ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ∆ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ∆ΙΚΑΙΟ ΤΕΥΧΟΣ Β΄ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ - ΕΙ∆ΙΚΟΥ ΕΝΟΧΙΚΟΥ ∆ΙΚΑΙΟΥ - ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΟΥ ∆ΙΚΑΙΟΥ - ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ∆ΙΚΑΙΟΥ - ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟΥ ∆ΙΚΑΙΟΥ - ∆ΙΚΑΙΟΥ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ - ∆ΙΚΑΙΟΥ ∆ΙΑΦΗΜΙΣΗΣ & ΑΘΕΜΙΤΩΝ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ (∆ΙΚΑΙΟ MARKETING) ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ∆ιδάσκων: ∆ιονύσιος Π. Φλάµπουρας, Εντεταλµένος ∆ιδασκαλίας Α΄ Εξάµηνο 2011 – 2012 ΑΘΗΝΑ 8 Φεβρουαρίου 2012 Ι. ΕΙ∆ΙΚΟ ΕΝΟΧΙΚΟ ∆ΙΚΑΙΟ - ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ Βιβλιογραφία: Α Γεωργιάδης /Μ Σταθόπουλος, Αστικός Κώδιξ – Κατ’ Άρθρο Ερµηνεία, (ΙΙΙ Ειδικό Ενοχικό ∆ίκαιο (άρθρα 496-740) (∆ίκαιο & Οικονοµία, Π Ν Σάκκουλας (1980)). Μ Σταθόπουλος /Μ Αυγουστιανάκης (επιµ.), Εισαγωγή στο αστικό δίκαιο (εκδ. Α Ν Σάκκουλα, 1986). Φ ∆ωρής, Εισαγωγή στο Αστικό ∆ίκαιο, Εγχειρίδιο, Α’ Τεύχος (εκδ. Α Ν Σάκκουλα Αθήνα – Κοµοτηνή 1991). Εισαγωγή στο Αστικό ∆ίκαιο, Εγχειρίδιο, Β1 Τεύχος (εκδ. Α Ν Σάκκουλα, Αθήνα – Κοµοτηνή) 1991. Εισαγωγή στο Αστικό ∆ίκαιο – 100 Πρακτικά Θέµατα – ∆ιδακτικό Βοήθηµα (εκδ. Α Ν Σάκκουλα Αθήνα – Κοµοτηνή 1990. Κ Α Βαβούσκος, Εγχειρίδιο Αστικού ∆ικαίου (Ε΄ Έκδοση, 1995, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη). Κ ∆ Παναγόπουλος, ∆ιάγραµµα Αστικού ∆ικαίου – Εισαγωγή στο δίκαιο και στο αστικό δίκαιο (εκδ. Π Ν Σάκκουλας, 1999). Α Σ Γεωργιάδης, Ενοχικό δίκαιο – Γενικό Μέρος (εκδ. Π Ν Σάκκουλας, 1999). Μ Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό ∆ίκαιο (εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2004). Π Αγαλλοπούλου, Εισαγωγή στο Αστικό ∆ίκαιο (2003). Ι Σ Σπυριδάκης, Εγχειρίδιο Αστικού ∆ικαίου 2/β – Ενοχικό ∆ίκαιο – Ειδικό Μέρος, β΄ έκδοση (εκδ. Αντ. Ν Σάκκουλα)(2004). Αλ. Βάρκα – Αδάµη, Εισαγωγή στο Αστικό ∆ίκαιο (εκδ. Α Ν Σάκκουλα, Αθήνα – Κοµοτηνή 2005). Π Κ Κορνηλάκης, Ειδικό Ενοχικό ∆ίκαιο ΙΙ, (εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη) (2005). Ι Σ Σπυριδάκης, Εισηγήσεις Αστικού ∆ικαίου (∆΄ Έκδοση, εκδ. Α Ν Σάκκουλα Αθήνα – Κοµοτηνή 2006). ∆ Φλάµπουρας, Η µετάθεση του κινδύνου στην πώληση κινητών, (εκδ. Α Ν Σάκκουλα, Αθήνα – Κοµοτηνή (υπό έκδοση)). 1. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ Το Ειδικό Ενοχικό δίκαιο περιέχει ειδικές διατάξεις για τη ρύθµιση των πιο συνηθισµένων επιµέρους ενοχικών σχέσεων οι οποίες είναι οι ακόλουθες 1. ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΟΤΗΤΑΣ ΕΠΙ ΠΡΑΓΜΑΤΟΣ Με τις συµβάσεις αυτής της κατηγορίας µεταβιβάζεται η κυριότητα επί ορισµένου πράγµατος. Οι κυριότερες από τις συµβάσεις της κατηγορίας αυτής είναι η ∆ωρεά, η Πώληση, η Ανταλλαγή και το ∆άνειο. 1.1 ∆ωρεά (ΑΚ 496-512) Η ∆ωρεά είναι Ετεροβαρής και Χαριστική σύµβαση, µε την οποία ο ένας συµβαλλόµενος (∆ωρητής) µεταβιβάζει στον άλλο (∆ωρεοδόχο) αντικείµενο περιουσίας χωρίς αντάλλαγµα (Υποσχετική + Εκποιητική σύµβαση). Τα στοιχεία της Σύµβασης ∆ωρεάς είναι τα εξής: • Παροχή Περιουσιακού αντικειµένου από τον ∆ωρητή στον ∆ωρεοδόχο • Έλλειψη ανταλλάγµατος από την πλευρά του ∆ωρεοδόχου. Η ∆ωρεά καταρτίζεται πάντοτε µε συµβολαιογραφικό έγγραφο (συστατικός τύπος) (ΑΚ 498 § 1) και εξυπηρετεί κυρίως περιπτώσεις εκπλήρωσης ηθικού καθήκοντος, εξυπηρέτησης κοινωφελών σκοπών και τακτοποίησης θεµάτων οικογενειακής περιουσίας. Εάν πρόκειται για κινητό πράγµα για την έγκυρη σύσταση της δωρεάς αρκεί η παράδοση του πράγµατος στον ∆ωρεοδόχο (δεν απαιτείται συµβολαιογραφικό έγγραφο) (ΑΚ 498 § 2). Ο ∆ωρητής ευθύνεται µόνο για ∆όλο και Βαριά αµέλεια. (ΑΚ 499 § 2) Παράδειγµα 1: Ο Π συµφωνεί µε τον ∆ να του δωρήσει ένα ποδήλατο. Ο Π παραδίδει στον ∆ το ποδήλατο (έγκυρη σύσταση δωρεάς). Παράδειγµα 2: Ο Π συµφωνεί µε τον ∆ να του δωρήσει ένα διαµέρισµα στην Ηλιούπολη και καταρτίζουν σχετικό συµβολαιογραφικό έγγραφο (έγκυρη σύσταση δωρεάς). 1.2 Πώληση (ΑΚ 513-572) Πώληση είναι η σύµβαση, µε την οποία (ΑΚ 513): ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ .ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ∆ΚΑΙΟΥ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ - ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2011-2012 © ∆ΙΟΝΥΣΙΟΣ Π. ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΣ, ∆ρ. Νοµικής Ειδικός Επιστήµονας, email: dflamb@econ.uoa.gr. Απαγορεύεται η αναδηµοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος, µε οποιονδήποτε τρόπο, τµηµατικά ή περιληπτικά, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα. 1 (α) ο ένας συµβαλλόµενος (Πωλητής) αναλαµβάνει έναντι άλλου (Αγοραστής) την υποχρέωση (υπόσχεται) να του µεταβιβάσει την κυριότητα επί του πράγµατος ή άλλο δικαίωµα (που αποτελούν το αντικείµενο της πώλησης) και να του παραδώσει το πράγµα και (β) ο δε Αγοραστής αναλαµβάνει έναντι του πωλητή την υποχρέωση (υπόσχεται) να του πληρώσει το τίµηµα που έχει συµφωνηθεί. Περαιτέρω, ο Πωλητής υποχρεούται να µεταβιβάσει την κυριότητα επί του πωληθέντος πράγµατος ελεύθερη από κάθε δικαίωµα τρίτου (Νοµικό Ελάττωµα) (ΑΚ 514-515). Περαιτέρω, ο Πωλητής είναι υποχρεωµένος να παραδώσει το πράγµα χωρίς Πραγµατικά Ελαττώµατα (δηλαδή χωρίς ατέλειες που µειώνουν τη λειτουργικότητά του) και µε τις Συνοµολογηµένες (Συµφωνηµένες) Ιδιότητες. Πραγµατικό Ελάττωµα είναι η κάθε προς το χειρότερο παρέκκλιση του πράγµατος από την οµαλή (ή συµφωνηµένη) κατάστασή του. Πραγµατικά Ελαττώµατα µπορεί να αποτελούν π.χ. το βάρος, το χρώµα, το µέγεθος, η έκταση, τα υλικά από τα οποία κατασκευάστηκε το πράγµα, διάφορες ασθένειες, η ποιότητα, διάφοροι νόµιµοι περιορισµοί (π.χ. ρυµοτοµία, αρτιότητα οικοπέδου) του πράγµατος κλπ. Συνοµολογηµένη (Συµφωνηµένη) Ιδιότητα είναι κάθε ιδιότητα του πράγµατος, την ύπαρξη (ή την έλλειψη) της οποίας συµφώνησαν τα µέρη. Παράδειγµα: Πωλείται αυτοκίνητο µε ελαττωµατικό φρένα (πραγµατικό ελάττωµα) και µε όριο ανώτατης ταχύτητας 150 χλµ την ώρα, ενώ είχε συµφωνηθεί 200 χλµ την ώρα (έλλειψη συνοµολογηµένης-συµφωνηµένης ιδιότητας). Ο Αστικός Κώδικας προβλέπει την ευθύνη του Πωλητή για ύπαρξη Πραγµατικών Ελαττωµάτων ή έλλειψη Συνοµολογηµένων Ιδιοτήτων (ΑΚ 534 επ.). Τα στοιχεία της Σύµβασης Πώλησης είναι τα εξής: • Πράγµα ή ∆ικαίωµα • Τίµηµα Η σύµβαση πώλησης είναι: - Ενοχική και υποσχετική σύµβαση (δεν επέρχεται µεταβίβαση δικαιώµατος, αλλά συνεπάγεται µόνο τη γέννηση ενοχικών υποχρεώσεων και αντίστοιχα δικαιωµάτων υπέρ και σε βάρος και των δύο συµβαλλόµενων). - Άτυπη (δηλαδή δεν απαιτεί τύπο µε την εξαίρεση της πώλησης ακινήτου που απαιτεί συµβολαιογραφικό έγγραφο). - Αµφοτεροβαρής (και οι δύο συµβαλλόµενοι έχουν δικαιώµατα και υποχρεώσεις). Παράδειγµα: ο Π (πωλητής) συµφωνεί µε τον Α (αγοραστή) την πώληση στον τελευταίο του αυτοκινήτου του έναντι 10.000 Ευρώ (τίµηµα). Ο Π δηλαδή αναλαµβάνει έναντι του Α την υποχρέωση να του µεταβιβάσει την κυριότητα επί του αυτοκινήτου και να του παραδώσει το αυτοκίνητο. Ο Α αναλαµβάνει έναντι του Π την υποχρέωση να του πληρώσει ως τίµηµα 10.000 Ευρώ. Π (Οφειλέτης) Α (∆ανειστής) Παροχή (υποχρέωση πωλητή Π να παραδώσει το πράγµα και να µεταβιβάσει την κυριότητα επί του αυτοκινήτου στον αγοραστή Α: Π = Οφειλέτης, Α = ∆ανειστής) Π (∆ανειστής) Α (Οφειλέτης) Αντιπαροχή (υποχρέωση αγοραστή Α να καταβάλει το τίµηµα των 10.000 ευρώ στον πωλητή Π για την απόκτηση του αυτοκινήτου: Α = ∆ανειστής, Π = Οφειλέτης) Εάν το πράγµα παραδοθεί από τον πωλητή στον αγοραστή και στη συνέχεια καταστραφεί από τυχαίο περιστατικό, ο αγοραστής εξακολουθεί να οφείλει να καταβάλει το τίµηµα (κίνδυνος στη σύµβαση της πώλησης) (ΑΚ 522). 1.3 Ανταλλαγή (ΑΚ 573) Ανταλλαγή είναι η Αµφοτεροβαρής Σύµβαση µε την οποία ο ένας συµβαλλόµενος υποχρεούται να µεταβιβάσει την κυριότητα πράγµατος (ή δικαίωµα) (Παροχή) και να το παραδώσει έναντι της ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ .ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ∆ΚΑΙΟΥ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ - ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2011-2012 © ∆ΙΟΝΥΣΙΟΣ Π. ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΣ, ∆ρ. Νοµικής Ειδικός Επιστήµονας, email: dflamb@econ.uoa.gr. Απαγορεύεται η αναδηµοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος, µε οποιονδήποτε τρόπο, τµηµατικά ή περιληπτικά, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα. 2 υποχρέωσης του αντισυµβαλλοµένου του προς µεταβίβαση της κυριότητας άλλου πράγµατος ή δικαιώµατος (Αντιπαροχή). ∆ηλαδή η διαφορά από την σύµβαση της πώλησης είναι ότι εδώ αντί για χρήµατα ως αντάλλαγµα δίδεται πράγµα ή δικαίωµα. Παράδειγµα: Ο Α υπόσχεται να δώσει στον Β το αυτοκίνητό του µάρκας FIAT έναντι του αυτοκινήτου του Β µάρκας BMW (δηλαδή ο Β δεν θα δώσει χρηµατικό ποσό στον Α ως τίµηµα, αλλά θα του µεταβιβάσει την κυριότητα άλλου κινητού πράγµατος). Ο (Α) ∆ (Β) Παροχή (υποχρέωση Α να παραδώσει το FIAT και να µεταβιβάσει την κυριότητα επ’ αυτού στον Β: A = Οφειλέτης, B = ∆ανειστής) ∆ (Α) Ο (Β) Αντιπαροχή (υποχρέωση B να παραδώσει το BMW και να παραδώσει την κυριότητα επ’ αυτού στον Α: B = Οφειλέτης, A = ∆ανειστής) 1.4 ∆άνειο (ΑΚ 806-809) Με την Παραδοτική σύµβαση ∆ανείου ο ένας από τους συµβαλλόµενους (∆ανειστής) µεταβιβάζει κατά κυριότητα στον άλλο (Οφειλέτης) χρήµατα ή άλλα αντικαταστατά πράγµατα, ο δε Οφειλέτης υποχρεούται να αποδώσει (στον ∆ανειστή) άλλα πράγµατα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας. Τα στοιχεία της Σύµβασης ∆ανείου είναι τα εξής: • Πράγµα • Μεταβίβαση της Κυριότητας του Πράγµατος • Υποχρέωση Απόδοσης Όµοιου Πράγµατος. Το ∆άνειο µπορεί να είναι έντοκο ή άτοκο. Όταν το ∆άνειο είναι άτοκο, είναι Ετεροβαρής Σύµβαση. Όταν το ∆άνειο είναι έντοκο, είναι Αµφοτεροβαρής Σύµβαση. Σε περίπτωση όπου ο Οφειλέτης καθυστερεί να αποπληρώσει το ∆άνειο, ο ∆ανειστής µπορεί να απαιτήσει µόνο τόκο υπερηµερίας (όχι άλλη αποζηµίωση). Παράδειγµα: Η Χ συµφωνεί να δανείσει άτοκα στον Β για έξι µήνες 1000 Ευρώ και του παραδίδει το συµφωνηθέν χρηµατικό ποσό (έγκυρη σύναψη σύµβασης άτοκου δανείου – ετεροβαρής σύµβαση διότι ο Β δεν έχει υποχρέωση απόδοσης τόκου κατά την επιστροφή του ποσού στην Χ). Η Χ συµφωνεί να δανείσει στον Β για έξι µήνες 1000 Ευρώ µε ετήσιο επιτόκιο 5% και του παραδίδει το ποσό (έγκυρη σύναψη έντοκου δανείου – αµφοτεροβαρής σύµβαση διότι ο Β έχει υποχρέωση να αποδώσει στην Χ τόκο). 2. ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΟΣ Με τις συµβάσεις αυτές δεν µεταβιβάζεται η κυριότητα, αλλά παραχωρείται η χρήση ενός πράγµατος. Τέτοιες συµβάσεις είναι η Σύµβαση Μίσθωσης κινητού ή ακινήτου και η Σύµβαση Χρησιδανείου. 2.1 Σύµβαση Μισθώσεως (ΑΚ 574-618) Με τη σύµβαση της Μίσθωσης Πράγµατος (ΑΚ 574): (α) ο Εκµισθωτής έχει την υποχρέωση να παραχωρήσει στον Μισθωτή τη χρήση του Πράγµατος (κινητού ή ακινήτου) για όσο χρόνο διαρκεί η µίσθωση· και (β) ο Μισθωτής έχει την υποχρέωση να καταβάλει το συµφωνηµένο Μίσθωµα. Παράδειγµα: Ο Ε εκµισθώνει το διαµέρισµά του στα Πατήσια στον Μ για δύο χρόνια έναντι 400 Ευρώ το µήνα. Τα στοιχεία της Σύµβασης Μίσθωσης είναι τα εξής: • Πράγµα • Παραχώρηση της χρήσης του Πράγµατος • Μίσθωµα Η Σύµβαση Μίσθωσης είναι: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ .ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ∆ΚΑΙΟΥ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ - ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2011-2012 © ∆ΙΟΝΥΣΙΟΣ Π. ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΣ, ∆ρ. Νοµικής Ειδικός Επιστήµονας, email: dflamb@econ.uoa.gr. Απαγορεύεται η αναδηµοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος, µε οποιονδήποτε τρόπο, τµηµατικά ή περιληπτικά, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα. 3 - Ενοχική και Υποσχετική (δεν επέρχεται µεταβίβαση δικαιώµατος, αλλά συνεπάγεται µόνο τη γέννηση ενοχικών υποχρεώσεων και αντίστοιχα δικαιωµάτων υπέρ και σε βάρος και των δύο συµβαλλόµενων). - Επαχθής (αφού συµφωνείται αντάλλαγµα (Μίσθωµα) για τη χρήση του Μισθίου). - Αµφοτεροβαρής (και οι δύο συµβαλλόµενοι έχουν δικαιώµατα και υποχρεώσεις). - ∆ιαρκής (τα µέρη συµφωνούν η παραχώρηση της χρήσης να γίνεται για ορισµένο ή αόριστο χρονικό διάστηµα). - Άτυπη (δηλαδή κατά κανόνα δεν απαιτεί συστατικό τύπο, εκτός εξαιρέσεων που αφορούν σε επαγγελµατικές µισθώσεις µεγάλης χρονικής διάρκειας). Ειδική µορφή Σύµβασης Μίσθωσης αποτελεί η Επαγγελµατική Μίσθωση (όπου το ακίνητο µισθώνεται προκειµένου ο Μισθωτής να το χρησιµοποιήσει για άσκηση επαγγελµατικής δραστηριότητας) όπου ισχύουν ιδιαίτεροι κανόνες προστασίας για τους Μισθωτές (π.χ. ο Χ µισθώνει ένα χώρο στην οδό Σόλωνος προκειµένου να ανοίξει βιβλιοπωλείο – πρόκειται για Επαγγελµατική Μίσθωση). Περαιτέρω, υπάρχει η σύµβαση χρηµατοδοτικής µίσθωσης (financial leasing). 2.2 Χρησιδάνειο (ΑΚ 810-821) Χρησιδάνειο είναι η σύµβαση, µε την οποία: (α) ο ένας συµβαλλόµενος (Χρήστης) παραχωρεί στον άλλο (Χρησάµενο) τη χρήση (την κατοχή επί) ενός Πράγµατος χωρίς αντάλλαγµα (και παραδίδει το Πράγµα) και (β) ο δε Χρησάµενος υποχρεούται να αποδώσει στον Χρήστη το Πράγµα µετά τη λήξη της συµβάσεως χρησιδανείου. Τα στοιχεία της Σύµβαση Χρησιδανείου είναι τα εξής: • Πράγµα Κινητό ή Ακίνητο • Παραχώρηση της Χρήσεως του Πράγµατος από το Χρήστη στο Χρησάµενο • Έλλειψη Ανταλλάγµατος • Υποχρέωση Αποδόσεως του Πράγµατος από το Χρησάµενο µετά τη λήξη της συµβάσεως χρησιδανείου. Παράδειγµα: Ο Χ παραχωρεί τη χρήση του ποδηλάτου του στον φίλο του Ε για δύο µήνες και του παραδίδει το ποδήλατο (έγκυρη σύναψη σύµβασης χρησιδανείου). Το Χρησιδάνειο είναι Ενοχική και Παραδοτική σύµβαση. Ο Χρησάµενος ευθύνεται για κάθε Πταίσµα. Ο Χρήστης ευθύνεται µόνο για δόλο και βαρειά αµέλεια (ΑΚ 811). 3. Συµβάσεις για την παροχή υπηρεσιών Με τις συµβάσεις αυτές δεν µεταβιβάζεται η κυριότητα, ούτε παραχωρείται η χρήση πράγµατος, αλλά παρέχεται κάποια υπηρεσία (δηλαδή ανθρώπινη ενέργεια για την επιτέλεση κάποιου σκοπού-έργου). Τέτοιες συµβάσεις είναι, µεταξύ άλλων, η Σύµβαση Εργασίας, η Σύµβαση Έργου, η Μεσιτεία, η Εντολή, η Παρακαταθήκη και η Εταιρεία. 3.1 Σύµβαση Εργασίας (ΑΚ 648-680) Σύµβαση Εργασίας είναι η αµφοτεροβαρής σύµβαση µε την οποία: (α) ο ένας συµβαλλόµενος (ο Εργαζόµενος) αναλαµβάνει την υποχρέωση (υπόσχεται), να παρέχει για ορισµένο ή αόριστο χρόνο την εργασία του στον άλλο συµβαλλόµενο (ο Εργοδότης)· και (β) ο Εργοδότης αναλαµβάνει την υποχρέωση να πληρώνει Μισθό στον Εργαζόµενο. Τα στοιχεία της Σύµβασης Μίσθωσης Εργασίας είναι τα εξής: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ .ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ∆ΚΑΙΟΥ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ - ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2011-2012 © ∆ΙΟΝΥΣΙΟΣ Π. ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΣ, ∆ρ. Νοµικής Ειδικός Επιστήµονας, email: dflamb@econ.uoa.gr. Απαγορεύεται η αναδηµοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος, µε οποιονδήποτε τρόπο, τµηµατικά ή περιληπτικά, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα. 4 • Εργασία • Μισθός • Παροχή εργασίας για ορισµένο ή αόριστο χρόνο (διάρκεια). Παράδειγµα: Ο Α που διατηρεί εστιατόριο προσλαµβάνει τον Β προκειµένου ο τελευταίος να εργάζεται πέντε ηµέρες την εβδοµάδα, οκτώ ώρες την ηµέρα αντί 800 ευρώ µηνιαίως. Οι υποχρεώσεις και τα δικαιώµατα των µερών συνήθως περιέχονται στη µεταξύ τους ατοµική Σύµβαση Εργασίας ή/και σε Συλλογική Σύµβαση Εργασίας. 3.2 Σύµβαση Έργου (ΑΚ 681-702) Σύµβαση Έργου (Εργολαβία) είναι η σύµβαση, µε την οποία ο ένας συµβαλλόµενος (Εργολάβος) αναλαµβάνει την υποχρέωση (υπόσχεται) να εκτελέσει το Έργο και ο άλλος συµβαλλόµενος (Εργοδότης ή Κύριος του Έργου) αναλαµβάνει την υποχρέωση (υπόσχεται) να καταβάλει τη συµφωνηµένη αµοιβή (Εργολαβικό Αντάλλαγµα ή Αµοιβή Εργολάβου) (ΑΚ 681). Τα στοιχεία της Εργολαβίας είναι τα εξής: • Έργο, την εκτέλεση του οποίου αναλαµβάνει ο Εργολάβος • Αµοιβή του Εργολάβου. Έργο είναι το αποτέλεσµα της δραστηριότητας του Εργολάβου και των µέσων που αυτός διαθέτει και µπορεί να είναι οποιασδήποτε φύσεως (ανάλογα µε τη φύση του Έργου µπορούµε να διακρίνουµε σε εργολαβία κατασκευής ή επισκευής πράγµατος, εργολαβία διεξαγωγής υπόθεσης κτλ). Παράδειγµα 1: Ο οικοδόµος Χ (ο Χ είναι Εργολάβος) αναλαµβάνει να φτιάξει µια αποθήκη στο οικόπεδο του Α (ο Α είναι Εργοδότης – Κύριος του έργου) έναντι αµοιβής 1000 Ευρώ (Εργολαβικό Αντάλλαγµα ή Αµοιβή Εργολάβου). Έργο: Η κατασκευή της αποθήκης (εργολαβία κατασκευής ή επισκευής πράγµατος). Παράδειγµα 2: Ο πλαστικός χειρούργος Χ (ο Χ είναι Εργολάβος) αναλαµβάνει να χειρουργήσει τον Α (ο Α Εργοδότης – Κύριος του Έργου) προκειµένου να του αφαιρέσει µια κύστη έναντι αµοιβής 2.000 Ευρώ (Εργολαβικό Αντάλλαγµα ή Αµοιβή Εργολάβου). Έργο: η αφαίρεση της κύστης από το σώµα του Α (εργολαβία διεξαγωγής υπόθεσης). Εάν τα µέρη δεν έχουν συµφωνήσει διαφορετικά την ύλη για την κατασκευή του έργου την χορηγεί ο Εργολάβος (ΑΚ 683). Παράδειγµα: Ο οικοδόµος Χ (Εργολάβος) αναλαµβάνει να φτιάξει µια αποθήκη στο οικόπεδο του Α (Εργοδότης – Κύριος του έργου) έναντι αµοιβής 1000 Ευρώ (Εργολαβικό Αντάλλαγµα ή Αµοιβή Εργολάβου). Έργο: Η κατασκευή της αποθήκης. Εάν οι Χ και Α δεν έχουν συµφωνήσει διαφορετικά, τα υλικά για την κατασκευή της αποθήκης θα τα χορηγήσει ο οικοδόµος Χ και θα χρεώσει τον Α για την αγορά των υλικών αυτών. Η Σύµβαση Έργου είναι: - Ενοχική και υποσχετική σύµβαση (δεν επέρχεται µεταβίβαση δικαιώµατος, αλλά συνεπάγεται µόνο τη γέννηση ενοχικών υποχρεώσεων και αντίστοιχα δικαιωµάτων υπέρ και σε βάρος και των δύο συµβαλλόµενων) - ∆ιαρκής (συνήθως παρουσιάζει διάρκεια, αλλά η εκτέλεση του Έργου µπορεί να είναι και στιγµιαία), - Επαχθής (οφείλεται αντάλλαγµα), - Αµφοτεροβαρής (και οι δύο συµβαλλόµενοι έχουν δικαιώµατα και υποχρεώσεις) και - (κατά κανόνα) άτυπη. Πρέπει ωστόσο να σηµειωθεί ότι η σύµβαση έργου εξαιρετικά υπόκειται σε τύπο, αν συνδέεται µε άλλη σύµβαση για την οποία ο νόµος αξιώνει τύπο (π.χ. σύµβαση αντιπαροχής η οποία, εκτός από σύµβαση έργου, αποτελεί και σύµβαση για τη µεταβίβαση τµήµατος οικοπέδου στον Εργολάβο). ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ .ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ∆ΚΑΙΟΥ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ - ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2011-2012 © ∆ΙΟΝΥΣΙΟΣ Π. ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΣ, ∆ρ. Νοµικής Ειδικός Επιστήµονας, email: dflamb@econ.uoa.gr. Απαγορεύεται η αναδηµοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος, µε οποιονδήποτε τρόπο, τµηµατικά ή περιληπτικά, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα. 5 3.3 Μεσιτεία (ΑΚ 703-708) Με την αµφοτεροβαρή σύµβαση της Μεσιτείας ο ένας από τους συµβαλλόµενους (ο Εντολέας) υπόσχεται στον άλλον (τον Μεσίτη) αµοιβή: (α) για την µεσολάβηση του τελευταίου· ή (β) για την υπόδειξη ευκαιρίας (δηλαδή παροχή πληροφοριών), προκειµένου ο Εντολέας να µπορέσει να συνάψει σύµβαση. Η αµοιβή όµως προς τον Μεσίτη θα οφείλεται µόνο στη περίπτωση κατά την οποία η σύµβαση θα καταρτισθεί ως συνέπεια αυτής της µεσολάβησης ή αυτής της υπόδειξης ευκαιρίας (ΑΚ 703). Παράδειγµα: Ο Κ έχει ένα οικόπεδο στην Κερατέα το οποίο θέλει να πωλήσει. Αναθέτει στον µεσίτη Μ την ανεύρεση αγοραστή και συµφωνεί ότι εάν ο Μ του βρει αγοραστή, θα του δώσει ως αµοιβή το 5% από την τιµή πώλησης του οικοπέδου. 3.4 Εντολή (ΑΚ 713-729) Με τη σύµβαση αυτή ο ένας από τους συµβαλλόµενους (ο Εντολέας) αναθέτει υπόθεση στον άλλο (τον Εντολοδόχο), ο οποίος είναι υποχρεωµένος να διεξάγει την υπόθεση χωρίς αµοιβή (ΑΚ 713). Τα στοιχεία της Εντολής είναι τα εξής: • Υπόθεση • ∆ιεξαγωγή Υπόθεσης • Έλλειψη Αµοιβής Υπόθεση είναι οποιοδήποτε θέµα, υλικής ή νοµικής φύσεως, που αφορά την περιουσία ή το πρόσωπο του Εντολέα. Αν συµφωνηθεί αµοιβή τότε δεν πρόκειται για εντολή, αλλά για Σύµβαση Εργασίας ή Σύµβαση Έργου (βλ. ανωτέρω §§ 4.1 και 4.2). Ο Εντολοδόχος ευθύνεται για κάθε πταίσµα (ΑΚ 714). Παράδειγµα 1: Ο Χ αναθέτει, χωρίς αµοιβή, στον Ε (και ο Ε αναλαµβάνει την υποχρέωση έναντι του Χ) να βρει εντός δέκα ηµερών ένα καλό µεταχειρισµένο αυτοκίνητο µάρκας «BMW» προκειµένου στη συνέχεια να το αγοράσει ο Χ. Παράδειγµα 2: ο Χ αναλαµβάνει, χωρίς αµοιβή, την υποχρέωση έναντι του γείτονά του Ε να του βόσκει την αγελάδα του. Η Σύµβαση Εντολής είναι: - Ετεροβαρής (διότι κατά κανόνα δηµιουργεί δικαιώµατα µόνο για τον ένα συµβαλλόµενο, τον Εντολέα), - Χαριστική (διότι κατά κανόνα δεν συµφωνείται αντάλλαγµα), - κατά κανόνα Άτυπη (εκτός αν προβλέπεται τύπος για την δικαιοπραξία που θα καταρτίσει ο εντολοδόχος, οπότε υπόκειται στον ίδιο τύπο), - ελεύθερα ανακλητή οποτεδήποτε από τον Εντολέα. 3.5 Παρακαταθήκη (ΑΚ 822-833) Με τη Σύµβαση Παρακαταθήκης ο ένας συµβαλλόµενος (Θεµατοφύλακας) παραλαµβάνει από τον άλλο (Παρακαταθέτη) κινητό πράγµα για φύλαξη, το οποίο είναι υποχρεωµένος να αποδώσει (επιστρέψει στον Παρακαταθέτη) µόλις του ζητηθεί, ακόµη και πριν περάσει η προθεσµία φύλαξης που είχε συµφωνηθεί. Τα βασικά στοιχεία της Σύµβασης Παρακαταθήκης είναι τα εξής: • Πράγµα Κινητό • Φύλαξη του Πράγµατος. Παράδειγµα: Ο Α φεύγει για µεταπτυχιακά στις Η.Π.Α. και παραδίδει στον Π προς φύλαξη κατά τη διάρκεια της απουσίας του την συλλογή του από ακριβά γραµµατόσηµα (έγκυρη σύναψη σύµβασης παρακαταθήκης). Η Σύµβαση Παρακαταθήκης είναι: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ .ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ∆ΚΑΙΟΥ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ - ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2011-2012 © ∆ΙΟΝΥΣΙΟΣ Π. ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΣ, ∆ρ. Νοµικής Ειδικός Επιστήµονας, email: dflamb@econ.uoa.gr. Απαγορεύεται η αναδηµοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος, µε οποιονδήποτε τρόπο, τµηµατικά ή περιληπτικά, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα. 6 - Παραδοτική (διότι για την έγκυρη κατάρτισή της απαιτείται παραλαβή του προς φύλαξη πράγµατος από τον Θεµατοφύλακα) (ΑΚ 822), - ∆ιαρκής (διότι παρουσιάζει ορισµένη διάρκεια), - Άτυπη (διότι για την έγκυρη σύσταση της δεν απαιτεί ορισµένο τύπο) και - ατελώς Ετεροβαρής (αφού δηµιουργούνται από αυτήν κύριες υποχρεώσεις µόνο από την πλευρά του Θεµατοφύλακα και δευτερεύουσες υποχρεώσεις για τον Παρακαταθέτη (π.χ. καταβολή στον θεµατοφύλακα τυχόν δαπανών για τη φύλαξη του πράγµατος (ΑΚ 826 εδ. α΄)). Εάν συµφωνηθεί αµοιβή στον Θεµατοφύλακα για τη φύλαξη του πράγµατος, η Παρακαταθήκη µετατρέπεται σε Αµφοτεροβαρή Σύµβαση, αφού συνεπάγεται δικαιώµατα και υποχρεώσεις και για τα δύο συµβαλλόµενα µέρη (ΑΚ 822 εδ. β΄). Κατά τη φύλαξη του πράγµατος του Παρακαταθέτη ο Θεµατοφύλακας οφείλει να δείχνει την επιµέλεια που δείχνει και για τα δικά του πράγµατα. Εάν όµως έχει συµφωνηθεί αµοιβή για τη φύλαξη, ο Θεµατοφύλακας ευθύνεται για κάθε πταίσµα του (ακόµα και για ελαφρά αµέλεια). 3.6 Εταιρεία (ΑΚ 741-784) Εταιρία είναι η σύµβαση µε την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα (εταίροι) αναλαµβάνουν αµοιβαίως την υποχρέωση να επιδιώκουν µε κοινές εισφορές κοινό σκοπό, ιδίως οικονοµικό. Αποτέλεσµα της συµβάσεως αυτής είναι η δηµιουργία ενός νοµικού µορφώµατος που δεν έχει νοµική προσωπικότητα1. Πρόκειται για τη λεγόµενη αστική εταιρία. Ο σκοπός της Εταιρίας µπορεί να είναι ιδεαλιστικός ή οικονοµικός (όχι όµως εµπορικός διότι τότε η εταιρία καθίσταται εµπορική). 4. Παρεπόµενες Συµβάσεις Βασικό χαρακτηριστικό των Παρεπόµενων Συµβάσεων είναι ότι συνδέονται µε άλλη κύρια σύµβαση. Οι Παρεπόµενες Συµβάσεις ρυθµίζονται από τον Αστικό Κώδικα και είναι η Εγγύηση, ο Συµβιβασµός, η Αφηρηµένη Αναγνώριση Χρέους και η Έκταξη. 4.1 Εγγύηση (AK 847-870) Η Εγγύηση είναι σύµβαση µεταξύ του ∆ανειστή µιας υφιστάµενης Ενοχής-Σύµβασης και ενός τρίτου (Εγγυητής), µε την οποία ο τρίτος αναλαµβάνει απέναντι στον ∆ανειστή την ευθύνη ότι θα καταβληθεί η οφειλή που οφείλεται στον ∆ανειστή από τον Οφειλέτη της Ενοχής-Σύµβασης. Αν δηλαδή δεν καταβάλει ο Οφειλέτης καταβάλει ο τρίτος. Ο τρίτος ονοµάζεται Εγγυητής. Η οφειλή, την ευθύνη για την καταβολή της οποίας αναλαµβάνει ο Εγγυητής, ονοµάζεται Κύρια Οφειλή. Ο Οφειλέτης της Κύριας Οφειλής ονοµάζεται Πρωτοφειλέτης. Παράδειγµα: Ο οφειλέτης Ο (Πρωτοφειλέτης) οφείλει στον δανειστή ∆ 1000 Ευρώ από δάνειο (Κύρια ΟφειλήΠαροχή). Ο εγγυητής Ε συνάπτει σύµβαση µε τον ∆ και αναλαµβάνει αυτός την υποχρέωση έναντι του ∆ να του καταβάλει το χρηµατικό ποσό των 1000 ευρώ, εάν ο Ο δεν εκπληρώσει την υποχρέωσή του προς Παροχή (την Κύρια Οφειλή). ∆ Ο (Πρωτοφειλέτης οφείλει 1000 ευρώ στον ∆ – Κύρια Οφειλή) Ε (Εγγυητής – Αναλαµβάνει µε την Σύµβαση Εγγύησης έναντι του ∆ να πληρώσει τα 1000 ευρώ στον ∆, εάν δεν πληρώσει ο Ο) Τα στοιχεία της Σύµβασης Εγγύησης είναι τα εξής: • Ύπαρξη Κύριας Οφειλής 1 Η Αστική Εταιρία µπορεί να αποκτήσει νοµική προσωπικότητα αν συντρέχουν συνολικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: (α) Υπάρχει σχετική συµφωνία όλων των Εταίρων και (β) Ο σκοπός της Εταιρείας είναι οικονοµικός. (γ) Τηρηθούν οι διατυπώσεις δηµοσιότητας της οµόρρυθµης εµπορικής εταιρίας. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ .ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ∆ΚΑΙΟΥ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ - ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2011-2012 © ∆ΙΟΝΥΣΙΟΣ Π. ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΣ, ∆ρ. Νοµικής Ειδικός Επιστήµονας, email: dflamb@econ.uoa.gr. Απαγορεύεται η αναδηµοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος, µε οποιονδήποτε τρόπο, τµηµατικά ή περιληπτικά, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα. 7 • Ανάληψη υποχρέωσης από τον Εγγυητή για την εκπλήρωση της Κύριας Οφειλής. Η Σύµβαση Εγγύησης έχει παρεπόµενο χαρακτήρα: Η γένεση, το περιεχόµενο και η τύχη της ενοχής από την Εγγύηση εξαρτάται από την Κύρια Οφειλή. Η Σύµβαση Εγγύησης είναι Μονοµερώς Τυπική (η δήλωση βούλησης του Εγγυητή πρέπει να γίνει µε έγγραφο (Συστατικός Τύπος)) (ΑΚ 849). Η Εγγύηση είναι Σύµβαση µε τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: - Ενοχική και Υποσχετική (δεν επέρχεται µεταβίβαση δικαιώµατος, αλλά συνεπάγεται µόνο τη γέννηση ενοχικών υποχρεώσεων και αντίστοιχα δικαιωµάτων υπέρ και σε βάρος και των δύο συµβαλλόµενων), - Ετεροβαρής (δηµιουργεί υποχρεώσεις µόνο για τον Εγγυητή), 4.2 Συµβιβασµός (ΑΚ 871-872) Συµβιβασµός είναι η σύµβαση, µε την οποία οι συµβαλλόµενοι διαλύουν µε αµοιβαίες υποχωρήσεις µια φιλονικία τους ή µια αβεβαιότητα για κάποια έννοµη σχέση. 4.3 Αφηρηµένη Υπόσχεση ή Αναγνώριση Χρέους (ΑΚ 873-875) Αφηρηµένη υπόσχεση (αναγνώριση) χρέους είναι η σύµβαση, µε την οποία ο ένας συµβαλλόµενος (Οφειλέτης) υπόσχεται ή αναγνωρίζει χρέος (υποχρέωση προς Παροχή), έτσι ώστε µεταξύ των µερών να γεννιέται Ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία του χρέους. Παράδειγµα: Ο Α χρωστάει από προφορικό δάνειο στην Β 1000 ευρώ. Ο Α µε έγγραφή του δήλωση αναγνωρίζει ότι χρωστάει στην Β 1000 ευρώ, χωρίς καµιά αναφορά στην αιτία υπό την οποία οφείλονται τα χρήµατα (δηλαδή στην ύπαρξη του προφορικού δανείου). Η αφηρηµένη υπόσχεση (αναγνώριση) χρέους είναι σύµβαση: - Ενοχική και Υποσχετική (δεν επέρχεται µεταβίβαση δικαιώµατος, αλλά συνεπάγεται µόνο τη γέννηση ενοχικών υποχρεώσεων και αντίστοιχα δικαιωµάτων υπέρ και σε βάρος και των δύο συµβαλλόµενων) - Μονοµερώς τυπική (µόνο η δήλωση του Οφειλέτη για την υπόσχεση (αναγνώριση) χρέους πρέπει να γίνει µε έγγραφο (συστατικός τύπος)) - Ετεροβαρής (δηµιουργεί υποχρεώσεις µόνο για το ένα συµβαλλόµενο µέρος, τον Οφειλέτη). 4.4 Έκταξη (ΑΚ 876-887) Έκταξη είναι η δικαιοπραξία, µε την οποία το ένα συµβαλλόµενο µέρος (Εκτάσσων) εγχειρίζει, µε σκοπό καταρτίσεως της εκτάξεως, στο άλλο µέρος (Λήπτης) ένα έγγραφο (ονοµαστικό αξιόγραφο), µε το οποίο εξουσιοδοτούνται: (α) ο Λήπτης να εισπράξει από τρίτον (Εκτασσόµενος) Παροχή (χρηµατική ή άλλων αντικαταστατών πραγµάτων) (την οποία Παροχή οφείλει να εκπληρώσει ο Εκτάσσων (ως Οφειλέτης) προς τον Λήπτη (ως ∆ανειστή))· και (β) ο τρίτος (Εκτασσόµενος) να καταβάλει στο Λήπτη την ανωτέρω Παροχή, για λογαριασµό του Εκτάσσοντος. Παράδειγµα: Ο Α οφείλει στον Β 1000 ευρώ. Ο Γ οφείλει στον Α επίσης 1000 ευρώ. Με την παράδοση του εγγράφου της έκταξης στον Β, ο Α (Εκτάσσων) εξουσιοδοτεί: (α) τον Β (Λήπτη) να εισπράξει από τον Γ το ποσό αυτό και (β) τον Γ (Εκτασσόµενος) να καταβάλει το ποσό των 1000 ευρώ στον Β (δηλ. ο Γ να εκπληρώσει στον Β την παροχή του Α προς τον Β). Εάν ο Γ αποδεχθεί την έκταξη (µε σχετική γραπτή δήλωσή του στο έγγραφο της έκταξης) έναντι του Β, τότε είναι υποχρεωµένος έναντι στον Β να καταβάλει σε αυτόν την παροχή των 1000 Ευρώ (ΑΚ 877). Αφότου ο Γ καταβάλει τα 1000 ευρώ στον Β, επέρχεται εξόφληση του χρέους (της υποχρέωσης προς Παροχή) του Α προς τον Β. Α Β (Α οφείλει 1000 ευρώ στον Β) Α (Εκτάσσων) Γ (Εκτασσόµενος) Γ Α (Γ οφείλει 1000 ευρώ στον Α) Β (Λήπτης) Ο Α εξουσιοδοτεί τον Γ να καταβάλει τα 1000 ευρώ (που ο Γ του οφείλει) στον Β ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ .ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ∆ΚΑΙΟΥ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ - ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2011-2012 © ∆ΙΟΝΥΣΙΟΣ Π. ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΣ, ∆ρ. Νοµικής Ειδικός Επιστήµονας, email: dflamb@econ.uoa.gr. Απαγορεύεται η αναδηµοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος, µε οποιονδήποτε τρόπο, τµηµατικά ή περιληπτικά, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα. 8 ΙΙ. ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΟ ∆ΙΚΑΙΟ - ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ Βιβλιογραφία: Α Γεωργιάδης /Μ Σταθόπουλος, Αστικός Κώδιξ – Κατ’ Άρθρο Ερµηνεία, (V Εµπράγµατο ∆ίκαιο (άρθρα 947-1117) (∆ίκαιο & Οικονοµία, Π Ν Σάκκουλας (1985)). Μ Σταθόπουλος /Μ Αυγουστιανάκης (επιµ.), Εισαγωγή στο αστικό δίκαιο (εκδ. Α Ν Σάκκουλα, 1986). Φ ∆ωρής, Εισαγωγή στο Αστικό ∆ίκαιο, Εγχειρίδιο, Γ’ Τεύχος (εκδ. Α Ν Σάκκουλα Αθήνα – Κοµοτηνή 1991). Φ ∆ωρής, Η Εµπράγµατη Ασφάλεια (εκδ. Α Ν Σάκκουλα, Αθήνα-Κοµοτηνή 1986). Φ ∆ωρής, Εισαγωγή στο Αστικό ∆ίκαιο – 100 Πρακτικά Θέµατα – ∆ιδακτικό Βοήθηµα (εκδ. Α Ν Σάκκουλα Αθήνα – Κοµοτηνή 1990. Α Σ Γεωργιάδης, Εµπράγµατο ∆ίκαιο, Τόµος Ι (1991), Τόµος ΙΙ (1993) (εκδ. Α Ν Σάκκουλα, Αθήνα-Κοµοτηνή). Κ Α Βαβούσκος, Εγχειρίδιο Αστικού ∆ικαίου (Ε΄ Έκδοση, 1995, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη). Κ ∆ Παναγόπουλος, ∆ιάγραµµα Αστικού ∆ικαίου – Εισαγωγή στο δίκαιο και στο αστικό δίκαιο (εκδ. Π Ν Σάκκουλας, 1999). Π Αγαλλοπούλου, Εισαγωγή στο Αστικό ∆ίκαιο (2003). Αλ. Βάρκα – Αδάµη, Εισαγωγή στο Αστικό ∆ίκαιο (εκδ. Α Ν Σάκκουλα, Αθήνα – Κοµοτηνή 2005). Ι Σ Σπυριδάκης, Εισηγήσεις Αστικού ∆ικαίου (∆΄ Έκδοση, εκδ. Α Ν Σάκκουλα Αθήνα – Κοµοτηνή 2006). 1. Εµπράγµατο ∆ίκαιο – Έννοια – Βασικές Αρχές Το Εµπράγµατο ∆ίκαιο (άρθρα 947-1345) περιέχει κανόνες που ρυθµίζουν της εξουσιαστικές σχέσεις των προσώπων προς τα πράγµατα (εµπράγµατες σχέσεις), τις φυσικές δυνάµεις ή τα δικαιώµατα (δηλαδή η κυριότητα, οι εµπράγµατες ασφάλειες κτλ.). Εµπράγµατο δικαίωµα είναι το δικαίωµα που παρέχει άµεση και έναντι όλων (απόλυτη) εξουσία πάνω σε Πράγµα ή ∆ικαίωµα (Απόλυτο ∆ικαίωµα) (βλ. της ανωτέρω Κεφάλαιο ΙΙ § 2.2). Ορισµένες από τις Βασικές Αρχές που διέπουν το Εµπράγµατο ∆ίκαιο είναι οι ακόλουθες: (α) Η Αρχή του Περιορισµένου Αριθµού των Εµπραγµάτων ∆ικαιωµάτων: Τα Εµπράγµατα ∆ικαιώµατα είναι µόνο αυτά που προβλέπονται από το νόµο, δηλαδή η Κυριότητα, οι ∆ουλείες, το Ενέχυρο και η Υποθήκη (ΑΚ 973). Άρα δεν είναι δυνατή: (i) η δηµιουργία νέων Εµπράγµατων ∆ικαιωµάτων µε συµφωνία των µερών και (ii) η απόκλιση από αυτά που προβλέπει ο νόµος για το περιεχόµενο του κάθε δικαιώµατος (δηλαδή τα Εµπράγµατα ∆ικαιώµατα πρέπει να έχουν τη µορφή που προβλέπει ο νόµος). (β) Η Αρχή της Ειδικότητας: Τα Εµπράγµατα ∆ικαιώµατα µπορούν να συσταθούν και να υπάρξουν µόνο σε εξατοµικευµένα και συγκεκριµένα Πράγµατα (όχι δηλαδή σε ένα γενικά και αόριστα περιγραφόµενο πράγµα ή σε ένα ιδεατό σύνολο πραγµάτων). Παράδειγµα: ∆εν µπορώ να πω ότι συστήνω γενικά και αόριστα υποθήκη «σε κάποιο διαµέρισµά µου», αλλά η υποθήκη επιβαρύνει το διαµέρισµά µου που βρίσκεται στην οδό Ανθέων, αρ. 16 στο Χαλάνδρι στον 3ο όροφο πολυκατοικίας και περιγράφεται στο από 10.12.2006 διάγραµµα του πολιτικού µηχανικού Χ. (γ) Η Αρχή της ∆ηµοσιότητας: Ο καθένας πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ελέγξει και να διαπιστώσει τα Εµπράγµατα ∆ικαιώµατα που έχουν συσταθεί επί Πράγµατος ούτως ώστε να δύναται να τα σεβαστεί (καθώς τα Εµπράγµατα ∆ικαιώµατα είναι απόλυτα και αναπτύσσουν ισχύ έναντι όλων). Παράδειγµα: Οι υποθήκες και οι προσηµειώσεις υποθηκών επί ακινήτων καταχωρίζονται στα βιβλία υποθηκών που βρίσκονται στα αρµόδια υποθηκοφυλακεία και ο καθένας µπορεί να ελέγξει την κατάσταση του ακινήτου που τον-την ενδιαφέρει. (δ) Η Αρχή της Χρονικής Προτεραιότητας: Εάν σε ένα πράγµα υπάρχουν περισσότερα Εµπράγµατα ∆ικαιώµατα το προγενέστερο Εµπράγµατο ∆ικαίωµα υπερισχύει από το µεταγενέστερο. Παράδειγµα: Επί του ακινήτου του Α η Τράπεζα Τ1 έχει εγγράψει υποθήκη προς εξασφάλιση ∆ανείου την 1.12.2006 και την ίδια ηµέρα η υποθήκη καταχωρίζεται στο βιβλίο υποθηκών του αρµόδιου υποθηκοφυλακείου. Κατόπιν επί του ίδιου ακινήτου του Α εγγράφει (στα βιβλία υποθηκών του αρµόδιου υποθηκοφυλακείου) την 10.12.2006 υποθήκη η Τράπεζα Τ2 προς εξασφάλιση δεύτερου δανείου. Η υποθήκη της Τ1 (υποθήκη πρώτης τάξεως) προηγείται από την υποθήκη της Τ2 (υποθήκη δεύτερης τάξεως). ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ .ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ∆ΚΑΙΟΥ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ - ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2011-2012 © ∆ΙΟΝΥΣΙΟΣ Π. ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΣ, ∆ρ. Νοµικής Ειδικός Επιστήµονας, email: dflamb@econ.uoa.gr. Απαγορεύεται η αναδηµοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος, µε οποιονδήποτε τρόπο, τµηµατικά ή περιληπτικά, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα. 9 2. Πράγµατα – ∆ιακρίσεις των Πραγµάτων Πράγµατα είναι τα ενσώµατα αντικείµενα, δηλαδή αυτά που έχουν υλική υπόσταση. Το Πράγµα είναι αυθύπαρκτο (αποτελεί αυτοτελή οντότητα), απρόσωπο (αντιδιαστέλλεται από το φυσικό πρόσωπο) και είναι δεκτικό ανθρώπινης εξουσίασης. Τα Πράγµατα διακρίνονται σε: - Ακίνητα-Κινητά: Ακίνητα είναι το έδαφος και τα συστατικά του µέρη. Κινητά είναι όσα δεν είναι Ακίνητα (ΑΚ 948). - Αντικαταστατά-Αναντικατάστατα: Αντικαταστατά είναι τα Κινητά που προσδιορίζονται συνήθως στις συναλλαγές µε αριθµό, µέτρο ή σταθµά (ΑΚ 950), έτσι ώστε σε περίπτωση που χαθούν µπορεί να αντικατασταθούν µε άλλα (π.χ. φρούτα, ύφασµα, στάρι, χρήµα κλπ.). Αναντικατάστατα είναι τα Ακίνητα και όσα Κινητά δεν µπορούν να αντικατασταθούν αν χαθούν επειδή µε βάση τις αντιλήψεις των συναλλαγών είναι µοναδικά (π.χ. ένα άγαλµα, πίνακας ζωγραφικής, έπιπλα). - Κύρια-Παρεπόµενα: Κύριο είναι κάθε Ακίνητο ή Κινητό Πράγµα ώστε τα µέρη που είναι συνδεδεµένα µε αυτό ή που το εξυπηρετούν (κύριο είναι το πράγµα που κατά της αντιλήψεις των συναλλαγών επιτελεί τη σηµαντικότερη λειτουργία). Ειδικότερα παρεπόµενο είναι το πράγµα που κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών εξυπηρετεί το κύριο πράγµα (π.χ. το σπίτι είναι το κύριο πράγµα, ενώ τα έπιπλα της σπιτιού είναι τα παρεπόµενα, ως της το κύριο, πράγµατα). Τα Παρεπόµενα πράγµατα περαιτέρω χωρίζονται σε Συστατικά και Παραρτήµατα. - Πράγµατα εκτός Συναλλαγής: Είναι τα πράγµατα που δεν µπορούν να αποτελέσουν αντικείµενο συναλλαγών και περιλαµβάνουν (ΑΚ 966): (α) τα κοινά σε όλους (π.χ. ο ατµοσφαιρικός αέρας, η ανοιχτή θάλασσα), (β) τα κοινόχρηστα, δηλαδή τα πράγµατα που έχουν τεθεί στη διάθεση του ανώνυµου κοινού, για να χρησιµοποιούνται από αυτό σύµφωνα µε τον προορισµό του (π.χ. οι δρόµοι, οι πλατείες, οι γιαλοί, τα λιµάνια, οι όρµοι, οι όχθες πλεύσιµων ποταµών, οι µεγάλες λίµνες και οι όχθες της κτλ.), και (γ) τα πράγµατα που είναι προορισµένα να εξυπηρετούν δηµόσιους, δηµοτικούς, κοινοτικούς ή θρησκευτικούς σκοπούς (π.χ. κρατικά, δηµοτικά, κοινοτικά κτίρια για την εγκατάσταση δηµόσιων υπηρεσιών, ναοί, µοναστήρια κλπ). 3. Νοµή και Κατοχή – Έννοια Νοµή είναι η φυσική εξουσία που κάποιος ασκεί πάνω σε ένα Πράγµα µε «διάνοια κυρίου» (ΑΚ 974) συµπεριφερόµενος δηλαδή ως κύριος, είτε γιατί το Πράγµα είναι νόµιµα δικό του, είτε γιατί αυθαίρετα το θεωρεί δικό του. Ο νόµος προβλέπει τρόπους για την προστασία της νοµής. Παράδειγµα: Ο νόµιµος κύριος της αυτοκινήτου, αλλά και αυτός που έκλεψε ένα αυτοκίνητο είναι νοµέας (και οι δύο συµπεριφέρονται ως κύριοι). Κατοχή είναι η φυσική εξουσία που κάποιος ασκεί σε ένα Πράγµα χωρίς «διάνοια κυρίου», (ΑΚ 974) δηλαδή χωρίς να συµπεριφέρεται ως κύριος. Παράδειγµα: Ο Μισθωτής (ενοικιαστής) ενός σπιτιού είναι κάτοχος (δεν συµπεριφέρεται ως κύριος, αλλά ως µισθωτής δυνάµει σύµβασης µίσθωσης). Οµοίως αυτός που χρησιµοποιεί κινητό πράγµα δυνάµει σύµβασης χρησιδανείου (χρησάµενος). Η διαφορά Νοµής και Κατοχής έγκειται στο υποκειµενικό στοιχείο. Ενώ ο κάτοχος ασκεί τη φυσική εξουσία µε τη θέληση εξουσιάσεως του πράγµατος στο όνοµα κάποιου άλλου (δηλαδή χωρίς διάνοια κυρίου), ο νοµέας ασκεί τη φυσική εξουσία µε τη θέληση εξουσιάσεως του πράγµατος στο δικό του όνοµα (σαν να ήταν το πράγµα δικό του, δηλαδή µε διάνοια κυρίου). 10 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ .ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ∆ΚΑΙΟΥ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ - ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2011-2012 © ∆ΙΟΝΥΣΙΟΣ Π. ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΣ, ∆ρ. Νοµικής Ειδικός Επιστήµονας, email: dflamb@econ.uoa.gr. Απαγορεύεται η αναδηµοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος, µε οποιονδήποτε τρόπο, τµηµατικά ή περιληπτικά, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα. 4. Κυριότητα 4.1 Έννοια Κυριότητα είναι το Εµπράγµατο ∆ικαίωµα που παρέχει στον δικαιούχο άµεση, απόλυτη και καθολική εξουσία πάνω στο Πράγµα, δηλαδή εξουσία που εκτείνεται σε όλες τις χρησιµότητες του Πράγµατος (εκτός αν η εξουσία αυτή αποκλείεται από το νόµο ή από δικαίωµα τρίτου) (Αρχή της Καθολικότητας) (βλ. ΑΚ 1000). 4.2 • Μεταβίβαση Κυριότητας Για τη Μεταβίβαση της Κυριότητας σε Κινητό Πράγµα απαιτείται (ΑΚ 1034): (α) Να υπάρχει Σύµβαση-Συµφωνία για τη µεταβίβαση της Κυριότητας µεταξύ εκείνου που µεταβιβάζει και εκείνου που αποκτά την κυριότητα (Εµπράγµατη-Εκποιητική συµφωνία η οποία είναι Άτυπη και Αναιτιώδης) (Μεταβιβαστική Συµφωνία), και (β) Παράδοση της νοµής του Κινητού από αυτόν που µεταβιβάζει σε αυτόν που αποκτά την Κυριότητα (Παράδοση Νοµής). Υπό προϋποθέσεις είναι δυνατή η κτήση κυριότητας Κινητού από µη κύριο (αν ο αποκτών είναι καλόπιστος) (Καλόπιστη Κτήση Κυριότητας) (ΑΚ 1036). Παράδειγµα: Ο Α δυνάµει σύµβασης χρησιδανείου παρέδωσε στον Β ένα βιβλίο για 10 ηµέρες προκειµένου ο Β να το διαβάσει (εποµένως το βιβλίο βρίσκεται στην κατοχή του Β για δέκα ηµέρες). Την επόµενη ηµέρα ο Β πωλεί και µεταβιβάζει το βιβλίο στον Γ και του το παραδίδει. Αν ο Γ είναι καλόπιστος (δηλαδή δε γνωρίζει ούτε από βαριά αµέλεια αγνοεί ότι το βιβλίο δεν ανήκει στον Β), αποκτά κυριότητα επί του βιβλίου. Αν ο Γ είναι κακόπιστος (δηλαδή γνωρίζει ή εξαιτίας βαριάς αµέλειας αγνοεί ότι το βιβλίο δεν ανήκει στον Β), δεν αποκτά κυριότητα επί του βιβλίου. • Για τη Μεταβίβαση της Κυριότητας σε Ακίνητο απαιτείται (ΑΚ 1033): (α) Σύµβαση-Συµφωνία µεταξύ αυτού που µεταβιβάζει (Μεταβιβάζων) και αυτού που αποκτά την κυριότητα (Αποκτών) για τη µεταβίβαση της Κυριότητας (Εµπράγµατη-Εκποιητική Συµφωνία η οποία είναι Τυπική και Αιτιώδης) (Μεταβιβαστική Συµφωνία), (β) Η Μεταβίβαση να γίνεται για κάποια Νόµιµη Αιτία (π.χ. υφιστάµενη Ενοχική-Υποσχετική σύµβαση πώλησης) (Νόµιµη Αιτία) (γ) Ο Μεταβιβάζων (δηλαδή αυτός που µεταβιβάζει) να είναι Κύριος του Ακινήτου (η κτήση Κυριότητας από µη κύριο δεν αναγνωρίζεται στα Ακίνητα) (Κυριότητα Μεταβιβάζοντος) (δ) Η Μεταβιβαστική Συµφωνία να γίνεται µε Συµβολαιογραφικό Έγγραφο (Συµβολαιογραφικό Έγγραφο), (ε) Η Μεταβιβαστική Συµφωνία να µεταγραφεί στα δηµόσια βιβλία µεταγραφών στο αρµόδιο Υποθηκοφυλακείο (δηλαδή το υποθηκοφυλακείο της περιφέρειας του Ακινήτου) (Μεταγραφή). 5. Εµπράγµατη Ασφάλεια 5.1 Έννοια – Βασικές Αρχές Ο Αστικός Κώδικας ρυθµίζει δύο είδη δικαιωµάτων Εµπράγµατης Ασφάλειας το Ενέχυρο (σε Κινητά Πράγµατα ή Περιουσιακά ∆ικαιώµατα) και την Υποθήκη (σε Ακίνητα). Οι Βασικές Αρχές που διέπουν τα ∆ικαιώµατα Εµπράγµατης Ασφάλειας είναι η Αρχή του Περιορισµένου Αριθµού, η Αρχή της Ειδικότητας, η Αρχή της ∆ηµοσιότητας, η Αρχή του Κλειστού Αριθµού, η Αρχή της Χρονικής Προτεραιότητας (που αναλύθηκαν ανωτέρω βλ. παράγραφο αρ. 1) καθώς και οι ακόλουθες δύο αρχές: (α) Η Αρχή του Παρεποµένου: Τα ∆ικαιώµατα Εµπράγµατης Ασφάλειας του Ενεχύρου και της Υποθήκης προϋποθέτουν την ύπαρξη Απαίτησης την εκπλήρωση της οποίας εξασφαλίζουν. Είναι δηλαδή Παρεπόµενα ∆ικαιώµατα της Κύριας Απαίτησης χωρίς την οποία δεν µπορούν να 11 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ .ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ∆ΚΑΙΟΥ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ - ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2011-2012 © ∆ΙΟΝΥΣΙΟΣ Π. ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΣ, ∆ρ. Νοµικής Ειδικός Επιστήµονας, email: dflamb@econ.uoa.gr. Απαγορεύεται η αναδηµοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος, µε οποιονδήποτε τρόπο, τµηµατικά ή περιληπτικά, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα. υπάρξουν. Εποµένως, εάν η ασφαλιζόµενη Απαίτηση δεν υπάρχει ή απορρέει από άκυρη δικαιοπραξία, τότε είναι άκυρη και η σύσταση του Ενεχύρου και της Υποθήκης. (β) Η Αρχή του Αδιαιρέτου: Εάν διαιρεθεί η Κύρια Απαίτηση η οποία εξασφαλίζεται µε το Ενέχυρο ή την Υποθήκη, δεν διαιρείται ανάλογα ούτε το Ενέχυρο, ούτε η Υποθήκη, αλλά κάθε ένα από αυτά τα δικαιώµατα υπάρχει αδιαίρετο για κάθε τµήµα της Κύριας Απαίτησης. Εποµένως, η Υποθήκη και το Ενέχυρο παραµένουν και ασφαλίζουν την όλη Απαίτηση µέχρι την ολοσχερή εξόφλησή της. Άρα όσο υπάρχει υπόλοιπο της ασφαλιζόµενης Απαίτησης, εξακολουθούν να υφίστανται και να παραµένουν αναλλοίωτα τα Ενέχυρα και οι Υποθήκες που την εξασφαλίζουν. 5.2 Ενέχυρο (ΑΚ 1209-1256) 5.2.1 Έννοια και Λειτουργία του Ενεχύρου Το Ενέχυρο επιβαρύνει την κυριότητα Κινητού Πράγµατος. Το Ενέχυρο αποτελεί δικαίωµα Εµπράγµατης Ασφάλειας που αποσκοπεί στην εξασφάλιση Απαίτησης µε την προνοµιακή ικανοποίηση του ∆ανειστή από το Πράγµα. Η προνοµιακή ικανοποίηση επιδιώκεται µε την αναγκαστική εκποίηση του Πράγµατος σε δηµόσιο πλειστηριασµό και τη διανοµή του πλειστηριάσµατος (από το οποίο πρώτα θα ικανοποιηθεί ο δικαιούχος του Ενεχύρου και κατόπιν οι λοιποί δανειστές που δεν έχουν προγενέστερο ενέχυρο επί του πράγµατος). Παράδειγµα: Ο Α δανείζεται από την Β το ποσό των 1.000 ευρώ για έξι µήνες. Ο Α έχει υποχρέωση (και η Β απαίτηση αντίστοιχα (Κύρια Απαίτηση) για αποπληρωµή του κεφαλαίου κατά το συµφωνηθέν χρονικό σηµείο. Η Α για την εξασφάλιση της Κύριας Απαίτησης συστήνει ενέχυρο στο χρυσό του ρολόι υπέρ της Β και παραδίδει το ρολόι στην Β. Αυτό σηµαίνει ότι εάν ο Α δεν εκπληρώσει την υποχρέωσή του της Παροχή (επιστροφή του ποσού στην Β εντός έξι µηνών) η Β µπορεί να ικανοποιηθεί προνοµιακά (έναντι άλλων πιθανών δανειστών που δεν έχουν προγενέστερο ενέχυρο επί του ρολογιού) από το προϊόν από τον πλειστηριασµό του ρολογιού του Α. Το Ενέχυρο διακρίνεται σε: (α) Συµβατικό Ενέχυρο: Είναι το ενέχυρο που συνιστάται µε δικαιοπραξία-σύµβαση (συµφωνία των µερών) (ΑΚ 1209-1211) και (β) Νόµιµο Ενέχυρο: Είναι το ενέχυρο που προβλέπει ο νόµος υπέρ ορισµένων προσώπων για την εξασφάλιση ορισµένης κατηγορίας απαιτήσεών της 2. Αυτός ο οποίος είναι ο κύριος του κινητού πράγµατος επί του οποίου θα συσταθεί το Ενέχυρο ονοµάζεται Ενεχυραστής. Αυτός υπέρ του οποίου συνιστάται το Ενέχυρο ονοµάζεται Ενεχυρούχος ∆ανειστής. Ο Ενεχυραστής µπορεί να είναι: (α) συγχρόνως και ο Οφειλέτης της εξασφαλιζόµενης Απαίτησης ή (β) πρόσωπο άλλο (διάφορο) από τον Οφειλέτη της εξασφαλιζόµενης Απαίτησης. Παράδειγµα: Η ∆ (∆ανειστής) δίδει δάνειο στον Ο (Οφειλέτης) 1.000 ευρώ µε την υποχρέωση να της επιστρέψει το ποσό σε έξι µήνες. Εποµένως, η ∆ έχει Απαίτηση κατά του Ο, για την επιστροφή των 1.000 ευρώ σε έξι µήνες (Απαίτηση). • Προς εξασφάλιση της Απαίτησης της ∆ κατά του Ο, ο Ο παραχωρεί ενέχυρο υπέρ της ∆ στο χρυσό του ρολόι το οποίο παραδίδει στην ∆. Η ∆ είναι Ενεχυρούχος ∆ανειστής και ο Ο είναι Ενεχυραστής. ∆ (∆ανειστής) Ο (Οφειλέτης): Η ∆ (∆ανειστής) έχει Απαίτηση κατά του Ο (Οφειλέτης) για επιστροφή των 1.000 ευρώ Ο (Ενεχυραστής) ∆ (Ενεχυρούχος ∆ανειστής) Ο Ενεχυραστής (Ο) παραχωρεί Ενέχυρο υπέρ της ∆ (Ενεχυρούχος ∆ανειστής) προς εξασφάλιση της Απαίτησης της ∆ κατά του Ο. Οφειλέτης της εξασφαλιζόµενης Απαίτησης και ο Ενεχυραστής είναι το ίδιο πρόσωπο, δηλαδή ο Ο. 2 Κύριο χαρακτηριστικό του Νόµιµου Ενεχύρου είναι η αυτοδίκαιή του κτήση από τον Ενεχυρούχο ∆ανειστή. Σηµαντική περίπτωση νόµιµου ενεχύρου είναι το νόµιµο ενέχυρο που έχει ο Εκµισθωτής στα κινητά πράγµατα που εισκοµίστηκαν στο µίσθιο για την εξασφάλισή του από τα τυχόν καθυστερούµενα µισθώµατα (δηλαδή από µισθώµατα τα οποία έχει καθυστερήσει να καταβάλει ο Μισθωτής). 12 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ .ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ∆ΚΑΙΟΥ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ - ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2011-2012 © ∆ΙΟΝΥΣΙΟΣ Π. ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΣ, ∆ρ. Νοµικής Ειδικός Επιστήµονας, email: dflamb@econ.uoa.gr. Απαγορεύεται η αναδηµοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος, µε οποιονδήποτε τρόπο, τµηµατικά ή περιληπτικά, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα. • Προς εξασφάλιση της Απαίτησης της ∆ κατά του Ο, η Μ (µητέρα του Ο) παραχωρεί ενέχυρο υπέρ της ∆ στο διαµαντένιο της δαχτυλίδι το οποίο παραδίδει στην ∆. Η ∆ είναι Ενεχυρούχος ∆ανειστής και η Μ είναι Ενεχυραστής. ∆ (∆ανειστής) Ο (Οφειλέτης) Η ∆ (∆ανειστής) έχει Απαίτηση κατά του Ο (Οφειλέτης) για επιστροφή των 1.000 ευρώ Μ (Ενεχυραστής) ∆ (Ενεχυρούχος ∆ανειστής) Η Μ (Ενεχυραστής) παραχωρεί Ενέχυρο υπέρ της ∆ (Ενεχυρούχος ∆ανειστής) της εξασφάλιση της Απαίτησης της ∆ (∆ανειστής) κατά του Ο (Οφειλέτης). Η Μ (Ενεχυραστής) είναι Τρίτο Πρόσωπο σε σχέση µε την Απαίτηση. Εποµένως ο Οφειλέτης (Ο) της εξασφαλιζόµενης Απαίτησης είναι άλλο πρόσωπο από τον Ενεχυραστή (Μ). Επισηµαίνεται ότι µε το Ν. 2844/2000 προβλέπεται και η σύσταση ενεχύρου σε κινητά χωρίς παράδοση καθώς και η σύσταση κυµαινόµενης ασφάλειας (floating charge). Στην περίπτωση αυτή απαιτείται σύµβαση και καταχώριση της σύµβασης στο αρµόδιο ενεχυροφυλακείο (δηλ. το ενεχυροφυλακείο του τόπου όπου βρίσκεται η έδρα του ενεχυραστή). 5.2.2 Σύσταση Συµβατικού Ενεχύρου Για τη σύσταση του Συµβατικού Ενεχύρου απαιτείται (ΑΚ 1211): (α) Παράδοση του Κινητού Πράγµατος (επί του οποίου συνιστάται το Ενέχυρο) από τον Ενεχυραστή στον Ενεχυρούχο ∆ανειστή (Παράδοση Πράγµατος στον Ενεχυρούχο ∆ανειστή), και (β) Συµφωνία ανάµεσα στον Ενεχυραστή και στον Ενεχυρούχο ∆ανειστή για τη σύσταση του Ενεχύρου, η οποία θα πρέπει να γίνει µε συµβολαιογραφικό έγγραφο ή µε έγγραφο βέβαιης χρονολογίας (Συµφωνία Ενεχυραστή και Ενεχυρούχου ∆ανειστή). 5.3 Υποθήκη (ΑΚ 1257-1345) 5.3.1 Έννοια και Λειτουργία της Υποθήκης Υποθήκη είναι το Εµπράγµατο ∆ικαίωµα που συνίσταται πάνω σε ξένο Ακίνητο για την εξασφάλιση Απαίτησης µε την προνοµιακή ικανοποίηση του ∆ανειστή από το Ακίνητο. Η προνοµιακή ικανοποίηση επιδιώκεται µε την αναγκαστική εκποίηση του Ακινήτου σε δηµόσιο πλειστηριασµό και τη διανοµή του πλειστηριάσµατος (από το οποίο πρώτα θα ικανοποιηθεί ο δικαιούχος της Υποθήκης και κατόπιν οι λοιποί δανειστές που δεν έχουν προγενέστερη Υποθήκη επί του Ακινήτου) Παράδειγµα: Ο Α δανείζεται από την Τράπεζα το ποσό των 100.000 ευρώ για 10 χρόνια. Ο Α έχει υποχρέωση προς την Τράπεζα (και η Τράπεζα απαίτηση αντίστοιχα κατά του Α (Κύρια Απαίτηση) για πληρωµή τόκων και αποπληρωµή του κεφαλαίου κατά το συµφωνηθέν χρονικό σηµείο. Η Τράπεζα για την εξασφάλιση της Κύριας Απαίτησης εγγράφει Υποθήκη στο διαµέρισµα του Α. Αυτό σηµαίνει ότι εάν ο Α δεν εκπληρώσει την υποχρέωσή του προς Παροχή (καταβολή των τόκων και του κεφαλαίου κατά την ηµεροµηνία καταβολής/αποπληρωµής) η Τράπεζα µπορεί να ικανοποιηθεί προνοµιακά (έναντι άλλων πιθανών δανειστών που δεν έχουν προγενέστερη υποθήκη επί του διαµερίσµατος) από το προϊόν από τον πλειστηριασµό του διαµερίσµατος του Α. Όποιος είναι ο κύριος του Ακινήτου επί του οποίου θα συσταθεί η Υποθήκη ονοµάζεται Ενυπόθηκος Οφειλέτης. Αυτός υπέρ του οποίου συνιστάται η Υποθήκη ονοµάζεται Ενυπόθηκος ∆ανειστής. Ο Ενυπόθηκος Οφειλέτης µπορεί να είναι: (α) συγχρόνως και ο Οφειλέτης της εξασφαλιζόµενης Απαίτησης ή (β) πρόσωπο άλλο (διάφορο) από τον Οφειλέτη της εξασφαλιζόµενης Απαίτησης. Παράδειγµα: Η ∆ (∆ανειστής) δίδει δάνειο στον Ο (Οφειλέτης) 100.000 ευρώ µε την υποχρέωση να της επιστρέψει το ποσό σε έξι µήνες. Εποµένως, η Χ έχει Απαίτηση κατά του Ο, για την επιστροφή των 100.000 ευρώ σε έξι µήνες (Απαίτηση). • Προς εξασφάλιση της Απαίτησης της ∆ κατά του Ο, ο Ο παραχωρεί υποθήκη υπέρ της ∆ στο ακίνητό του. Η ∆ είναι Ενυπόθηκος ∆ανειστής και ο Ο είναι Ενυπόθηκος Οφειλέτης. ∆ (∆ανειστής) Ο (Οφειλέτης) Η ∆ (∆ανειστής) έχει Απαίτηση κατά του Ο (Οφειλέτης) για επιστροφή των 100.000 ευρώ 13 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ .ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ∆ΚΑΙΟΥ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ - ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2011-2012 © ∆ΙΟΝΥΣΙΟΣ Π. ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΣ, ∆ρ. Νοµικής Ειδικός Επιστήµονας, email: dflamb@econ.uoa.gr. Απαγορεύεται η αναδηµοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος, µε οποιονδήποτε τρόπο, τµηµατικά ή περιληπτικά, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα. Ο (Ενυπόθηκος Οφειλέτης) ∆ (Ενυπόθηκος ∆ανειστής) Ο Ενυπόθηκος Οφειλέτης (Ο) παραχωρεί Υποθήκη υπέρ της ∆ (Ενυπόθηκος ∆ανειστής) προς εξασφάλιση της Απαίτησης της ∆ κατά αυτού. Εποµένως, ο Οφειλέτης της εξασφαλιζόµενης Απαίτησης και ο Ενυπόθηκος Οφειλέτης είναι το ίδιο πρόσωπο, δηλαδή ο Ο. • Προς εξασφάλιση της Απαίτησης της ∆ κατά του Ο, η Μ (µητέρα του Ο) παραχωρεί υποθήκη υπέρ της ∆ στο ακίνητό της. Η ∆ είναι Ενυπόθηκος ∆ανειστής και η Μ είναι Ενυπόθηκος Οφειλέτης. ∆ (∆ανειστής) Ο (Οφειλέτης) Η ∆ έχει Απαίτηση κατά του Ο για επιστροφή των 100.000 ευρώ Μ (Ενυπόθηκος Οφειλέτης) ∆ (Ενυπόθηκος ∆ανειστής) Η Μ (Ενυπόθηκος Οφειλέτης) παραχωρεί Υποθήκη υπέρ της ∆ (Ενυπόθηκος ∆ανειστής) προς εξασφάλιση της Απαίτησης της ∆ (∆ανειστής) κατά του Ο (Οφειλέτης). Η Μ (Ενυπόθηκος Οφειλέτης) είναι Τρίτο Πρόσωπο σε σχέση µε την Απαίτηση της ∆ κατά του Ο. Εποµένως ο Οφειλέτης (Ο) της εξασφαλιζόµενης Απαίτησης είναι άλλο πρόσωπο από τον Ενυπόθηκο Οφειλέτη (Μ). 5.3.2 Προϋποθέσεις Εγγραφής Υποθήκης Προϋποθέσεις για την εγγραφή Υποθήκης είναι (ΑΚ 1260 επ.): (α) (β) Τίτλος (δηλαδή δικαίωµα) για την εγγραφή της Υποθήκης. Η Υποθήκη µπορεί ειδικότερα να εγγραφεί: (i) µε Τίτλο από Ιδιωτική Βούληση (π.χ. µονοµερής συµβολαιογραφική δήλωση του κυρίου του Ακινήτου ή σύµβαση µεταξύ του Ενυπόθηκου Οφειλέτου και του Ενυπόθηκου ∆ανειστή), (ii) µε ∆ικαστική Απόφαση ή (iii) µε Τίτλο από το Νόµο. Εγγραφή της Υποθήκης στο βιβλίο Υποθηκών του αρµόδιου Υποθηκοφυλακείου (δηλαδή στο Υποθηκοφυλακείο της περιφέρειας του Ακινήτου). 14 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ .ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ∆ΚΑΙΟΥ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ - ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2011-2012 © ∆ΙΟΝΥΣΙΟΣ Π. ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΣ, ∆ρ. Νοµικής Ειδικός Επιστήµονας, email: dflamb@econ.uoa.gr. Απαγορεύεται η αναδηµοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος, µε οποιονδήποτε τρόπο, τµηµατικά ή περιληπτικά, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα. ΙΙI. ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ∆ΙΚΑΙΟ - ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ Βιβλιογραφία: Μ Σταθόπουλος /Μ Αυγουστιανάκης (επιµ.), Εισαγωγή στο αστικό δίκαιο (εκδ. Α Ν Σάκκουλα, 1986). Φ ∆ωρής, Εισαγωγή στο Αστικό ∆ίκαιο, Εγχειρίδιο, Γ’ Τεύχος (εκδ. Α Ν Σάκκουλα Αθήνα – Κοµοτηνή 1991). Φ ∆ωρής, Εισαγωγή στο Αστικό ∆ίκαιο – 100 Πρακτικά Θέµατα – ∆ιδακτικό Βοήθηµα (εκδ. Α Ν Σάκκουλα Αθήνα – Κοµοτηνή 1990. Κ Α Βαβούσκος, Εγχειρίδιο Αστικού ∆ικαίου (Ε΄ Έκδοση, 1995, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη). Κ ∆ Παναγόπουλος, ∆ιάγραµµα Αστικού ∆ικαίου – Εισαγωγή στο δίκαιο και στο αστικό δίκαιο (εκδ. Π Ν Σάκκουλας, 1999). Π Αγαλλοπούλου, Εισαγωγή στο Αστικό ∆ίκαιο (2003). Αλ. Βάρκα – Αδάµη, Εισαγωγή στο Αστικό ∆ίκαιο (εκδ. Α Ν Σάκκουλα, Αθήνα – Κοµοτηνή 2005). Ι Σ Σπυριδάκης, Εισηγήσεις Αστικού ∆ικαίου (∆΄ Έκδοση, εκδ. Α Ν Σάκκουλα Αθήνα – Κοµοτηνή 2006). 1. Έννοια και Περιεχόµενο Οικογενειακού ∆ικαίου Οικογενειακό ∆ίκαιο είναι το τµήµα του Αστικού ∆ικαίου, που ρυθµίζει τις οικογενειακές σχέσεις (άρθρα 1346-1694 του Αστικού Κώδικα). ∆ηλαδή τις σχέσεις που αναφέρονται στη δηµιουργία της Οικογένειας ή δηµιουργούνται στο πλαίσιο µιας Οικογένειας. Ως όρος η Οικογένεια έχει τρεις έννοιες: (α) οι δύο νόµιµα παντρεµένοι σύζυγοι και τα ανήλικα και άγαµα παιδιά τους (Συζυγική ή µικρή Οικογένεια), (β) ο κύκλος των προσώπων ή συζυγικών οικογενειών που κατάγονται από κοινό γενάρχη και ζουν µαζί (Πατριαρχική Οικογένεια), (γ) ο κύκλος των προσώπων που συνδέονται µε γάµο ή κοινή καταγωγή (άσχετα από το βαθµό συγγένειάς τους και από το αν συµβιούν – Οικογένεια µε την Πλατιά Έννοια). Στο Οικογενειακό ∆ίκαιο ειδικότερα ρυθµίζονται οι ακόλουθες (οικογενειακές) σχέσεις: (α) η Μνηστεία, (β) ο Γάµος (σύναψη γάµου, κωλύµατα γάµου, άκυρος γάµος, ανυπόστατος γάµος, σχέσεις συζύγων από το γάµο), (γ) το ∆ιαζύγιο, (δ) η Συγγένεια (για τη συγγένεια βλ. ανωτέρω Κεφάλαιο Ι παράγραφο αρ. 1.1.3(γ)), (ε) η υποχρέωση ∆ιατροφής από το νόµο, (στ) οι κανόνες που ρυθµίζουν τις σχέσεις Γονέων και Τέκνων (επώνυµο τέκνου, γονική µέριµνα κτλ), (ζ) η Υιοθεσία, (η) η Επιτροπεία Ανηλίκου, και (ζ) η ∆ικαστική Συµπαράσταση (για τη δικαστική συµπαράσταση βλ. ανωτέρω παράγραφο αρ. 3.3.2.4). 2. Βασικές Αρχές Οικογενειακού ∆ικαίου Το Οικογενειακό ∆ίκαιο διέπεται από τις ακόλουθες αρχές; (α) Αρχή της ισονοµίας ανδρών και γυναικών (καθιερώνεται και από το Σύνταγµα). (β) Αρχή της Προστασίας των συµφερόντων των Τέκνων (π.χ. η ρύθµιση της γονικής µέριµνας από το νόµο πάντοτε προς το συµφέρον του τέκνου), (γ) Αρχή του Κλειστού Αριθµού των Οικογενειακών Σχέσεων (εκδηλώσεις της αρχής αυτής αποτελούν: (i) η αρχή του κλειστού αριθµού των οικογενειακών σχέσεων (δηλαδή όλες οι οικογενειακές σχέσεις ρυθµίζονται από το νόµο) και (ii) η αρχή της τυπικότητας (π.χ. απαιτείται τύπος για την εγκυρότητα του γάµου), 15 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ .ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ∆ΚΑΙΟΥ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ - ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2011-2012 © ∆ΙΟΝΥΣΙΟΣ Π. ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΣ, ∆ρ. Νοµικής Ειδικός Επιστήµονας, email: dflamb@econ.uoa.gr. Απαγορεύεται η αναδηµοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος, µε οποιονδήποτε τρόπο, τµηµατικά ή περιληπτικά, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα. (δ) Αρχή της Αναγνώρισης της Προστασίας της Οικογένειας (µια από τις εκδηλώσεις της αρχής αυτής αποτελεί η αυστηρότητα του διαζυγίου). 3. Γάµος 3.1 Έννοια και Βασικές Αρχές Γάµου Γάµος είναι ιδιόρρυθµη σύµβαση µεταξύ δύο ετερόφυλων προσώπων που ιδρύει µόνιµη συµβίωση ανάµεσά τους και δηµιουργεί τη συζυγική οικογένεια.. Οι αρχές του δικαίου του Γάµου είναι οι ακόλουθες: (α) Αρχή της µονογαµίας. (β) Αρχή της ελευθερίας συνάψεως γάµου. (γ) Αρχή ότι γάµος µόνο µεταξύ ετερόφυλων προσώπων είναι δυνατός. (δ) Αρχή της συναινετικής λύσεως του γάµου. 3.2 Προϋποθέσεις συνάψεως Γάµου 3.2.1 Έγκυρη Σύναψη Γάµου – Προϋποθέσεις Για την έγκυρη σύναψη του Γάµου πρέπει: (α) Να υπάρχει Συµφωνία (συναίνεση) των µελλονύµφων (αλλιώς ο Γάµος είναι Ακυρώσιµος και στην περίπτωση τέλεσης Γάµου ως αποτέλεσµα απόλυτης σωµατικής βίας Ανυπόστατος) (ΑΚ1350). (β) Να τηρηθεί ορισµένος Τύπος, δηλαδή η Συµφωνία των µελλονύµφων να διατυπωθεί ενώπιον θρησκευτικού λειτουργού (θρησκευτικός γάµος) ή δηµάρχου-προέδρου κοινότητας (πολιτικός γάµος) (αλλιώς ο Γάµος είναι Ανυπόστατος). (γ) Να συντρέχουν ορισµένες Θετικές Προϋποθέσεις (αλλιώς ο Γάµος είναι Άκυρος και στην περίπτωση τέλεσης Γάµου µεταξύ ατόµων του ίδιου φύλου Ανυπόστατος). (δ) Να µην συντρέχουν ορισµένες Αρνητικές Προϋποθέσεις (Έλλειψη Κωλυµάτων) (αλλιώς ο Γάµος είναι Άκυρος). 3.2.2. Άκυρος Γάµος (ΑΚ 1372 επ.) Εάν δεν συντρέχει κάποια Θετική Προϋπόθεση ή συντρέχει κάποια Αρνητική Προϋπόθεση (Κώλυµα) (βλ. ανωτέρω § 3.2.1(γ) και (δ)) ο Γάµος είναι Άκυρος (µε την εξαίρεση της περίπτωσης όπου οι µελλόνυµφοι έχουν το ίδιο φύλο, οπότε ο Γάµος είναι Ανυπόστατος). Για την ακύρωση όµως του Γάµου απαιτείται απόφαση ∆ικαστηρίου (την ακύρωση τη ζητά οποιοσδήποτε εκ των συζύγων και όποιος άλλος έχει έννοµο συµφέρον από την ακύρωση του Γάµου). Μέχρι όµως την ακύρωση του µε την απόφαση του ∆ικαστηρίου ο Γάµος παράγει κανονικά έννοµα αποτελέσµατα. Ειδικότερα: • Θετικές Προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για να είναι έγκυρος ο Γάµος είναι οι εξής: (i) ∆ιαφορά φύλου των µελλονύµφων (γάµος µεταξύ προσώπων του ίδιου φύλου είναι Ανυπόστατος). (ii) ∆ικαιοπρακτική ικανότητα των µελλονύµφων για σύναψη Γάµου: Ειδικότερα ικανότητα για σύναψη γάµου έχουν όσοι έχουν συµπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους και δεν έχουν τεθεί σε καθεστώς ∆ικαστικής Συµπαράστασης ή δεν είναι Παροδικά Ανίκανοι για ∆ικαιοπραξία (για την 16 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ .ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ∆ΚΑΙΟΥ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ - ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2011-2012 © ∆ΙΟΝΥΣΙΟΣ Π. ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΣ, ∆ρ. Νοµικής Ειδικός Επιστήµονας, email: dflamb@econ.uoa.gr. Απαγορεύεται η αναδηµοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος, µε οποιονδήποτε τρόπο, τµηµατικά ή περιληπτικά, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα. έννοια της Παροδικής Ανικανότητας για ∆ικαιοπραξία και της ∆ικαστικής Συµπαράστασης βλ. ανωτέρω Κεφάλαιο II §§ 3.3.2.3. και 3.3.2.4)3. • Κωλύµατα Γάµου (Αρνητικές Προϋποθέσεις) είναι ορισµένες ιδιότητες οι οποίες, εφόσον συντρέξουν σε κάποιο πρόσωπο, αποκλείουν την τέλεση γάµου µεταξύ του προσώπου αυτού και (α) οποιουδήποτε άλλου πρόσωπο (Απόλυτα Κωλύµατα Γάµου) ή (β) ορισµένου άλλου πρόσωπο (Σχετικά Κωλύµατα Γάµου). Ειδικότερα τα Κωλύµατα, η συνδροµή ενός εκ των οποίων καθιστά το Γάµο άκυρο, είναι τα εξής: (i) Κώλυµα Υφιστάµενου Γάµου (Απόλυτο): Ο παντρεµένος δεν µπορεί να τελέσει νέο γάµο µε οποιοδήποτε πρόσωπο πριν λυθεί ή ακυρωθεί ο υφιστάµενος γάµος του. (ii) Κώλυµα Εξ Αίµατος Συγγένειας (Σχετικό): ∆εν µπορούν να παντρευτούν µεταξύ τους πρόσωπο που είναι εξ αίµατος συγγενείς σε ευθεία γραµµή ή µέχρι και του τέταρτου βαθµού συγγενείς σε πλάγια γραµµή (π.χ. δεν παντρεύονται πρώτα εξαδέλφια). (iii) Κώλυµα Αγχιστείας (Σχετικό): ∆εν µπορούν να παντρευτούν µεταξύ τους συγγενείς εξ αγχιστείας σε ευθεία γραµµή ή µέχρι και του τρίτου βαθµού σε πλάγια γραµµή. (iv) Κώλυµα Υιοθεσίας (Σχετικό): ∆εν µπορεί να παντρευτεί αυτός που υιοθέτησε ή τα παιδιά του, µε αυτόν που υιοθετήθηκε. 3.2.3 Ακυρώσιµος Γάµος Ακυρώσιµος είναι ο Γάµος, όταν η Συναίνεση (Συµφωνία του µελλονύµφου) για την τέλεσή του ήταν προϊόν πλάνης ή απειλής και ειδικότερα όταν ο ένας σύζυγος: (α) πλανήθηκε ως προς την ταυτότητα του προσώπου του άλλου συζύγου και (β) εξαναγκάστηκε σε τέλεση του γάµου µε απειλή. Ο Ακυρώσιµος Γάµος παράγει όλα τα αποτελέσµατα του έγκυρου γάµου, ώσπου να ακυρωθεί µε δικαστική απόφαση. Το δικαίωµα ακύρωσης το έχει µόνο ο σύζυγος που πλανήθηκε ή απειλήθηκε (δηλαδή µόνο αυτός ζητά την ακύρωση από το αρµόδιο δικαστήριο). 3.2.4 Ανυπόστατος Γάµος Ο Ανυπόστατος Γάµος είναι ο ανύπαρκτος γάµος, που δεν παράγει καµιά νοµική ενέργεια, χωρίς να χρειάζεται δικαστική απόφαση που να διαπιστώνει την ελαττωµατικότητά του. Ανυπόστατος είναι ο Γάµος: (α) Που έχει τελεσθεί µεταξύ ατόµων του ίδιου φύλου. (β) Που έγινε κάτω από απόλυτη σωµατική βία. (γ) Που έγινε χωρίς να τηρηθεί ο νόµιµος Τύπος. Ειδικότερα και αναφορικά µε τον Τύπο, Ανυπόστατος είναι ο θρησκευτικός γάµος που έγινε χωρίς ιερολογία ή µε αντικανονική ιερολογία ή, στην περίπτωση ετεροδόξων ή ετεροθρήσκων, χωρίς ιερολογία κατά το δόγµα ή το θρήσκευµα του καθενός από αυτούς. Ανυπόστατος είναι ο πολιτικός γάµος, όταν οι δηλώσεις δεν έγιναν προς το δήµαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας (ή το νόµιµο αναπληρωτή τους), αλλά προς άλλο αναρµόδιο πρόσωπο. 3 Εάν οι µελλόνυµφοι δεν έχουν συµπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους, το δικαστήριο µπορεί, αφού ακούσει τους µελλονύµφους και τα πρόσωπα που έχουν την επιµέλεια του ανηλίκου, να επιτρέψει το γάµο και πριν από τη συµπλήρωση της ηλικίας των 18 ετών, αν η τέλεση του γάµου επιβάλλεται από σπουδαίο λόγο. 17 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ .ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ∆ΚΑΙΟΥ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ - ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2011-2012 © ∆ΙΟΝΥΣΙΟΣ Π. ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΣ, ∆ρ. Νοµικής Ειδικός Επιστήµονας, email: dflamb@econ.uoa.gr. Απαγορεύεται η αναδηµοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος, µε οποιονδήποτε τρόπο, τµηµατικά ή περιληπτικά, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα. 4. Λύση Γάµου - ∆ιαζύγιο Ο Γάµος λύεται µε το θάνατο του ενός των συζύγων ή µε ∆ιαζύγιο (η κήρυξη σε Αφάνεια δεν λύει τον Γάµο αλλά αποτελεί λόγο ∆ιαζυγίου). ∆ιαζύγιο είναι η λύση του Γάµου ενώ ζουν και οι δύο σύζυγοι, µε δικαστική απόφαση και για ορισµένους λόγους που προβλέπονται στο νόµο. Έχουµε δύο είδη ∆ιαζυγίου, το Κατά Αντιδικία ∆ιαζύγιο και το Συναινετικό ∆ιαζύγιο. • Κατά Αντιδικία ∆ιαζύγιο (ΑΚ 1438 επ.) Απαιτείται απόφαση δικαστηρίου µετά από αίτηση (αγωγή διαζυγίου) του ενός των συζύγων (ενάγων). Καθένας από τους συζύγους (Ενάγων) µπορεί να ζητήσει το ∆ιαζύγιο, όταν οι µεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονιστεί τόσο ισχυρά, από λόγο που αφορά το πρόσωπο του Εναγοµένου ή και των δύο συζύγων (όχι µόνο το πρόσωπο του Ενάγοντα), ώστε βάσιµα η εξακολούθηση της έγγαµης σχέσης να είναι αφόρητη για τον Ενάγοντα.. Τον κλονισµό αυτό πρέπει να τον αποδείξει ενώπιον του δικαστηρίου ο σύζυγος που ζητά διαζύγιο (ο ενάγων). Το δικαστήριο για να αποφασίσει τη λύση του γάµου και να εκδώσει τη σχετική απόφαση θα πρέπει να εξετάσει εάν το κλονιστικό γεγονός που επικαλείται ο ενάγων, βάσιµα (δηλαδή κατά «λογική και δίκαιο κρίση»), καθιστά αφόρητη για το συγκεκριµένο σύζυγο (ενάγοντα) την εξακολούθηση της έγγαµης σχέσης. Ο κλονισµός όµως αυτός θα τεκµαίρεται (δηλαδή ο ενάγων δεν χρειάζεται να αποδείξει κλονισµό των συζυγικών σχέσεων) στις ακόλουθες περιπτώσεις: διγαµία, µοιχεία, εγκατάλειψη του ενάγοντα ή επιβουλή της ζωής του ενάγοντα από τον εναγόµενο. Εποµένως, στις περιπτώσεις αυτές ο εναγόµενος (δηλαδή ο σύζυγος κατά του οποίου στρέφεται η αίτηση διαζυγίου) είναι αυτός που φέρει το βάρος να αποδείξει ότι τα ανωτέρω γεγονότα δεν οδήγησαν σε κλονισµό του γάµου. Γεγονότα που θεωρούνται ότι κλονίζουν ισχυρά τις σχέσεις των συζύγων και καθιστούν βάσιµα αφόρητη για τον σύζυγο που αιτείται διαζύγιο την εξακολούθηση της έγγαµης σχέσης είναι µεταξύ άλλων τα ακόλουθα: απιστία, µη σεβασµός προς το σύζυγο, µη έντιµη και ηθική συµπεριφορά, ασθένεια και αναπηρία, µεγάλη διαφορά ηλικίας, ελλείψεις ή ανωµαλία στις συζυγικές σχέσεις, ψυχικές ανωµαλίες-διαταραχές, ασυµβίβαστα ιδιοσυγκρασίας και χαρακτήρα, διαφορά µόρφωσης και ενδιαφερόντων, διαφορά ανατροφής και κοινωνικής θέσης. Τέτοια περιστατικά µπορεί να µην οφείλονται σε υπαιτιότητα κανενός των συζύγων, αλλά απλά να µην είχαν υπολογιστεί ορθά από τους συζύγους κατά τη σύναψη του γάµου ή να είναι επιγενόµενα της διαφορετικής επαγγελµατικής-κοινωνικής εξελίξεως των συζύγων µετά τον γάµο. Εφόσον οι σύζυγοι βρίσκονται σε διάσταση συνεχώς από τέσσερα τουλάχιστον χρόνια, ο κλονισµός τεκµαίρεται αµάχητα και το διαζύγιο µπορεί να ζητηθεί, έστω και αν ο λόγος του κλονισµού αφορά το πρόσωπο του ενάγοντα.. ∆ιάσταση είναι η φυσική και ψυχική αποµάκρυνση του ενός συζύγου από τον άλλο µε τη θέληση να µην έχουν πια κοινωνία βίου (κοινή ζωή). • Συναινετικό ∆ιαζύγιο (ΑΚ 1441) Για το συναινετικό διαζύγιο απαιτείται να συντρέχουν σωρρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: (α) συµφωνία των συζύγων για το διαζύγιο, (β) κοινή Αίτηση Συναινετικού ∆ιαζυγίου και από τους δύο συζύγους, (γ) ο Γάµος να έχει διαρκέσει τουλάχιστον ένα έτος και (δ) αν υπάρχουν παιδιά, έγγραφη συµφωνία των συζύγων που να ρυθµίζει την επιµέλεια των παιδιών και την επικοινωνία µε αυτά. 18 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ .ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ∆ΚΑΙΟΥ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ - ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2011-2012 © ∆ΙΟΝΥΣΙΟΣ Π. ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΣ, ∆ρ. Νοµικής Ειδικός Επιστήµονας, email: dflamb@econ.uoa.gr. Απαγορεύεται η αναδηµοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος, µε οποιονδήποτε τρόπο, τµηµατικά ή περιληπτικά, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα. ΙV. ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟ ∆ΙΚΑΙΟ - ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ Βιβλιογραφία: Απ. Γεωργιάδης, Κληρονοµικό ∆ίκαιο (εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα - Κοµοτηνή 2010). Α Γεωργιάδης /Μ Σταθόπουλος, Αστικός Κώδιξ – Κατ’ Άρθρο Ερµηνεία, (ΙΧ Κληρονοµικό ∆ίκαιο (άρθρα 1710-1870) (∆ίκαιο & Οικονοµία, Π Ν Σάκκουλας (1996)). Μ Σταθόπουλος /Μ Αυγουστιανάκης (επιµ.), Εισαγωγή στο αστικό δίκαιο (εκδ. Α Ν Σάκκουλα, 1986). Φ ∆ωρής, Εισαγωγή στο Αστικό ∆ίκαιο, Εγχειρίδιο, Γ’ Τεύχος (εκδ. Α Ν Σάκκουλα Αθήνα – Κοµοτηνή 1991). Φ ∆ωρής, Εισαγωγή στο Αστικό ∆ίκαιο – 100 Πρακτικά Θέµατα – ∆ιδακτικό Βοήθηµα (εκδ. Α Ν Σάκκουλα Αθήνα – Κοµοτηνή 1990. Κ Α Βαβούσκος, Εγχειρίδιο Αστικού ∆ικαίου (Ε΄ Έκδοση, 1995, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη). Κ ∆ Παναγόπουλος, ∆ιάγραµµα Αστικού ∆ικαίου – Εισαγωγή στο δίκαιο και στο αστικό δίκαιο (εκδ. Π Ν Σάκκουλας, 1999). Π Αγαλλοπούλου, Εισαγωγή στο Αστικό ∆ίκαιο (2003). Αλ. Βάρκα – Αδάµη, Εισαγωγή στο Αστικό ∆ίκαιο (εκδ. Α Ν Σάκκουλα, Αθήνα – Κοµοτηνή 2005). Ι Σ Σπυριδάκης, Εισηγήσεις Αστικού ∆ικαίου (∆΄ Έκδοση, εκδ. Α Ν Σάκκουλα Αθήνα – Κοµοτηνή 2006). 1. Έννοια και Περιεχόµενο Κληρονοµικού ∆ικαίου Το Κληρονοµικό ∆ίκαιο ρυθµίζει την τύχη των έννοµων σχέσεων του προσώπου µετά το θάνατό του (άρθρα 1710-2035 Αστικού Κώδικα). Μετά το θάνατο του προσώπου (Κληρονοµούµενος) η περιουσία του ως σύνολο (Κληρονοµία) περιέρχεται από το νόµο ή από διαθήκη σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (Κληρονόµοι). Εποµένως η φύση της κληρονοµικής διαδοχής είναι Άµεση και Καθολική. Ειδικότερα: • Άµεση είναι η κληρονοµική διαδοχή διότι οι Κληρονόµοι διαδέχονται άµεσα τον Κληρονοµούµενο από τον χρόνο του θανάτου του (το εάν στη συνέχεια οι κληρονόµοι θα αποδεχτούν την κληρονοµία ή όχι είναι ένα άλλο ζήτηµα). • Καθολική είναι η κληρονοµική διαδοχή διότι η Κληρονοµία µεταβιβάζεται στους Κληρονόµους καθολικά, δηλαδή ως σύνολο δικαιωµάτων και υποχρεώσεων (Ενεργητικό και Παθητικό). Στο Κληρονοµικό δίκαιο ρυθµίζονται µεταξύ άλλων τα ακόλουθα θέµατα: 2. - Η κληρονοµική διαδοχή από ∆ιαθήκη, - Η εξ αδιαθέτου κληρονοµική διαδοχή (δηλαδή κληρονοµική διαδοχή στις περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει ∆ιαθήκη), - Η νόµιµη µοίρα (δηλαδή η αναγκαστική (εκ του τόµου) κληρονοµική διαδοχή), η αποδοχή και την αποποίηση της Κληρονοµίας (π.χ. αποδοχή µε το ευεργέτηµα της απογραφής), - Η κληρονοµική αναξιότητα (περιπτώσεις όπου κάποιος δεν µπορεί να κληρονοµήσει εξαιτίας συγκεκριµένης συµπεριφοράς που επέδειξε προς τον Κληρονοµούµενο), - Η αγωγή περί κλήρου (δηλαδή το δικαίωµα Κληρονόµου να απαιτήσει δικαστικά αντικείµενο της Κληρονοµίας από αυτόν που το κατακρατεί), - Οι σχέσεις µεταξύ των περισσότερων Κληρονόµων, - Το κληρονοµητήριο, - Η κληροδοσία, - Η δωρεά αιτία θανάτου. Είδη Κληρονοµικής ∆ιαδοχής ∆ιακρίνουµε τρία είδη κληρονοµικής διαδοχής: (α) την Κληρονοµική διαδοχή από ∆ιαθήκη, (β) την Εξ Αδιαθέτου Κληρονοµική ∆ιαδοχή (δηλ. χωρίς ∆ιαθήκη) και (γ) την Αναγκαστική Κληρονοµική ∆ιαδοχή (Νόµιµη Μοίρα). 19 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ .ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ∆ΚΑΙΟΥ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ - ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2011-2012 © ∆ΙΟΝΥΣΙΟΣ Π. ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΣ, ∆ρ. Νοµικής Ειδικός Επιστήµονας, email: dflamb@econ.uoa.gr. Απαγορεύεται η αναδηµοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος, µε οποιονδήποτε τρόπο, τµηµατικά ή περιληπτικά, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα. 2.1. Κληρονοµική διαδοχή από ∆ιαθήκη (ΑΚ 1716-1812) Κληρονοµική διαδοχή από ∆ιαθήκη επέρχεται όταν ο ίδιος ο Κληρονοµούµενος µε έγκυρη δικαιοπραξία του, τη ∆ιαθήκη, που κατάρτισε όσο ζούσε, ρύθµισε την τύχη των περιουσιακών σχέσεών του για το χρόνο µετά το θάνατό του. Στην περίπτωση αυτή ο Κληρονοµούµενος ονοµάζεται ∆ιαθέτης. Ο σεβασµός προς την ∆ιαθήκη του Κληρονοµούµενου αποτελεί έκφραση της Αρχής της Ελευθερίας της ∆ιάθεσης που απολαµβάνει ο καθένας (δηλ. τη διανοµή της περιουσίας του µετά το θάνατό του όπως επιθυµεί). Η Αρχή της Ελευθερίας της ∆ιάθεσης κάµπτεται µόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις που αφορούν συγκεκριµένα πρόσωπα τα οποία κληρονοµούν ακόµα και αν δεν τα έχει περιλάβει στη ∆ιαθήκη του ο ∆ιαθέτης (περιπτώσεις Αναγκαστικής ∆ιαδοχής – Νόµιµης Μοίρας, βλ. κατωτέρω § 2.3). Υπάρχουν διάφορα είδη ∆ιαθήκης: Ιδιόγραφη ∆ιαθήκη: Είναι η ∆ιαθήκη, που γράφεται ολόκληρη µε το χέρι του διαθέτη, χρονολογείται και υπογράφεται από αυτόν. ∆ηµόσια ∆ιαθήκη: Ο ∆ιαθέτης δηλώνει την τελευταία του θέληση σε συµβολαιογράφο, ενώ είναι παρόντες τρεις µάρτυρες ή δεύτερος συµβολαιογράφος και ένας µάρτυρας. Μυστική ∆ιαθήκη: Ο ∆ιαθέτης παραδίδει (εγχειρίζει) στο συµβολαιογράφο έγγραφο µε τη δήλωση ότι το έγγραφο αυτό περιέχει την τελευταία του βούληση (το έγγραφο αυτό βρίσκεται συνήθως µέσα σε σφραγισµένο φάκελο). Εάν το έγγραφο δεν βρίσκεται µέσα σε σφραγισµένο φάκελο, τότε ο συµβολαιογράφος το σφραγίζει και συντάσσει συµβολαιογραφική πράξη που βεβαιώνει την εγχείριση (δηλαδή την παράδοση) του εγγράφου. Έκτακτες ∆ιαθήκες: Είναι οι διαθήκες που συντάσσονται κάτω από ορισµένες εξαιρετικές περιπτώσεις και διέπονται από ειδικούς κανόνες π.χ. διαθήκη σε πλοίο, σε εκστρατεία, σε αποκλεισµένο τόπο. Μόλις ο ∆ιαθέτης πεθάνει (ή κηρυχθεί άφαντος) η ∆ιαθήκη δηµοσιεύεται από το αρµόδιο δικαστήριο ή την αρµόδια προξενική αρχή (αν ο διαθέτης πέθανε στο εξωτερικό), για να γίνει επίσηµα γνωστό το περιεχόµενό της. Ο κάτοχος ∆ιαθήκης οφείλει αµέσως µόλις πληροφορηθεί το θάνατο του ∆ιαθέτη να φροντίσει για τη δηµοσίευσή της από το αρµόδιο δικαστήριο. 2.2. Κληρονοµική διαδοχή Εξ Αδιαθέτου (ΑΚ 1813-1824) Η Εξ Αδιαθέτου διαδοχή επέρχεται από το νόµο όταν: (α) δεν υπάρχει ∆ιαθήκη ή (β) η ∆ιαθήκη που υπάρχει είναι άκυρη ή έχει ανακληθεί ή ακυρωθεί ή (γ) εάν µε τη ∆ιαθήκη που υπάρχει έχει διατεθεί µέρος µόνο της περιουσίας του Κληρονοµούµενου. Στον Αστικό Κώδικα προβλέπονται έξι τάξεις Εξ Αδιαθέτου Κληρονοµικής ∆ιαδοχής. Ο κανόνας είναι ότι η προγενέστερη τάξη αποκλείει την µεταγενέστερη, δηλαδή στην επόµενη τάξη «πάµε» µόνο εάν δεν υπάρχουν συγγενείς από την προγενέστερη τάξη: 1η Τάξη: Τέκνα Κληρονοµούµενου (αν υπήρχε τέκνο και είχε πεθάνει πριν τον Κληρονοµούµενο τότε τα τέκνα του τέκνου (δηλ. τα εγγόνια του Κληρονοµούµενου), εφόσον υπάρχουν) [διαδοχή κατά ρίζες] (ΑΚ 1813) 2η Τάξη: Γονείς κληρονοµούµενου και Αδέλφια κληρονοµούµενου (εάν κάποιο από τα πρόσωπα αυτά υπήρχε και έχει πεθάνει πριν την Κληρονοµούµενο, τότε στη θέση του υπεισέρχονται τα παιδιά του προσώπου αυτού (ή αν και αυτά έχουν πεθάνει τα εγγόνια του) (ΑΚ 1814) 3η Τάξη: Παππούδες και Γιαγιάδες Κληρονοµούµενου (εάν κάποιο από τα πρόσωπα αυτά υπήρχε και έχει πεθάνει πριν τον Κληρονοµούµενο, τότε στη θέση του υπεισέρχονται τα παιδιά του (ή αν και αυτά έχουν πεθάνει τα εγγόνια του) (ΑΚ 1816) 4η Τάξη: Προπαππούδες και Προγιαγιάδες Κληρονοµούµενου (ΑΚ 1817) Εάν επιζεί ο/η σύζυγος του Κληρονοµούµενου κληρονοµεί κατά το ¼ µε την 1η Τάξη και κατά το ½ µε τις υπόλοιπες τάξεις (2η Τάξη, 3η και 4η Τάξη). 20 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ .ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ∆ΚΑΙΟΥ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ - ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2011-2012 © ∆ΙΟΝΥΣΙΟΣ Π. ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΣ, ∆ρ. Νοµικής Ειδικός Επιστήµονας, email: dflamb@econ.uoa.gr. Απαγορεύεται η αναδηµοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος, µε οποιονδήποτε τρόπο, τµηµατικά ή περιληπτικά, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα. 5η Τάξη: Ο-Η Σύζυγος (ΑΚ 1821) 6η Τάξη: Το ∆ηµόσιο (ΑΚ 1824) Παράδειγµα 1: Έστω ο Κ ο οποίος πεθαίνει χωρίς διαθήκη και κατά το χρόνο του θανάτου του υπάρχει η σύζυγός του Σ, ο γιός του Γ και η κόρη του Κ η οποία έχει δύο τέκνα τον Ζ και τον Ο (εγγόνια του Κ). Στην περίπτωση αυτή η σύζυγος του Σ που επιζεί θα λάβει το ¼ της κληρονοµίας. Τα υπόλοιπα ¾ θα διανεµηθούν ανάµεσα στον Γ, ο οποίος θα λάβει 3/8 και στην Κ, η οποία θα λάβει 3/8. Συνεπώς, στην περίπτωση αυτή µε αναφορά σε κοινό παρανοµαστή 8, η Σ θα λάβει 2/8, ο Γ 3/8 και η Κ 3/8. Αν η Κ είχε προαποβιώσει (δηλ. είχε πεθάνει πριν πεθάνει ο Κ) στη θέση της θα υπεισέλθουν (διαδοχή κατά ρίζες) τα δικά της παιδιά (δηλ. οι Ζ και Ο, εγγόνια του Κ) τα οποία θα κληρονοµήσουν το µερίδιο της Κ σε ίσα µέρη. Στην περίπτωση αυτή εποµένως η εξ αδιαθέτου κληρονοµική διαδοχή θα διαµορφωθεί ως ακολούθως: η Σ θα λάβει 2/8, ο Γ 3/8, ο Ζ θα λάβει 3/16 και ο Ο θα λάβει 3/16. Συνεπώς µε αναφορά σε κοινό παρανοµαστή 16 η Σ θα λάβει 4/16, ο Γ 6/16, ο Ζ 3/16 και ο Ο 3/16. Παράδειγµα 2: Έστω ο Κ ο οποίος πεθαίνει χωρίς διαθήκη και κατά το χρόνο του θανάτου του υπάρχει η σύζυγός του Σ, ο γιός του Γ και η κόρη του Κ η οποία έχει δύο τέκνα τον Ζ και τον Ο (εγγόνια του Κ). Στην περίπτωση αυτή η σύζυγος του Σ που επιζεί θα λάβει το ¼ της κληρονοµίας. Τα υπόλοιπα ¾ θα διανεµηθούν ανάµεσα στον Γ, ο οποίος θα λάβει 3/8 και στην Κ, η οποία θα λάβει 3/8. Συνεπώς, στην περίπτωση αυτή η Σ θα λάβει 2/8, ο Γ 3/8 και η Κ 3/8. Αν η Κ είχε προαποβιώσει (δηλ. είχε πεθάνει πριν πεθάνει ο Κ) στη θέση της θα υπεισέλθουν (διαδοχή κατά ρίζες) τα δικά της παιδιά (δηλ. οι Ζ και Ο, εγγόνια του Κ) τα οποία θα κληρονοµήσουν το µερίδιο της Κ σε ίσα µέρη. Στην περίπτωση αυτή εποµένως η εξ αδιαθέτου κληρονοµική διαδοχή θα διαµορφωθεί ως ακολούθως: η Σ θα λάβει 2/8, ο Γ 3/8, ο Ζ θα λάβει 3/16 και ο Ο θα λάβει 3/16. Συνεπώς µε αναφορά σε κοινό παρανοµαστή 16 η Σ θα λάβει 4/16, ο Γ 6/16, ο Ζ 3/16 και ο Ο 3/16. Παράδειγµα 3: Έστω ο Κ ο οποίος πεθαίνει χωρίς διαθήκη και κατά το χρόνο του θανάτου του υπάρχει η σύζυγός του Σ, ο πατέρας του Π και η αδελφή του Α. Στην περίπτωση αυτή η σύζυγος του Σ που επιζεί θα λάβει το ½ της κληρονοµίας. Το υπόλοιπο 1/2 θα διανεµηθεί σε ίσα µέρη ανάµεσα στον Π, ο οποίος θα λάβει 1/4 και στην Α, η οποία θα λάβει 1/4. Συνεπώς, στην περίπτωση αυτή µε κοινό παρανοµαστή 4 η Σ θα λάβει 2/4, ο Π 1/4 και η Α 1/4. 2.3. Αναγκαστική (Εκ του Νόµου) Κληρονοµική ∆ιαδοχή (Νόµιµη Μοίρα) (ΑΚ 1825-1845) Η Αναγκαστική Κληρονοµική ∆ιαδοχή επέρχεται από τον νόµο για ορισµένα πρόσωπα, που συνδέονται πολύ στενά µε τον Κληρονοµούµενο και που γίνονται Κληρονόµοι του, ακόµα και παρά τη θέλησή του (δηλαδή ακόµα και αν δεν τα είχε περιλάβει στη ∆ιαθήκη του). Τα πρόσωπα αυτά ονοµάζονται Μεριδούχοι ή Αναγκαίοι Κληρονόµοι. Το κληρονοµικό µερίδιο αυτών ονοµάζεται Νόµιµη Μοίρα. Τα πρόσωπα αυτά (Μεριδούχοι-Αναγκαίοι Κληρονόµοι) είναι τα εξής: 1η Τάξη: Κατιόντες Κληρονοµούµενου (Τέκνα και εφόσον κάποιο τέκνο υπήρχε και έχει πεθάνει πριν τον Κληρονοµούµενο τα δικά του τέκνα (δηλαδή τα εγγόνια του Κληρονοµούµενου) και ο-η Σύζυγος του Κληρονοµούµενου. 2η Τάξη: Οι Γονείς του Κληρονοµούµενου και ο-η Σύζυγος του Κληρονοµούµενου. Η Νόµιµη Μοίρα υπολογίζεται ως το µισό της Εξ Αδιαθέτου Μερίδας. ∆ηλαδή το µισό της µερίδας που θα έπαιρνε ο Μεριδούχος αν κληρονοµούσε Εξ Αδιαθέτου, δηλαδή αν δεν υπήρχε ∆ιαθήκη (βλ. ανωτέρω § 2.2.). 21 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ .ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ∆ΚΑΙΟΥ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ - ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2011-2012 © ∆ΙΟΝΥΣΙΟΣ Π. ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΣ, ∆ρ. Νοµικής Ειδικός Επιστήµονας, email: dflamb@econ.uoa.gr. Απαγορεύεται η αναδηµοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος, µε οποιονδήποτε τρόπο, τµηµατικά ή περιληπτικά, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα. V. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ∆ΙΚΑΙΟΥ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ: ΕΛΕΓΧΟΣ ΓΕΝΙΚΩΝ ΟΡΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ - ∆ΙΚΑΙΟ ∆ΙΑΦΗΜΙΣΗΣ & ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ (∆ΙΚΑΙΟ MARKETING) Βιβλιογραφία: Ι. Καράκωστα, ∆ίκαιο Προστασίας του Καταναλωτή (Νοµική Βιβλιοθήκη, 2008). Ελ. Αλεξανδρίδου (επιµ.), ∆ίκαιο Προστασίας του Καταναλωτή (Νοµική Βιβλιοθήκη, 2008). Γ. ∆έλλιος, Προστασία των Καταναλωτών και Σύστηµα του Ιδιωτικού ∆ικαίου, Τµ. Ι, και Τµ. ΙΙ, 2005. Β. ∆ούβλης /Α. Μπώλος (επιµ.), ∆ίκαιο Προστασίας Καταναλωτών, Τµ. Ι (Εκδ. Σάκκουλα Α.Ε., Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2008). Αλ. Βάρκα-Αδάµη, Εισαγωγή στο ∆ίκαιο Προστασίας Καταναλωτή (Νοµική Βιβλιοθήκη, 2010). Λουκάς Κοκκίνης, Το Πρότυπο του Καταναλωτή Στην Παραπλανητική ∆ιαφήµιση (Νοµική Βιβλιοθήκη, 2002). 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ο Ν. 2251/1994 για την "προστασία των καταναλωτών" όπως µέχρι σήµερα έχει τροποποιηθεί και ισχύει, θέτει τα δικαιώµατα αλλά και τα συµφέροντα των καταναλωτών κάτω από τη σκέπη της κρατικής προστασίας. Στο πλαίσιο των καταναλωτικών συµβάσεων, οι σχέσεις που δηµιουργούνται είναι ενδοσυµβατικές και για το λόγο αυτό διέπονται από την αρχή της συναλλακτικής ελευθερίας (βλ. ΑΚ 361). Στο πεδίο, όµως, του δικαίου του καταναλωτή, δικαιολογείται αλλά και επιβάλλεται, η παρέµβαση και η προστατευτική δράση του Κράτους, προκειµένου να διασφαλιστεί το κατά τεκµήριο ασθενέστερο συµβαλλόµενο µέρος. Το δίκαιο προστασίας του καταναλωτή έχει τους εξής σκοπούς: (1) να θέσει υπό την προστασία του νόµου τα στοιχεία που απαρτίζουν την προσωπικότητα του καταναλωτή· και (2) να διασφαλίσει τα οικονοµικά και περιουσιακά συµφέροντα του καταναλωτή. Περαιτέρω, το Κράτος µε τη σχετική νοµοθεσία για την προστασία του καταναλωτή παρεµβαίνει και καλύπτει τους εξής τοµείς: (1) υγεία και ασφάλεια των καταναλωτών· (2) οικονοµικά συµφέροντα των καταναλωτών· (3) δικαίωµα οργάνωσης των καταναλωτών σε ενώσεις καταναλωτών· (4) δικαίωµα ακρόασης των καταναλωτών σε θέµατα που τους αφορούν· (5) πληροφόρηση και επιµόρφωση των καταναλωτών (ιδιαίτερα των ευπρόσβλητων οµάδων), σε θέµατα που αφορούν στην αγορά, τον ανταγωνισµό, την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και την προαγωγή της βιώσιµης κατανάλωσης. Ο Ν. 2251/1994 για την προστασία του καταναλωτή περιλαµβάνει διατάξεις για τα ακόλουθα ζητήµατα: o Για τους Γενικούς Όρους Συναλλαγών (ΓΟΣ) και το δικαστικό έλεγχο αυτών (general contract terms) (άρθρο 2). o Για τις συµβάσεις εκτός εµπορικού καταστήµατος (contracts concluded away from business premises) (άρθρο 3). o Για την εµπορία από απόσταση αγαθών και υπηρεσιών, πλην των χρηµατοοικονοµικών υπηρεσιών (distance contracts) (άρθρο 4). o Για την εµπορία από απόσταση χρηµατοοικονοµικών υπηρεσιών (distance contracts for financial services) (άρθρο 4α). o Για την πώληση καταναλωτικών αγαθών και εγγυήσεις (consumer sales and guarantees) (άρθρο 5). o Για την ευθύνη του παραγωγού για ελαττωµατικά προϊόντα (άρθρο 6). 22 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ .ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ∆ΚΑΙΟΥ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ - ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2011-2012 © ∆ΙΟΝΥΣΙΟΣ Π. ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΣ, ∆ρ. Νοµικής Ειδικός Επιστήµονας, email: dflamb@econ.uoa.gr. Απαγορεύεται η αναδηµοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος, µε οποιονδήποτε τρόπο, τµηµατικά ή περιληπτικά, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα. 2. o Για την υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών (άρθρο 7). o Για την ψυχική υγεία των ανηλίκων (άρθρο 7α). o Για την ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες (άρθρο 8). o Για τη διαφήµιση και τις αθέµιτες εµπορικές πρακτικές (άρθρα 9 - 9θ). o Για τις Ενώσεις Καταναλωτών, τη Γενική Γραµµατεία Καταναλωτή και τον Φιλικό ∆ιακανονισµό Καταναλωτικών ∆ιαφορών (άρθρα 10 επ.). ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ & ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΗ ΣΤΟ Ν. 2251/1994 "Καταναλωτές" είναι φυσικά ή νοµικά πρόσωπα, καθώς και ενώσεις προσώπων χωρίς νοµική προσωπικότητα, εφόσον τα πρόσωπα αυτά αποτελούν τον τελικό αποδέκτη προϊόντων ή υπηρεσιών (άρθρ. 1 Ν. 2251/1994). Στην έννοια του "καταναλωτή" συµπεριλαµβάνεται επίσης: (i) ο αποδέκτης διαφηµιστικού µηνύµατος· και (ii) ο εγγυητής, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελµατικής του δραστηριότητας (όταν ο πρωτοφειλέτης είναι καταναλωτής είναι συνακόλουθα και ο εγγυητής). ∆εν θεωρείται καταναλωτής το πρόσωπο που αποκτά αγαθά, κινητά ή ακίνητα πράγµατα µε σκοπό να τα µεταβιβάσει (αυτούσια ή επεξεργασµένα), να παραχωρήσει τη χρήση τους ή να τα χρησιµοποιήσει για λογαριασµό ή για την οικονοµική εξυπηρέτηση τρίτου. ∆εν είναι, δηλαδή, καταναλωτές οι ενδιάµεσοι αποδέκτες (όσοι διαµεσολαβούν στη διακίνηση των αγαθών και υπηρεσιών, που αποκτούν από τον προµηθευτή). Παράδειγµα 1: Η Χ Α.