Ερευνητικό Πρόγραμμα Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013 – 2014 Η σύγχρονη Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Κρίση, το Δημοκρατικό Έλλειμμα και η Άνοδος του Ευρωσκεπτικισμού ΕΠΙΚΕΦΑΛΗΣ ΕΡΕΥΝΗΤΗΣ Μαργαρώνη Μαίρη ΕΡΕΥΝΗΤΕΣ Μισσιρά Δήμητρα Σαραβάκος Κωνσταντίνος [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 ISBN: 978-618-81595-0-1 Copyright ©: Ινστιτούτο Έρευνας & Κατάρτισης Ευρωπαϊκών Θεμάτων (Ι.Ε.Κ.Ε.Θ.) Διεύθυνση: Ελευθερίου Βενιζέλου (Πανεπιστημίου) 56 ΤΚ.106 78, Αθήνα, Ελλάδα Τηλ: (+30) 2130 250217 www.irtea.gr E-mail: irtea.greece@gmail.com Τίτλος: Η σύγχρονη ευρωπαϊκή οικονομική και κοινωνική κρίση, το δημοκρατικό έλλειμμα και η άνοδος του ευρωσκεπτικισμού. Υπεύθυνη Τμήματος Ερευνών Ι.Ε.Κ.Ε.Θ.: Βασιλική Μισσιρά Το Ινστιτούτο Έρευνας & Κατάρτισης Ευρωπαϊκών Θεμάτων, στην προσπάθειά του να δώσει το κατάλληλο βήμα έκφρασης σε νέους επιστήμονες, επιφυλάσσεται παντός δικαιώματος μη ταύτισής του με τη γνώμη που εκφράζουν στο παρόν οι ερευνητές, απόψεις που δεν εκφράζουν καθ’ οποιονδήποτε τρόπο το φορέα ή οποιοδήποτε όργανο αυτού. Απαγορεύεται η μερική ή ολική αναδημοσίευση του έργου αυτού, καθώς και η αναπαραγωγή του με οποιοδήποτε άλλο μέσο, χωρίς σχετική άδεια του κατόχου του Copyright. 1 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ 6 ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ 8 Α. ΝΕΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ: ΑΠΟ ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΣΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΑΘΕΤΗΣΗ (Δήμητρα Μισσιρά) Εισαγωγή 10 1. Η μεταβλητή της Δημοκρατίας στην ΕΕ: Τάσεις, προκλήσεις, πρότυπα 15 1.1 Το «δημοκρατικό ιδεώδες» σε ενωσιακό επίπεδο; Εννοιολογική προσέγγιση και αποσαφηνίσεις 15 1.1.1 Η ενωσιακή διάσταση της δημοκρατικής πολιτευματικής αρχής 16 1.1.2 Το δημοκρατικό έλλειμμα: Η φύση του προβλήματος 19 1.2 Διαστάσεις/Όψεις του δημοκρατικού ελλείμματος 1.2.1 Νομιμοποίηση εκ των εκροών/αποτελεσματικότητα 20 20 1.2.1.1 Η ΕΕ ως ρυθμιστικό κράτος 21 1.2.1.2 Checks and balances 28 1.2.2 Νομιμοποίηση εκ των εισροών 30 1.2.3 Κοινωνικο-ψυχολογική διάσταση 32 1.2.4 Πολλαπλές υποκατάστατες μορφές νομιμοποίησης στην ΕΕ 35 2. Νέες ευέλικτες μορφές οικονομικής διακυβέρνησης: προς την κατεύθυνση της δημοκρατικής νομιμοποίησης; 36 2.1 Από τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση στην κρίση χρέους της ευρωζώνης 38 2.2 Θεσμικές Μεταρρυθμίσεις 47 2.2.1 Δανειακοί Μηχανισμοί για τη στήριξη υπερχρεωμένων χωρών – Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας 47 2.2.2 Εποπτεία της οικονομικής πολιτικής – Ευρωπαϊκό Εξάμηνο 52 2 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 2.2.3 Αυστηρότερη εποπτεία στις οικονομικές και δημοσιονομικές πολιτικές στα πλαίσια του ΣΣΑ 56 2.2.3.1 Ισχυρότερη προληπτική δράση μέσω ενός ενισχυμένου συμφώνου σταθερότητας και ανάπτυξης 57 2.2.3.2 Διορθωτική δράση μέσω ενός ενισχυμένου συμφώνου σταθερότητας και ανάπτυξης 58 2.2.3.3 Μείωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών και των ανισορροπιών ανταγωνιστικότητας 59 2.2.4 Fiscal Compact – Σύμφωνο για τη Σταθερότητα, τον Συντονισμό και τη Διακυβέρνηση στην ΟΝΕ 61 2.2.5 Συντονισμός των εθνικών πολιτικών – Στρατηγική «Ευρώπη 2020» 62 2.2.6 Σύμφωνο ΕΥΡΩ+ 64 2.2.7 Χρηματοπιστωτική εποπτεία 65 2.2.7.1 Θεσμικές μεταρρυθμίσεις για την ανόρθωση του χρηματοπιστωτικού τομέα 65 2.2.7.2 Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας 67 2.2.8 Θεσμικές Μεταρρυθμίσεις για τη βελτίωση της Τραπεζικής Εποπτείας 69 3. Από το δημοκρατικό έλλειμμα στη δημοκρατική αθέτηση 71 4. Συμπεράσματα 80 Β. ΕΥΡΩΠΗ: Η ΕΥΗΜΕΡΙΑ ΩΣ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟ. Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ (ΚωνσταντίνοςΣαραβάκος) Εισαγωγή 82 1. Το θεωρητικό πλαίσιο 84 2. Τα μεθοδολογικά εργαλεία 86 3 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 3. Το κράτος δικαίου στην Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη 91 4. Η ελληνική και η ευρωπαϊκή ελευθερία στην οικονομία 96 Συμπεράσματα 99 Παράρτημα 103 Γ. ΕΚΠΑΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥΣ ΠΟΛΙΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΚΡΙΣΗΣ. Η ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΙΣ ΧΩΡΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΤΗΝ ΑΥΓΗ ΤΟΥ 21ου ΑΙΩΝΑ (Μαίρη Μαργαρώνη) Εισαγωγή 107 1. Κοινωνία και Εκπαίδευση: μια ιδιαίτερη σχέση 108 2. Πολιτειότητα και Πολιτειακή Εκπαίδευση: εννοιολογήσεις 110 2.1 Πολιτειότητα: μια σύντομη σημασιολογική ιστορική αναδρομή 110 2.2 Πολιτειακή Εκπαίδευση: ορισμός, στοχοθεσία, περιεχόμενο 116 3. Η Πολιτειακή Εκπαίδευση ως μέρος μιας ευρύτερης εκπαιδευτικής κουλτούρας 3.1 Η εκπαίδευση στα ανθρώπινα δικαιώματα και την ειρήνη 124 125 3.2 Η εκπαίδευση μέσα από τη βιωματικότητα και την ομαδοσυνεργατικότητα 129 4. Σύνοψη – Συμπεράσματα: Η Πολιτειακή Εκπαίδευση ως απάντηση στο ανερχόμενο δημοκρατικό έλλειμμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση 131 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 134 Ελληνόγλωσση 134 Ξενόγλωσση 138 ΑΘΡΟΓΡΑΦΙΑ 146 Ελληνόγλωσση 146 Ξενόγλωσση 147 4 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 ΕΓΓΡΑΦΑ ΕΝΩΣΙΑΚΟΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ 154 Ελληνόγλωσσα 154 Ξενόγλωσσα 159 ΙΣΤΟΓΡΑΦΙΑ 159 ΒΙΝΤΕΟ 160 5 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 ΠΡΟΛΟΓΟΣ Το παρόν πόνημα αποτελεί προϊόν της ερευνητικής ομάδας του Ινστιτούτου Έρευνας & Κατάρτισης Ευρωπαϊκών Θεμάτων, με θέμα «Η οικονομική και πολιτική διακυβέρνηση της ΕΕ στα πλαίσια της οικονομικής κρίσης. Το συνεχιζόμενο δημοκρατικό έλλειμμα και η άνοδος του ευρωσκεπτικισμού – κριτική αξιολόγηση και προτεινόμενες δράσεις για τον περιορισμό του φαινομένου» (Νοέμβριος 2013 – Ιούνιος 2014). Τον συντονισμό της ομάδας είχε αναλάβει η Μαίρη Μαργαρώνη, η οποία επιμελείται επιστημονικά και γλωσσικά και τον παρόντα συλλογικό τόμο. Αφετηρία της έρευνας αποτέλεσε ο αναστοχασμός για τα πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά επακόλουθα που προέκυψαν από τη σύγχρονη πολυδιάστατη κρίση στην ΕΕ (και όχι μόνο), η οποία –με τη σειρά της– πυροδότησε πολλαπλές μορφές ευρωσκεπτικισμού, που επιβεβαιώθηκε στις πρόσφατες εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τον Μάιο του 2014. Η Δήμητρα Μισσιρά συζητά εκτενώς μορφές νέας οικονομικής διακυβέρνησης κατά την περίοδο της σύγχρονης οικονομικής κρίσης. Αρχικά, προσεγγίζει τη δημοκρατική αρχή σε επίπεδο ΕΕ, προβαίνοντας αφενός στη σκιαγράφηση του δημοκρατικού ελλείμματος και των υποκατάστατων μορφών νομιμοποίησής του και αφετέρου στην κριτική αποτίμηση της επιχειρηματολογίας που αναπτύσσεται στα πλαίσια της νέας οικονομικής διακυβέρνησης. Στη συνέχεια, εστιάζει το ενδιαφέρον της σε νέες αναδυόμενες ευέλικτες μορφές οικονομικής διακυβέρνησης, ενώ ταυτόχρονα –μέσα από την ανάλυση του αντικτύπου των θεσμικών μεταρρυθμίσεων για την αποτελεσματικότερη οικονομική και δημοσιονομική διακυβέρνηση και για τη βελτίωση του τραπεζικού και χρηματοπιστωτικού τομέα– επιχειρεί να διερευνήσει καίρια ερωτήματα, όπως λ.χ. κατά πόσο η ΕΕ ανταποκρίνεται στο δημοκρατικό πρότυπο και εάν και κατά πόσο είναι δημοκρατικά νομιμοποιημένη. Ο Κωνσταντίνος Σαραβάκος, στηριζόμενος στις τελευταίες κοινωνικές έρευνες για την ευημερία στην Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο, επιχειρεί να ερευνήσει το θεσμικό υπόβαθρο των χωρών που καταλαμβάνουν τις υψηλότερες θέσεις ευημερίας στους σχετικούς παγκόσμιους πίνακες αξιολόγησης. Θέτοντας τα εννοιολογικά πλαίσια του κράτους δικαίου και της ελευθερίας στις οικονομικές συναλλαγές, εξετάζει τη συσχέτιση των δυο αυτών παραμέτρων με την ευημερία που αισθάνονται υποκειμενικά ότι βιώνουν ή δεν βιώνουν (επαρκώς) οι πολίτες των χωρών της ΕΕ. Σύμφωνα με πρόσφατα στατιστικά 6 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 ποσοτικά και ποιοτικά δεδομένα, αποδεικνύεται ότι τα κράτη της ΕΕ, των οποίων οι πολίτες ευημερούν περισσότερο, χαρακτηρίζονται τόσο από μία χρόνια δημοκρατική και φιλελεύθερη παράδοση στη λειτουργία των θεσμών τους, όσο και από μία πολυετή πορεία τους μέσα στην ΕΕ. Ως εκ τούτου, αποδεικνύεται ότι μία ενωμένη και ισχυρή Ευρώπη, μπορεί να κάνει τους πολίτες της να αισθάνονται ευημερία, αρκεί να γεφυρωθεί έγκαιρα το θεσμικό χάσμα που χωρίζει τις διάφορες γεωγραφικές περιοχές/ζώνες της (Βορράς-Νότος, Δύση-Ανατολή), έτσι ώστε η ισορροπία να εγγυάται τη σταθερότητα σε συλλογικό επίπεδο και να ανατρέπει πάσης φύσεως καιροσκοπικό ευρωσκεπτικισμό. Η Μαίρη Μαργαρώνη εξετάζει τη συμβολή της Πολιτειακής Εκπαίδευσης για τη δημιουργία ενεργών δημοκρατικών πολιτών στις χώρες της ΕΕ. Εστιάζει στα χαρακτηριστικά της έννοιας της πολιτειότητας, έτσι όπως αυτά διαμορφώνονται ανάλογα με τις ιστορικές συγκυρίες, και κατ’ επέκταση, στον ορισμό, τη στοχοθεσία και το περιεχόμενο της Πολιτειακής Εκπαίδευσης, με έμφαση στη σύγχρονη Ευρώπη. Την εντάσσει σε ένα ευρύτερο πλαίσιο κουλτούρας, των νοοτροπιών και των πολιτικοκοινωνικών αντιλήψεων συμπεριλαμβανομένων. Μέσα από τις αξίες και τις δεξιότητες που καλλιεργεί η Πολιτειακή Εκπαίδευση αναδεικνύεται ο ιδιαίτερα σημαντικός ρόλος που δύναται να διαδραματίσει στην αντιμετώπιση του ανερχόμενου δημοκρατικού ελλείμματος και γενικότερα της ανερχόμενης καταστρατήγησης δημοκρατικών νοοτροπιών, στάσεων ζωής και συμπεριφορών στην ΕΕ του 21ου αιώνα και στην αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης παγκόσμιας εμβέλειας. 