είναι ότι όλοι την καταδικάζουν, ακόμη και εκείνοι που την ασκούν. Μόνο που θεωρούν τη βία του αντιπάλου πρότερη και χειρότερη από τη δική τους βία, η οποία έτσι εμφανίζεται δικαιολογημένη και αναπόφευκτη. Έτσι, ενώ η βία αποδοκιμάζεται ως έννοια, εγκρίνεται ή τουλάχιστον γίνεται ανεκτή ως συγκεκριμένη πράξη. 2. Ένα άλλο, συναφές πρόβλημα είναι ότι η βία είναι μια έννοια που, ανάλογα με τη στάση, τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις των χρηστών της, μπορεί να καλύπτει σχεδόν τα πάντα. Για τους χορτοφάγους η κρεοφαγία είναι βία («κανιβαλισμός»), για τις ακραίες φεμινίστριες η ίδια η σεξουαλική πράξη σημαίνει άσκηση βίας (του άνδρα επί της γυναίκας), για τους θεωρητικούς των αντιαυταρχικών κινημάτων κάθε μορφή αυθεντίας συνεπάγεται βία κ.λπ. κ.λπ. Όταν μια λέξη σημαίνει τα πάντα, δεν σημαίνει τίποτα. Έτσι, η συνεχής διαστολή της έννοιας «βία» αμβλύνει την ευαισθησία για τις πραγματικές εκδηλώσεις βίας στη δημόσια ζωή. Θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι, σε μια δημοκρατία, πράξη βίας είναι αυτή που δεν συμμορφώνεται με το θεσμικό πλαίσιο έκφρασης των αντιθέσεων και αντιπαραθέσεων. 3. Αλλά και πάλι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Το περιεχόμενο της βίας και η ανοχή προς αυτήν είναι αντικείμενο συνεχούς διαπραγμάτευσης ανάμεσα στην κοινωνία και την κρατική εξουσία. Πλήθος δημοκρατικές χώρες, για παράδειγμα, κατοχύρωναν νομικά και εφάρμοζαν έως σχετικά πρόσφατα τη θανατική ποινή και μερικές το κάνουν ακόμη. Στην ελισαβετιανή Αγγλία, για να δώσουμε ένα άλλο παράδειγμα, επιτρεπόταν ο ξυλοδαρμός των γυναικών από τους συζύγους τους, αρκεί να μη γινόταν σε ώρες κοινής ησυχίας! Η έκταση της απαγόρευσης της βίας είναι προπαντός ζήτημα κοινωνικής εξέλιξης. 4. Η ίδια μορφή βίας μπορεί να έχει διαφορετική πολιτική βαρύτητα και, συνεπώς, να επισύρει διαφορετικό βαθμό αποδοκιμασίας, ανάλογα με τις συνθήκες έκφρασής της. Άλλο, για παράδειγμα, το αυθόρμητο γιαούρτωμα ενός πολιτικού από έναν μεμονωμένο αγανακτισμένο πολίτη και άλλο τα συντονισμένα και επαναλαμβανόμενα γιαουρτώματα από οργανώσεις ή κόμματα. 5. Η παράλληλη συνύπαρξη ασύμβατων αξιακών συστημάτων, φαινόμενο συχνό στις σύγχρονες «πολυπολιτισμικές» κοινωνίες, αναδεικνύει μια άλλη παράμετρο στην προβληματική της βίας. Έχει π.χ. ένας Σομαλός μετανάστης σε μια δυτική χώρα το δικαίωμα να επιβάλει κλειτοριδεκτομή στην κόρη του, όπως επιτάσσουν τα ήθη της δικής του χώρας; Στο μυθιστόρημα του Ιουλίου Βερν Ο γύρος του κόσμου σε 80 μέρες, ο Φιλέας Φογκ επεμβαίνει βίαια για να σώσει μια Ινδή χήρα, που επρόκειτο να καεί στην πυρά πλάι στον πεθαμένο σύζυγό της. Έδρασε ως ανθρωπιστής ή ως ιμπεριαλιστής; Μερικές αξίες θα πρέπει να θεωρούνται οικουμενικής ισχύος, ανεξάρτητα από τον πολιτισμό που τις γέννησε. Ο υπερβολικός σεβασμός στον «διαφορετικό» μπορεί να σημαίνει και ανοχή στη βία του. 6. Η νοσταλγία της βίας, και μάλιστα στην πιο ακραία μορφή της, τον πόλεμο, μπορεί να έχει μεγάλη εξάπλωση σε κοινωνίες που ασφυκτιούν ή πλήττουν στη μακρόχρονη ειρήνη τους. Η έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου πανηγυρίστηκε με ενθουσιασμό από εκατομμύρια πολιτισμένους Ευρωπαίους, ακόμη και από φωτισμένα πνεύματα της ηπείρου, όπως ο κοινωνιολόγος Μαξ Βέμπερ («αυτός ο υπέροχος πόλεμος») ή ο συγγραφέας Τόμας Μαν, που μίλησε για «καθαρτήρια καταιγίδα». Θα πρέπει να αναρωτηθούμε πολύ σοβαρά αν δεν υπάρχει και στις μέρες μας μια παρόμοια διάθεση. Μιχάλης Μητσός Βία και ΜΜΕ: επικίνδυνες σχέσεις Πριν από ενάμιση περίπου χρόνο, στις 7 Ιουνίου του 2012, παρακολουθήσαμε έκπληκτοι «ζωντανά» στην τηλεόραση έναν εκπρόσωπο του ελληνικού λαού να χαστουκίζει και να γρονθοκοπεί μέσα στο στούντιο μια συνάδελφό του και να πετάει ένα ποτήρι με νερό σε μία άλλη. Βρισκόμουν