Ε. αγοράζει από τη SATO δύο air-condition για τα γραφεία της. Η Χ Α.Ε. θεωρείται "καταναλωτής" και άρα προστατεύεται από τις διατάξεις του Ν. 2251/1994. Ο δικηγόρος ∆ αγοράζει καινούργιες πολυθρόνες για το δικηγορικό του γραφείο. Ο ∆ θεωρείται καταναλωτής και άρα προστατεύεται από τις διατάξεις του Ν. 2251/1994. Παράδειγµα 2: Ο Ζ αγοράζει ύφασµα µε σκοπό να ράψει ένα υποκάµισο το οποίο θα πωλήσει στο γείτονά του Ε. Ο Ζ δεν θεωρείται "καταναλωτής" διότι αποκτά κινητό µε σκοπό, αφού το επεξεργαστεί, να το µεταβιβάσει. Συνεπώς δεν προστατεύεται από τις διατάξεις του Ν. 2251/1994. Παράδειγµα 3: Η Τράπεζα Τ εκταµιεύει καταναλωτικό δάνειο στον Κ. Ο Π, πατέρας του Κ, εγγυάται την οφειλή του Κ. Ο Π για τους σκοπούς του Ν. 2251/1994 θεωρείται καταναλωτής. Για την εφαρµογή του Ν. 2251/1994 θα πρέπει αυτός που προσφέρει τα αγαθά ή τις υπηρεσίες να υπαχθεί στην έννοια του προµηθευτή. "Προµηθευτής" είναι κάθε φυσικό ή νοµικό πρόσωπο το οποίο, κατά την άσκηση της επαγγελµατικής ή επιχειρηµατικής δραστηριότητάς του, προµηθεύει προϊόντα ή παρέχει υπηρεσίες στον καταναλωτή. "Προµηθευτής" θεωρείται και ο διαφηµιζόµενος (βλ. και π.κ. αρ. 4 επ.) (άρθρ. 1 Ν. 2251/1994). ∆ηλαδή "προµηθευτής" θεωρείται οποιοσδήποτε ασκεί οποιαδήποτε επαγγελµατική ή, γενικότερα, οικονοµική δραστηριότητα, συνιστάµενη σε παροχή είτε αγαθών είτε υπηρεσιών/είτε αυτή συνίσταται στην παροχή αγαθών είτε υπηρεσιών. Συνεπώς, προκειµένου να εφαρµοστούν οι προστατευτικές υπέρ του καταναλωτή διατάξεις του Ν. 2251/1994, απαιτείται η κατ' επάγγελµα ενασχόληση του "προµηθευτή" µε τις ειδικές συναλλαγές, στις οποίες ανήκει η προµήθεια του αγαθού ή η παροχή υπηρεσίας. Στην έννοια του "προµηθευτή" υπάγονται και επαγγελµατίες (τεχνίτες ή ελεύθεροι επαγγελµατίες), όπως π.χ. οι υδραυλικοί, οι ηλεκτρολόγοι, οι µεσίτες, οι γιατροί, οι ασφαλιστές, οι εργολάβοι, οι µηχανικοί ή οι δικηγόροι. Προµηθευτές θεωρούνται και φυσικά ή νοµικά πρόσωπα του δηµόσιου τοµέα (όχι µόνο του ιδιωτικού). Παράδειγµα 1: Ο Ζ προµηθεύεται ύφασµα και φτιάχνει υποκάµισα τα οποία πωλεί κάθε Σάββατο στη λαϊκή αγορά της γειτονιάς του. Είναι "προµηθευτής" διότι ασχολείται κατ' επάγγελµα µε την δηµιουργία υποκαµίσων και άρα οι αγοραστές των υποκαµίσων του προστατεύονται ως καταναλωτές σύµφωνα µε το Ν. 2251/1994. Αν στο ίδιο παράδειγµα ο Ζ έφτιαξε µόνο ένα υποκάµισο και απλά το πώλησε στο γείτονά του Γ δεν θεωρείται προµηθευτής (δεν υπάρχει το στοιχείο της κατ' επάγγελµα ενασχόλησης) και άρα ο Γ δεν προστατεύεται ως καταναλωτής σύµφωνα µε το Ν. 2251/1994. 23 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ .ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ∆ΚΑΙΟΥ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ - ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2011-2012 © ∆ΙΟΝΥΣΙΟΣ Π. ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΣ, ∆ρ. Νοµικής Ειδικός Επιστήµονας, email: dflamb@econ.uoa.gr. Απαγορεύεται η αναδηµοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος, µε οποιονδήποτε τρόπο, τµηµατικά ή περιληπτικά, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα. Εποµένως, για την εφαρµογή του Ν. 2251/1994 απαιτείται: (i) η ερασιτεχνική ιδιότητα του τελικού αποδέκτη ως προς τη συγκεκριµένη συναλλαγή από τη µια µεριά· και (ii) η επαγγελµατική ιδιότητα του προµηθευτή από την άλλη. 3. ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ (ΓΟΣ) - ∆ΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ 3.1 Έννοια - ΓΟΣ - Συµβάσεις Προσχώρησης Στο ενοχικό δίκαιο ισχύει η αρχή της ελευθερίας των συµβάσεων (βλ. ΑΚ 361). Σύµφωνα µε την αρχή αυτή οι συµβαλλόµενοι είναι ελεύθεροι τόσο να συνάπτουν ή να µην συνάπτουν µια σύµβαση όσο και να διαµορφώνουν το περιεχόµενό της, ύστερα από τις µεταξύ τους διαπραγµατεύσεις. Η αρχή της ελευθερίας των συµβάσεων δεν ισχύει στις συµβάσεις προσχώρησης. Συµβάσεις προσχώρησης είναι αυτές, στις οποίες ο ένας από τους συµβαλλόµενους -συνήθως ο οικονοµικά ισχυρότερος (π.χ. ο προµηθευτής)- διατυπώνει εκ των προτέρων τους συµβατικούς όρους (Γενικοί Όροι Συναλλαγών, ΓΟΣ) σε σύµβαση η οποία προορίζεται για µεγάλο αριθµό αντισυµβαλλοµένων (µαζικές συµβάσεις οι οποίες προορίζονται για µελλοντική οµοιόµορφη χρήση προκειµένου ο επιχειρηµατίας να οργανώσει καλύτερα την επιχειρηµατική του δράση και να µειώσει το κόστος διαχείρισης-διαπραγµάτευσης). Ο αντισυµβαλλόµενος του επιχειρηµατία (π.χ. ο καταναλωτής) δεν έχει τη δυνατότητα να διαπραγµατευτεί (π.χ. να απαιτήσει να διαγραφεί κάποιος δυσµενής όρος), αλλά έχει απλώς την ευχέρεια να προσχωρήσει ή να µην προσχωρήσει στη σύµβαση ["take it or leave it"]. Επισηµαίνεται ότι, σε ορισµένες συµβάσεις (π.χ. µε επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας µονοπωλιακού χαρακτήρα) ο καταναλωτής συχνά δεν έχει καν περιθώριο επιλογής µεταξύ περισσότερων προµηθευτών και είναι σχεδόν υποχρεωτικό να συµβληθεί µε συγκεκριµένο προµηθευτή ενόψει της έλλειψης ανταγωνιστών (ΕΥ∆ΑΠ). Παράδειγµα 1: Οι ΓΟΣ εµφανίζονται σε µαζικές συµβάσεις προοριζόµενες για µεγάλο αριθµό αντισυµβαλλοµένων όπως συµβάσεις κάθε είδους τυποποιηµένων προϊόντων, ασφαλιστικές συµβάσεις ("µικρά γράµµατα" στο πίσω µέρος του ασφαλιστηρίου), συµβάσεις µεταφοράς (π.χ. γενικοί όροι-"µικρά γράµµατα" που διέπουν αεροπορικά και ακτοπλοϊκά εισιτήρια), τραπεζικές συµβάσεις (π.χ. καταναλωτικά δάνεια, πιστωτικές κάρτες), παροχή υπηρεσιών από επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας (π.χ. ∆ΕΗ, ΟΤΕ, ΕΥ∆ΑΠ), παροχή υπηρεσιών από ιδιώτες (π.χ. κινητή τηλεφωνία, υπηρεσίες internet, τουριστικές επιχειρήσεις, µεσιτικά γραφεία), µισθωτικές συναλλαγές (π.χ. προδιατυπωµένα µισθωτήρια συµβόλαια). 3.2 ∆ικαστικός έλεγχος των ΓΟΣ 3.2.1 Στάδια Ελέγχου Προς το σκοπό της προστασίας του καταναλωτή οι Γενικοί Όροι Συναλλαγών (ΓΟΣ) ελέγχονται από τα ∆ικαστήριο αυτεπαγγέλτως σε 3 στάδια: - Στάδιο 1ον : Ελέγχεται η ένταξη του ΓΟΣ στη σύµβαση µεταξύ προµηθευτή - καταναλωτή. Ο ∆ικαστής ελέγχει αν υπάρχει ιδιαίτερη συµφωνία µεταξύ προµηθευτή & καταναλωτή αναφορικά µε την ενσωµάτωση του ΓΟΣ στη σύµβαση (πρόταση - αποδοχή - επίτευξη συµφωνίας). Αν δεν υπάρχει τέτοια συµφωνία, ο ΓΟΣ δεν αποτελεί τµήµα της σύµβασης και δεν δεσµεύει τον Καταναλωτή. Ουσιώδες είναι ο Καταναλωτής να λάβει γνώση του ΓΟΣ προκειµένου να συµφωνήσει ή όχι. Προκειµένου ο Καταναλωτής να λάβει γνώση του ΓΟΣ: (i) ο Προµηθευτής υποχρεούται να επισηµάνει (υποδείξει) µε σαφή τρόπο στον Καταναλωτή την ύπαρξη του ΓΟΣ· και (ii) η διατύπωση του ΓΟΣ πρέπει να είναι σαφής, συγκεκριµένη και απλή, ώστε να µπορεί ο µέσος Καταναλωτής να συλλάβει το νόηµά του. Οι ΓΟΣ δεν δεσµεύουν τον καταναλωτή, αν κατά την κατάρτιση της σύµβασης τους αγνοούσε ανυπαιτίως (βλ. άρθρ. 2 παρ. 1 του Ν. 2251/1994) Παράδειγµα 1: Σε πώληση προϊόντων µέσω διαδικτύου πρέπει ο προµηθευτής να κάνει σαφή αναφορά στο γεγονός ότι στην πώληση ισχύουν ΓΟΣ και να επιτρέπει στον καταναλωτή να "κατεβάσει" εύκολα τους ΓΟΣ προκειµένου να λάβει γνώση αυτών (π.χ. ευδιάκριτο εικονίδιο-link µε τίτλο "Γενικοί Όροι Συναλλαγών"). 24 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ .ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ∆ΚΑΙΟΥ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ - ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2011-2012 © ∆ΙΟΝΥΣΙΟΣ Π. ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΣ, ∆ρ. Νοµικής Ειδικός Επιστήµονας, email: dflamb@econ.uoa.gr. Απαγορεύεται η αναδηµοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος, µε οποιονδήποτε τρόπο, τµηµατικά ή περιληπτικά, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα. Παράδειγµα 2: Σε φυλασσόµενο χώρο στάθµευσης πρέπει να υπάρχει ευδιάκριτη πινακίδα στην είσοδο του χώρου που να αναφέρει τυχόν περιορισµό της ευθύνης της επιχείρησης που διαχειρίζεται το χώρο στάθµευσης. - Στάδιο 2ον : Αφού ο ∆ικαστής διαπιστώσει ότι ο επίδικος ΓΟΣ πράγµατι έχει ενσωµατωθεί στη σύµβαση (βλ. Στάδιο 1), εξακριβώνει το νόηµα [περιεχόµενο] του ΓΟΣ µέσω της ερµηνείας του. Ισχύουν, µεταξύ άλλων, οι ακόλουθοι ερµηνευτικοί κανόνες: • Συµβατικοί όροι που συµφωνήθηκαν ύστερα από ατοµική διαπραγµάτευση µεταξύ των συµβαλλόµενων µερών (ειδικοί όροι) υπερισχύουν έναντι των αντίστοιχων γενικών όρων. • Σε περίπτωση αµφιβολίας ως προς το ακριβές νόηµα ενός ΓΟΣ, η ερµηνεία του εν λόγω ΓΟΣ είναι υπέρ του καταναλωτή. - Στάδιο 3ον : Ελέγχεται το περιεχόµενο του ΓΟΣ µε βάση συγκεκριµένα κριτήρια καταχρηστικότητας. (1) Ερευνάται αν ο επίδικος ΓΟΣ εµπίπτει σε µια (ή περισσότερες) από τις ενδεικτικές περιπτώσεις καταχρηστικών ΓΟΣ που προβλέπει το άρθρ. 2 παρ. 7 του Ν. 2251/1994 [οι όροι που περιλαµβάνονται στο άρθρ. 2 παρ. 7 είναι αυτοδικαίως καταχρηστικοί και άκυροι, χωρίς να χρειάζεται οποιαδήποτε άλλη εξέταση] Παράδειγµα: Καταχρηστικοί και άκυροι σύµφωνα µε το άρθρ. 2 παρ. 7 είναι (i) ΓΟΣ που αφορούν στην τροποποίηση, ανανέωση ή λύση της καταναλωτικής σύµβασης [π.χ. δικαίωµα του προµηθευτή να τροποποιήσει ή να λύσει τη σύµβαση χωρίς ορισµένο, ειδικό και σπουδαίο λόγο], (ii) ΓΟΣ που επιτρέπουν στον προµηθευτή να διαµορφώνει µονοµερώς το περιεχόµενο της καταναλωτικής σύµβασης, (iii) ΓΟΣ περί αποκλεισµού ή περιορισµού των υποχρεώσεων ή της ευθύνης του προµηθευτή (απαλλακτικές ρήτρες) [π.χ. αποκλεισµός ή υπέρµετρος περιορισµός της ευθύνης του προµηθευτή], (iv) ΓΟΣ που περιορίζουν τα δικαιώµατα του καταναλωτή [π.χ. παραίτηση του καταναλωτή από τα σχετικά δικαιώµατά του, σε περίπτωση που ο προµηθευτής, είτε δεν εκπληρώνει, είτε εκπληρώνει πληµµελώς την παροχή του, ακόµη και αν συντρέχει εκ µέρους του πταίσµα], (v) ΓΟΣ που συνεπάγονται την επίταση των υποχρεώσεων ή των ευθυνών του καταναλωτή [π.χ. δικαίωµα του προµηθευτή να απαιτήσει από τον καταναλωτή υπέρµετρες εγγυήσεις και ασφάλειες] κ.ά. (2) 3.2.2 Αν ο επίδικος ΓΟΣ δεν υπάγεται σε κάποια από τις περιπτώσεις του αρ. (1) π.π., ελέγχεται, σε δεύτερη φάση, αν "έχει ως αποτέλεσµα τη σηµαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωµάτων και υποχρεώσεων των συµβαλλοµένων σε βάρος του καταναλωτή" (άρθρ. 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994) [γενική απαγορευτική ρήτρα προκειµένου να καλύπτονται όσο το δυνατόν περισσότερες περιπτώσεις ΓΟΣ, ακόµα και αν δεν περιλαµβάνονται στον κατάλογο καταχρηστικών ΓΟΣ του άρθρ. 2 παρ. 7 του Ν. 2251/1994 βλ. π.π. παρ. (1)] Συνέπειες Καταχρηστικότητας ΓΟΣ Αν ο ΓΟΣ κριθεί από το ∆ικαστήριο καταχρηστικός, απαγορεύεται και είναι άκυρος ως αντίθετος προς το νόµο (δεν αναπτύσσει ισχύ - είναι σαν να µην υπάρχει). Η ακυρότητα των ΓΟΣ εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το ∆ικαστήριο (δηλαδή και αν ακόµα η ακυρότητα αυτή δεν προταθεί από τον καταναλωτή-διάδικο). 3.2.3 Ενδεικτικά παραδείγµατα καταχρηστικών (και άρα άκυρων) ΓΟΣ από δικαστικές αποφάσεις (α) Τραπεζικές συµβάσεις - ότι η Τράπεζα µπορεί να καταγγείλει τη σύµβαση εντός υπερβολικά µεγάλης προθεσµίας· - ότι ο πελάτης-καταναλωτής µπορεί να καταγγείλει τη σύµβαση εντός υπερβολικά σύντοµου χρονικού διαστήµατος· - ότι παρατείνεται ή ανανεώνεται η σύµβαση για υπερβολικά µεγάλο διάστηµα, αν ο πελάτης-καταναλωτής δεν την καταγγείλει σε ορισµένο χρόνο· 25 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ .ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ∆ΚΑΙΟΥ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ - ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2011-2012 © ∆ΙΟΝΥΣΙΟΣ Π. ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΣ, ∆ρ. Νοµικής Ειδικός Επιστήµονας, email: dflamb@econ.uoa.gr. Απαγορεύεται η αναδηµοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος, µε οποιονδήποτε τρόπο, τµηµατικά ή περιληπτικά, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα. (β) (γ) - ότι η Τράπεζα έχει δικαίωµα µονοµερούς τροποποίησης ή λύσης της σύµβασης χωρίς ορισµένο ειδικό και σπουδαίο λόγο ή αν πρόκειται για σύµβαση αόριστης διάρκειας, χωρίς εύλογη προθεσµία· - ότι η Τράπεζα δικαιούται να αυξάνει µονοµερώς το επιτόκιο υπερηµερίας· - ότι ο δανειολήπτης-καταναλωτής επιβαρύνεται κατά τη χορήγηση του δανείου µε επιβάρυνση άνω του 1% επί του ποσού του δανείου, µε τα λεγόµενα "διαχειριστικά έξοδα"· - ότι ο υπολογισµός των ετήσιων τόκων γίνεται βάσει 360 ηµερών και όχι 365 ηµερών· - ότι σε αλληλόχρεο λογαριασµό το ύψος της πίστωσης ανατίθεται στην απόλυτη κρίση της Τράπεζας· - ότι η Τράπεζα δικαιούται να ζητήσει από τον δανειολήπτη-καταναλωτή υπέρµετρες ασφάλειες· - ότι περιορίζονται τα αποδεικτικά µέσα του δανειολήπτη-καταναλωτή· - ότι η εγγύηση ή η εµπράγµατη ασφάλεια που παρέχεται για ορισµένη απαίτηση θα ισχύει και για όλες τις άλλες απαιτήσεις της Τράπεζας, ακόµη και για αυτές που θα προκύψουν στο µέλλον· - ότι αν καθυστερήσει ο δανειολήπτης-καταναλωτής την καταβολή έστω και µας δόσης του δανείου, αυτή η καθυστέρηση θα έχει ως συνέπεια το ληξιπρόθεσµο ολόκληρου του δανείου· - ότι η Τράπεζα µπορεί να επεξεργάζεται τα προσωπικά δεδοµένα του πελάτη-καταναλωτή χωρίς τη συγκατάθεσή του· - ότι σε στεγαστικό δάνειο αν εκταµιευθεί εφάπαξ και κατατεθεί το προϊόν του δανείου σε δεσµευµένο λογαριασµό, η Τράπεζα εισπράττει από τον δανειολήπτη-καταναλωτή τόκο για το σύνολο του δανείου, χωρίς όµως ο τελευταίος να µπορεί να χρησιµοποιήσει το ποσό του δανείου· - ότι η Τράπεζα δεν ευθύνεται για απώλεια του περιεχοµένου τραπεζικής θυρίδας, αν υπήρξε διάρρηξη ή πρόσβαση µη δικαιούχου, εφόσον η υπογραφή του τρίτου έχει οµοιότητα µε αυτή του δικαιούχου, ο δε µη δικαιούχος τρίτος έχει και το κλειδί· - ότι για οποιαδήποτε διαφορά ανακύψει από τη σύµβαση, προβλέπεται αποκλειστική αρµοδιότητα των δικαστηρίων στην περιφέρεια των οποίων βρίσκεται η έδρα της Τράπεζας· - ότι επιβάλλεται χρέωση σε λογαριασµούς καταθέσεων που δεν παρουσιάζουν κίνηση. - ότι σε περίπτωση απώλειας βιβλιαρίου καταθέσεων, αποκλείεται η ευθύνη της Τράπεζας από πταίσµα (δόλο ή βαριά αµέλεια) σε περίπτωση καταβολής χρηµάτων σε µη δικαιούχο· - ότι ο λογαριασµός που δεν υπερβαίνει ένα ελάχιστο µέσο µηνιαίο υπόλοιπο, που ορίζει η Τράπεζα, βαρύνεται µε έξοδα τήρησης. Ασφαλιστικές συµβάσεις - ότι ο ασφαλιστής µπορεί να µεταβάλει µονοµερώς τα ασφάλιστρα σε οποιαδήποτε ηµεροµηνία ανανέωσης της σύµβασης ασφάλισης κατά την κρίση του· - ότι αφαιρείται ένα µέρος από το ασφάλισµα υπέρ του ασφαλιστή· - ότι ο ασφαλισµένος εκπίπτει των δικαιωµάτων του, και αντίστοιχα απαλλάσσεται των υποχρεώσεών της η ασφαλιστική εταιρία, σε περίπτωση που (ο ασφαλισµένος) δεν ενηµερώσει τον ασφαλιστή για ουσιώδες γεγονός, π.χ. παράλειψη αναγγελίας εντός προθεσµίας, της επέλευσης ατυχήµατος και της άσκησης εναντίον του αγωγής· - ότι σε σύµβαση ασφάλισης κατά πυρκαγιάς εξαιρείται η κάλυψη ζηµιών σε ηλεκτρικές ή ηλεκτρονικές συσκευές και εγκαταστάσεις από βραχυκύκλωµα, υπερθέρµανση, υπέρταση, οφειλόµενες σε πτώση κεραυνού. Συµβάσεις κινητής τηλεφωνίας- ότι η εταιρία παροχής υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας δικαιούται να τροποποιήσει µονοµερώς τον κατάλογό της, χωρίς εύλογα και προσδιορισµένα από πριν κριτήρια· - ότι επέρχονται δυσµενείς οικονοµικές επιπτώσεις στον καταναλωτή αν καταγγείλει τη σύµβαση· - ότι ο Καταναλωτής δεν δικαιούται να υπαναχωρήσει από τη σύµβαση πριν από την πάροδο εξάµηνης διάρκειας, ακόµη και αν συντρέχει σπουδαίος λόγος, π.χ. αν ο καταναλωτής θεωρήσει την αύξηση των τιµών υπερβολική· - ότι ο Καταναλωτής δεν δικαιούται αποζηµίωσης, αν υπάρξει βλάβη ή διακοπή στη σύνδεση· - ότι η εταιρία παροχής υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας δύναται να διακόψει τη σύνδεση χωρίς προηγουµένως να ειδοποιήσει το συνδροµητή ειδικώς και εγγράφως. 26 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ .ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ∆ΚΑΙΟΥ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ - ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2011-2012 © ∆ΙΟΝΥΣΙΟΣ Π. ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΣ, ∆ρ. Νοµικής Ειδικός Επιστήµονας, email: dflamb@econ.uoa.gr. Απαγορεύεται η αναδηµοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος, µε οποιονδήποτε τρόπο, τµηµατικά ή περιληπτικά, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα. 4. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ∆ΙΚΑΙΟΥ ∆ΙΑΦΗΜΙΣΗΣ & ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ (∆ΙΚΑΙΟ MARKETING) 4.1 Εισαγωγή 4.1.1 Νοµοθετικό πλαίσιο διαφήµισης στην Ελλάδα Ο διαφηµιζόµενος έχει συνταγµατικά κατοχυρωµένο δικαίωµα να προβάλλει και να προωθεί τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που παρέχει στο καταναλωτικό κοινό. ∆εν πρέπει, όµως, να ασκεί αυτό του το δικαίωµα (προώθησης) καταχρηστικά. Ενόψει αυτού ο νοµοθέτης µε το Ν. 2251/1994 θεσπίζει περιορισµούς στην ελευθερία της διαφήµισης, που δικαιολογούνται: (i) από την ανάγκη προστασίας των συνταγµατικά κατοχυρωµένων δικαιωµάτων των καταναλωτών· και (ii) από λόγους δηµόσιου συµφέροντος (π.