7 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΕΠ Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν ΑΠΣ Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών BNP British National Party ΔΕΕ Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΔΕΠΠΣ Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγραμμάτων Σπουδών ΔΝΤ Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ΕΔΧΕ Ευρωπαϊκή Διευκόλυνση Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας ΕΑΤ Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών ΕΕ Ευρωπαϊκή Ένωση ΕΕΑ Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές ΕΚΑΕ Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας ΕΚΑΧ Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα ΕΚΤ Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ΕΜΣ Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας ΕΜΧΣ Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας ΕΣΣΚ Ευρωπαϊκό Συμβούλιου Συστημικού Κινδύνου ΕΣΧΕ Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας ΕΤΧΣ Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας 8 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 EU European Union FN Front National ΙΜΚ Ιδεολογικοί Μηχανισμοί του Κράτους ΜΚΟ Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις ΝΑΤΟ Νοrth Αtlantic Τreaty Οrganizatiοn ΟΝΕ Οικονομική και Νομισματική Ένωση ΟΟΣΑ Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης ΠΕ Πολιτειακή Εκπαίδευση PIGS Portugal, Ireland, Greece, Spain ΣΕΕ Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση ΣΛΕΕ Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΣΣΑ Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης ΣΣΣΔ Σύμφωνο για τη Σταθερότητα, το Συντονισμό και τη Διακυβέρνηση ΧΘΔ Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων UKIP United Kingdom Independence Party 9 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 Α. ΝΕΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ: ΑΠΟ ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΑ ΣΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΑΘΕΤΗΣΗ Δήμητρα Μισσιρά Το Δημοκρατικό έλλειμμα: «Μπορεί να χαρακτηριστεί ως πρόβλημα μετάφρασης: κύρια γλώσσα της σύγχρονης δημοκρατίας, η γραμματική της, το συντακτικό της και το λεξιλόγιό της κινείται γύρω από το κράτος, το έθνος και το λαό – γύρω από το δήμο. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως γίνεται δεκτό, δεν είναι κράτος, αλλά (…) είναι Συμπολιτεία. Το αποτέλεσμα είναι μια περιγραφή πορτοκαλιών να επιχειρείται με το βοτανολογικό λεξιλόγιο που αναπτύχθηκε για τα μήλα». J. H. H. Weiler Εισαγωγή Στην ύστερη νεωτερικότητα, η συνεχώς εντεινόμενη αλληλεξάρτηση των κρατών σε συνδυασμό με την εκδήλωση νέων προτεραιοτήτων στο διεθνές σύστημα έχει περιορίσει την ανεξαρτησία του έθνους κράτους ως προς τον καθορισμό των πολιτικών του προτιμήσεων. Σταδιακά, τόσο οι πολιτικές όσο και το modus operandi της κυριαρχίας μεταλλάσσονται, ενώ παράλληλα δημιουργούνται νέες μορφές θεσμοθετημένης πολιτικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών. Ειδικότερα, κατά τον 20ο αιώνα και κυρίως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρατηρείται μια στροφή στον πολυμερισμό όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις, ενώ ταυτόχρονα κάνει την εμφάνισή του ένα νέο υποκείμενο διεθνούς δικαίου, οι διεθνείς οργανισμοί. Την ίδια περίοδο εκκινεί και η πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης, η οποία ακολουθεί μια περίπλοκη και πολυεπίπεδη διαδικασία και εξελίσσεται σταδιακά υιοθετώντας καινοφανή χαρακτηριστικά που την καθιστούν μοναδική στο είδος της και συνεπώς, ως τέτοια διαφοροποιείται σε σχέση με τα καθιερωμένα είδη διεθνούς οργάνωσης. Η πρωτότυπη λογική του ενοποιητικού εγχειρήματος, που στηρίζεται στη σύζευξη υπερεθνικών και διακυβερνητικών χαρακτηριστικών, μεταλλάσουν την ΕΕ σε ένα ιδιότυπο πολιτικό σύστημα (Bellamy-Castiglione, 2004: 151), που βασίζεται σε ένα sui generis 10 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 σύνολο πολυεπίπεδων μη ιεραρχικών και ρυθμιστικών φορέων και σε ένα συνεκτικό μείγμα κρατικών και μη κρατικών δρώντων (Kohler-Koch & Rittberger, 2006: 33). Κατά τον Trondal (2006: 392), αναδύεται μία «πολυεπίπεδη κοινοτική διοίκηση», με αποτέλεσμα η συνέργεια εθνικού και ενωσιακού επιπέδου να προσδίδει στην ΕΕ τα εξής χαρακτηριστικά: α) θεσμικό κατακερματισμό, β) εσωτερική διαφοροποίηση των θεσμικών οργάνων και γ) τομεακή κατάτμηση των πολιτικών (Πασσάς, 2012: 10-13). Επομένως, στη βάση όλων των παραπάνω που σηματοδοτούν τη μετάβαση από την κυβέρνηση στη διακυβέρνηση, η ΕΕ ipso facto προσδιορίζεται ως μια «νέα υπερεθνική βαθμίδα διακυβέρνησης» (Majone, 1996b: 287), ένα υπερεθνικό κράτος, που λειτουργεί ως χώρος συνδιαμόρφωσης των δημόσιων πολιτικών και συλλογικής συναινετικής δράσης μεταξύ των ενωσιακών και εθνικών φορέων δημόσιας εξουσίας, που οδηγούν στην ανάδυση ενός μετανεωτερικού κρατικού μορφώματος (Πασσάς, 2012: 8· Caporaso, 1996: 33). Ωστόσο, η υβριδική φύση της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης και της διαδικασίας λήψης των αποφάσεων καθιστά το δημοκρατικό έλεγχο προβληματικό και τα όρια των αρμοδιοτήτων συχνά ασαφή (Bellamy-Castiglione, 2004: 151), εγείροντας ζητήματα δημοκρατικής νομιμοποίησης και αποτελεσματικότητας. Τα εν λόγω ζητήματα, αποτελούν τον βασικό προβληματισμό που αναδύθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990, μία πολυθεωρητική περίοδος (Taylor, 2010: 174), κατά την οποία οι ευρωπαϊκές σπουδές αυτονομήθηκαν σε ακαδημαϊκό επίπεδο και η μελέτη του ενωσιακού εγχειρήματος επεκτάθηκε από την οντολογία του, στην κατανόηση της διαδικασίας διαμόρφωσης πολιτικής, στη λειτουργία του ως πολυεπίπεδο σύστημα διακυβέρνησης, στον συναινετικό του χαρακτήρα, στην πολιτική διαδικασία και δομή του και τέλος, στα πρότυπα με βάση τα οποία δύναται να καταστεί αντιληπτό ως ιδέα. Ειδικότερα, η κρίση νομιμοποίησης της εν λόγω δεκαετίας συνδέεται τόσο με ενδογενείς όσο και με εξωγενείς παράγοντες και συναρτάται με την περιπέτεια επικύρωσης της Συνθήκης του Μάαστριχτ, ενώ αναζωπυρώθηκε το 2004 με τα αρνητικά εθνικά δημοψηφίσματα για την υιοθέτηση της Συνταγματικής Συνθήκης (Χριστοδουλίδης, 2006: 84-92). Αναπόφευκτα, η πολυδιάστατη φύση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, τόσο από πλευράς modus operandi, όσο και από πλευράς θεσμικής δομής, οδήγησε στην ανάπτυξη πληθώρας 11 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 προσεγγίσεων στο πλαίσιο του ανωτέρω προβληματισμού, υιοθετώντας διακριτά κανονιστικά κριτήρια (normative criteria), που διακρίνονται σε νομιμοποίηση εκ των εισροών, και νομιμοποίηση εκ του αποτελέσματος (Schmidt, 2013: 2), με σημείο αναφοράς τη φράση του Abraham Lincoln: “Government of the people, by the people, for the people”. Επίσης, ως άμεσο εργαλείο για την ερμηνεία του δημοκρατικού ελλείμματος προσφέρεται η θέση της νομιμοποίησης εκ της εσωτερικής διαδικασίας, με κύριο εκφραστή τη V. Schmidt. Το εν λόγω κανονιστικό πρότυπο επικεντρώνεται στην ποιότητα των διαδικασιών διακυβέρνησης στην ΕΕ και είναι προσανατολισμένη στη διαδικασία και στη διάδραση μεταξύ των φορέων που δραστηριοποιούνται στο επίπεδο της Ένωσης (Schmidt, 2013: 5). Προτάσσει την ενίσχυση της διαφάνειας και της λογοδοσίας κατά τη λήψη των αποφάσεων, τη νόμιμη εποπτεία και τη χρηστή διοίκηση. 12 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 Πίνακας Ι Πηγή: Schmidt, 2012: 2. Πίνακας ΙΙ Στόχοι και μέθοδοι λήψης αποφάσεων ανά τύπους δημοκρατικής νομιμοποίησης Πηγή: Heritier, 2001: 8. 13 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 Η ετερογένεια των απόψεων σχετικά με το δημοκρατικό έλλειμμα στην ΕΕ οφείλεται στην αμφιλεγόμενη οντολογία του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος και στη μη οριστική ή κατηγορηματική ταξινόμησή του, καθώς οι δομές του ενοποιητικού εγχειρήματος βρίσκονται σε διαρκή εξέλιξη/μετάβαση. Η κατάσταση αυτή περιγράφεται από τον Puchala (1972) ως μία προσπάθεια ομάδας τυφλών ανδρών να προσεγγίσουν και να αγγίξουν έναν ελέφαντα για να καθορίσουν τι ζώο είναι. Κάθε άτομο αισθάνεται ένα διαφορετικό μέρος του ζώου και δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι όλοι καταλήγουν σε διαφορετικά συμπεράσματα. Όπως παρατηρεί ο Majone (1998: 6), βρισκόμαστε ακόμα στο στάδιο αναζήτησης κανονιστικών κριτηρίων ανάλογων του sui generis χαρακτήρα της ΕΕ, καθώς η τρέχουσα κρίση χρέους της ευρωζώνης έχει φέρει στο προσκήνιο την ανάγκη υιοθέτησης περισσότερο ευέλικτων μορφών ολοκλήρωσης και ενίσχυσης της αποτελεσματικότητας των θεσμών και των πολιτικών, καθιστώντας τη θεωρία για τις υποκατάστατες μορφές νομιμοποίησης πιο επίκαιρη από ποτέ. Η νέα Ευρωπαϊκή οικονομική διακυβέρνηση βρίσκεται αντιμέτωπη με την κρίση πολιτικής αποτελεσματικότητας, ενώ για τους πολίτες η ΕΕ υπεισέρχεται σε μία κρίση δημοκρατικής νομιμοποίησης. Το ερώτημα που ανακύπτει είναι κατά πόσο οι νεοεισερχόμενοι μηχανισμοί και μέθοδοι οικονομικής διακυβέρνησης που επεκτείνουν τα δικαιώματα παρέμβασης της ΕΕ στις εθνικές έννομες τάξεις, είναι δημοκρατικά νομιμοποιημένοι. Με άλλα λόγια, τα μέτρα που έχουν υιοθετηθεί ως απάντηση στην οικονομική κρίση της ευρωζώνης έχουν ως επακόλουθο την αύξηση του δημοκρατικού ελλείμματος; O βασικός άξονας της παρούσας μελέτης διακρίνεται σε δύο κύρια μέρη. Το πρώτο εστιάζεται στη μεταβλητή της δημοκρατίας στην ΕΕ και περιλαμβάνει το εννοιολογικό και κανονιστικό πλαίσιο της παρούσας μελέτης. Στόχος είναι, να προσεγγίσει τη δημοκρατική αρχή στο ενωσιακό επίπεδο και να προβεί, αφενός, στη σκιαγράφηση του δημοκρατικού ελλείμματος και των υποκατάστατων μορφών νομιμοποίησης, εξετάζοντας τις θέσεις της σύγχρονης διανόησης, και, αφετέρου, στην κριτική αποτίμηση των επιχειρημάτων τους, μέσα από την ανάλυση της τρέχουσας συγκυρίας, στο πλαίσιο της νέας οικονομικής διακυβέρνησης. Το ενδιαφέρον εστιάζεται στον τρόπο και στην ένταση που διαπλέκονται έννοιες και ερμηνείες, με αναφορά στην αέναη αναζήτηση μιας γνήσιας δημοκρατικής πολιτείας. Στο δεύτερο μέρος, το οποίο εστιάζεται σε νέες ευέλικτες μορφές οικονομικής διακυβέρνησης, επιχειρείται να δοθεί απάντηση σε καίρια ερωτήματα εν όψει της νέας 14 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 οικονομικής διακυβέρνησης: Κατά πόσο η ΕΕ ανταποκρίνεται στο δημοκρατικό πρότυπο; Είναι η ΕΕ δημοκρατικά νομιμοποιημένη;H απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα θα δοθεί μέσα από την ανάλυση του αντικτύπου των θεσμικών μεταρρυθμίσεων για την αποτελεσματικότερη οικονομική και δημοσιονομική διακυβέρνηση και για τη βελτίωση του τραπεζικού και χρηματοπιστωτικού τομέα. 1. Η μεταβλητή της Δημοκρατίας στην ΕΕ: τάσεις, προκλήσεις, πρότυπα 1.1 Το «δημοκρατικό ιδεώδες» σε ενωσιακό επίπεδο; Εννοιολογική προσέγγιση και αποσαφηνίσεις Ο όρος δημοκρατία έχει τις ρίζες του στην κλασική Ελλάδα και Ρώμη, συνεπώς ως πολίτευμα και πολιτειακό σύστημα εκκινεί περί το 500 π.