εκείνη την ώρα στην εφημερίδα και το σοκ όλων μας ήταν έκδηλο. Μία σκέψη μόνο μας παρηγορούσε: ότι οι τραμπουκισμοί του Κασιδιάρη εναντίον της Λιάνας Κανέλλη και της Ρένας Δούρου θα έδειχναν στον ελληνικό λαό το πραγματικό πρόσωπο της Χρυσής Αυγής και θα οδηγούσαν ταχύτατα στο ξεφούσκωμά της. Τις επόμενες ημέρες είδαμε τις σκηνές εκείνες ξανά και ξανά, όλες τις ώρες, απ' όλα τα κανάλια, σε σημείο υπερκορεσμού. Εξοργιστήκαμε, ντραπήκαμε, αηδιάσαμε. Λέγαμε όμως πως ίσως αυτό να είναι το αναγκαίο τίμημα για την πλήρη απονομιμοποίηση της Χρυσής Αυγής: όσο πιο πολλές φορές μεταδοθούν αυτές οι σκηνές, τόσο περισσότεροι άνθρωποι θα τις δουν, σε κάθε γωνιά του τόπου, και θα αποστρέψουν οριστικά το πρόσωπό τους από τους τραμπούκους. Κάναμε λάθος, και την πρώτη ημέρα και τις επόμενες. Η δημοτικότητα των νεοναζί, αντί να μειώνεται, συνέχισε να αυξάνεται. Ο Κασιδιάρης, αντί να ζητήσει συγγνώμη και να αλλάξει δουλειά, βγήκε κι από πάνω, συνέχισε τις προκλήσεις κι έφτασε να καταλάβει την πρώτη θέση - ναι, την πρώτη θέση!- σε άτυπες δημοσκοπήσεις για τη δημαρχία της Αθήνας. Όσο κι αν ήταν σκληρό, ήταν αλήθεια: η βία «πουλάει». Πολλοί ήταν οι συμπατριώτες μας που έλεγαν χαμηλόφωνα ή μεγαλόφωνα εκείνες τις ημέρες ότι «επιτέλους, κάποιος έπρεπε να βάλει στη θέση της την Κανέλλη». Και οι επανειλημμένες τηλεοπτικές μεταδόσεις της βίας κατέληξαν να μας εξοικειώσουν με αυτήν. Το χαστούκι «νομιμοποιήθηκε». Και μια μέρα εντάχθηκε σε μια «φάρσα», ένα «καλαμπούρι», που οργάνωσε ένα κανάλι για να «πειράξει» την Κανέλλη. Γέλασαν πολλοί, και πιο δυνατά απ' όλους γέλασαν οι Χρυσαυγίτες. Το θύμα, πάλι, έβαλε τα κλάματα. Γιατί κάναμε ένα τόσο μεγάλο λάθος; Πώς είναι δυνατόν να νομίζαμε ότι η νεοναζιστική βία θα προκαλούσε τη γενική κατακραυγή, όταν η νεοσταλινική βία είχε γίνει αποδεκτή ως αντίδραση στις τρόικες, την ελληνική και την ξένη; Από το σπάσιμο βιτρινών μέχρι το «χτίσιμο» πρυτάνεων, κι από τη βίαιη διάλυση εκδηλώσεων με «λάθος» περιεχόμενο μέχρι την επίθεση εναντίον ανθρώπων με «λάθος» ιδέες, οι εκδηλώσεις αυτής της «καλής», της «δικαιολογημένης», της «αναπόφευκτης» βίας είχαν γίνει καθημερινό φαινόμενο. Δίπλα σ’ αυτήν υπήρχε και η φραστική βία, η βία των συνθημάτων: για ολόκληρες εβδομάδες παρακολουθούσαμε τα πλήθη να μουτζώνουν πολιτικούς, να απαιτούν να καεί «το μπουρδέλο η Βουλή», να ισχυρίζονται ότι «η χούντα δεν τελείωσε το ‘73». Τα παρακολουθούσαμε απαθείς, τα δείχναμε στα δελτία ειδήσεων ανυποψίαστοι, τα δημοσιεύαμε κουρασμένοι. Στο μεταξύ, ο ιός εξαπλωνόταν. Να ξεκαθαρίσω κάτι: πιστεύω, και το έχω γράψει, ότι η «θεωρία των δύο άκρων» είναι μια επικίνδυνη μπαρούφα που χρησιμοποιείται από ακραία και λιγότερο στοιχεία του κυβερνώντος κόμματος για πολιτικές σκοπιμότητες. Όποιος συγκρίνει τη Χρυσή Αυγή με ένα οποιοδήποτε άλλο κόμμα είναι ή αφελής ή ύποπτος. Οι φόνοι των μεταναστών και του Παύλου Φύσσα, όμως, δεν είναι διαφορετικοί από τους φόνους των εργαζομένων της ΜΑΡΦΙΝ. Οι επιθέσεις των Νεοναζί στους πάγκους μιας λαϊκής δεν είναι πιο καταδικαστέες από τις επιθέσεις των Αγανακτισμένων εναντίον μιας τράπεζας ή ενός υπουργείου. Και είναι αποστολή πρωτίστως δική μας, των δημοσιογράφων, να ξεκαθαρίζουμε αυτά τα πράγματα. Σε αντίθετη περίπτωση δεν ασκούμε ενημέρωση, αλλά προπαγάνδα. Όπως είναι υποχρέωση των δυνάμεων της τάξης να εφαρμόζουν τον νόμο σε όλες τις περιπτώσεις. Και δεν μπορώ να κατανοήσω ειλικρινά γιατί έπρεπε να μπει στη φυλακή ο Μιχαλολιάκος προκειμένου να κινηθούν οι διαδικασίες για τη Μαρφίν ή για τις Σκουριές. Μετά την πρωτοφανή εκείνη σκηνή στο στούντιο του Αντέννα, η κάλυψη της Χρυσής Αυγής και της εγκληματικής της δράσης συνεχίστηκε από τα μέσα ενημέρωσης, αν και όχι με ενιαίο τρόπο. Τα κανάλια, ή τέλος πάντων κάποια κανάλια, συνέχισαν να καλούν