χ. προστασία της δηµόσιας υγείας, της παιδικής ηλικίας κλπ). Ειδικότερα, η διαφήµιση και οι αθέµιτες εµπορικές πρακτικές κυρίως ρυθµίζονται από τα άρθρα 9 - 9θ του Ν. 2251/1994. Περαιτέρω, επισηµαίνεται ότι υφίσταται και ο Ελληνικός Κώδικας ∆ιαφήµισης-Επικοινωνίας ο οποίος καταρτίστηκε από την Ένωση Εταιριών ∆ιαφήµισης και Επικοινωνίας Ελλάδος (Ε∆ΕΕ) και τον Σ∆Ε, καθώς και από τους ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθµούς κατόχους αδείας λειτουργίας, κατ' επιταγήν του άρθρου 9, του κεφαλαίου Β' "Οργανα αυτοδέσµευσης και αυτοελέγχου", του Νόµου 2863/2000, ο οποίος δηµοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Α' 262/ 29.11.2000 (βλ. http://www.edee.gr). Ο Κώδικας αφορά σε όλες τις διαφηµίσεις για κάθε είδους προϊόντα και υπηρεσίες, καθώς και όλες τις µορφές εµπορικής και κοινωνικής επικοινωνίας. Ο Κώδικας ορίζει τους κανόνες επαγγελµατικής δεοντολογίας και ηθικής συµπεριφοράς, που πρέπει να τηρούνται απέναντι στον πολίτη-καταναλωτή, από όλους όσους ασχολούνται µε τη διαφήµιση, δηλαδή τους διαφηµιζόµενους, τους διαφηµιστές και τα διαφηµιστικά µέσα, καθώς και τους εντολείς και τους εντολοδόχους όλων των παραπάνω µορφών επικοινωνίας. Την ευθύνη της εφαρµογής του Ελληνικού Κώδικα ∆ιαφήµισης-Επικοινωνίας φέρουν δύο Επιτροπές της Ε∆ΕΕ: η Πρωτοβάθµια και η ∆ευτεροβάθµια Επιτροπή. 4.1.2 Έννοια διαφήµισης Υπενθυµίζεται ότι, για τους σκοπούς του Ν. 2251/1994, στην έννοια του "Καταναλωτή" υπάγεται και ο αποδέκτης διαφηµιστικού µηνύµατος. Περαιτέρω, ως "Προµηθευτής" νοείται και ο διαφηµιζόµενος (άρθρ. 1 παρ. 4 Ν. 2251/1994) (βλ. π.π. αρ. 2). Ως "∆ιαφήµιση" ορίζεται "κάθε ανακοίνωση που γίνεται µε κάθε µέσο στο πλαίσιο εµπορικής, βιοµηχανικής, βιοτεχνικής ή επαγγελµατικής δραστηριότητας µε σκοπό την προώθηση αγαθών ή υπηρεσιών, συµπεριλαµβανοµένων των ακινήτων και των συναφών δικαιωµάτων και υποχρεώσεων" (άρθρ. 9 παρ. 1(α) Ν. 2251/1994). Η διαφήµιση αποτελεί το πιο αποτελεσµατικό εργαλείο του Μάρκετινγκ, δηλαδή, το πιο αποτελεσµατικό µέσο διαµόρφωσης της αγοραστικής βούλησης των καταναλωτών. Ο όρος "ανακοίνωση" πρέπει να καλύπτει το σύνολο των επιµέρους µορφών προβολής των καταναλωτικών προϊόντων και υπηρεσιών και µπορεί να λάβει τη µορφή προφορικού ή γραπτού ή οπτικοακουστικού µηνύµατος ή ακόµη και χαριστικής δικαιοπραξίας (π.χ. προώθηση προϊόντων µέσω διάθεσης δωρεάν δειγµάτων). Η ανακοίνωση µπορεί να πραγµατοποιείται µε οποιοδήποτε επικοινωνιακό µέσο, όπως λ.χ. τηλεόραση, internet, εφηµερίδες, ταχυδροµείο, τηλέφωνο κ.ο.κ., να αναρτάται σε δηµόσιους χώρους (όταν επιτρέπεται), σε πινακίδες στα µέσα µεταφοράς κ.λπ. Το µη εµπορικό διαφηµιστικό µήνυµα που δεν στοχεύει στην προώθηση πωλήσεων µε στόχο το κέρδος (που γίνεται, π.χ., για λόγους πολιτικούς, ιδεολογικούς, φιλανθρωπικούς, θρησκευτικούς, φιλοζωικούς, οικολογικούς κλ.π.) δεν υπάγεται στον Ν. 2251/1994 (π.χ. διαφήµιση πολιτικού κόµµατος). 4.2 Συγκριτική διαφήµιση "Συγκριτική διαφήµιση" είναι κάθε διαφήµιση που προσδιορίζει άµεσα ή έµµεσα ή υπονοεί την ταυτότητα συγκεκριµένου ανταγωνιστή ή τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που αυτός προσφέρει (βλ. άρθρ. 9 παρ. 2 Ν. 2251/1994). "Συγκριτική", δηλαδή, είναι η διαφήµιση, στην 27 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ .ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ∆ΚΑΙΟΥ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ - ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2011-2012 © ∆ΙΟΝΥΣΙΟΣ Π. ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΣ, ∆ρ. Νοµικής Ειδικός Επιστήµονας, email: dflamb@econ.uoa.gr. Απαγορεύεται η αναδηµοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος, µε οποιονδήποτε τρόπο, τµηµατικά ή περιληπτικά, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα. οποία ο διαφηµιζόµενος προβαίνει σε σύγκριση των προϊόντων/υπηρεσιών του µε εκείνα των ανταγωνιστών του, προφανώς για να καταδείξει την υπεροχή των δικών του. Παράδειγµα 1: Ο ορισµός καλύπτει κάθε συγκριτική διαφήµιση (και άρα ο Ν. 2251/1994 εφαρµόζεται) αρκεί να κατονοµάζεται ο ανταγωνιστής, ή τα προϊόντα του, ή εν πάση περιπτώσει να προσδιορίζεται εµµέσως η ταυτότητα του ανταγωνιστή ή των αγαθών/υπηρεσιών που αυτός προσφέρει. Έµµεσος προσδιορισµός θα υπάρχει όταν ναι µεν δεν κατονοµάζεται ο ανταγωνιστής, τα προϊόντα ή το σήµα του, όµως στο καταναλωτικό κοινό στο οποίο η διαφήµιση απευθύνεται δηµιουργείται σαφής συνειρµική ταύτιση µε συγκεκριµένο ανταγωνιστικό προϊόν (λ.χ. δεν κατονοµάζεται η coca-cola όµως εµφανίζεται η πασίγνωστη φιάλη µε το χαρακτηριστικό σχήµα). Παράδειγµα 2: Οι γνωστές διαφηµίσεις όπου συγκρίνονται απορρυπαντικά. Η σύγχρονη οικονοµική θεωρία εκτιµά πολύ θετικά τη συγκριτική διαφήµιση αφού εντατικοποιεί τον ανταγωνισµό συµβάλλοντας έτσι στη βελτίωση της ποιότητας και στη µείωση των τιµών, ενώ, παράλληλα, ευνοεί την καινοτοµία αλλά και την είσοδο νέων επιχειρήσεων σε µια ήδη παγιωµένη αγορά. Περαιτέρω εξυπηρετεί τη διαφάνεια και τη σφαιρική πληροφόρηση του καταναλωτή. Υπάρχουν 3 είδη Συγκριτικής ∆ιαφήµισης: Προσωπική συγκριτική διαφήµιση: ο διαφηµιζόµενος αναφέρεται στις προσωπικές ιδιότητες ενός ανταγωνιστή (λ.χ. θρήσκευµα, φύλο, οικογενειακή κατάσταση, επαγγελµατική ικανότητα κ.ο.κ.) - Απαγορεύεται Προσκολλώµενη ή αναφερόµενη συγκριτική διαφήµιση: ο διαφηµιζόµενος εκµεταλλευόµενος την καλή φήµη καταξιωµένων στην αγορά ανταγωνιστικών προϊόντων και υπηρεσιών αναφέρεται σε αυτά µε τρόπο θετικό, προσπαθώντας δηλ., να καταδείξει ότι τα προϊόντα του είναι εφάµιλλα. Πρόκειται για παρασιτική και κατά συνέπεια αθέµιτη µορφή διαφήµισης, επειδή στηρίζεται στην εκµετάλλευση της καλής απόδοσης ανταγωνιστή προς ίδιον όφελος. ∆εν µπορεί να επιτραπεί στον διαφηµιζόµενο να δηµιουργεί σύγχυση στο καταναλωτικό κοινό, εκµεταλλευόµενος την µε κόπους και µόχθους αποκτηθείσα καλή φήµη του ανταγωνιστικού προϊόντος και επιδιώκοντας να εµφανίσει το προϊόν του ως εφάµιλλο αυτού. Επικριτική συγκριτική διαφήµιση: ο διαφηµιζόµενος προβαίνει σε σύγκριση των πλεονεκτηµάτων των προϊόντων/υπηρεσιών του σε σύγκριση µε τα µειονεκτήµατα των αντίστοιχων ανταγωνιστικών. Η διαφήµιση αυτή είναι επιτρεπτή, όταν είναι αληθινή και πληροί τις προϋποθέσεις του νόµου. Σύµφωνα µε το άρθρ. 9 § 2 του Ν. 2251/1994 η (επικριτική) συγκριτική διαφήµιση αποτελεί θεµιτή και µη απαγορευµένη µορφή διαφήµισης (δηλ. επιτρέπεται), αρκεί να πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις: • Η συγκριτική διαφήµιση θα πρέπει να µην είναι παραπλανητική: δηλαδή η προβολή των πλεονεκτηµάτων των προϊόντων ή υπηρεσιών του διαφηµιζόµενου σε σύγκριση µε τα µειονεκτήµατα των ανταγωνιστών του επιτρέπεται, αρκεί να τηρεί τις αρχές της αλήθειας και της αντικειµενικότητας. • Θα πρέπει να συγκρίνει προϊόντα ή υπηρεσίες που ανταποκρίνονται στις ίδιες ανάγκες ή έχουν τους ίδιους στόχους. - αρκεί δηλαδή τα προϊόντα ή υπηρεσίες να εκπληρώνουν τις ίδιες ανάγκες του καταναλωτή. • Θα πρέπει να συγκρίνει, κατά τρόπο αντικειµενικό, ένα ή περισσότερα χαρακτηριστικά που είναι ουσιώδη, συναφή, εξακριβώσιµα και αντιπροσωπευτικά των εν λόγω προϊόντων και υπηρεσιών, στα οποία µπορεί να συµπεριλαµβάνεται και η τιµή, ο τρόπος κατασκευής και η εξυπηρέτηση µετά την πώληση κ.λπ. • ∆εν πρέπει να έχει ως συνέπεια τη δυσφήµιση ή την υποτίµηση των σηµάτων, εµπορικών επωνυµιών, άλλων διακριτικών σηµείων, προϊόντων, υπηρεσιών, δραστηριοτήτων ή της κατάστασης ενός ανταγωνιστή - δεν θα πρέπει, δηλαδή, η σύγκριση να γίνεται σε έναν ιδιαίτερα επιθετικό ή απαξιωτικό τόνο. 28 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ .ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ∆ΚΑΙΟΥ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ - ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2011-2012 © ∆ΙΟΝΥΣΙΟΣ Π. ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΣ, ∆ρ. Νοµικής Ειδικός Επιστήµονας, email: dflamb@econ.uoa.gr. Απαγορεύεται η αναδηµοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος, µε οποιονδήποτε τρόπο, τµηµατικά ή περιληπτικά, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα. • Για όσα προϊόντα φέρουν προστατευόµενη ονοµασία προέλευσης, η σύγκριση πρέπει να γίνεται υποχρεωτικά µόνο µε προϊόντα της ίδιας ονοµασίας προέλευσης - π.χ. δεν µπορεί αν συγκρίνεται ένας αφρώδης οίνος µε µια σαµπάνια (που προέρχεται δηλ. από τη γαλλική επαρχία της Καµπανίας). • ∆εν πρέπει να επωφελείται αθέµιτα από τη φήµη σήµατος, εµπορικής επωνυµίας ή άλλων διακριτικών σηµείων ανταγωνιστή ή από τα δηλωτικά καταγωγής ανταγωνιστικών προϊόντων αφορά την προσκολλώµενη-αναφερόµενη συγκριτική διαφήµιση. • ∆εν πρέπει να παρουσιάζει ένα προϊόν ή µια υπηρεσία ως αποµίµηση ή αντίγραφο προϊόντος ή υπηρεσίας που φέρουν σήµα κατατεθέν ή εµπορική επωνυµία - αφορά την προσκολλώµενηαναφερόµενη συγκριτική διαφήµιση. • ∆εν πρέπει να δηµιουργεί σύγχυση µεταξύ προµηθευτών, µεταξύ διαφηµιστή και ανταγωνιστή ή µεταξύ των εµπορικών σηµάτων, των εµπορικών επωνυµιών, άλλων διακριτικών γνωρισµάτων, προϊόντων ή υπηρεσιών του διαφηµιστή και του ανταγωνιστή - αφορά την προσκολλώµενηαναφερόµενη συγκριτική διαφήµιση. • Όταν αναφέρεται σε ειδικές προσφορές, επιτρέπεται µόνον εφόσον επισηµαίνονται σαφώς η ηµεροµηνία έναρξης και λήξης της ειδικής προσφοράς, καθώς και η διαθεσιµότητα των προϊόντων. • Όταν γίνεται µνεία ή αναπαραγωγή στη συγκριτική διαφήµιση των αποτελεσµάτων συγκριτικών δοκιµών για αγαθά ή υπηρεσίες, που έχουν διεξαχθεί από τρίτους, επιτρέπεται µόνο µε την έγγραφη συναίνεση του υπεύθυνου για τη δοκιµή προσώπου. 4.3 Άµεση διαφήµιση (direct advertising) Σήµερα η επικοινωνία µέσω τηλεφώνου (cold calling) και ηλεκτρονικού ταχυδροµείο (µη ζητηθείσα ηλεκτρονική επικοινωνία, spamming) τείνουν να λάβουν ανεξέλεγκτες διαστάσεις καθώς παρέχουν σηµαντικά πλεονεκτήµατα στον διαφηµιζόµενο (ταχύτητα και άµεση προσέγγιση του διαφηµιζόµενου µε περαιτέρω δυνατότητα επηρεασµού, χαµηλό κόστος, µεγαλύτερη απόδοση για το διαφηµιζόµενο σε σχέση µε τις παραδοσιακές διαφηµιστικές πρακτικές µαζικού χαρακτήρα). "Άµεση" καλείται η διαφήµιση (κατά την οποία)όπου το διαφηµιστικό µήνυµα µεταδίδεται απευθείας στον καταναλωτή µε τηλεπικοινωνιακά ή ηλεκτρονικά µέσα (π.χ. τηλέφωνο, φαξ, ηλεκτρονικό ταχυδροµείο, αυτόµατες κλήσεις, ηλεκτρονικά µηνύµατα, µηνύµατα σε κινητά τηλέφωνα ή άλλα ηλεκτρονικά µέσα, µε ή χωρίς ανθρώπινη παρέµβαση). ∆ηλαδή, στην άµεση διαφήµιση ο διαφηµιζόµενος έρχεται σε απευθείας επικοινωνία µε τον υποψήφιο πελάτη του, συνήθως, µέσω ηλεκτρονικού µέσου επικοινωνίας. Η αποστολή µη ζητηθείσας εµπορικής επικοινωνίας δηµιουργεί σηµαντικά προβλήµατα στους δέκτες της (επιθετική - παρενοχλητική µορφή διαφήµισης καθώς εισβάλλει στην ιδιωτική σφαίρα των ατόµων). Σύµφωνα µε το άρθρ. 9 παρ. 5 του Ν. 2251/1994, η µετάδοση άµεσου διαφηµιστικού µηνύµατος στον καταναλωτή επιτρέπεται µόνο εφόσον τηρούνται οι ακόλουθοι όροι και προϋποθέσεις: • Ο συνδροµητής-αποδέκτης να έχει συγκατατεθεί εκ των προτέρων ρητώς (σύστηµα opt-in: απαιτείται υποχρεωτικά να έχει προηγηθεί η ρητή συναίνεση του αποδέκτη προτού του αποσταλούν διαφηµιστικά µηνύµατα µε οποιοδήποτε µέσο ηλεκτρονικής επικοινωνίας και για κάθε είδους διαφηµιστικούς σκοπούς). • Ο συνδροµητής-αποδέκτης να µην έχει δηλώσει προς τον τηλεπικοινωνιακό φορέα ότι δεν επιθυµεί να δέχεται µη ζητηθείσα επικοινωνία Ωστόσο, όταν ένας προµηθευτής αποκτά νοµίµως από τους πελάτες του στοιχεία επαφής του ηλεκτρονικού τους ταχυδροµείου στο πλαίσιο προηγούµενων συναλλαγών, τότε αυτός µπορεί να χρησιµοποιεί τα εν λόγω στοιχεία για την απευθείας εµπορική προώθηση παρόµοιων προϊόντων ή υπηρεσιών του, ακόµη και αν ο αποδέκτης δεν έχει δώσει εκ των προτέρων την συγκατάθεσή του. Τούτο, 29 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ .ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ∆ΚΑΙΟΥ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ - ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2011-2012 © ∆ΙΟΝΥΣΙΟΣ Π. ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΣ, ∆ρ. Νοµικής Ειδικός Επιστήµονας, email: dflamb@econ.uoa.gr. Απαγορεύεται η αναδηµοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος, µε οποιονδήποτε τρόπο, τµηµατικά ή περιληπτικά, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα. πάντως, υπό την προϋπόθεση ότι οι πελάτες του θα έχουν σαφώς και ευδιάκριτα την ευκαιρία να αντιτάσσονται δωρεάν και εύκολα σε αυτή τη συλλογή και χρησιµοποίηση ηλεκτρονικών στοιχειών επαφής, και αυτό, µάλιστα, σε κάθε µήνυµα και µόνον εάν ο χρήστης δεν είχε αρχικά διαφωνήσει µε τη χρήση αυτή (άρθρ. 11 παρ. 3 Ν. 3471/2006). Τέλος, απαγορεύεται η αποστολή µηνυµάτων ηλεκτρονικού ταχυδροµείου, που έχουν σκοπό την άµεση προώθηση προϊόντων και υπηρεσιών, όταν δεν αναφέρεται ευδιάκριτα και σαφώς η ταυτότητα του αποστολέα ή του προσώπου προς όφελος του οποίου αποστέλλεται το µήνυµα, καθώς επίσης και η έγκυρη διεύθυνση στην οποία ο αποδέκτης του µηνύµατος µπορεί να ζητεί τον τερµατισµό της επικοινωνίας (άρθρ. 11 παρ. 4 Ν. 3471/2006). Παράδειγµα: Η Εταιρεία Χ ΑΕ εµπορεύεται έπιπλα. Από προηγούµενες συναλλαγές έχει τις ηλεκτρονικές διευθύνσεις των πελατών της. Ενόψει της νέας παραλαβής επίπλων για το καλοκαίρι του 2012 στέλνει e-mails µε σχετική ενηµέρωση στους πελάτες της. Από τα e-mails θα πρέπει να προκύπτει µε σαφήνεια η ταυτότητα της X AE καθώς και να υπάρχει σχετική ενηµέρωση ότι ο πελάτης, εφόσον επιθυµεί να µην λαµβάνει πλέον διαφηµιστικό υλικό από την Χ ΑΕ, µπορεί να "βγει" από τη λίστα της, απλά πατώντας ένα σχετικό link. 4.4 Τηλεοπτική διαφήµιση Απαγορεύεται στους τηλεοπτικούς σταθµούς η µετάδοση διαφηµίσεων παιδικών παιχνιδιών από ώρα 07:00 µέχρι και ώρα 22:00 κάθε ηµέρας (άρθρ. 9 παρ. 6 Ν. 2251/1994). 4.5 Αθέµιτες Εµπορικές Πρακτικές (Unfair Trading) 4.5.1 Γενικά - Έννοια "Προµηθευτή", "Καταναλωτή", "Εµπορικής Πρακτικής" Τα άρθρα 9α-9θ του Ν. 2251/1994 ρυθµίζουν τις εµπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς του καταναλωτές. Για τους σκοπούς των παραπάνω άρθρων: - "Προµηθευτής" είναι κάθε φυσικό ή νοµικό πρόσωπο που ενεργεί για σκοπούς που συσχετίζονται µε την εµπορική, επιχειρηµατική, βιοτεχνική ή ελευθέρια επαγγελµατική του δραστηριότητα, καθώς και κάθε πρόσωπο που ενεργεί στο όνοµα ή για λογαριασµό του προµηθευτή. - "Καταναλωτής" είναι κάθε φυσικό πρόσωπο που ενεργεί για λόγους που δεν εµπίπτουν στην εµπορική, επιχειρηµατική, βιοτεχνική ή ελευθέρια επαγγελµατική του δραστηριότητα "Εµπορική Πρακτική" ονοµάζεται κάθε πράξη, παράλειψη, τρόπος συµπεριφοράς ή εκπροσώπησης, εµπορική επικοινωνία, συµπεριλαµβανοµένης της διαφήµισης και του µάρκετινγκ ενός εµπορευοµένου, άµεσα συνδεόµενη µε την προώθηση, πώληση ή προµήθεια ενός προϊόντος σε καταναλωτές. ∆ηλαδή ο όρος "Εµπορική Πρακτική" καλύπτει όλο το φάσµα των διαφηµιστικών πρακτικών, εµπορικών επικοινωνιών και µεθόδων πώλησης αγαθών και υπηρεσιών. Παράδειγµα: Εµπορική Πρακτική είναι κάθε είδους διαφήµιση ή µέθοδος προώθησης προϊόντων - υπηρεσιών. 4.5.2 Έννοια Αθέµιτης Εµπορικής Πρακτικής - Κυρώσεις Σύµφωνα µε το άρθρ. 9γ παρ. 2 του Ν. 2251/1994 µια Εµπορική Πρακτική είναι Αθέµιτη όταν πληρούνται αθροιστικά οι ακόλουθες δύο προϋποθέσεις: • Είναι αντίθετη προς τις απαιτήσεις επαγγελµατικής ευσυνειδησίας (professional diligence)4. • Στρεβλώνει ουσιωδώς ή ενδέχεται να στρεβλώσει ουσιωδώς την οικονοµική συµπεριφορά του µέσου καταναλωτή στο οποίο φθάνει ή στον οποίο απευθύνεται 4 Επαγγελµατική ευσυνειδησία σηµαίνει το µέτρο της ικανότητας και της επιµέλεια που δικαιολογηµένα µπορεί να αναµένει κανείς ότι θα επιδείξει ένας έµπορος απέναντι στους καταναλωτές στο συγκεκριµένο τοµέα στον οποίο δραστηριοποιείται, κατά τις επιταγές της καλής πίστης και τις έντιµες πρακτικές του εµπορίου. 30 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ .ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ∆ΚΑΙΟΥ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ - ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2011-2012 © ∆ΙΟΝΥΣΙΟΣ Π. ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΣ, ∆ρ. Νοµικής Ειδικός Επιστήµονας, email: dflamb@econ.uoa.gr. Απαγορεύεται η αναδηµοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος, µε οποιονδήποτε τρόπο, τµηµατικά ή περιληπτικά, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα. το προϊόν ή του µέσου µέλους της οµάδας, όταν µια εµπορική πρακτική απευθύνεται σε µια συγκεκριµένη οµάδα καταναλωτών5. Μια Εµπορική Πρακτική είναι Αθέµιτη, ιδίως, όταν είναι • Παραπλανητική Εµπορική Πρακτική [βλ. π.