Χ. στην αθηναϊκή δημοκρατία και στη ρωμαϊκή πολιτεία (Res publica) και θεμελιώνεται επί της λαϊκής κυριαρχίας, του δήμου (Dahl, 1999: 28-29). Η δημοκρατία δεν γνώρισε ευθύγραμμη εξελικτική πορεία αλλά φαίνεται, όπως υποστηρίζει ο Dahl (1999: 29), να έχει «επινοηθεί παραπάνω από μία φορά και σε παραπάνω από ένα σημεία». Από τη σκοπιά του σήμερα, η δημοκρατία έχει αποκτήσει καθολική αξία, καθώς αποτελεί πραγματικότητα για τις περισσότερες χώρες του κόσμου και έχει αναδειχθεί σε γενικότερο τρόπο ζωής, ιδεολογίας και παιδείας. Ωστόσο, ο όρος ερμηνεύεται ποικιλοτρόπως, καθώς δεν υφίσταται ένα μοντέλο δημοκρατίας, το οποίο να γίνεται αυτό καθ’ αυτό αντιληπτό από όλους (Περράκης, 2013: 25). Υπό το πρίσμα αυτό και αντλώντας στοιχεία από το εννοιολογικό σχήμα του Κράουτς (2006:77), η δημοκρατία γνωρίζει τρία κύρια εξελικτικά βήματα, τα οποία είναι τα εξής: α) το στάδιο της γένεσης ιδεολογικών προ-Δημοκρατικών προτύπων, β) την περίοδο ακμής του Δημοκρατικού πολιτεύματος και γ) τη μετάβαση στο τρέχον σύνθετο μεταΔημοκρατικό πρότυπο διακυβέρνησης, όπου διαπλέκονται προτάσεις και έννοιες, όπως αυτή του φιλελεύθερου δημοκρατικού μοντέλου, του συμμετοχικού μοντέλου, του διαβουλευτικού μοντέλου διακυβέρνησης και της «αγωνιστικής πλουραλιστικής δημοκρατίας» (Δεληγκιαούρη, 2011: 179-184). Μέσα από αυτό το ασαφές πλαίσιο ιδεών και προσεγγίσεων σχετικά με το δημοκρατικό ιδεώδες, ο Dahl (1998: 62-63) εντοπίζει πέντε βασικά κριτήρια τα οποία αναδεικνύουν τα κύρια χαρακτηριστικά και προϋποθέσεις που οφείλουν να διακρίνουν ένα δημοκρατικό 15 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 πολίτευμα. Ειδικότερα, πρόκειται για α) την ουσιαστική συμμετοχή των πολιτών κατά τη λήψη των αποφάσεων, β) την ισότητα της ψήφου, γ) την πληροφόρηση σχετικά με τις εναλλακτικές πολιτικές και τις συνέπειες αυτών, δ) τον καθορισμό και έλεγχο επί της ημερήσιας διάταξης από τους πολίτες, και ε) τον συνυπολογισμό στα ανωτέρω κριτήρια των ενήλικων υπηκόων και μόνιμων κατοίκων του εκάστοτε πολιτικού συστήματος (Dahl, 1998: 62-63). Ο πλουραλισμός ιδεών αναφορικά με το δημοκρατικό διακύβευμα, η ελλιπής θεμελίωση των δημοκρατικών χαρακτηριστικών που προτάσσουν και η ανάδυση αντικρουόμενων απόψεων περί παρακμής του δημοκρατικού ιδεώδους, συνδράμουν στην ανάδυση προκλήσεων, inter alia της κρίσης της δημοκρατίας και της διόγκωσης του δημοκρατικού ελλείμματος, τόσο σε εθνικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο, με το τελευταίο σε αυτό το στάδιο προσέγγισης να αποτελεί προτεραιότητα ανάλυσης στην παρούσα μελέτη. 1.1.1 Η ενωσιακή διάσταση της δημοκρατικής πολιτευματικής αρχής Σε οικουμενικό επίπεδο δεν έχει διαμορφωθεί ένας ενιαίος ορισμός για τη δημοκρατία ή τη δημοκρατική κοινωνία, κυρίως ως προς τη λειτουργική της διάσταση. Εν τούτοις, την ασάφεια της δημοκρατικής έννοιας έρχεται να μετριάσει η προσέγγισή της είτε ως απόλυτης ή και ως σχετικής μεταβλητής ανάλογα με τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή. Πίνακας ΙΙΙ Η δημοκρατία ως απόλυτη ή σχετική μεταβλητή Πηγή: Jolly, 2003: 6. 16 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 *Ένα πολιτικό σύστημα μπορεί με βάση την απόλυτη μεταβλητή της δημοκρατίας να είναι δημοκρατικό ή όχι, ωστόσο μπορεί να είναι και λιγότερο ή περισσότερο δημοκρατικό. Για το λόγο αυτό, οι ελάχιστοι κοινοί παρονομαστές βρίσκονται στα δεξιά της μαύρης κάθετης γραμμής. Όλες οι δημοκρατίες που έχουν τις προϋποθέσεις για να τοποθετηθούν στα δεξιά του άξονα, αν θα είναι περισσότερο ή λιγότερο δημοκρατικές, θα εξαρτηθεί από τα στοιχεία της δημοκρατίας που έχουν επιλεγεί επιπρόσθετα από τον ελάχιστα κοινό παρονομαστή. Πίνακας ΙV Ελάχιστος Κοινός Παρονομαστής Πηγή: Lord, 1998: 15-16. Η ανάδυση του σύγχρονου σύνθετου δικαιοπολιτικού περιβάλλοντος και η διάδραση κρατών και υπερεθνικών μορφωμάτων, μας φέρνει αντιμέτωπους με μία σύγκρουση μεταξύ της «καθαρής» δημοκρατίας και της δημοκρατικής αρχής στο πλαίσιο των τελευταίων. Σταδιακά, σε περιφερειακό επίπεδο, ο ευρωπαϊκός νομικός χώρος, όπως διαμορφώνεται μέσα από τον ρόλο της ΕΕ, συνδέεται με τη δημοκρατική αρχή, με αποτέλεσμα να αναδύεται η έννοια της ευρωπαϊκής δημοκρατίας (Περράκης, 2013: 26). Ειδικότερα, η ΕΕ στηρίζει τον τρόπο λειτουργίας της και την ανάπτυξή της στην δημοκρατική αρχή, ωστόσο ειδοποιός διαφορά της παραδοσιακής έννοιας της δημοκρατίας από την ενωσιακή, είναι ότι η πρώτη, όπως αποδεικνύεται μέσα από την προαναφερθείσα φράση του Abraham Lincoln “Government of the people, by the people and for the people” αναγορεύει τον λαό-δήμο σε κύριο υποκείμενο και πηγή της εξουσίας, ενώ στη δεύτερη περίπτωση, η υπερεθνική ευρωπαϊκή έννομη τάξη είναι απόρροια διεθνούς συνθήκης και συνεπώς της βούλησης των κρατών μελών (Πλιάκος, 2012: 69). 17 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 Στο επίπεδο της Ένωσης, η δημοκρατική αρχή εισάγεται στις Συνθήκες αρχικά με έμμεσο τρόπο. Συγκεκριμένα, με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, η οποία όριζε, όπως αποτυπώνεται στο άρθρο 2 ΣΕΕ, ότι «η Ένωση βασίζεται στις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών και του κράτους δικαίου, αρχές οι οποίες είναι κοινές στα κράτη μέλη». Σήμερα, με τη Συνθήκη της Λισαβόνας η δημοκρατία αναγορεύεται σε αξία της Ένωσης και εκλαμβάνει τις εξής μορφές: α) τη δημοκρατική ισότητα (άρθρο 9 ΣΕΕ), β) την αντιπροσωπευτική δημοκρατία και γ) τη συμμετοχική δημοκρατία. Και οι τρεις μορφές δημοκρατίας αποτελούν το πολιτευματικό θεμέλιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Αναλυτικότερα, προβλέπεται ρητά στη ΣΕΕ και συγκεκριμένα στο άρθρο 10 §1 ότι «η λειτουργία της Ένωσης θεμελιώνεται στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία», η οποία ως Ένωση πολιτών οργανωμένη σε λαούς βρίσκει θεσμική έκφραση στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (Τσάτσος, 2007: 161). Χαρακτηριστική είναι η αποτύπωση στη διάταξη του άρθρου 14 §2 ΣΕΕ, κατά την οποία «το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο απαρτίζεται από αντιπροσώπους των πολιτών της Ένωσης». Επομένως, η κύρια έκφανση της δημοκρατικής αρχής, δηλαδή η αρχή του δημοκρατικού ελέγχου επί των κυβερνώντων, εξασφαλίζεται μέσα από τον πολιτικό έλεγχο που ασκείται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, έλεγχος που θα παραμένει ελλιπής, όσο δεν αναπτύσσεται μία κεντρική κυβέρνηση τιθέμενης απέναντι στο τελευταίο (Στεφάνου, 1996: 178). Καινοτομία της Συνθήκης της Λισαβόνας, που προσδίδει εμμέσως χαρακτήρα συμμετοχικής δημοκρατίας, αποτελεί η θέσπιση του δικαιώματος νομοθετικής πρωτοβουλίας ενός εκατομμυρίου πολιτών (άρθρο 11 §4 ΣΕΕ) καθώς και η ενίσχυση του ρόλου των εθνικών κοινοβουλίων (άρθρο 12 ΣΕΕ) και της Επιτροπής των Περιφερειών, κυρίως με την άσκηση προληπτικού ελέγχου για την τήρηση της αρχής της επικουρικότητας (Στεφάνου & Καταπόδης, 2008: 12). Εντούτοις, παρά τις προσπάθειες για θεσμική και πολιτική ωρίμανση της ΕΕ, μέσω των αναθεωρήσεων σε πρωτογενές επίπεδο, η αύξηση του εύρους και του επιπέδου της ενοποίησης δεν έχει κατορθώσει να εκπορεύεται από τη συναίνεση των συστατικών μερών και το σεβασμό ως προς τις θεμελιώδεις πολιτευματικές αρχές. 18 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 1.1.2 Το δημοκρατικό έλλειμμα: Η φύση του προβλήματος Το ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσο η ΕΕ ανταποκρίνεται στο δημοκρατικό πρότυπο. Στο πλαίσιο αυτό, έχει ασκηθεί κριτική αναφορικά με την κατάσταση της δημοκρατίας στο επίπεδο της ΕΕ, η οποία χαρακτηρίζεται από τον όρο δημοκρατικό έλλειμμα. Η δημοκρατική παθογένεια αποτελεί εγγενές χαρακτηριστικό του ευρωπαϊκού εγχειρήματος·και αυτό γιατί η έννοια της δημοκρατίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το έθνος κράτος και για το λόγο αυτό η μεταβίβαση πολιτικών εξουσιών, σε μία σύνθετη πολιτεία, όπως η ΕΕ, συνοδεύεται από ελλιπή δημοκρατικό έλεγχο. Υπό το πρίσμα αυτό, το δημοκρατικό έλλειμμα ορίζεται ως «το χάσμα μεταξύ των εξουσιών που έχουν μεταβιβαστεί στο κοινοτικό/ενωσιακό επίπεδο και του ελέγχου αυτών των εξουσιών από τα εκλεγμένα κοινοβούλια» (Williams, 1991: 162). Το δημοκρατικό έλλειμμα λαμβάνει διαφορετικές εκφάνσεις, όπως τη σύγχυση των λειτουργιών, την αδιαφάνεια και τον ανεπαρκή δημοκρατικό έλεγχο. Ειδικότερα, στο πλαίσιο της ΕΕ δεν τηρείται η δημοκρατική αρχή της διάκρισης των λειτουργιών (Στεφάνου, 1996: 130), στον βαθμό που φορείς άσκησης της εκτελεστικής εξουσίας είναι τόσο η Επιτροπή όσο και το Συμβούλιο, με το τελευταίο να είναι ταυτόχρονα και φορέας νομοθετικής εξουσίας. Οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις, με αφετηρία τη δεκαετία του 1980, συνέβαλαν στην ανάπτυξη μίας τριγωνικής σχέσης μεταξύ της Επιτροπής, του Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, το οποίο από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ και έπειτα, το Κοινοβούλιο καθίσταται ισότιμο απέναντι στο Συμβούλιοτης ΕΕ, τηρουμένης της αρχής της διττής νομιμοποίησης. Έκτοτε, επιδιώκεται η επέκταση του πεδίου εφαρμογής της συγκεκριμένης διαδικασίας, που με τη Συνθήκη της Λισαβόνας, άρθρο 294 ΣΛΕΕ, καθιερώνεται σε συνήθη νομοθετική διαδικασία, ακολουθώντας μία κρατικομορφική εξέλιξη, και αναδεικνύοντας το Κοινοβούλιο σε συννομοθέτη του Συμβουλίου της ΕΕ (Στεφάνου & Καταπόδης, 2010: 31). Παράλληλα, τίθεται το ζήτημα της ανεπαρκούς νομιμοποίησης των θεσμικών οργάνων. Για παράδειγμα, η διαδικασία λήψης αποφάσεων στο Συμβούλιο επιτρέπει στα εκτελεστικά όργανα να εκφεύγουν του εσωτερικού δημόσιου ελέγχου, ενώ οι ψηφοφορίες που στηρίζονται στην ειδική πλειοψηφία έναντι της ομοφωνίας είναι αντιδημοκρατική, από τη σκοπιά των κρατών που έχουν καταψηφίσει την απόφαση (Jolly, 2003: 10), καθώς 19 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 παραβιάζουν την εξωτερική τους κυριαρχία, στον βαθμό που δεσμεύονται, παρά τη θέλησή τους. Ωστόσο, το ζήτημα της δημοκρατικής νομιμοποίησης είναι δυνατό να εξεταστεί μέσα από την ενωσιακή συνταγματική τάξη, η οποία προτάσσει την εξασφάλιση του θεσμικού δυϊσμού