βουλευτές της, γνωρίζοντας ότι έπαιρναν πόντους τηλεθέασης. Ο αρχηγός «ξεπλενόταν» μέσα από συνεντεύξεις του ακόμη και σε σοβαρούς δημοσιογράφους, που καμιά τέτοια πρόθεση δεν είχαν. Κάποιες εφημερίδες έδιναν έμφαση στο life style της Χρυσής Αυγής, δημοσιεύοντας πολυσέλιδα ρεπορτάζ για γιορτές, γάμους και βαφτίσια. Την ίδια ώρα, εμείς στα ΝΕΑ φαντάζομαι πως το ίδιο συνέβαινε και στις άλλες σοβαρές εφημερίδες - βασανιζόμασταν από ένα δίλημμα. Πώς πρέπει να αντιμετωπίσουμε αυτό το φαινόμενο; Να επιμένουμε στον καταγγελτικό λόγο, με έρευνες, ρεπορτάζ, φωτογραφίες και άρθρα, ή μήπως έτσι κάνουμε μεγαλύτερη ζημιά; Όταν γίνεται μια επίθεση σε ένα μετανάστη ή σε μια λαϊκή αγορά, πρέπει να την κάνουμε πρωτοσέλιδη ή να τη «θάψουμε» στις μικρές ειδήσεις; Οι συζητήσεις στις συσκέψεις ήταν πολύωρες και παθιασμένες. Θυμάμαι μια τέτοια συζήτηση δύο ημέρες πριν δολοφονηθεί ο Παύλος Φύσσας. Είχε γίνει η επίθεση εναντίον του ΚΚΕ και εξακολουθούσαμε να είμαστε εγκλωβισμένοι στο ίδιο δίλημμα. Τελικά επικράτησε η άποψη των «χαμηλών τόνων». Αλλά όπως αποδείχθηκε γρήγορα, και με τον πιο τραγικό τρόπο, η άποψη αυτή ήταν λάθος. Ο προβληματισμός δεν παρέμεινε στο εσωτερικό των εφημερίδων. Θυμάμαι να διαφωνώ έντονα με τη συνάδελφό μου Ξένια Κουναλάκη σε μια ημερίδα με θέμα τη βία, για το αν πρέπει να υπάρχει μια ενιαία στάση των δημοσιογράφων απέναντι στη Χρυσή Αυγή. Εκείνη επέμενε στην ανάγκη να θεσπιστούν συγκεκριμένοι κανόνες - την τήρηση των οποίων θα μπορούσε να αναλάβει, για παράδειγμα, η ΕΣΗΕΑ - σε ό,τι αφορά την κάλυψη των δραστηριοτήτων αυτού του κόμματος, τις συνεντεύξεις με τα στελέχη τους, το λεξιλόγιο που χρησιμοποιείται. Εγώ θεωρούσα ότι αυτά τα πράγματα δεν γίνονται σε μια ελεύθερη και ανοιχτή κοινωνία, ότι κάθε μέσο και κάθε δημοσιογράφος είναι υπόλογο απέναντι στην κοινή γνώμη και ότι δεν είναι δουλειά καμιάς ΕΣΗΕΑ να μου πει πώς και τι θα γράφω. Οι συζητήσεις αυτές ήταν χρήσιμες, γόνιμες, αλλά εκτός θέματος. Γιατί όσο εμείς μιλούσαμε, η Χρυσή Αυγή ανέβαινε. Ό,τι και να κάναμε, η Χρυσή Αυγή ανέβαινε. Άλλος έλεγε ότι φταίει το μνημόνιο, άλλος κατηγορούσε την Αριστερά ότι ανέχθηκε, ενθάρρυνε και εν τέλει νομιμοποίησε τη βία στα μάτια των πολιτών, με αποτέλεσμα οι τραμπουκισμοί των Χρυσαυγιτών να μοιάζουν φυσιολογικοί, μέρος της καθημερινότητας. Κάποιοι θυμήθηκαν τη Βαϊμάρη. Κάποιοι άλλοι επέμεναν ότι πρόκειται για ένα πρόσκαιρο φαινόμενο. Και η Χρυσή Αυγή συνέχισε να ανεβαίνει. Τη συνέχεια την ξέρουμε. Χρειάστηκε να δολοφονηθεί με άγριο τρόπο ένας Έλληνας για να ξυπνήσουν απότομα η κυβέρνηση και οι διωκτικές αρχές, να αφήσουν στην άκρη τις θεωρίες και να αναλάβουν δραστικά μέτρα εναντίον της επέλασης των νεοναζί και της βαθιάς διείσδυσής τους στα σώματα ασφαλείας. Μαζί με τις αρχές, ξύπνησαν και τα μέσα ενημέρωσης. Απελευθερωμένα πια από τις ενοχές και τα διλήμματα, έκαναν μέσα σε λίγες εβδομάδες ό,τι δεν είχαν κάνει για τρία τουλάχιστον χρόνια. Οι αποκαλύψεις διαδέχονταν η μία την άλλη, οι μαρτυρίες καταλάμβαναν σελίδες επί σελίδων, οι διάλογοι ανάμεσα στους οργανωτές και τους εκτελεστές των εγκλημάτων έδειχναν επιτέλους τι είναι αυτή η συμμορία που έφτασε στην τρίτη θέση των δημοσκοπήσεων. Ο μοναδικός φόβος που υπήρχε τώρα ήταν μήπως ακουστεί κάποια «αιρετική» άποψη που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί από τη Χρυσή Αυγή και να υπονομεύσει την εθνική προσπάθεια για την καταπολέμησή της. Θεωρώ πως ο φόβος αυτός είναι αδικαιολόγητος. Η ελληνική κοινωνία είναι ανώριμη, είναι φοβισμένη, επιδεικνύει συχνά αντιφατική συμπεριφορά, αλλά αυτό που χρειάζεται είναι περισσότερη, όχι λιγότερη διαφάνεια. Χρειάζεται διάλογο και τόλμη. Δεν υποστηρίζω πως μια εφημερίδα πρέπει να δημοσιεύει όλες τις απόψεις στο όνομα της ελευθερίας της έκφρασης. Ούτε μπορώ να καταλάβω μια εφημερίδα που σε μια σελίδα δημοσιεύει το άρθρο ενός τακτικού της συνεργάτη και στην άλλη το χαρακτηρίζει επικίνδυνο! Η αυτολογοκρισία, όμως, λειτουργεί εκ των πραγμάτων υπέρ του αντιπάλου. Σε κάθε περίπτωση, το μεγάλο πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας δεν είναι οι ανοησίες κάποιου δημοσιογράφου που βλέπει ξένα κέντρα πίσω από τις πράξεις της Χρυσής Αυγής ή οι κραυγές κάποιου άλλου δημοσιογράφου που χαρακτηρίζει από το πρωί μέχρι το βράδυ Ναζί τη Μέρκελ, αλλά η αποδοχή που εξακολουθεί να έχει η βία, ακροδεξιά ή ακροαριστερή, σε ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού. Ύστερα απ' όλα όσα έγιναν, ύστερα από τις εξαντλητικές συζητήσεις και αποκαλύψεις, η Χρυσή Αυγή εξακολουθεί να είναι στις δημοσκοπήσεις τρίτο κόμμα! Κι ένα μεγάλο μέρος της Αριστεράς εξακολουθεί όχι μόνο να μην απορρίπτει καθαρά και κατηγορηματικά τη χρήση βίας, αλλά και να τη δικαιολογεί και να την υποθάλπει. Αυτό είναι ένα πρόβλημα βαθύτερο και ουσιαστικότερο από τα διλήμματα που έχει ένας Τύπος ο οποίος διέρχεται έτσι κι αλλιώς μια μεγάλη κρίση. Είναι ένα πρόβλημα που έχει να κάνει με την παιδεία αυτού του λαού, με την κουλτούρα του, με την ιστορία του, με έναν υφέρποντα εθνικισμό και ρατσισμό που όταν βρίσκει ευκαιρία έρχεται στην επιφάνεια. Είναι ένα πρόβλημα που για να λυθεί πρέπει να αρχίσουμε από τα σχολεία. Ζαχαρογέωργα Τιμόκλεια Η κρυφή διάσταση του σχολικού εκφοβισμού και οι επιπτώσεις στην ψυχική υγεία του παιδιού Το πρόβλημα του σχολικού εκφοβισμού είναι υπαρκτό σε όλες σχεδόν τις χώρες, ενώ στην Ελλάδα έχει αρχίσει να παίρνει ανησυχητικές διαστάσεις, προκαλώντας ιδιαίτερη ανησυχία σε μαθητές, γονείς, εκπαιδευτικούς και στην ελληνική κοινωνία γενικότερα. Τα τελευταία χρόνια έχουν διεξαχθεί πολλές έρευνες για το φαινόμενο του εκφοβισμού, έχουν γίνει πολλές ομιλίες πάνω σ' αυτό το θέμα, αλλά και πολλές δημοσιεύσεις. Παρόλα αυτά, η σχολική κακοποίηση είναι πολλές φορές δύσκολο να παρατηρηθεί και να εντοπιστεί. Αυτό συμβαίνει διότι ακόμα και σήμερα ο ορισμός της δεν είναι σαφής και ξεκάθαρος για όλους. Το τι μπορεί να θεωρούμε εμείς κακοποίηση διαφέρει πολλές φορές από αυτό που βιώνουν τα παιδιά. Η εικόνα που έχει σχηματιστεί για το πρόβλημα αυτό στον εκπαιδευτικό κόσμο και στο ευρύτερο ελληνικό κοινό γενικότερα, δεν είναι ξεκάθαρη και ολοκληρωμένη διότι έχει αγνοηθεί σε μεγάλο βαθμό η κρυφή διάσταση του φαινομένου. Οι περισσότεροι ερευνητές σήμερα, υποστηρίζουν ότι η βία μετατρέπεται σε κοινότοπη γλώσσα και ότι πράγματι είμαστε περικυκλωμένοι από μηνύματα βίας. Οι εφημερίδες, η τηλεόραση, οι διεθνείς ειδήσεις, μας υπενθυμίζουν ότι παντού εκδηλώνονται συσχετισμοί δυνάμεων (Μπεζέ 1998, σ. 20). Η έρευνα πάνω στο φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού καταδεικνύει πως το πρόβλημα αυτό αφορά μια μορφή επιθετικής συμπεριφοράς που επιβάλλεται από θέση ισχύος, όπως η σωματική υπεροχή του θύτη ή η κοινωνική θέση του μέσα στην ομάδα των ομηλίκων (Rigby, 2008. Swearer, Espelage & Napolitano, 2009). Η δύναμη του θύτη μπορεί επίσης να επιτευχθεί ανακαλύπτοντας τις ευαισθησίες του παιδιού-στόχου (π.χ. υπέρβαρος, τραυλός, με μαθησιακές δυσκολίες, με σεξουαλική ιδιαιτερότητα, με άσχημο ιστορικό οικογένειας). Επιπλέον, ο εκφοβισμός χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενη βία και από ανικανότητα του θύματος να αμυνθεί και να προστατέψει τον εαυτό του. (Olweus, 2009). Με κάθε επαναλαμβανόμενο περιστατικό η σχέση του «δυνατού – αδύναμου» που έχει δημιουργηθεί μεταξύ του δράστη και του θύματος, σταθεροποιείται και παγιώνεται. Για αυτό το λόγο, οποιαδήποτε μορφή σχολικού εκφοβισμού δεν πρέπει να αγνοείται ή να επιτρέπεται σε όλη τη διάρκεια του σχολικού έτους και σε όλους τους χώρους του σχολείου. Ο