συνταξη κυριων προθεσεων της αρχαιας ελληνικης γλωσσας

ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
Σ Υ Ν Τ Α Ξ Η
Κ Υ Ρ Ι Ω Ν
Π Ρ Ο Θ Ε Σ Ε Ω Ν
Αλέξανδρος Γ. Αλεξανδρίδης
Φιλόλογος
ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΥΡΙΩΝ ΠΡΟΘΕΣΕΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
σημαίνουν:
ΠΡΟΘΕΣΕΙΣ
με ΓΕΝΙΚΗ ΠΤΩΣΗ
με ΔΟΤΙΚΗ ΠΤΩΣΗ
με ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ ΠΤΩΣΗ
ἀντὶ
τόπο, αντικατάσταση, αιτία ή
ανταπόδοση.
‐
‐
‐
‐
‐
‐
‐
‐
ἀπὸ
ΜΟΝΟΠΤΩΤΕΣ
ἐκ - ἐξ
πρὸ
τόπο, χρόνο, έμμεση
καταγωγή, ύλη, αιτία, μέσο ή
τρόπο.
τόπο, άμεση καταγωγή, ύλη,
μέσο ή τρόπο, αιτία,
συμφωνία.
τόπο, χρόνο, υπεράσπιση,
σύγκριση.
ἐν
‐
τόπο, χρόνο, όργανο ή τρόπο.
‐
σὺν
‐
συνοδεία, βοήθεια ή
συμπαράσταση, συμφωνία.
‐
εἰς
‐
ἀνὰ
‐
‐
τόπο (χρήση ποιητική) .
τόπο, χρόνο, αναφορά,
σκοπό, όριο (με απόλυτο
αριθμητικό).
τόπο, χρόνο, τρόπο, διανομή
ή μερισμό.
ΔΙΠΤΩΤΕΣ
διὰ
τόπο, χρόνο, μέσο ή τρόπο.
‐
αιτία, τόπο ή χρόνο (χρήση
ποιητική).
κατὰ
τόπο, εναντίον, αναφορά.
‐
τόπο, χρόνο, τρόπο,
συμφωνία ή αναφορά, σκοπό,
αιτία.
ὑπὲρ
τόπο, υπεράσπιση, αιτία,
σκοπό.
‐
τόπο, υπέρβαση μέτρου ή
ορίου.
ἀµφὶ
αναφορά.
ἐπὶ
µετὰ
τόπο, κατεύθυνση, εξουσία ή
εμπρός σε κάποιον, χρόνο.
σύμπραξη, τρόπο.
τόπο, αιτία, αναφορά (και
στις τρεις περιπτώσεις έχουμε
χρήση ποιητική).
τόπο, χρόνο, προσθήκη,
εξάρτηση, αιτία, σκοπό, όρο ή
συμφωνία.
τόπο, χρόνο, ποσό.
τόπο, χρόνο, κατεύθυνση
απλή ή εχθρική, σκοπό.
ΤΡΙΠΤΩΤΕΣ
τόπο (χρήση ποιητική).
χρόνο, σειρά ή ακολουθία,
τόπο (χρήση ποιητική).
παρὰ
προέλευση.
τόπο, αναφορά.
τόπο, χρόνο, σύγκριση ή
παραβολή, ασυμφωνία ή
εναντιότητα, έλλειψη ή
εξαίρεση, αιτία.
περὶ
τόπο (χρήση ποιητική),
αναφορά, αιτία ή σκοπό.
τόπο, αναφορά ή αιτία.
τόπο, χρόνο, ποσό, αναφορά.
πρὸς
τόπο, αναφορά, καταγωγή,
χάρη ή ωφέλεια.
τόπο, απασχόληση με κάτι,
προσθήκη.
τόπο, εχθρική ή φιλική σχέση
ή ενέργεια, χρόνο, αναφορά,
παραβολή ή σύγκριση, σκοπό,
τρόπο.
ὑπὸ
τόπο, αιτία, συνοδεία.
τόπο, υποταγή, εξάρτηση ή
επίβλεψη.
τόπο, χρόνο, υποταγή.
[\[\[\[\[\[\[\[\[\[\[\[\[\
1
http://www.philology‐online.gr/
sapiens@otenet.gr και sapiens@sch.gr