κ. αρ. 4.5.3] • Επιθετική Εµπορική Πρακτική [βλ. π.κ. αρ. 4.5.4] Απαγορεύονται οι Αθέµιτες Εµπορικές Πρακτικές που υιοθετούνται πριν, κατά τη διάρκεια και ύστερα από εµπορική συναλλαγή που σχετίζεται µε συγκεκριµένο προϊόν (άρθρ. 9γ παρ. 1 Ν. 2251/1994). Αν µια Εµπορική Πρακτική είναι Αθέµιτη: • Κάθε καταναλωτής ή/και ένωση καταναλωτών έχουν το δικαίωµα να στραφούν κατά του παραβάτη προµηθευτή-διαφηµιζόµενου και να ζητήσουν τη δικαστική παύση της Αθέµιτης Εµπορικής Πρακτικής και την παράλειψή της στο µέλλον, καθώς και αποζηµίωση για την ζηµία που υφίστανται εξαιτίας της πρακτικής αυτής. • Ο Υπουργός Ανάπτυξης µπορεί να διατάξει µε απόφασή του για λόγους δηµόσιου συµφέροντος, την άµεση παύση της Αθέµιτης Εµπορικής Πρακτικής. Σε περίπτωση µη συµµόρφωσης του παραβάτη (διαφηµιζόµενου-προµηθευτή) µπορεί να επιβληθεί πρόστιµο από €1.500 - €1.000.000, και αν επιβληθεί πρόστιµο πάνω από 3 φορές, ο Υπουργός Ανάπτυξης µπορεί να διατάξει την προσωρινή λειτουργία της επιχείρησης ή τµήµατός της για χρονικό διάστηµα από 3 µήνες έως 1 έτος. • Όταν διαταχθεί µε δικαστική απόφαση η παύση µιας Αθέµιτης Εµπορικής Πρακτικής, το δικαστήριο: 4.5.3. (i) µπορεί να επιβάλλει τη δηµοσίευση της σχετικής δικαστικής απόφασης είτε δια του τύπου είτε µε οποιοδήποτε άλλο πρόσφορο µέσο (ii) µπορεί να διατάξει τη δηµοσίευση σχετικής επανορθωτικής δήλωσης του παραβάτηδιαφηµιζόµενου. Παραπλανητικές Εµπορικές Πρακτικές Σύµφωνα µε το άρθρ. 9δ και 9ε του Ν. 2251/1994 µια Εµπορική Πρακτική είναι παραπλανητική και άρα απαγορεύεται όταν πληρούται έστω µια από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: • Αν η Εµπορική Πρακτική περιλαµβάνει εσφαλµένες πληροφορίες και είναι, συνεπώς, αναληθής. • Αν η Εµπορική Πρακτική: (i) µε οποιονδήποτε τρόπο, συµπεριλαµβανοµένης της συνολικής παρουσίασής της, παραπλανά ή ενδέχεται να παραπλανήσει το µέσο καταναλωτή, ακόµα και αν οι πληροφορίες είναι, αντικειµενικά, ορθές όσον αφορά ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα στοιχεία (λ.χ. η ύπαρξη ή φύση πράγµατος, τα κύρια χαρακτηριστικά του προϊόντος, η τιµή ή τρόπος υπολογισµού της ή η ύπαρξη ειδικής συµφέρουσας τιµής, η ανάγκη υπηρεσίας, ανταλλακτικού, αντικατάστασης ή επισκευής)· και (ii) ούτως ή άλλως οδηγεί τον καταναλωτή ή ενδέχεται να τον οδηγήσει να λάβει απόφαση. • Όταν, στο πραγµατικό πλαίσιο της Εµπορικής Πρακτικής, λαµβανοµένων υπόψη όλων των χαρακτηριστικών της και των περιστάσεων, οδηγεί ή ενδέχεται να οδηγήσει τον µέσο καταναλωτή να λάβει απόφαση συναλλαγής την οποία διαφορετικά δεν θα λάµβανε, και η πρακτική περιλαµβάνει: (i) κάθε προσπάθεια προώθησης προϊόντος (marketing), 5 Ουσιώδης στρέβλωση της οικονοµικής συµπεριφοράς των καταναλωτών σηµαίνει τη χρήση της εµπορικής πρακτικής µε σκοπό τη σηµαντική µείωση της ικανότητας του καταναλωτή να λάβει τεκµηριωµένη απόφαση, µε επακόλουθο ο καταναλωτής να λάβει µια απόφαση συναλλαγής που διαφορετικά δεν θα ελάµβανε - Στόχος νοµοθέτη: να προστατευθεί η ελεύθερη επιλογή και συναλλακτική απόφαση του καταναλωτή (άρθρ. 9γ περ. ε΄ του Ν. 2251/1994). 31 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ .ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ∆ΚΑΙΟΥ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ - ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2011-2012 © ∆ΙΟΝΥΣΙΟΣ Π. ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΣ, ∆ρ. Νοµικής Ειδικός Επιστήµονας, email: dflamb@econ.uoa.gr. Απαγορεύεται η αναδηµοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος, µε οποιονδήποτε τρόπο, τµηµατικά ή περιληπτικά, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα. συµπεριλαµβανοµένης της συγκριτικής διαφήµισης, που δηµιουργεί σύγχυση µε τα προϊόντα, εµπορικά σήµατα, εµπορικές επωνυµίες και άλλα διακριτικά γνωρίσµατα ενός ανταγωνιστή [αποµιµητικά προϊόντα] και (ii) µη συµµόρφωση του προµηθευτή προς τις δεσµεύσεις που περιέχουν κώδικες συµπεριφοράς µε τους οποίους ανέλαβε να δεσµευτεί/ τηρήσει. • Όταν στο πραγµατικό της πλαίσιο, λαµβανοµένων υπόψη όλων των χαρακτηριστικών της και των περιστάσεων, καθώς και των περιορισµών του συγκεκριµένου µέσου επικοινωνίας, παραλείπει ουσιώδεις πληροφορίες που χρειάζεται ο µέσος καταναλωτής, ανάλογα µε το συγκεκριµένο πλαίσιο, για να λάβει τεκµηριωµένη απόφαση συναλλαγής και ως εκ τούτου τον οδηγεί ή ενδέχεται να τον οδηγήσει να λάβει απόφαση συναλλαγής την οποία διαφορετικά δεν θα ελάµβανε [παραπλανητική παράλειψη]. ∆ηλαδή, αποφασιστικό στοιχείο για τη συνδροµή της παραπλάνησης, δεν είναι η απόκλιση από την πραγµατικότητα, αλλά η λανθασµένη εντύπωση που δηµιουργείται στο µέσο καταναλωτή. Περαιτέρω, θα πρέπει να είναι βέβαιο ότι χωρίς την παραπλάνηση ο καταναλωτής δεν οδηγείται, ή, δεν θα µπορούσε να οδηγηθεί στην κρίσιµη συναλλακτική απόφαση. Παράδειγµα 1: Ο τρόπος µε τον οποίο εµφανίζεται µια διαφήµιση (π.χ. µαγνητίζει το βλέµµα), το µέγεθος ή το σηµείο όπου αναγράφονται τα πληροφοριακά στοιχεία, κ.λπ. θα έχουν αποφασιστική σηµασία για την αντίληψη του συνετού και ευλόγως προσεκτικού µέσου καταναλωτή και εποµένως ενδέχεται να οδηγήσει στο χαρακτηρισµό µιας εµπορικής πρακτικής ως παραπλανητικής. Παράδειγµα 2: Ψευδής διαφήµιση χαπιών αδυνατίσµατος ως 100% φυτικών, ακίνδυνων και αποτελεσµατικών συνιστά παραπλανητική εµπορική πρακτική [αφορά κύρια χαρακτηριστικά του προϊόντος]. Παράδειγµα 3: Παραπλανητική ενδέχεται να είναι µια πρακτική µε την οποία ο προµηθευτής δίνει την εντύπωση ότι είναι χονδρέµπορος ή κατασκευαστής και κατά συνέπεια µπορεί να πουλάει φθηνότερα ενώ τούτο είναι ψευδές Παράδειγµα 4: Αποφασιστικά µπορεί να επιδράσει στην αγοραστική απόφαση του καταναλωτή η εντύπωση που δίνεται από τον προµηθευτή, ότι στα προϊόντα έχουν απονεµηθεί βραβεία, τιµητικές διακρίσεις ενώ κάτι τέτοιο δεν ισχύει (παραπλανητική εµπορική πρακτική). Παράδειγµα 5: Παραπλανητική παράλειψη (και άρα απαγορευµένη παραπλανητική εµπορική πρακτική) υφίσταται και όταν ο προµηθευτής αποκρύπτει ουσιώδης πληροφορίες για το προϊόν ή τις παρέχει κατά τρόπο ασαφή, ακατάληπτο ή διφορούµενο και αυτό έχει ως αποτέλεσµα να λάβει ο µέσος καταναλωτής απόφαση για τη συναλλαγή την οποία, διαφορετικά, δεν θα είχε λάβει. Οι ουσιώδεις πληροφορίες που πρέπει να παράσχει ο προµηθευτής περιλαµβάνουν τα κύρια χαρακτηριστικά του προϊόντος, τη διεύθυνση και την ταυτότητα του προµηθευτή, την τιµή και τις πρόσθετες επιβαρύνσεις αποστολής, παράδοσης ή ταχυδροµείου και τις ρυθµίσεις για την πληρωµή, παράδοση, εκτέλεση και αντιµετώπιση παραπόνων (βλ. άρθρ. 9ε παρ. 2-4 του Ν. 2251/1994). Επί παραδείγµατι, ο προµηθευτής παρέχει µε τη διαφήµιση του στο διαδίκτυο τις ουσιώδεις πληροφορίες που αφορούν το προϊόν αλλά µε τόσο µικρά γράµµατα, ώστε είναι δυσανάγνωστες, ή είναι ασαφείς, δυσνόητες, αµφίσηµες, ή, ακόµα είναι γραµµένες σε µια ξένη γλώσσα την οποία δεν κατανοεί ο καταναλωτής. Παράδειγµα 6: Σύµφωνα µε το άρθρ. 9στ του Ν. 2251/994 απαγορεύονται, επειδή είναι παραπλανητικές, εµπορικές πρακτικές που συνίστανται ιδίως σε: (α) ισχυρισµό, ότι πρόκειται για συµβαλλόµενο σε κώδικα συµπεριφοράς, ενώ ο προµηθευτής δεν είναι, (β) χρησιµοποίηση σήµατος ή αντίστοιχου διακριτικού γνωρίσµατος χωρίς την αντίστοιχη άδεια, (γ) ισχυρισµό, ότι ένας κώδικας συµπεριφοράς έχει την έγκριση δηµόσιου ή άλλου φορέα, ενώ δεν την έχει, (δ) ισχυρισµό, ότι ο προµηθευτής, συµπεριλαµβανοµένων των εµπορικών πρακτικών του, ή ένα προϊόν έχει την έγκριση, την πιστοποίηση ή την άδεια δηµόσιου ή ιδιωτικού φορέα, ενώ δεν την έχει, ή παρόµοιο ισχυρισµό ο οποίος δεν ανταποκρίνεται στους όρους της έγκρισης, της πιστοποίησης ή της άδειας, (ε) πρόσκληση για αγορά προϊόντων σε µια καθορισµένη τιµή, χωρίς να γίνεται γνωστή η ύπαρξη των οποιωνδήποτε εύλογων λόγων που µπορεί να έχει ο προµηθευτής για τους οποίους πιστεύει ότι δεν θα µπορέσει να προµηθεύσει ή να αναθέσει σε άλλο προµηθευτή να προµηθεύσει τα προϊόντα αυτά ή ισοδύναµα τους στην τιµή αυτή µέσα σε εύλογο διάστηµα και σε εύλογες ποσότητες, λαµβανοµένων υπόψη του προϊόντος, της κλίµακας διαφήµισης αυτού και της τιµής που προσφέρεται (διαφήµιση "δόλωµα"), (στ) πρόσκληση για αγορά προϊόντων σε καθορισµένη τιµή και στη συνέχεια: (αα) άρνηση επίδειξης του διαφηµιζόµενου προϊόντος στους καταναλωτές ή (ββ) άρνηση λήψης παραγγελιών για το προϊόν ή παράδοσης του σε εύλογο χρόνο ή (γγ) επίδειξη ενός ελαττωµατικού δείγµατος του, µε πρόθεση προώθησης ενός άλλου προϊόντος ("δόλωµα και µεταστροφή"), 32 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ .ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ∆ΚΑΙΟΥ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ - ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2011-2012 © ∆ΙΟΝΥΣΙΟΣ Π. ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΣ, ∆ρ. Νοµικής Ειδικός Επιστήµονας, email: dflamb@econ.uoa.gr. Απαγορεύεται η αναδηµοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος, µε οποιονδήποτε τρόπο, τµηµατικά ή περιληπτικά, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα. σ (ζ) ψευδή δήλωση, ότι το προϊόν θα είναι διαθέσιµο για πολύ περιορισµένο χρονικό διάστηµα ή ότι θα διατίθεται µόνο υπό ειδικούς όρους για πολύ περιορισµένο χρονικό διάστηµα, έτσι ώστε να προκληθεί η λήψη άµεσης απόφασης και να στερηθεί από τους καταναλωτές η δυνατότητα ή ο χρόνος να προβούν σε τεκµηριωµένη επιλογή, (η) ανάληψη της υποχρέωσης παροχής υπηρεσιών υποστήριξης µετά την πώληση σε καταναλωτές µε τους οποίους ο προµηθευτής είχε επικοινωνήσει πριν από τη συναλλαγή σε γλώσσα που δεν είναι επίσηµη γλώσσα του κράτους µέλους στο οποίο βρίσκεται ο προµηθευτής και στη συνέχεια διάθεση αυτής της υπηρεσίας µόνο σε άλλη γλώσσα, χωρίς αυτό να έχει καταστεί γνωστό στον καταναλωτή πριν αυτός δεσµευθεί για τη συναλλαγή, (θ) δήλωση, ή µε άλλο τρόπο δηµιουργία της εντύπωσης ότι ένα προϊόν µπορεί να πωλείται νόµιµα, ενώ δεν µπορεί, (ι) παρουσίαση των δικαιωµάτων που παρέχει ο νόµος στον καταναλωτή ως ειδικού/ό χαρακτηριστικού/ό της προσφοράς του προµηθευτή, (κ) χρήση ανακοινώσεων στα µέσα, για την προώθηση ενός προϊόντος, πληρωµένων από τον προµηθευτή, χωρίς αυτό να γίνεται σαφές από το περιεχόµενο της ανακοίνωσης ή από εικόνα ή ήχο σαφώς αναγνωρίσιµα από τον καταναλωτή (κεκαλυµµένη διαφήµιση), (κα) διατύπωση ουσιωδώς ανακριβούς ισχυρισµού όσον αφορά στη φύση ή στην έκταση του κινδύνου για την προσωπική ασφάλεια του καταναλωτή ή της οικογένειας του, αν ο καταναλωτής δεν αγοράσει το προϊόν, (κβ) προώθηση παρόµοιου προϊόντος µε εκείνο που προσφέρει συγκεκριµένος κατασκευαστής, µε τέτοιο τρόπο ώστε να παραπλανάται σκόπιµα ο καταναλωτής ότι έχει κατασκευασθεί από το συγκεκριµένο κατασκευαστή, ενώ δεν συµβαίνει αυτό, (κγ) δηµιουργία, λειτουργία ή προώθηση ενός πυραµιδωτού συστήµατος πωλήσεων, όπου ο καταναλωτής θεωρεί ότι έχει την ευκαιρία για µεγαλύτερο όφελος µε την εισαγωγή άλλων καταναλωτών στο σύστηµα, παρά µε την ίδια την πώληση ή την κατανάλωση των προϊόντων, (κδ) ισχυρισµό, ότι ο προµηθευτής πρόκειται να σταµατήσει τη δραστηριότητα του ή να µετακοµίσει, ενώ αυτό δεν ισχύει [λ.χ. ψευδής αναγγελία για δήθεν διάλυση, εκποίηση], (κε) ισχυρισµό, ότι τα προϊόντα µπορούν να διευκολύνουν το κέρδος σε τυχερά παίγνια, (κστ) αναληθή ισχυρισµό ότι προϊόν είναι σε θέση να θεραπεύει ασθένεια, δυσλειτουργίες ή δυσµορφίες, 4.5.4 (κζ) διάδοση ουσιωδώς ανακριβών πληροφοριών σχετικά µε τις συνθήκες της αγοράς ή τη δυνατότητα εύρεσης του προϊόντος, προκειµένου να παροτρυνθεί ο καταναλωτής να αποκτήσει το προϊόν µε όρους λιγότερο ευνοϊκούς σε σχέση µε αυτούς που ισχύουν υπό κανονικές συνθήκες της αγοράς, (κη) ισχυρισµό για µία εµπορική πρακτική διεξαγωγής διαγωνισµού ή καταβολής επάθλων χωρίς τη χορήγηση των περιγραφόµενων επάθλων ή του ισοδυνάµου τους, (κθ) περιγραφή του προϊόντος ως "δωρεάν", "χωρίς επιβάρυνση" ή µε αντίστοιχη διατύπωση, αν ο καταναλωτής οφείλει να καταβάλει οποιαδήποτε άλλη πληρωµή εκτός του αναπόφευκτου κόστους για την απάντηση στην εµπορική πρακτική ή για την παραλαβή ή την παράδοση του αντικειµένου, (κι) προσθήκη στο υλικό µάρκετινγκ τιµολογίου ή αντίστοιχου εγγράφου µε το οποίο ζητείται πληρωµή και το οποίο παρέχει στον καταναλωτή την εντύπωση ότι έχει ήδη παραγγείλει το προϊόν, ενώ αυτό δεν ισχύει, (λ) ψευδή ισχυρισµό ή δηµιουργία της εντύπωσης, ότι ο προµηθευτής δεν ενεργεί για σκοπούς που συνδέονται µε την εµπορική δραστηριότητα του, την επιχείρηση, την τέχνη ή το επιτήδευµα του, ή υποδύεται ψευδώς τον καταναλωτή, (λα) δηµιουργία της ψευδούς εντύπωσης, ότι οι υπηρεσίες, µετά την πώληση του προϊόντος, διατίθενται σε κράτος µέλος άλλο από αυτό στο οποίο πωλείται το προϊόν. Επιθετικές Εµπορικές Πρακτικές Οι διατάξεις του Ν. 2251/1994 για τις Επιθετικές Εµπορικές Πρακτικές καλύπτουν τις πρακτικές εκείνες που περιορίζουν σηµαντικά την ελευθερία επιλογής του Καταναλωτή. Σύµφωνα µε το άρθρ. 9ζ παρ. 1 του Ν. 2251/1994, µια Εµπορική Πρακτική θεωρείται Επιθετική (και άρα είναι Αθέµιτη και απαγορεύεται) όταν συντρέχουν και οι τρείς ακόλουθες προϋποθέσεις: (1) Ο Προµηθευτής χρησιµοποιεί παρενόχληση, καταναγκασµό (συµπεριλαµβανοµένης σωµατικής βίας) ή κατάχρηση επιρροής και (2) Ως εκ τούτου, παρεµποδίζει σηµαντικά, ή ενδέχεται να παρεµποδίσει σηµαντικά την ελευθερία επιλογής ή συµπεριφοράς του µέσου καταναλωτή 33 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ .ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ∆ΚΑΙΟΥ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ - ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2011-2012 © ∆ΙΟΝΥΣΙΟΣ Π. ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΣ, ∆ρ. Νοµικής Ειδικός Επιστήµονας, email: dflamb@econ.uoa.gr. Απαγορεύεται η αναδηµοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος, µε οποιονδήποτε τρόπο, τµηµατικά ή περιληπτικά, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα. (3) Με αποτέλεσµα, να οδηγεί ή να ενδέχεται να οδηγήσει τον µέσο καταναλωτή στη λήψη απόφασης για την πραγµατοποίηση συναλλαγής την οποία διαφορετικά δεν θα λάµβανε. Παράδειγµα: Σύµφωνα µε το άρθρ. 9η του Ν. 2251/994 απαγορεύονται, επειδή είναι επιθετικές, εµπορικές πρακτικές που συνίστανται ιδίως σε: (1) δηµιουργία της εντύπωσης ότι ο καταναλωτής δεν µπορεί να εγκαταλείψει το χώρο έως ότου συναφθεί η σύµβαση, (2) προσωπικές επισκέψεις στο σπίτι του καταναλωτή, κατά τις οποίες αγνοείται το αίτηµα του καταναλωτή για αποχώρηση ή µη επάνοδο, εκτός από περιστάσεις και στο βαθµό που αυτό δικαιολογείται για να επιβληθεί η εκπλήρωση συµβατικής υποχρέωσης, (3) συνεχή και ανεπιθύµητη άγρα πελατών σε δηµόσιους χώρους, µέσω τηλεφώνου, φαξ ή ηλεκτρονικού ταχυδροµείου ή άλλων µέσων εξ αποστάσεως, εκτός από περιστάσεις και στο βαθµό που αυτό δικαιολογείται για να επιβληθεί εκπλήρωση συµβατικής υποχρέωσης, (4) απαίτηση από τον καταναλωτή που επιθυµεί να προβάλλει αξίωση δυνάµει ασφαλιστηρίου συµβολαίου, να προσκοµίσει έγγραφα που δεν θα µπορούσαν εύλογα να θεωρηθούν συναφή για την απόδειξη της αξίωσης ή συστηµατική αποφυγή απάντησης στη σχετική αλληλογραφία, έτσι ώστε να αποθαρρυνθεί ο καταναλωτής από την άσκηση των συµβατικών του δικαιωµάτων, (5) ένταξη σε διαφήµιση άµεσης πιεστικής πρόσκλησης προς τα παιδιά να αγοράσουν ή να πείσουν τους γονείς τους ή άλλα ενήλικα άτοµα να τους αγοράσουν διαφηµιζόµενα προϊόντα, (6) απαίτηση άµεσης ή µεταγενέστερης πληρωµής ή επιστροφής ή φύλαξης για προϊόντα που έχει προµηθεύσει ο προµηθευτής, τα οποία όµως δεν έχουν παραγγελθεί από τον καταναλωτή, (7) ρητή ενηµέρωση του καταναλωτή ότι, αν δεν αγοράσει το προϊόν ή δεν αποδεχθεί την υπηρεσία, τίθεται σε κίνδυνο το επάγγελµα ή η ζωή του καταναλωτή, (8) δηµιουργία της ψευδούς εντύπωσης ότι ο καταναλωτής έχει ήδη κερδίσει, πρόκειται να κερδίσει ή, αν προβεί σε συγκεκριµένη ενέργεια, θα κερδίσει έπαθλο ή θα αποκοµίσει άλλο αντίστοιχο όφελος, ενώ αυτά στην πραγµατικότητα δεν υφίστανται, ή, ότι η δυνατότητα διεκδίκησης του επάθλου ή άλλου οφέλους προϋποθέτει την καταβολή χρηµάτων από τον καταναλωτή ή συνεπάγεται δαπάνη. 34 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ .ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ∆ΚΑΙΟΥ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ - ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2011-2012 © ∆ΙΟΝΥΣΙΟΣ Π. ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΣ, ∆ρ. Νοµικής Ειδικός Επιστήµονας, email: dflamb@econ.uoa.gr. Απαγορεύεται η αναδηµοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος, µε οποιονδήποτε τρόπο, τµηµατικά ή περιληπτικά, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα.
© Copyright 2024 Paperzz