σχολικός εκφοβισμός είναι ένα πολύπλευρο και πολυδιάστατο πρόβλημα, εφόσον παίρνει ποικίλες μορφές. Υπάρχει η έκδηλη, φανερή όψη που προσφέρεται προς θέαση, όπως η σωματική θυματοποίηση (χτυπήματα) ή η άμεση λεκτική θυματοποίηση (βρισιές). Επιπλέον, υπάρχουν και εκδηλώσεις λιγότερο εμφανείς όπως η έμμεση λεκτική θυματοποίηση (πειράγματα, παρατσούκλια, χλεύη, υποτιμητικοί χαρακτηρισμοί, κοροϊδία της εμφάνισης, της εθνικής προέλευσης, του τρόπου που ντύνεται ή που μιλάει, της κοινωνικής καταγωγής κλπ) ή η έμμεση θυματοποίηση (διάδοση φημών, κουτσομπολιά, αποκλεισμός του παιδιού- θύματος από την ομάδα των συνομηλίκων). O έμμεσος εκφοβισμός αφορά ουσιαστικά σε μια κρυφή μορφή βίας που στοχεύει να διαταράξει και να βλάψει τις σχέσεις του παιδιού με τους ομηλίκους του, επικεντρώνοντας στα αισθήματα αποδοχής, στις φιλίες και στην αυτοεκτίμηση. Οι Έλληνες μαθητές κινδυνεύουν περισσότερο να θυματοποιηθούν με έμμεσες μορφές εκφοβισμού (Ζαχαρόγεωργα, 2009) οι οποίες εν τούτοις, δεν εντοπίζονται εύκολα από τον εκπαιδευτικό. (Ανδρέου, 2006. Bradshaw, Sawyer &O' Brennan, 2007. Cullen, 2010. Holt & Keyes, 2004. Rigby, 2008). Όπως φαίνεται στο σχήμα Α (Cross, 2009), τέτοιου είδους μορφές έμμεσου εκφοβισμού δεν λαμβάνονται σοβαρά υπόψη από τους ενήλικες και ειδικότερα τους εκπαιδευτικούς, με αποτέλεσμα το θυματοποιημένο παιδί να μαθαίνει να δέχεται παθητικά την κατάσταση και να υποφέρει τις αρνητικές της συνέπειες. Ο μαθητής υφίσταται εκφοβισμό. Νιώθει πως χρειάζεται κοινωνική υποστήριξη Ο εκπαιδευτικός δεν αντιδρά Ο μαθητής νιώθει απρόθυμος λόγω της αδράνειας του εκπαιδευτικού να αναφέρει το γεγονός. Μαθαίνει έτσι να ανέχεται τον εκφοβισμό. Σχήμα Α: Ο κύκλος της αδράνειας στην αντιμετώπιση του έμμεσου εκφοβισμού (Cross 2009, σ31). Η διεθνής βιβλιογραφία καταδεικνύει ότι ο έμμεσος εκφοβισμός καταλήγει σε ψυχολογικά και κοινωνικά τραύματα που είναι εξίσου (αν όχι περισσότερο) οδυνηρά από τα σωματικά. (Holt, Finkelhor & Kaufman - Kantor, 2007. Cullen, 2010. Patchin & Hinduja, 2006. Rigby, 2008). Μακροχρόνιες έρευνες αποδεικνύουν ότι τα παιδιά αυτά βρίσκονται σε υψηλό κίνδυνο για σωματικά προβλήματα. Έχουν 1.3 έως 3 φορές περισσότερες πιθανότητες να εκδηλώσουν πονοκέφαλους, στομαχόπονους, προβλήματα ύπνου και νυχτερινή ενούρηση και 1.6 έως 6.8 φορές περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν συμπτώματα κατάθλιψης απ’ ότι τα παιδιά που δεν έχουν εμπλακεί σε πράξεις έμμεσου εκφοβισμού (Due, Holstein, Lynch, Diderichsen, Gabhain, Scheidt & Currie, 2005). Τα ψυχοσωματικά συμπτώματα των θυματοποιημένων μαθητών επηρεάζουν τη σχολική τους ζωή με αποτέλεσμα να αντιπαθούν και να αποφεύγουν το σχολείο. (Cullen, 2010. Holt, Finkelhor & Kaufman - Kantor, 2007. Patchin & Hinduja, 2006. Rigby, 2008. Schwartz, Gorman, Nakamoto &Toblin, 2005). Η διεθνής έρευνα αλλά και η εμπειρία σχετικά με τις επιπτώσεις του σχολικού εκφοβισμού, υποστηρίζουν πως οι θυματοποιημένοι μαθητές συχνά βιώνουν ισχυρά συναισθήματα κατωτερότητας, μοναξιάς και κατάθλιψης. (Cullen, 2010. Kirk, Gallagher, Coleman & Anastasiow, 2012. Rigby, 2008. Schwartz, Gorman, Nakamoto &Toblin, 2005). Σε μια εκτενή έρευνα που διεξήγαγαν οι γνωστοί ερευνητές Rigby και Bagshaw (2001) για τις οδυνηρές συνέπειες της έμμεσης κακοποίησης σε κορίτσια και αγόρια, συμμετείχαν μαθητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης οι οποίοι απάντησαν στο ερώτημα "σε ποιες μορφές αρνητικής συμπεριφοράς των συνομηλίκων σας νιώσατε πληγωμένοι και πόσο;" Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, και προς μεγάλη έκπληξη των ερευνητών, οι πιο επιζήμιες επιθετικές πράξεις βρέθηκε πως ήταν οι σχεσιακές, που δηλώθηκαν με σχόλια όπως ‘όταν κάποιος προσπαθεί να μου χαλάσει τη σχέση με τους φίλους μου", "όταν κάποιοι