της Ένωσης, δηλαδή την εκπροσώπηση των λαών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και των κρατών στο Συμβούλιο, που οφείλει να εκφράζεται παράλληλα και ισοδύναμα. Συνεπώς, σε περίπτωση που το Συμβούλιο αποφάσιζε ομόφωνα, τότε θα καταστρατηγούσε τον ρόλο του Κοινοβουλίου ως οργάνου εκπροσώπησης των λαών (Στεφάνου, 1996: 133). Ακόμη, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν είναι νομιμοποιημένο, διότι οι ευρωβουλευτές ναι μεν είναι αιρετοί, αλλά δεν χαρακτηρίζονται από την αρχή της αντιπροσωπευτικότητας, ελλείψει ελέγχου και λογοδοσίας. Από την άλλη, η Επιτροπή, ενώ έχει τεχνοκρατικό χαρακτήρα, αποτελεί ένα de facto πολιτικό όργανο και κινητήριο δύναμη της Ένωσης, στοιχεία που δεν συμβαδίζουν με την απαιτούμενη δημοκρατική νομιμοποίηση. Παράλληλα, η περιορισμένη διαφάνεια στο πεδίο της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας δυσχεραίνει τον δημοκρατικό έλεγχο. Ωστόσο οι νέες ρυθμίσεις, στο πλαίσιο της Μεταρρυθμιστικής Συνθήκης, για τις διαβουλεύσεις και τη διαφάνεια εγγυώνται περισσότερη νομιμότητα. Το άρθρο 16 §8 ΣΕΕ αντανακλά την πρόοδο που έχει σημειωθεί στο πεδίο της διαφάνειας, καθώς ορίζει πως «το Συμβούλιο συνέρχεται δημοσίως όταν συσκέπτεται και ψηφίζει επί σχεδίου νομοθετικής πράξης». Παρόλο που η Συνθήκη της Λισαβόνας φέρνει πιο ανοιχτές διαδικασίες, οι δυσνόητες εσωτερικές δομές της ΕΕ εξακολουθούν να παρακωλύουν την εμπλοκή των πολιτών στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Υπό το πρίσμα αυτό έχουν αναπτυχθεί διαφορετικές προσεγγίσεις ως προς τις διαστάσεις του δημοκρατικού ελλείμματος, οι οποίες και αναλύονται στην ακόλουθη ενότητα. 1.2 Διαστάσεις/Όψεις του δημοκρατικού ελλείμματος 1.2.1 Νομιμοποίηση εκ των εκροών/αποτελεσματικότητα Οι υποστηρικτές της αποδοτικότητας ή της νομιμοποίησης εκ του αποτελέσματος, επικεντρώνονται στο κανονιστικό ζήτημα της απόδειξης ότι δεν υπάρχει δημοκρατικό έλλειμμα στην ΕΕ, αλλά η προβληματική για την ποιότητα της δημοκρατίας αφορά όλες τις δημοκρατικές πολιτείες που συνιστούν την Ένωση (Jensen, 2009: 4). Κεντρικό επιχείρημά τους είναι ότι, εάν υπάρχει αποτελεσματικότητα, δηλαδή οι εκροές πολιτικής διασφαλίζουν ικανοποιητικό επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης, τότε το πολιτικό σύστημα 20 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 νομιμοποιείται (output-oriented legitimacy), στον βαθμό που η κοινωνία, είτε με τη συναίνεση είτε με την ανοχή της, αποδέχεται τις μεθόδους χάραξης πολιτικής και τις πολιτικές επιλογές, ως τις πλέον κατάλληλες, μετέχοντας με τον τρόπο αυτόν στην εξέλιξη του αξιακού συστήματος (Majone, 2005: 38· Kyriakidis, 2013: 10). Αντιθέτως, σε ένα πολιτικό σύστημα, όπως σημειώνει ο Majone (2009: 16), πρώτος ο Lipset (1960: 64-70) διατύπωσε πως σε περίπτωση παρατεταμένης αναποτελεσματικότητας ενυπάρχει ο κίνδυνος ανάπτυξης σοβαρής κρίσης με συνέπειες για τη σταθερότητα και τη νομιμότητά του. 1.2.1.1 Η ΕΕ ως ρυθμιστικό κράτος Ο Majone αποτελεί τον κεντρικό υποστηρικτή της θεωρίας νομιμοποίησης εκ των εκροών και εμμένει στην παραδοσιακή θεμελίωση του δημοσίου συμφέροντος, προσέγγιση επί της ουσίας κανονιστική. Για τους σκοπούς της μελέτης του, ο Majone διαφοροποιείται από τους τύπους δημόσιας πολιτικής του Lowi (1972: 299), οι οποίες είναι οι ρυθμιστικές (regulatory), οι διανεμητικές (distributive), οι αναδιανεμητικές (redistributive) και οι καταστατικές (constituent). Η τυπολογία αναδεικνύει ότι “policies determine politics”, δηλαδή η διάδραση μεταξύ των πολιτικών παραγόντων διαφοροποιείται ανάλογα με τον τύπο της δημόσιας πολιτικής. Στην τυπολογική κατάταξη των δημόσιων πολιτικών που υιοθετεί ο Majone (1996a: 263), τις διακρίνει σε ρυθμιστικές (regulatory) και μη ρυθμιστικές (non-regulatory), με τις τελευταίες να περιλαμβάνουν τις αναδιανεμητικές και τις μη αναδιανεμητικές πολιτικές. Ειδικότερα, ο τελευταίος αποδέχεται πως οι ρυθμιστικές πολιτικές προορίζονται για να διορθώσουν τις εγγενείς «αποτυχίες της αγοράς», όπως τη μονοπωλιακή συγκέντρωση της εξουσίας, την ελλιπή πληροφόρηση και την ανεπάρκεια δημόσιων αγαθών. Άρα, εξ ορισμού οι εκροές πολιτικής είναι αποδοτικές κατά Pareto, αφού παρέχεται ωφέλεια σε όρους κοινωνικής ευημερίας (positive sum game) (Hix, 2009: 310). Είναι απαραιτήτως βέλτιστες πρακτικές, καθώς α) εξυπηρετούν το γενικό συμφέρον, β) υπάρχουν πολλαπλά βέτο και γ) παράγονται από ανεξάρτητους φορείς. 21 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 Πίνακας V Διαφορά μεταξύ αναδιανεμητικών και αποδοτικών πολιτικών *Σε αυτή την υποθετική κοινωνία υπάρχουν δύο πολίτες, ο Α και ο Β, η δε τρέχουσα κυβερνητική πολιτική Χ παράγει οφέλη ΑΧ και ΒΧ για τους πολίτες. Η κυβέρνηση μελετά δύο πιθανές αλλαγές πολιτικής, την Υ και τη Ζ., Μια μετακίνηση στην πολιτική Υ θα είχε αναδιανεμητικό αποτέλεσμα, βελτιώνοντας τη θέση του πολίτη Α (κατά ΑΥ-ΑΧ), αλλά επιδεινώνοντας τη θέση του Β (κατά ΒΥ-ΒΧ). Για την ακρίβεια, οποιαδήποτε αλλαγή της πολιτικής επί της γραμμής από το Χ στο Υ θα σήμαινε μια αναδιανομή οφελών από τον ένα στον άλλο πολίτη. **Αντίθετα, μια μετακίνηση στην πολιτική Ζ θα ωφελούσε και τους δύο πολίτες (κατά ΑΖ-ΑΖ και ΒΖ-ΒΧ αντίστοιχα). Οποιαδήποτε αλλαγή πολιτικής από το Χ σε κάποιο άλλο σημείο της σκιασμένης περιοχής θα βελτίωνε τη θέση του ενός πολίτη χωρίς να επιδεινώσει τη θέση του άλλου. Γνωστό ως αποτέλεσμα αποδοτικότητας κατά Pareto. Πηγή: Hix, 2009: 308. Παράλληλα, ο Majone (1996b: 9) αντιλαμβάνεται τη ρύθμιση ως τον «συνεχή και εστιασμένο έλεγχο που ασκείται από μία δημόσια αρχή, στη βάση νομοθετικής εξουσιοδοτικής εντολής, που αφορά δραστηριότητες οι οποίες είναι αποδεκτές από την κοινωνία». Σύμφωνα με τον ίδιο μελετητή, η ΕΕ δεν είναι και ίσως να μην γίνει ποτέ κράτος με τη σύγχρονη έννοια του όρου, ως το «εξουσιαστικό φαινόμενο της έννομης συμβίωσης στη θεσμική του διάσταση» (Τσάτσος, 2007: 50) με τα κοινώς αποδεκτά θεμελιώδη χαρακτηριστικά του, δηλαδή έδαφος, κυριαρχία, μονοπώλιο διακυβέρνησης και 22 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 νομιμότητα (Nugent, 2009: 684-685). Χαρακτηριστικά, αναφέρει πως η ΕΕ αποτελεί το πολύ ένα ρυθμιστικό κράτος (χρήσιμο εργαλείο ανάλυσης της ΕΕ), καθώς παρουσιάζει ορισμένα από τα κύρια γνωρίσματα της κρατικής υπόστασης στο πεδίο της οικονομικής και κοινωνικής ρύθμισης (Majone, 1996a: 263). Σημείο εκκίνησης των θέσεών του συνιστά η εννοιολογική προσέγγιση της ΕΕ ως ρυθμιστικό κράτος (Majone, 1996b: 287), δηλαδή ως ένα υπερεθνικό κράτος που εξειδικεύεται στον έλεγχο και τη διαχείριση των διεθνών εξωτερικεύσεων (Caporaso 2005: 67). Το μοντέλο του ρυθμιστικού κράτους προσδιορίζει την Ένωση όσον αφορά α) τόσο τις λειτουργίες της, διότι δεν αναμειγνύεται ιδιαίτερα σε διανεμητικές ή αναδιανεμητικές πολιτικές και καταπιάνεται με τη ρύθμιση διαφόρων τομέων πολιτικής, β) όσο και τη θεσμική δομή, της λόγω του μεγάλου εύρους ρυθμιστικών και μη πλειοψηφικών οργανισμών, όπως η Επιτροπή, το ΔEE, η ΕΚΤ και οι ρυθμιστικές υπηρεσίες (Nugent, 2009: 686). Η διευρυμένη εκχώρηση ρυθμιστικών αρμοδιοτήτων έγινε σκόπιμα, ώστε να απομονωθούν ορισμένες πολιτικές από την εγχώρια πλειοψηφική δημοκρατική πολιτική (Majone, 1996a: 269). Κατά τον Majone (1999: 2), η ρύθμιση είναι η σημαντικότερη μορφή άσκησης πολιτικής για την ΕΕ, από τη στιγμή που το κόστος δεν επιβαρύνει τον ρυθμιστή αλλά perse, με συνέπεια ο περιορισμένος προϋπολογισμός της Ένωσης να μην αποτελεί τροχοπέδη για τη χάραξη πολιτικών. Ένα υπερεθνικό μόρφωμα, όπως η ΕΕ, είναι απομακρυσμένο από τις βραχυπρόθεσμες πολιτικές σκοπιμότητες και έχει το συγκριτικό πλεονέκτημα της επιβολής “checks and balances”, για να διαχειριστεί τις διασυνοριακές εξωτερικεύσεις και να μπλοκάρει την τυραννία της πλειοψηφίας προς όφελος του κοινού συμφέροντος (Majone, 1994: 94). Επομένως, ο διαχωρισμός της αγοράς από το κράτος με τον καταμερισμό εργασίας μεταξύ της ΕΕ και των συστατικών μερών της, υποδηλώνει τον «απολιτικό» (apolitical) χαρακτήρα της Ένωσης, καθώς περιορίζεται στη διασφάλιση των ρυθμιστικών πολιτικών, δηλαδή την κατανομή πόρων θετικού αθροίσματος, προβάλλοντας την αποτελεσματικότητα, που εξασφαλίζεται μέσα από τη δράση ανεξάρτητων μη πλειοψηφικών φορέων και επιτροπών, ως το βασικό νομιμοποιητικό της εχέγγυο. 23 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 Το ρυθμιστικό μοντέλο βρίσκει ευνοϊκό περιβάλλον σε μη πλειοψηφικά-Madisonian συστήματα (Majone, 1996b: 284-285). Πίνακας VΙ Πλειοψηφικά και μη πλειοψηφικά συστήματα διακυβέρνησης Πηγή: Majone, 1996b: 264-285. Στο πλαίσιο αυτό, η ευρεία ανάθεση αρμοδιοτήτων για τη χάραξη πολιτικής από τους νομοθέτες και τα πολιτικά στελέχη σε ανεξάρτητους θεσμούς (Majone, 2005: 37) και η υιοθέτηση συναινετικών στρατηγικών με την επέκταση της ειδικής πλειοψηφίας αποτελούν «μηχανισμούς διαχείρισης των διαιρετικών τομών» σε πλουραλιστικά συστήματα, όπως η ΕΕ (Majone, 2009: 19). Η αυξανόμενη αυτή τάση σηματοδοτεί τη στροφή από την αντιπροσωπευτική δημοκρατία σε ένα ποιοτικά διαφορετικό βήμα, δηλαδή την ανάπτυξη της εμπιστοσύνης απέναντι στον επαγγελματισμό και την τεχνική πραγματογνωμοσύνη. Εν 24 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 τούτοις, η άσκηση ρυθμιστικών λειτουργιών από ανεξάρτητους πολιτικά φορείς εμπεριέχει και κάποιο κόστος, αυτό του «ελλείμματος νομιμοποίησης». Η ΕΕ δεν είναι δημοκρατική με τη συνηθισμένη έννοια του όρου, αφού το δίλημμα δημοκρατία ή ολοκλήρωση επιλύθηκε μέσω της Κοινοτικής Μεθόδου προς όφελος της ενοποίησης (Majone, 2005: 40). Η «αποπολιτικοποίηση» (depoliticization) (Majone, 1998: 7) του ευρωπαϊκού εγχειρήματος και η περιθωριοποίηση της δημοκρατίας για την επίτευξη της ενιαίας εσωτερικής αγοράς αποτέλεσαν την ουσιαστική παράμετρο για την προώθηση του οράματος των ελίτ προς μία πολιτική ένωση, εν απουσία της απαιτούμενης λαϊκής υποστήριξης κατά τα πρώιμα στάδια της ενοποιητικής διαδικασίας (Majone, 2006: 617). Μέχρι σήμερα, η φύση του διλλήματος παραμένει αμετάβλητη, καθώς δεν έχει επιτευχθεί ο «εξευρωπαϊσμός των μαζών» (Europeanization of the masses) (Majone, 2006: 617). Τοιουτοτρόπως, το ενδεχόμενο πολιτικής ενοποίησης συναντά την αντίσταση τόσο των κυβερνήσεων και των κοινοβουλίων όσο και των πολιτών «το δημοκρατικό έλλειμμα είναι το τίμημα που πληρώνουμε λόγω της επιθυμίας μας να ολοκληρωθούν οι εθνικές μας οικονομίες, διατηρώντας παράλληλα την ακεραιότητα της κρατικής μας κυριαρχίας» (Majone, 2006: 607). Συνεπώς, το δημοκρατικό έλλειμμα είναι «δημοκρατικά νομιμοποιημένο» (Majone, 2005: 40). Από τη σκοπιά του Majone, το πρόβλημα είναι λιγότερο αυτό του δημοκρατικού ελλείμματος και περισσότερο αυτό του «ελλείμματος νομιμοποίησης», «ελλείμματος δημοκρατικής λογοδοσίας» ή μιας «κρίσης αξιοπιστίας». Η υπόθεση αυτή προκύπτει από την εκδήλωση του αντίστροφου ομοσπονδισμού με τη διάχυση εξουσίας σε εκτελεστικά όργανα, τα οποία δεν είναι άμεσα υπόλογα στο εκλογικό σώμα και στις κυβερνήσεις. Η πρόκληση έγκειται στο συμβιβασμό του modus vivendi της ανεξαρτησίας και της εμπειρογνωμοσύνης με τη λογοδοσία (Majone, 1996a: 272). Το πρόβλημα δεν θα αντιμετωπιστεί μέσω της πολιτικοποίησης, in concreto. Ο Majone προειδοποιεί για τους κινδύνους της (perils of parliamentarization), στον βαθμό που μία ΕΕ κυριαρχούμενη από το ΕΚ ή μια άμεσα εκλεγμένη Επιτροπή θα είχε ως αποτέλεσμα την αναδιανομή αντί την αποδοτικότητα κατά Pareto, και ως εκ τούτου θα υπονόμευε αντί να αυξήσει τη νομιμοποίηση της ΕE (Majone, 2002: 330). Το επιχείρημά του εδράζεται στην πεποίθηση ότι η πολιτική πλειοψηφία, λόγω της περιοδικότητας των εκλογών και των περιορισμένων 25 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 χρονικών ορίων για την υλοποίηση μακροχρόνιου σχεδιασμού, θα επέλεγε βραχυχρόνιες λύσεις, ικανοποιώντας τις προτιμήσεις της μειοψηφίας, ώστε να εξασφαλίσει την επανεκλογή της. Ωστόσο, «οι κυβερνήσεις έχουν διαπιστώσει ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να αντιταχθούν στην αύξηση των εξουσιών του ΕΚ, επειδή είναι αδύνατο να διαμορφώσουν εναλλακτική για την αντιμετώπιση της ανεπαρκούς δημοκρατικής νομιμοποίησης» (Shackleton, 2012: 145). Ο Majone παρατηρεί ότι πλέον η ανωτέρω συλλογιστική καθίσταται επίσημο δόγμα, με τη Συνθήκη της Λισαβόνας. Ωστόσο, κατά τον ίδιο, αποτελεί λανθασμένη προσέγγιση (Majone, 1998: 618). Η λύση αυτή δεν φαίνεται να λειτουργεί στην πράξη, όπως αποκαλύπτεται από την αρνητική συσχέτιση μεταξύ της συνεχούς αύξησης των αρμοδιοτήτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και τη μείωση της προσέλευσης των πολιτών στις ευρωεκλογές (Majone, 2006: 6-7). Πίνακας VΙΙ Ποσοστό συμμετοχής στις ευρωεκλογές 70 62 60 61 58,5 56,7 50 49,5 45,5 40 43 Ποσοστό συμμετοχής στις ευρωεκλογές 30 20 10 0 1979 1984 1989 1994 1999 2004 2009 Πηγή: Majone, 2014: 180-181. 26 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 Επίσης, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν δύναται να νομιμοποιήσει ένα εγχείρημα που στηρίζεται σε προ-δημοκρατικά πρότυπα (pre-democraticnorms) (Majone, 2014: 182) και λόγω της απουσίας ενιαίου ευρωπαϊκού δήμου, η επικράτηση ενός πλειοψηφικού συστήματος, όπως προτάσσει το κοινοβουλευτικό υπόδειγμα, θα μπορούσε να δημιουργήσει συνθήκες και πρακτικές αποκλεισμού, που θα έβλαπταν τις πολιτικές μειοψηφίες. Επομένως, δικαιολογεί την τοποθέτηση των μη πλειοψηφικών φορέων έξω από την παραδοσιακή αντιπροσωπευτική δημοκρατία, στον βαθμό που παράγουν πιο αξιόπιστα αποτελέσματα από την εκλεγμένη πολιτική εξουσία και συμβάλλουν στη σταθερότητα των ρυθμιστικών πολιτικών. Κατά τον Majone (1998: 19-25), το αντιστάθμισμα για την απώλεια νομιμοποίησης έχει δύο διαστάσεις, τη διαδικαστική και την ουσιαστική νομιμοποίηση. Στην πρώτη περίπτωση, ο Majone προβλέπει υποχρέωση λογοδοσίας των ρυθμιστών για τις αποφάσεις τους, συμβάλλοντας στην ενίσχυση της διαφάνειας, τόσο υπό τη μορφή top-down λογοδοσίας, που προϋποθέτει τη λογοδοσία στο Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και συνεπάγεται expost ελέγχους όσο και bottom-up λογοδοσίας, που δεσμεύει τις ανεξάρτητες αρχές να λογοδοτούν στον λαό, στα οργανωμένα συμφέροντα και στους μετόχους. Παράλληλα, ενεργοποιούνται μηχανισμοί που ελέγχουν τη διακριτική ευχέρεια των ρυθμιστών, όπως η συμμετοχή των πολιτών, η διαβούλευση και η προσφυγή σε expost δικαστικό έλεγχο. Η επίδραση της αμερικανικής πολιτικής επιστήμης είναι αισθητή στον βαθμό που ο Majone ουσιαστικά προτείνει τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού Administrative Procedures Act. Αναλυτικότερα, αυτό που προτείνει είναι η εκτελεστική εποπτεία και ο συντονισμός να επιτυγχάνεται με τη χρήση εργαλείων της δημόσιας διοίκησης (new public management), τον κανονιστικό προϋπολογισμό (regulatory budget) ή τον κανονιστικό συμψηφισμό (clearing house). Αναφορικά με τη δεύτερη περίπτωση, η νομιμοποίηση του φορέα εξασφαλίζεται εκ του αποτελέσματος, δηλαδή από την ικανότητά του να δημιουργήσει και να διατηρήσει την πεποίθηση, ότι από όλες τις εφικτές θεσμικές ρυθμίσεις είναι ο πιο κατάλληλος για την επίλυση συγκεκριμένου εύρους προβλημάτων, ενώ κάποιος βαθμός αυτονομίας είναι αναγκαίος για αξιοπιστία. Εν τούτοις, η λογοδοσία εκ του αποτελέσματος προϋποθέτει σαφή διάκριση των θεσμικών αρμοδιοτήτων και τη δράση σε τομείς πολιτικής που θα 27 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 βελτιώσουν την ευημερία του συνόλου της κοινωνίας. Ο Majone χρησιμοποιεί το παράδειγμα της ΕΚΤ, για να καταδείξει ότι τα προβλήματα νομιμότητάς της είναι περιορισμένα λόγω των διακριτών αρμοδιοτήτων της, που επιτρέπει τον έλεγχο της αποδοτικότητάς της μέσα από τακτικές στατιστικές εκτιμήσεις πληθωρισμού, εν αντιθέσει με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία αποτελεί μία υπερ-υπηρεσία (super agency) (Majone, 2005: 38-40). Υπό το πρίσμα αυτό, οι αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας αποτελούν ασφαλιστικές δικλείδες, καθώς η απεριόριστη διεύρυνση των ενωσιακών αρμοδιοτήτων θα έβλαπτε τη νομιμοποίηση του εγχειρήματος. Επειδή, όπως σημειώνει ο McCorimick (2011: 107), η νομιμοποίηση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος εμφορείται από τον τρόπο που εκλαμβάνουμε την ΕΕ, ο Majone (2005: 211212) για την αντιμετώπιση του ομοσπονδιακού διλήμματος προτείνει την προσέγγιση μιας μοντεσκιανής έμπνευσης “république fédérative” ή “confederate republic” για την ΕΕ, η οποία θα εστιάζει στον διαχωρισμό των λειτουργιών της πολιτείας και θα παρέχει ισχυρά θεσμοθετημένα εχέγγυα στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος, μέσω «ελέγχων και ισορροπιών». Η αναλογία αυτή θα συμβάλει στο να καταστεί το δημόσιο συμφέρον πιο κατανοητό στο εσωτερικό των συστατικών μερών και ενδέχεται τα τελευταία να εφαρμόζουν πιο αποτελεσματικά την αρχή της αυτοκυβέρνησης, διασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτό τη συνοχή της πολιτείας. 1.2.1.2 Checks and balances Ο Shapiro (1997: 276), προβάλλοντας το αμερικάνικο υπόδειγμα, μετριάζει τους φόβους ότι τα απομονωμένα ρυθμιστικά όργανα αποτελούν απειλή για τη δημοκρατία στην ΕΕ. Τη συλλογιστική αυτή επεκτείνει ο Moravcsik (2002: 611-614), ο οποίος για να αποδείξει ότι ο λαός και τα κράτη μέλη έχουν τον απόλυτο έλεγχο στην ΕΕ και ότι το δημοκρατικό έλλειμμα είναι ένας μύθος, καθώς δεν μπορεί να τεκμηριωθεί εμπειρικά, επισημαίνει ότι η σύγχρονη δημοκρατία επιβάλλει «ελέγχους και ισορροπίες» (checks and balances), που σε ενωσιακό επίπεδο εντοπίζονται υπό τους εξής συνταγματικούς συμβιβασμούς: - Άμεσος και έμμεσος μηχανισμός λογοδότησης. - Κανόνας της ομοφωνίας για την αναθεώρηση των Συνθηκών. 28 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] - Διεύρυνση των πλειοψηφικών αποφάσεων. - Διαδικασία διαβούλευσης. - Ενισχυμένος ρόλος για το ΕΚ. Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 Επομένως, διασφαλίζεται ότι η διαδικασία λήψης των αποφάσεων είναι διαφανής, αποτελεσματική και συνεπής προς τις απαιτήσεις των πολιτών, άρα «η ΕΕ είναι τόσο δημοκρατική όσο θα έπρεπε ή θα μπορούσε να είναι» (Moravcsik, 2008: 332). Ωστόσο, λόγω της επιρροής που ασκεί στον τρόπο λειτουργίας των δημοκρατικών πολιτικών, η ΕΕ θα εξακολουθεί να υστερεί αυτού που θεωρείται συνήθως δημοκρατικό (Lu, 2011: 68-69). Από την άλλη, η άρνηση της ύπαρξης δημοκρατικού ελλείμματος στην ΕΕ, δεν αφήνει άλλα περιθώρια από τον επαναπροσδιορισμό της έννοιας της δημοκρατίας, ώστε να ταιριάζει με την εικόνα μιας «δημοκρατικής» ΕΕ (Hix, 1998: 51). Η παραδοχή του Majone ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση έχει αρνητικές συνέπειες για τη δημοκρατία απέχει κατά πολύ από τη θέση του Moravcsik (2011) ότι τα περιθώρια για τη βελτίωση της δημοκρατικής νομιμοποίησης της Ένωσης είναι μηδενικά, αφού καμία δημοκρατία δεν είναι τέλεια. Το παιγνιακό παράδοξο που βρίσκει σύμφωνο τον Majone (2014: 179) ότι «εάν η ΕΕ ήταν κράτος δεν θα μπορούσε να γίνει μέλος της ΕΕ», αφού η ΕΕ δεν είναι πλήρως ανεπτυγμένη δημοκρατία, έρχεται σε άμεση σύγκρουση με τις αισιόδοξες θέσεις του Moravcsik, ο οποίος αποδέχεται τις θέσεις του Majone και τις επεκτείνει. Δέχεται ότι οι ρυθμιστικοί φορείς χάραξης πολιτικής απομονώνονται από τη δημοκρατική πλειοψηφία για τρείς λόγους: α) για τη διόρθωση της πόλωσης που είναι έμφυτη σε πλειοψηφικούς μηχανισμούς, β) για την αποφυγή της τυραννίας της πλειοψηφίας, και γ) για την αποφυγή του κόστους πέραν του επιθυμητού που θα επέβαλε η συμμετοχή στην κυβερνητική πολιτική. Συμβαδίζει με τον Majone στον βαθμό που η συζήτηση για το εν λόγω ζήτημα πηγάζει από τον κεντρικό ρόλο που διαδραματίζουν τα κράτη μέλη στην Ένωση. Ειδικότερα, οι απόψεις του για το δημοκρατικό έλλειμμα στην ΕΕ αποτελούν λογική επέκταση της φιλελεύθερης-διακυβερνητικής θεωρίας (Hix, 2009: 233). Ο τελευταίος, εκτιμά πως τα ενοποιητικά αποτελέσματα καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από τη σχετική διαπραγματευτική ισχύ των προτιμήσεων των επιμέρους κυβερνήσεων (Χρυσοχόου, 2006: 113). Συνεπώς, υπάρχει σύγκλιση μεταξύ των προτιμήσεων των κυβερνήσεων και των εκροών πολιτικής, άρα η ΕΕ δεν είναι μη δημοκρατική αλλά, αντιθέτως, συμβάλλει στη 29 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 βελτίωση της δημοκρατίας των κρατών μελών της. Από την άλλη, οι δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις απειλούν να υπονομεύσουν τη δημόσια νομιμότητα, δημοτικότητα και εμπιστοσύνη απέναντι στην ΕΕ, διότι τα συμφέροντα είναι που εγκαθιδρύουν τη δημοκρατία (Moravcsik, 2011). Η θέση του Moravcsik (2002: 614) ότι τα δημοψηφίσματα δεν είναι αξιόπιστα, συγκρούεται με τη θέση του Majone πως αποτελούν απαραίτητη συνθήκη για ναεπιτευχθεί ο στόχος της ΕΕ in varietate concordia, καθώς “More Europe” οφείλει να συνοδεύεται από δημοψήφισμα ακόμα και αν ενυπάρχει το ρίσκο για αρνητικό αποτέλεσμα, διότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος για τη νομιμοποίηση της διαδικασίας ολοκλήρωσης από τη σύμφωνη γνώμη των ψηφοφόρων. Ως αντεπιχείρημα, ο Moravcsik ισχυρίζεται πως ελλείψει εγγενούς ενδιαφέροντος για τα μείζονα ευρωπαϊκά ζητήματα και λόγω της περίοπτης θέσης των εσωτερικών θεμάτων πολιτικής στις προτιμήσεις των πολιτών (φορολογία, δαπάνες), καθιστούν τις εκλογές για την ανάδειξη του ΕΚ «ενδιάμεσο διαγωνισμό» ή κατά τον Hix «εθνικές αναμετρήσεις δεύτερης γενιάς». 