συνωμοτούν εναντίον μου", "όταν αποκλείομαι από τις παρέες" (Rigby 2008, σ. 82). Επιπλέον, η έρευνα απέδειξε ότι η εικόνα του στερεότυπου που θέλει τα αγόρια να μην πληγώνονται όταν οι άλλοι διαδίδουν φήμες για αυτά ή σταματούν να τους μιλούν ή αποκαλύπτουν τα μυστικά τους σε τρίτους κλπ, «αποδείχθηκε μία ανοησία» (σ. 83). Στη δική μας έρευνα συμμετείχαν 313 μαθητές της Δ’, Ε’ και Στ’ τάξης τεσσάρων δημοτικών σχολείων της εκπαιδευτικής περιφέρειας της Αθήνας. Από τους μετέχοντες, 160 μαθητές ήταν αγόρια και 153 ήταν κορίτσια, 93 φοιτούσαν στην Δ’ τάξη, 69 στην Ε΄ και 151 στην Στ’ τάξη. Για τη συλλογή των δεδομένων χρησιμοποιήθηκαν δύο ερωτηματολόγια/κλίμακες αυτοαναφοράς, το Peer Victimization, (Kochenderfer-Ladd &Pelletier, 2008) το οποίο αξιολογεί 5 επιμέρους μορφές θυματοποίησης και το What I would Do –WID, (Kochenderfer-Ladd & Pelletier, 2008) που διερευνά τις στρατηγικές αντιμετώπισης του εκφοβισμού από τα θυματοποιημένα παιδιά. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνάς μας, ο έμμεσος λεκτικός εκφοβισμός (με ποσοστά παρόμοια με εκείνα πολλών Βρετανικών ερευνών) καταλαμβάνει την πρώτη θέση. Έμμεση Λεκτική Θυματοποίηση Θυματοποίηση 160 142 140 119 120 100 80 60 52 40 20 Συχνά 0 Συχνά Μερικές φορές Ποτέ Οι συμμαθητές σου σε ενοχλούν ή σε πειράζουν άσχημα; Μερικές φορές Ποτέ Γράφημα 1: Κατανομή των απαντήσεων στην ερώτηση «Οι συμμαθητές σου σε ενοχλούν ή σε πειράζουν άσχημα;» Εξετάζοντας το παραπάνω γράφημα, διαπιστώνουμε ότι λιγότερα από δύο στα πέντε παιδιά του δείγματος (38%) αναφέρουν ότι δεν έχουν υπάρξει θύμα έμμεσης λεκτικής επιθετικότητας, ενώ τα μισά σχεδόν (45.4%) δηλώνουν πως έχουν. Επίσης, το 16.6% των μαθητών του δείγματος αναφέρουν ότι βιώνουν συχνά έμμεση λεκτική επιθετικότητα στο χώρο του σχολείου, ποσοστό σημαντικό κατά τη γνώμη μας. Αυτό μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι οι Έλληνες εκπαιδευτικοί, όπως αναφέρει σε έρευνά της η Ανδρέου (2006) δεν θεωρούν ως εκφοβιστικές συμπεριφορές τις άσχημες και ‘αβάσιμες’ ίσως φήμες που στρέφονται εναντίον κάποιων μαθητών, με αποτέλεσμα (υποθέτουμε), να μην εντοπίζουν εύκολα (και συνεπώς να μη φροντίζουν να αποτρέψουν) τέτοιου είδους αρνητικές συμπεριφορές στο χώρο του σχολείου. Εν τούτοις, όπως υποστηρίζουν πολλοί ερευνητές, η έμμεση λεκτική θυματοποίηση μπορεί να οδηγήσει σε αποκλεισμό του παιδιού από τους συνομηλίκους του, και κατ’ αυτόν τον τρόπο να έχει μεγαλύτερη αρνητική επίδραση σε αυτό, ακόμα και από την σωματική βία (Ανδρέου, 2006. Kirk, et al. 2012. Ramasut και Παπαθεοδώρου, 1994. Rigby 2008). Επιπλέον, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνάς μας, πολλά από τα παιδιά του δείγματός μας δεν αναφέρουν περιστατικά σχολικού εκφοβισμού στους ενήλικες (γονείς και εκπαιδευτικούς) και δεν τους συμβουλεύονται όσο αφορά την επίλυση των συγκρούσεών τους με τους μαθητές- θύτες. Όπως φαίνεται και στο γράφημα 2, στην ερώτηση «το λες στη μαμά σου ή στον μπαμπά σου, το 26% των παιδιών απάντησαν «ποτέ», το 36% «μερικές φορές» και το 38% «τις περισσότερες φορές». Το λες στη μαμά σου ή στον μπαμπά σου; 26% 38% Περισσότερες φορές Μερικές φορές Ποτέ 36% Γράφημα 2: Κατανομή των απαντήσεων στην ερώτηση «Το λες στη μαμά σου ή τον μπαμπά σου;» Στο επόμενο διάγραμμα, παρατηρούμε ότι στην ερώτηση «Το λες στο δάσκαλό σου ή τη δασκάλα σου», το 27% των μαθητών απάντησαν «ποτέ», το 44% «μερικές φορές» και μόνο το 29% απάντησαν «τις περισσότερες φορές». Το λες στο δάσκαλό σου ή στη δασκάλα σου; 27% 29% Περισσότερες φορές Μερικές φορές Ποτέ 44% Γράφημα 3: Κατανομή των απαντήσεων στην ερώτηση «Το λες στο δάσκαλό σου ή τη δασκάλα σου;» Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα αποτελέσματα των γραφημάτων 4 και 5 όπου απεικονίζονται οι απαντήσεις των