1.2.2 Νομιμοποίηση εκ των εισροών Σύμφωνα με τους υποστηριχτές της νομιμοποίησης εκ των εισροών, που αφορά τον δημοκρατικό χαρακτήρα της διαδικασίας λήψης των αποφάσεων και κατά κύριο λόγο το δικαίωμα όλων των πολιτών να συμμετέχουν επί ίσοις όροις επί της πολιτικής διαδικασίας λήψης των αποφάσεων (Schmidt, 2013: 4· Kyriakidis, 2013: 10), ο δημοκρατικός έλεγχος καθίσταται αναγκαίος, στον βαθμό που η ΕΕ έχει επεκτείνει τις αρμοδιότητές της σχεδόν σε όλους τους κρατικούς τομείς. Η ΕΕ είναι μη δημοκρατική, λόγω έλλειψης πολιτικής πάλης και ανταγωνισμού για τον έλεγχο της πολιτικής εξουσίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο (Hix & Follesdal, 2005: 18-22· Hix, 2008: 76). Η ΕΕ χαρακτηρίζεται ως μη δημοκρατική λόγω της απουσίας ενός άμεσα δημοκρατικού συστήματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι ευρωπαϊκές εκλογές, στον βαθμό που τόσο οι εθνικές όσο και οι ευρωεκλογές δεν διεξάγονται με αναφορά στην Ευρώπη, λόγω της απουσίας κινήτρων ή η διαδικασία λήψης αποφάσεων στο Συμβούλιο δεν είναι διαφανής από πλευράς διαδικασιών, καθορισμού της ατζέντας, αποτελεσμάτων ψηφοφοριών. Κατά τον Hix, το 30 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 έλλειμμα δημοκρατίας μπορεί να αντιμετωπιστεί με την πολιτικοποίηση (politicization) της ενοποιητικής διαδικασίας, η οποία θα διαμορφώσει συνδετικούς κρίκους μεταξύ της εθνικής και της ευρωπαϊκής σφαίρας, δίνοντας στους πολίτες της ΕΕ την ευκαιρία να συμμετάσχουν ενεργά στην ευρωπαϊκή πολιτική διαδικασία, να παρακολουθήσουν την πορεία της και να αξιολογήσουν τα αποτελέσματα που αυτή παράγει. Οι διαφανείς και αποτελεσματικές εκροές δεν επαρκούν για να καταστεί η ΕΕ νομιμοποιημένη, συνεπώς οι Hix & Follesdal απέναντι στον κατά Pareto αποδοτικό αυταρχισμό, προτείνουν ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις, δηλαδή τον συνδυασμό τους με ανταγωνισμό για εισροές υπό τη μορφή οριοθετημένων δημοκρατικών διεργασιών (constrained democratic politics) (Hix & Follesdal, 2005: 96-98). Η εισαγωγή κινήτρων μέσω ανταγωνιστικών εκλογών, θα συμβάλει στη σταδιακή διαμόρφωση πολιτικής ταυτότητας και στον καθορισμό της κατεύθυνσης του πολιτικού προγράμματος της ΕΕ, ώστε να καταστεί δημοκρατική η ευρωπαϊκή πολιτεία (Hix, 2009: 234-235, 268-269). Σε αντίθεση με τον Majone που προτείνει διαδικαστικούς μηχανισμούς, οι Lord & Beetham (2001) προτάσσουν την επιστροφή των αντιπροσωπευτικών δομών, καθώς το ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να είναι νομιμοποιημένο, εάν δεν είναι δημοκρατικό. Οι Dimitrakopoulos & Passas (2004: 161) συμπληρώνουν ότι το επιχείρημα του Majone αναφορικά με τους «κινδύνους της κοινοβουλευτικοποίησης», δεν συμβαδίζει με τη σύνθετη πολιτική πραγματικότητα, στην οποία λειτουργεί η Επιτροπή. Ο ρόλος της Επιτροπής ήταν και παραμένει πολιτικός (Πασσάς, 2012: 27-32). Ειδικότερα, η διαμόρφωση της ημερήσιας διάταξης αποτελεί εξόχως πολιτική διεργασία καθώς έχει αναδιανεμητικά αποτελέσματα, αφού προϋποθέτει την πραγματοποίηση επιλογών μεταξύ ανταγωνιζόμενων συμφερόντων (Peters, 1996: 81). Συνεπώς, αφού η Επιτροπή μεριμνά για το κοινό συμφέρον και η δράση της επηρεάζει συγκεκριμένα τμήματα της κοινωνίας και το εκλογικό σώμα, η πολιτικοποίησή της, με την άμεση εκλογή του Προέδρου της από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και η σταδιακή προεδροποίησή της, κινούνται προς την κατεύθυνση της αξιοπιστίας και της αποτελεσματικότητας, καθώς θα διαμορφώσει συνδετικούς κρίκους μεταξύ της δημόσιας και της ευρωπαϊκής σφαίρας. 31 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 1.2.3 Κοινωνικο-ψυχολογική διάσταση Η ΕΕ ως πολιτικό σύστημα προϋποθέτει την εκπλήρωση των αρχών της τυπικής και της ουσιαστικής νομιμοποίησης (Πλιάκος, 2012: 348). Κατά την πρώτη αρχή, κρίνεται αναγκαία η θέσπιση ευρωπαϊκού υποκειμένου νομιμοποίησης. Στο πλαίσιο αυτό, η κοινωνικο-ψυχολογική προσέγγιση στρέφει το ενδιαφέρον της σε ζητήματα που αφορούν τη διαμόρφωση ευρωπαϊκής πολιτικής συνείδησης, ταυτότητας και πολιτειότητας, με απώτερο στόχο τη διαμόρφωση ευρωπαϊκού δήμου (Jensen, 2009: 5), ενός υποκειμένου που θα νομιμοποιεί την ασκηθείσα δημόσια εξουσία. Ειδικότερα, συνδέει άρρηκτα τη βιωσιμότητα της ευρωπαϊκής δημοκρατίας με τη δημιουργία ευρωπαϊκού δήμου, καθώς κοινή αποδεκτή αρχή αποτελεί πως πυρήνας της έννοιας της δημοκρατίας είναι ο δήμος, ως πηγή νομιμοποίησης της κρατικής κυριαρχίας. Επιπροσθέτως, θέτει ως κεντρικό άξονα του δημοκρατικού ελλείμματος της Ένωσης «την απουσία μιας εθνικής συνείδησης που να απορρέει από την ύπαρξη μιας κοινής ταυτότητας μεταξύ των ευρωπαίων πολιτών» (Χρυσοχόου, 2005: 31). Η δημοκρατία προκύπτει μέσα από την και στην οικοδόμηση του ευρωπαϊκού δήμου, ώστε να συμφιλιωθούν οι αντιτιθέμενες απόψεις μεταξύ των κρατών μελών. Μέσα από μία ολιστική προσέγγιση, η ΕΕ αποτελεί ένα ατελές πολιτικό σύστημα. Η θέση ότι η ΕΕ αποτελεί τον τέταρτο κλάδο της διακυβέρνησης, αποτυγχάνει να απαντήσει στο πώς οι οργανισμοί βασίζονται στη νομιμοποίηση των δημοκρατικών μηχανισμών που τους συνδέουν με τον λαό, αφού δεν έχει διαμορφωθεί δημόσια σφαίρα διαβούλευσης και στερείται εύρυθμου αντιπροσωπευτικού συστήματος. Χωρίς έναν δήμο, η μειοψηφία δεν μπορεί να δεχτεί τη νομιμότητα της απόφασης της πλειοψηφίας (Dahl, 1998: 117). Η χάραξη πολιτικής στην ΕΕ απέτυχε, μέχρι στιγμής, να κάνει τους πολίτες συν-διαμορφωτές της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (Warleigh 2003: 33). Επομένως, κατά πόσο τα αποτελέσματα πολιτικής είναι αποδοτικότητας κατά Pareto ή όχι, και εάν η λήψη αποφάσεων εποπτεύεται, είναι άνευ σημασίας. Το ελιτιστικό σύστημα που έχει αναπτυχθεί είναι ισότιμο με την αντιπροσώπευση για τον λαό και όχι από το λαό, κατάσταση η οποία ενδέχεται να οδηγήσει σε μία ακόμη εκδήλωση του σιδηρούς νόμου της ολιγαρχίας, επιτρέποντας την ανάδυση Schumpeterian τύπου δημοκρατίας (Kohler-Koch, 2008: 286), 32 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 δηλαδή τη διακυβέρνηση από πολιτικές ελίτ, μέσα σε συνθήκες ανταγωνισμού και με περιορισμό της συμμετοχής των πολιτών. Η φύση της Ένωσης, ως ένα πλουραλιστικό πολιτικό σύστημα που θεμελιώνεται σε μία θεσμικά πολυεπίπεδη και πολυκρατικά οργανωμένη συμβίωση, δεν καθιστά αδύνατη τη διαμόρφωση ενός ευρωπαϊκού δήμου, ο οποίος θα συντίθεται από επιμέρους ευρωπαϊκούς λαούς. Άλλωστε ένας δήμος δεν μπορεί να χαρακτηρίζεται από απόλυτη ομοιογένεια μεταξύ των μελών του. Στα πλαίσια της διαμόρφωσης ευρωπαϊκού δήμου, οι εθνικές ταυτότητες δεν θα απολέσουν τη δημοκρατική τους υπόσταση από μία νέα υπερεθνική, αλλά, αντιθέτως, ο δήμος που θα αναδυθεί θα αποτελέσει πηγή ενότητας, πολιτικής δραστηριότητας και κοινωνικονομιμοποιητική βάση της ενοποίησης, που θα στηρίζεται στην πλουραλιστική προσέγγιση του πολιτειακού μορφώματος. Συμπυκνώνοντας σε μία φράση, το αποτέλεσμα που θα προκύψει θα είναι πολλοί λαοί, ένας δήμος (Χρυσοχόου, 2005: 33). Μία αξιόλογη προσπάθεια γίνεται με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, με την οποία εισάγεται η ευρωπαϊκή ιδιότητα του πολίτη. Αναλυτικότερα, οι διατάξεις για την ευρωπαϊκή ιθαγένεια, άρθρο 20 ΣΛΕΕ, αποβλέπουν στην ενίσχυση και προώθηση της ευρωπαϊκής ταυτότητας και καθιερώνει σειρά πολιτικών δικαιωμάτων για τους υπηκόους των κρατών μελών, «ανάγοντας το σύνολο των πολιτών σε νομικό δήμο» (Στεφάνου & Καταπόδης, 2002: 30). Τοιουτοτρόπως, ο πολίτης της Ένωσης έχει δύο θεσμικούς ρόλους, διακριτούς μεταξύ τους, δηλαδή του ευρωπαίου πολίτη και του εθνικού πολίτη. Στην πρώτη περίπτωση, αναφερόμαστε στη μεταεθνική πολιτικότητα (Χρυσοχόου, 2009: 169), στο μεταεθνικό αίσθημα του «ανήκειν» σε έναν λαό, που ενισχύεται μέσα από τη συμβολή των πολιτών στην ανάδειξη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και από τον καθορισμό της σταθμισμένης ψήφου με βάση τον πληθυσμό των κρατών μελών. Κατά τη δεύτερη περίπτωση, ο εθνικός πολίτης συμπράττει στις ενωσιακές αποφάσεις μέσα από τη νομιμοποίηση της εθνικής του ηγεσίας που συμμετέχει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και στο Συμβούλιο των Υπουργών. Επομένως, η δημοκρατική αρχή εγγυάται τον θεσμικό δυϊσμό της Ένωσης, αρκεί να τηρείται το «θεσμικό status των πολιτών» (Τσάτσος, 2007: 99). 