παιδιών στην ερώτηση «ζητάς από τον μπαμπά σου ή τη μαμά σου να σου πουν τι θα κάνεις;» και «ζητάς από το δάσκαλό σου ή τη δασκάλα σου να σου που τι θα κάνεις;». Από τα αποτελέσματα διαπιστώνουμε πως ένα σημαντικό ποσοστό παιδιών δε ζητούν βοήθεια από κάποιον ενήλικα, είτε αυτός είναι ο δάσκαλος είτε ο γονιός. Το 33% των παιδιών που συμμετείχαν στην έρευνά μας δε συμβουλεύονται ποτέ τους γονείς τους, ενώ περισσότερα από τα μισά παιδιά (54%) δε ζητούν τη βοήθεια των δασκάλων. Αξιοσημείωτο θεωρείται το ότι μόνο το 16% των παιδιών που συμμετείχαν στην έρευνά μας, ζητούν βοήθεια από το δάσκαλο όταν θυματοποιούνται στο σχολείο. Το ίδιο παρατηρείται στις έρευνες Rigby 2008, Fekkes, Pijpers και Verloove-Vanhorick, 2005, Christine Oliver και Mano Candappo 2003, Naylor, Cowie και Delley 2001, Rivers & Smith, 1994 και άλλων. Όπως αναφέρει ο Cross, 2009, το εύρημα αυτό επιβεβαιώνεται περισσότερο στις περιπτώσεις έμμεσου εκφοβισμού. Ζητάς από τη μαμά σου ή τον μπαμπά σου να σου πουν τι να κάνεις; 30% 33% Περισσότερες φορές Μερικές φορές Ποτέ 37% Γράφημα 4: Κατανομή των απαντήσεων στην ερώτηση «Ζητάς από τη μαμά σου ή τον μπαμπά σου να σου πουν τι να κάνεις;» Ζητάς από το δάσκαλό σου ή τη δασκάλα σου να σου πουν τι να κάνει; 16% 54% 30% Περισσότερες φορές Μερικές φορές Ποτέ Γράφημα 5: Κατανομή των απαντήσεων στην ερώτηση «Ζητάς από τη δασκάλα σου ή τον δάσκαλό σου να σου πουν τι να κάνεις;» Στα γραφήματα που ακολουθούν μπορούμε να εντοπίσουμε την αρνητική επίδραση του σχολικού εκφοβισμού στη συναισθηματική κατάσταση των μαθητών. Όπως φαίνεται στο διάγραμμα 6, το 41.9% των παιδιών του δείγματος αναφέρουν πως δεν θα ξεχνούσαν ποτέ τα περιστατικά θυματοποίησής τους από τους συμμαθητές τους, ενώ μόνο ένα στα πέντε (21.1%) δηλώνουν ότι τις περισσότερες φορές θα κατάφερναν να το ξεχάσουν. Παρότι η στρατηγική αυτή αποτελεί μία στρατηγική αποφυγής του προβλήματος κι ως τέτοια δεν αναμένεται να μειώσει το πρόβλημα, οι Kochenderfer-Ladd και Skinner τονίζουν σε έρευνα που διεξήγαγαν το 2002, ότι τα παιδιά που εκφοβίζονται συχνά, και ιδιαίτερα τα αγόρια, δυσκολεύονται πολύ να ξεχάσουν τις εκφοβιστικές πράξεις, η σκέψη των οποίων τα ταλανίζει και αυξάνει τα ψυχολογικά τους προβλήματα (όπως αναφέρεται στο Kochenderfer-Ladd 2004, σ. 331). Ξεχνάς τι σου έκαναν; 21% Περισσότερες φορές Μερικές φορές Ποτέ 42% 37% . Γράφημα 6: Κατανομή των απαντήσεων στην ερώτηση «Ξεχνάς τι σου έκαναν;» Παρατηρώντας το γράφημα 7, διαπιστώνουμε ότι ένα σημαντικό ποσοστό μαθητών (37.4%) ποτέ δεν θα έλεγαν στον εαυτό τους ότι δεν τους πειράζει καθόλου. Σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά των μαθητών-θυτών, ο φόβος του εκφοβισμού που τους διακατέχει δεν τους επιτρέπει να πουν «δεν πειράζει». Αντίθετα, τους οδηγεί στο να ενοχοποιούν τον εαυτό τους για όσα αρνητικά τους συμβαίνουν, να αποσύρονται και να κλείνονται στη μοναξιά τους. Λες στον εαυτό σου ότι δεν σε πειράζει καθόλου; 19% 37% Περισσότερες φορές Μερικές φορές Ποτέ 44% Γράφημα 7: Κατανομή των απαντήσεων στην ερώτηση «Λες στον εαυτό σου ότι δεν σε πειράζει καθόλου;» Παρατηρώντας το διάγραμμα 8, διαπιστώνουμε ότι μόνο τρία σχεδόν στα δέκα παιδιά του δείγματος (29.4%) αναφέρουν ότι δεν θα σκέφτονταν τη θυματοποίησή τους από τους συμμαθητές τους για πολύ καιρό. Οι γνωστοί ερευνητές (Kochenderfer-Ladd και Skinner, 2002) έχουν διαπιστώσει με έρευνές τους ότι τα παιδιά που εκφοβίζονται συχνά και ιδιαίτερα τα αγόρια, δυσκολεύονται να ξεχάσουν τις εκφοβιστικές πράξεις. Αντίθετα, σκέπτονται συνέχεια αυτά που τους έκαναν και η αγωνία αυτής της σκέψης αυξάνει τα ψυχολογικά τους προβλήματα τα οποία είναι στην πλειοψηφία τους εσωτερικευμένης μορφής (όπως αναφέρεται στο Kochenderfer-Ladd 2004, σ. 331). Ομοίως, οι Martin & Gillies (2004) σε