33 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 Εν τούτοις, η διαμόρφωση της ευρωπαϊκής πολιτικής συνείδησης οφείλει να μην περιορίζεται σε θεσμικές μεταρρυθμίσεις, αλλά να στηριχθεί σε έναν μακροπρόθεσμο σχεδιασμό που να θέτει στο επίκεντρο τον πολίτη (Χρυσοχόου, 2009: 170), κατά τρόπο που να αντανακλά ένα βαθύτερο αίτημα ενότητας και με κύριο άξονα αναφοράς την ετερογένεια των συστατικών μερών. Η τριβή των πολιτών με τα ευρωπαϊκά τεκταινόμενα αποτελεί το εργαλείο που θα εξισορροπήσει την ταύτισή τους προς το έθνος κράτος, με αυτή απέναντι στο ευρωπαϊκό εγχείρημα. Κατά τον Χρυσοχόου, για την ανάδυση της κοινής ευρωπαϊκής ταυτότητας η νομιμοποίηση οφείλει να απεξαρτηθεί από μη ιεραρχικές και μη εδαφικές δομές. Για παράδειγμα, απαιτείται α) η απόκτηση της ευρωπαϊκής ιθαγένειας να μην προϋποθέτει την εθνική· β) να επεκταθεί το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι στις εθνικές εκλογές για τους πολίτες της Ένωσης που διαμένουν νόμιμα σε κράτος μέλος διαφορετικό από το δικό τους· γ) να επεκταθούν τα δικαιώματα που απορρέουν από το ΧΘΔ σε γενική εφαρμογή· δ) να εμπλουτιστούν τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα που θεσπίζονται για τους πολίτες· ε) να αναγνωριστούν και για υπηκόους τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα σε κάποιο κράτος μέλος. Επίσης, απαιτείται στ) η θεσμοθέτηση του δικαιώματος ενημέρωσης των πολιτών επί των ευρωπαϊκών ζητημάτων· και ζ) η διατήρηση δημόσιων αξιωμάτων από μέρους των ευρωπαίων πολιτών στο εσωτερικό της Ένωσης (Χρυσοχόου, 2004: 130-131· 2009: 4041). Από την άλλη, από την ουσιαστική διάσταση της νομιμοποίησης απορρέει η κοινωνική όψη του δημοκρατικού ελλείμματος. Το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης θεμελιώνεται στις αξίες που ορίζονται στο άρθρο 2 ΣΕΕ. Ειδικότερα, ορίζει πως «η Ένωση βασίζεται στις αξίες του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, του κράτους δικαίου, καθώς και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των προσώπων που ανήκουν σε μειονότητες. Οι αξίες αυτές είναι κοινές στα κράτη μέλη εντός κοινωνίας που χαρακτηρίζεται από τον πλουραλισμό, την απαγόρευση των διακρίσεων, την ανοχή, τη δικαιοσύνη, την αλληλεγγύη και την ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών». Το ερώτημα που αναδύεται είναι κατά πόσο η ΕΕ ικανοποιεί την κοινωνική της ευθύνη, μία προβληματική που θα αναλυθεί μέσα από την περιπτωσιολογική μελέτη της νέας 34 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 οικονομικής διακυβέρνησης και των μέτρων λιτότητας στο δεύτερο μέρος της παρούσας έρευνας. 1.2.4 Πολλαπλές υποκατάστατες μορφές νομιμοποίησης στην ΕΕ Ο πλουραλισμός απόψεων που έχει αναπτυχθεί γύρω από το ζήτημα της δημοκρατικής νομιμοποίησης του ευρωπαϊκού εγχειρήματος συνέβαλε στην ανάδυση προσεγγίσεων που επιδιώκουν να οριοθετήσουν την ευρύτερη συζήτηση και να συνδυάσουν τις βασικές αντιλήψεις περί νομιμοποίησης της ΕΕ σε ένα επιχείρημα (Follesdal, 2004· Jolly, 2003· Heritier, 2001). Στο πλαίσιο αυτό, οι Lord & Magnette (2004: 184-187) εντοπίζουν τις αντιλήψεις για τις υποκατάστατες μορφές νομιμοποίησης της ΕΕ και τις κατηγοριοποιούν σε: - Έμμεση νομιμοποίηση (indirect legitimacy), κατά την οποία η νομιμοποίηση της ΕΕ απορρέει από τη νομιμότητα των συστατικών της μερών, καθώς και την ικανότητα των τελευταίων ως εντολέων να ελέγχουν τη δράση των υπερεθνικών θεσμών ως εντολοδόχων. - Κοινοβουλευτική νομιμοποίηση (parliamentary legitimacy), που αφορά την άποψη κατά την οποία η νομιμοποίηση της ΕΕ εξασφαλίζεται μέσω ενός διττού μηχανισμού νομιμοποίησης, που συνδυάζει ένα άμεσα εκλεγμένο κοινοβουλευτικό σώμα και την εκπροσώπηση των κρατών μελών στο Συμβούλιο. - Τεχνοκρατική νομιμοποίηση (technocratic legitimacy), κατά την οποία τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα νομιμοποιούνται βάσει της ικανότητάς τους να χαράζουν κατά Pareto αποδοτικές πολιτικές. - Διαδικαστική νομιμοποίηση (procedural legitimacy), που δίνει έμφαση στη διαφάνεια, στην αναλογικότητα, στην ευελιξία, στην ασφάλεια δικαίου και στη διαβούλευση των ενδιαφερομένων μερών κατά τη λήψη αποφάσεων έναντι της εκλογικής διαδικασίας, καθώς οι συνθήκες μιας πλήρως αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας δεν ευδοκιμούν σε ενωσιακό επίπεδο, λόγω της απουσίας «μετα-κοινοβουλευτικής βάσης» (Lord & Beetham, 2001: 449-453). 35 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 Κατά τους Lord & Magnette (2004: 193-194), η λύση για να ανταποκριθεί η ΕΕ και να συγκεράσει τις ανωτέρω αντικρουόμενες θέσεις θα επέλθει μέσω διαπραγματεύσεων και διαβουλεύσεων επί των διαφορετικών επιχειρημάτων και των κανονιστικών πεποιθήσεων. Επομένως, διαφαίνεται η βούληση για την αντιμετώπιση των παλαιών φραγμών μέσω της ανάπτυξης νέων κανονιστικών προτύπων υπερεθνικής δημοκρατίας και νομιμοποίησης στο επίπεδο της ΕΕ (Meny, 2002). 2. Νέες ευέλικτες μορφές οικονομικής διακυβέρνησης: Προς την κατεύθυνση της δημοκρατικής νομιμοποίησης; Η αναθεωρητική διαδικασία, που εκκινεί το 2001 με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Λάακεν, έχοντας ως προοπτική τον περιορισμό του δημοκρατικού ελλείμματος, έδωσε έμφαση στην ενίσχυση της διαφάνειας, της αποτελεσματικότητας, της λογοδοσίας και της συμμετοχής των πολιτών, παραλείποντας, ωστόσο, από το μεταρρυθμιστικό εγχείρημα την ΟΝΕ. Ως αποτέλεσμα, η επικύρωση της Συνθήκης της Λισαβόνας ενίσχυσε τις αντιπροσωπευτικές και συμμετοχικές δομές της ΕΕ, σε μία περίοδο, ωστόσο, που τα σημάδια της κρίσης χρέους της ευρωζώνης άρχισαν να γίνονται εμφανή στους εμπειρογνώμονες της αγοράς (Ruffert, 2011: 1777-1778). Η ύφεση που ακολούθησε ανέδειξε τις διαχειριστικές και δομικές αδυναμίες της ΕΕ κατά την άσκηση και τον συντονισμό της οικονομικής και δημοσιονομικής διακυβέρνησης και καθιστούσε επιτακτική την άμεση αναμόρφωση της αρχιτεκτονικής της οικονομικής διακυβέρνησης. Υπό το πρίσμα αυτό, το πρώτο βήμα προς την αλλαγή συντελέστηκε τον Μάρτιο του 2010, όταν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο όρισε Ειδική Ομάδα οικονομικής διακυβέρνησης, με αποστολή να υποβάλει μέχρι το τέλος του έτους συστάσεις για την ενίσχυση του οικονομικού πυλώνα της ΟΝΕ και να διευρύνει το νομικό πλαίσιο της Ένωσης, ώστε να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις που ανέδειξε η κρίση. Την Προεδρία ανέλαβε ο H. Van Rompuy, ως Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, σε στενή συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και εκπροσώπους των κρατών μελών, την ΕΚΤ και την εναλλασσόμενη Προεδρία. Η άμεση αποδοχή των προσανατολισμών που συνέταξε 36 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 η Ειδική Ομάδα από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 17ης Ιουνίου κατέδειξε τον επιτακτικό χαρακτήρα της λήψης μέτρων για την ενίσχυση της οικονομικής διακυβέρνησης. Η εν λόγω Ομάδα στις 21 Οκτωβρίου 2010 κατέθεσε την τελική της Έκθεση, η οποία εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 28ης/29ης του ίδιου μήνα. Στην Έκθεση περιλαμβάνονταν προτάσεις για την πρόληψη της κρίσης με την επίτευξη ισχυρότερης δημοσιονομικής πειθαρχίας στο πλαίσιο του ΣΣΑ και τη διαμόρφωση αξιόπιστου πλαισίου επίλυσης κρίσεων. Επιπρόσθετα, προέβλεπε τη δημιουργία νέων μηχανισμών μακροοικονομικής εποπτείας, τη βαθύτερη συνεργασία μέσα από τη διαδικασία ετήσιου συντονισμού των οικονομικών πολιτικών, του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου και την αποτελεσματικότερη οικονομική διακυβέρνηση μέσα από την ενδυνάμωση των θεσμών. Επομένως, η αντιμετώπιση του ελλείμματος της οικονομικής διακυβέρνησης στην ΕΕ στηρίζεται στην επιτήρηση των οικονομικών και δημοσιονομικών πολιτικών με βασικές συνιστώσες: α) Προληπτική δράση μέσω ενός ενισχυμένου Συμφώνου Σταθερότητας και βαθύτερου δημοσιονομικού συντονισμού. β) Διορθωτική δράση μέσω ενός ενισχυμένου Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. γ) Περιορισμένες απαιτήσεις για τα εθνικά δημοσιονομικά πλαίσια. δ) Πρόληψη και διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών και της ανταγωνιστικότητας. Τη συμβατότητα των ανωτέρω μέτρων με τη δημοκρατική αρχή καλείται να εξετάσει το τρέχον μέρος της παρούσας ενότητας. Παράλληλα, γεννάται το ερώτημα πώς εκδηλώθηκε και ποιοί παράγοντες οδήγησαν στην ανάδυση της κρίσης δημόσιου χρέους και στη λήψη των ανάλογων μέτρων; Απάντηση σε αυτό το καίριο ερώτημα αποπειράται να δώσει το παρόν κεφάλαιο, ώστε να καταστεί ομαλή η μετάβαση από τα αίτια της κρίσης στα ληφθέντα μέτρα για τη διαχείρισή της. 37 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 2.1 Από τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση στην κρίση χρέους της ευρωζώνης Με το πέρας της πρώτης δεκαετίας της νέας χιλιετηρίδας σημειώθηκε πρωτοφανής αλλαγή των δεδομένων στη διεθνή πολιτική σκηνή. Ειδικότερα, ανοίγει μία νέα σελίδα για τον τομέα της διεθνούς ασφάλειας, με την εκδήλωση της τρομοκρατικής επίθεσης της 11ης Σεπτεμβρίου στις ΗΠΑ, που συμπληρώθηκε με μία πρωτοφανή αλλαγή στις ισορροπίες που διαμόρφωναν το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, με το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Τα πραγματικά αίτια της διεθνούς κρίσης κρύβονται πίσω από την επιθυμία του τραπεζικού συστήματος για εύκολο και γρήγορο κέρδος, μέσω της φιλελευθεροποίησης των δομών του χρηματοπιστωτικού συστήματος και τη χρήση εργαλείων όπως η μόχλευση, η τιτλοποίηση και η υποτίμηση των κινδύνων των επενδύσεων. Η αλόγιστη τιτλοποίηση στεγαστικών δανείων και η υπερβολική χρήση δανειακών κεφαλαίων από διάφορα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δεν άργησε να δημιουργήσει τη «φούσκα», δηλαδή τη διόγκωση των τιμών των μετοχών στην αγορά στεγαστικών δανείων των ΗΠΑ, το 2006. Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, κατά κύριο λόγο επενδυτικές τράπεζες και Hedge Funds, φαίνεται να αγνόησαν τους κινδύνους και τις επιπτώσεις των πράξεών τους, οδηγώντας σε πτώχευση όσους εκτέθηκαν σε προϊόντα υψηλού ρίσκου, συμβουλευόμενοι τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης, που δεν διεκπεραίωσαν με συνέπεια τον ρόλο τους. Μετά την κατάρρευση ολόκληρων τραπεζικών κολοσσών, όπως της Lehman Brothers στις 15 Σεπτεμβρίου του 2008, και συγκεκριμένα από τον Νοέμβριο του 2008, ξεκίνησε στην Ουάσινγκτον ένας ευρύς διάλογος μεταξύ των ηγετών των χωρών της Ομάδας των G20 σε συνεργασία με το ΔΝΤ και τη συμβολή της ΕΚΤ, της Προεδρίας της ΕΕ, του Eurogroup καθώς και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την παγκόσμια χρηματοπιστωτική αρχιτεκτονική. Υιοθετήθηκαν μέτρα επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής για να αποφευχθεί η επανάληψη της Μεγάλης Ύφεσης του 1929 και έγινε προσπάθεια για την πρόληψη από την έκθεση υγειών επιχειρήσεων σε πιστοδοτήσεις, για τη μεταρρύθμιση του εποπτικού συστήματος και για την αναβάθμιση του τραπεζικού συστήματος (Γκόρτσος & Παυλίδης, 2012: 23· Angelides & Thomas, 2011: 27). 