μελέτη τους που περιελάμβανε και τη χρήση μιας μόνιμης «γραμμής βοήθειας» για τα θυματοποιημένα παιδιά (Kids Help Line) βρήκαν ότι όσο μεγαλύτερο είναι το χρονικό διάστημα θυματοποίησης του παιδιού, τόσο δυσκολότερο είναι για το παιδί να χρησιμοποιήσει στρατηγικές αγνόησης/αποστασιοποίησης (όπως αναφέρεται στο Craig, Pepler & Blais 2007, σ. 468). Σκέφτεσαι αυτά που σου έκαναν για πολύ καιρό; 20% 29% Περισσότερες φορές Μερικές φορές Ποτέ 51% Γράφημα 8: Κατανομή των απαντήσεων στην ερώτηση «Σκέφτεσαι αυτό που σου έκαναν για πολύ καιρό;» Όπως προκύπτει από τα ευρήματα, μόνο δύο στα πέντε παιδιά του δείγματος (39.3%) αναφέρουν ότι σε μια ενδεχόμενη θυματοποίησή τους από τους συμμαθητές τους, ποτέ δεν θα κατηγορούσαν τον εαυτό τους για το ότι έκαναν κάτι λάθος (Διάγραμμα 9). Κατά τη γνώμη μας, οι αντιδράσεις που περιλαμβάνουν αυτοκατηγορίες μπορεί να δημιουργήσουν ενοχές στο παιδί θύμα οι οποίες με τη σειρά τους μπορεί να οδηγήσουν σε σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα (π.χ. μια εσωτερικευμένη οργή προς τον εαυτό του που μπορεί να καταλήξει ακόμα και σε κατάθλιψη). Κατηγορείς τον εαυτό σου ότι έκανες κάτι λάθος; 11% 39% 50% Περισσότερες φορές Μερικές φορές Ποτέ Γράφημα 9: Κατανομή των απαντήσεων στην ερώτηση «Κατηγορείς τον εαυτό σου ότι έκανες κάτι λάθος;» Γνωρίζοντας την οδύνη που δημιουργεί στο παιδί – θύμα ο σχολικός εκφοβισμός, αναρωτιόμαστε γιατί τα παιδιά δεν αναφέρουν το γεγονός στο σχολείο; Σύμφωνα με τη διεθνή έρευνα και βιβλιογραφία τα παιδιά δεν μιλούν για τον εκφοβισμό που υπόκεινται στο σχολείο: Από ντροπή για το ότι δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν μόνα τους την κατάσταση. Από φόβο ότι μπορεί να το μάθει ο μαθητής δράστης από το δάσκαλο και να χειροτερέψει έτσι η κατάσταση. Από φόβο μήπως δεν τους πιστέψουν και αντί για βοήθεια βρουν το μπελά τους. Από φόβο μήπως στιγματιστούν ως “καρφιά”. Από φόβο μήπως χαρακτηριστούν “δειλά” και αρχίσουν να τα χτυπούν. Από έλλειψη εμπιστοσύνης για τους εκπαιδευτικούς και το ίδιο το σχολείο. Η επιδείνωση της κατάστασης με την παρέμβαση του εκπαιδευτικού έχει υποστηριχθεί κι από πολλές Ευρωπαϊκές και Αμερικανικές έρευνες (Bauman & elRio, 2006. Fekkes, Pijpers και Verloove-Vanhorick, 2005. Kochenderfer -Ladd and Skinner, 2000. Rigby, 2003). Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι η σχολική κακοποίηση είναι πολλές φορές δύσκολο να παρατηρηθεί και να εντοπιστεί όχι μόνο διότι συχνά έχει έμμεση μορφή κακοποίησης, αλλά και επειδή το θυματοποιημένο παιδί αποφεύγει να μιλήσει για τα περιστατικά εκφοβισμού του σε κάποιον ενήλικα. Όπως αναφέρουν οι Craig, Pepler & Blais, (2007) αν δεν υποστηρίξει ο εκπαιδευτικός το μαθητή, υπάρχει ο κίνδυνος να πιστέψει ότι αξίζει αυτά που παθαίνει, να γίνει παθητικός και να μάθει να δέχεται την κακοποίηση στο παρόν και στο μέλλον (όπως αναφέρεται στο Ζαχαρόγεωργα 2011, σ. 96). "Η ενθάρρυνση όμως ενός παιδιού να μιλήσει, προϋποθέτει ένα δάσκαλο που είναι διαθέσιμος, που είναι πρόθυμος να ακούσει και που μπορεί να ακούει. Επιπλέον, προϋποθέτει ένα δάσκαλο εχέμυθο" (Ζαχαρόγεωργα 2011, σ. 97). Παραφράζοντας τα λόγια του Olweus (2009) υποστηρίζουμε κι εμείς ότι είναι θέμα θέλησης και εμπλοκής από την πλευρά των ενηλίκων στο να αποφασίσουν πόση επιθετικότητα θα ανεχθούν για το μέλλον των παιδιών τους. «Αν ένα παιδί αντιμετωπίζεται με επικρίσεις μαθαίνει να καταδικάζει. Αν ένα παιδί αντιμετωπίζεται με εχθρότητα μαθαίνει να επιτίθεται. Αν ένα παιδί γελοιοποιείται μαθαίνει να είναι ντροπαλό. Αν ένα παιδί ζει με την ντροπή μαθαίνει να αισθάνεται ένοχο. Αν ένα παιδί νιώθει ασφάλεια Μαθαίνει να πιστεύει στους άλλους. Αν ένα παιδί είναι αποδεκτό Μαθαίνει να αγαπά τον εαυτό του». Ανώνυμος ποιητής (Burns, 1986)
© Copyright 2024 Paperzz