38 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 Σταδιακά η χρηματοπιστωτική κρίση επεκτάθηκε στον δυτικό κόσμο, πλήττοντας την οικονομία του. Ωστόσο, ήδη από τον Δεκέμβριο του 2005 η ΕΚΤ προειδοποιούσεγια την εμφάνιση παγκόσμιων ανισορροπιών, που απειλούσαν τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών σε παγκόσμιο επίπεδο. Η εν λόγω κρίση έφερε στην επιφάνεια τις δομικές αδυναμίες του ευρωσυστήματος, που μαστίζεται από τους κερδοσκόπους, τον υψηλό βαθμό διασύνδεσης των αγορών και την ισχυρή τάση αποκλίσεων στις οικονομικές επιδόσεις –στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών– που παρουσιάζεται από την ίδρυση της ευρωζώνης. Αναφορικά με τον τρόπο που μεταδόθηκε η κρίση στην Ευρώπη, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί εξαιρετικά σύνθετος. Αναλυτικότερα, αρχικά η κρίση έπληξε τα εθνικά χρηματοπιστωτικά συστήματα των χωρών, τα οποία εμφάνιζαν στενή διασύνδεση με το αμερικανικό τραπεζικό σύστημα, όπως στην περίπτωση της Ιρλανδίας και της Γερμανίας. Συγκεκριμένα, το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα εκτέθηκε σε επισφαλή χρηματοπιστωτικά προϊόντα και οι ευρωπαϊκές τράπεζες στο αμερικανικό έλλειμμα επηρεάζοντας αρνητικά την πορεία της οικονομίας της ΕΕ (Langley, 2008: 469-494). Για να αποφευχθεί μία ενδεχόμενη κατάρρευση των εθνικών τραπεζικών συστημάτων υιοθετήθηκαν έκτακτα μέτρα. Για παράδειγμα, η ΕΚΤ τον Οκτώβριο του 2008 επιχείρησε να μεταβάλλει την προστασία των καταθέσεων με την αύξηση του ελάχιστου ορίου εγγύησης των τραπεζικών καταθέσεων, για να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των καταθετών στον μηχανισμό ασφαλείας του χρηματοπιστωτικού τομέα, ενώ παράλληλα βελτίωσε την πρόσβαση στην αναχρηματοδότηση, ούτως ώστε να ενισχύσει την ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος της Ευρωζώνης. Μετά το δεύτερο τρίμηνο του 2008 επήλθε ύφεση με τη μορφή μείωσης της ζήτησης, των επενδύσεων και του εξωτερικού εμπορίου, η οποία σταδιακά επιδεινώθηκε, με συνέπεια τη συρρίκνωση της οικονομικής ανάπτυξης των χωρών της Ευρωζώνης, με εξαίρεση τη Μάλτα. Η πτώση του διεθνούς εμπορίου επηρέασε αρνητικά τις πλέον εξωστρεφείς χώρες της Ευρωζώνης, όπως την Εσθονία, όπου το ΑΕΠ για τα έτη 2008-2009 ήταν αρνητικό (-3.7% και -14.3% αντίστοιχα), την Ιρλανδία όπου επίσης σημείωνε αρνητικό ποσοστό ΑΕΠ κατά την τριετία 2008 έως 2010 (-3.0%, -7.0% και -0.4% αντίστοιχα), την Ιταλία με ποσοστό ΑΕΠ ίσο με -1.2% το 2008 και -5.5% το 2009. Επίσης, η Γερμανία είχε χαμηλή απόδοση 39 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 ΑΕΠ με 1.1% το 2008 και -5.1% το 2009, ακολουθούσε η Ολλανδία με ποσοστό 1.8% και -3.5% και η Αυστρία 1.4% και -3.8% κατά τα έτη 2008 και 2009 αντίστοιχα (European Economy Forecast, 2012· Γκόρτσος & Παυλίδης, 2012: 160). Οι περισσότερες χώρες της Ευρωζώνης, και συγκεκριμένα οι χώρες της ΟΝΕ που δεν αντιμετώπιζαν προβλήματα υπερχρέωσης του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, εισήλθαν σε τροχιά ανάκαμψης το 2010. Πίνακας VIII Ακαθάριστο χρέος γενικής κυβέρνησης (% του ΑΕΠ) 2008 2009 2010 2011 2012 2013 ΒΕΛΓΙΟ 89.3 95.8 96.0 98.0 100.5 100.8 ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ 13.7 14.6 16.2 16.3 17.6 18.5 ΤΣΕΧΙΑ 29.7 34.4 38.1 41.2 43.9 44.9 ΔΑΝΙΑ 33.4 40.6 42.9 46.5 40.9 42.1 ΓΕΡΜΑΝΙΑ 66.7 74.4 83.0 81.2 82.2 80.7 ΕΣΘΟΝΙΑ 4.5 7.2 6.7 6.0 10.4 11.7 ΙΡΛΑΝΔΙΑ 44.1 65.1 92.5 108.2 116.1 120.2 ΕΛΛΑΔΑ 113.0 129.4 145.0 165.3 160.6 168.0 ΙΣΠΑΝΙΑ 40.2 53.9 63.2 68.5 80.9 87.0 ΓΑΛΛΙΑ 68.2 79.2 82.3 86.0 90.5 92.5 ΙΤΑΛΙΑ 105.7 116.0 118.6 120.1 123.5 121.8 ΚΥΠΡΟΣ 48.9 58.5 61.5 71.6 76.5 78.1 ΛΕΤΟΝΙΑ 19.8 36.7 44.7 42.6 43.5 44.7 40 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 ΛΙΘΟΥΑΝΙΑ 15.5 29.4 38.0 38.5 40.4 40.9 ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 13.7 14.8 19.1 18.2 20.3 21.6 ΟΥΓΓΑΡΙΑ 73.0 79.8 81.4 80.6 78.5 78.0 ΜΑΛΤΑ 62.3 68.1 69.4 72.0 74.8 75.2 ΟΛΛΑΝΔΙΑ 58.5 60.8 62.9 65.2 70.1 73.0 ΑΥΣΤΡΙΑ 63.8 69.5 71.9 72.2 74.2 74.3 ΠΟΛΩΝΙΑ 47.1 50.9 54.8 56.3 55.0 53.7 ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 71.6 83.1 93.3 107.8 113.9 117.1 ΡΟΥΜΑΝΙΑ 13.4 23.6 30.5 33.3 34.6 34.6 ΣΛΟΒΕΝΙΑ 21.9 35.3 38.8 47.6 54.7 58.1 ΣΛΟΒΑΚΙΑ 27.9 35.6 41.1 43.3 49.7 53.5 ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ 33.9 43.5 48.4 48.6 50.5 51.7 ΣΟΥΗΔΙΑ 18.8 42.6 39.4 38.4 35.6 34.2 ΗΝΩΜΕΝΟ 54.8 69.6 79.6 85.7 91.2 94.6 69.0 79.9 85.6 88.0 91.8 92.6 ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΕΥΡΩΖΩΝΗ Πηγή: European Economy Forecast, 2012. Μετά την εκδήλωση της ύφεσης, η κατάσταση διαγράφεται κρίσιμη για το μέλλον της Ευρωζώνης. Οι χώρες της ΟΝΕ, αναζητώντας μία αποτελεσματική λύση για την αντιμετώπιση της κρίσης, αποφάσισαν να εφαρμόσουν αντικυκλική δημοσιονομική πολιτική, αυξάνοντας τα δημοσιονομικά τους ελλείμματα. Παράλληλα, η ΕΚΤ, για να στηρίξει και να διευκολύνει την προσπάθεια των χωρών της Ευρωζώνης, υιοθέτησε 41 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 επεκτατική νομισματική πολιτική με τη μείωση των επιτοκίων ως αποτέλεσμα της πτώσης του πληθωρισμού. Ειδικότερα, η συνολική μείωση του επιτοκίου των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης του ευρωσυστήματος από τις 8 Οκτωβρίου 2008 έως τις 9 Μαΐου 2009, ανερχόταν σε 325 μονάδες βάσης. Ανάλογα μέτρα εφαρμόστηκαν σε όλες τις μεγάλες οικονομίες του κόσμου (Κότιος & Παυλίδης, 2012: 166-167). Η στροφή προς τον κεϋνσιανισμό ήταν απόρροια του εκτεταμένου διαλόγου, που αναπτύχθηκε στα πλαίσια της Ομάδας G20 για την αντιμετώπιση της κρίσης. Η αντίδραση της πολιτικής στην κρίση του ευρωσυστήματος ήταν αρχικά η εφαρμογή προγραμμάτων αντικυκλικής πολιτικής, προσαρμοσμένων στις διαφορετικές συνθήκες που επικρατούσαν σε κάθε χώρα της ΟΝΕ, η χρηματοδότηση των οποίων στηρίχτηκε στην αύξηση των δημοσίων ελλειμμάτων και σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Εν συνεχεία, η ΕΕ τον Δεκέμβριο του 2008 επιχείρησε μέσα από την εκπόνηση Σχεδίου για την Ανάκαμψη της Ευρωπαϊκής Οικονομίας να διασφαλίσει εργασίες, κοινωνικές υπηρεσίες και να υποστηρίξει οικονομικές επενδύσεις, προσαρμόζοντας τις χώρες της Ευρωζώνης στα νέα δεδομένα. Ωστόσο, παρά τις προσπάθειες, η ευθύνη παρέμεινε σε κάθε κράτος μέλος ξεχωριστά, λόγω της αδράνειας και της περιορισμένης παρέμβασης για την ανόρθωση των εθνικών οικονομιών από τον Κοινοτικό προϋπολογισμό και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. Ως εκ τούτου, οι αυξημένες δημόσιες δαπάνες στις οποίες οδηγήθηκαν τα κράτη για να αντιμετωπίσουν την κρίση, δημιούργησαν μία νέα μορφή κρίσης στην Ευρωζώνη, πρόκειται για την κρίση δημόσιου χρέους. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι περισσότερες χώρες της ΟΝΕ αύξησαν τα πρωτογενή τους ελλείμματα, δηλαδή τις δαπάνες του δημοσίου εκτός από τους τόκους, με αποτέλεσμα το δημόσιο χρέος να διογκωθεί. Επίσης, εξαιτίας της αδυναμίας των παραδοσιακών ελλειμματικών χωρών της ευρωζώνης, γνωστών ως PIGS (Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ελλάδα και Ισπανία), να διαχειριστούν τα δημοσιονομικά τους χρέη, με κίνδυνο την πτώχευση ή και την κατάρρευση των εθνικών τραπεζικών συστημάτων στην ΟΝΕ, είχε αναπτυχθεί ο φόβος για την πορεία προς μία τραπεζική κρίση. Οι πιο εκτεθειμένες χώρες της ΟΝΕ σε δάνεια είχαν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της διαχείρισης του χρέους τους, χωρίς να σημαίνει ότι οι υπόλοιπες χώρες εντός και εκτός 42 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 ευρωζώνης έμειναν ανεπηρέαστες. Η κρίση επηρέασε κάθε χώρα της ευρωζώνης με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά και τη δομή που παρουσίαζε η εκάστοτε οικονομία. Έλαβε δύο μορφές: α) κρίση χρέους, όπως στην Ελλάδα, στην Ιρλανδία και στην Πορτογαλία, (Lane, 2012: 50) και β) τραπεζική κρίση, όπως στην Ισπανία (Κότιος & Παυλίδης, 2012: 156-157· Regling & Watson, 2010: 17). Από τις χώρες εκτός ευρωζώνης, οι πρώτες που βίωσαν τις επιπτώσεις της κρίσης ήταν η Ουγγαρία, η Λεττονία και η Ρουμανία, οι οποίες και συμφώνησαν να εφαρμόσουν προγράμματα δημοσιονομικής εξυγίανσης, με την οικονομική συνδρομή της ΕΕ, του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Η αύξηση του δημόσιου χρέους και του ελλείμματος των χωρών της ευρωζώνης δεν άργησε να αποκαλύψει τη δύναμη των αγορών, αφού οι διεθνείς αγορές από τα μέσα του 2009 άρχισαν να μην εμπιστεύονται τις χώρες της Ευρωζώνης για τη χορήγηση δανείων και να τις θεωρούν αναξιόπιστες ως προς τη δυνατότητα αποπληρωμής του χρέους τους. Το έλλειμμα των χωρών της ευρωζώνης κατά μέσο όρο αυξήθηκε από 2.1% του ΑΕΠ το 2008 κατά τέσσερις περίπου μονάδες, αγγίζοντας το 6.4% του ΑΕΠ το 2009, ενώ το χρέος σημείωσε αύξηση περίπου δεκαπέντε μονάδων για το διάστημα 2008-2010, όπου από 69.0% του ΑΕΠ το 2008 έφτασε το 85.6% του ΑΕΠ το 2010 (European Economy Forecast: 2012· Lane, 2012: 49-65). Ακολούθως, τα επιτόκια των κρατικών ομολόγων βγήκαν εκτός ελέγχου. Πίνακας IX Εξέλιξη ελλειμμάτων η΄ πλεονασμάτων του προϋπολογισμού της γενικής κυβέρνησης (%του ΑΕΠ) 2008 2009 2010 2011 2012 2013 ΒΕΛΓΙΟ -1.0 -5.6 -3.8 -3.7 -3.0 -3.3 ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ 1.7 -4.3 -3.1 -2.1 -1.9 -1.7 ΤΣΕΧΙΑ 2.2 -5.8 -4.8 -3.1 -2.9 -2.6 43 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 ΔΑΝΙΑ 3.2 -2.7 -2.5 -1.8 -4.1 -2.0 ΓΕΡΜΑΝΙΑ -0.1 -3.2 -4.3 -1.0 -0.9 -0.7 ΕΣΘΟΝΙΑ -2.9 -2.0 0.2 1.0 -2.4 -1.3 ΙΡΛΑΝΔΙΑ -7.3 -14.0 -31.2 -13.1 -8.3 -7.5 ΕΛΛΑΔΑ -9.8 -15.6 -10.3 -9.1 -7.3 -8.4 ΙΣΠΑΝΙΑ -4.5 -11.2 -9.3 -8.5 -6.4 -6.3 ΓΑΛΛΙΑ -3.3 -7.5 -7.1 -5.2 -4.5 -4.2 ΙΤΑΛΙΑ -2.7 -5.4 -4.6 -3.9 -2.0 -1.1 ΚΥΠΡΟΣ 0.9 -6.1 -5.3 -6.3 -3.4 -2.5 ΛΕΤΟΝΙΑ -4.2 -9.8 -8.2 -3.5 -2.1 -2.1 ΛΙΘΟΥΑΝΙΑ -3.3 -9.4 -7.2 -5.5 -3.2 -3.0 ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 3.0 -0.8 -0.9 -0.6 -1.8 -2.2 ΟΥΓΓΑΡΙΑ -3.7 -4.6 -4.2 4.3 -2.5 -2.9 ΜΑΛΤΑ -4.6 -3.8 -3.7 -2.7 -2.6 -2.9 ΟΛΛΑΝΔΙΑ 0.5 -5.6 -5.1 -4.7 -4.4 -4.6 ΑΥΣΤΡΙΑ -0.9 -4.1 -4.5 -2.6 -3.0 -1.9 ΠΟΛΩΝΙΑ -3.7 -7.4 -7.8 -5.1 -3.0 -1.9 ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ -1.6 -10.2 -9.8 -4.2 -4.7 -4.1 ΡΟΥΜΑΝΙΑ -5.7 -9.0 -6.8 -5.2 -2.8 -2.2 ΣΛΟΒΕΝΙΑ -1.9 -6.1 -6.0 -6.4 -4.3 -3.8 ΣΛΟΒΑΚΙΑ -2.1 -8.0 -7.7 -4.8 -4.7 -4.9 44 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ 4.3 -2.5 -2.5 -0.5 -0.7 -0.4 ΣΟΥΗΔΙΑ 2.2 -0.7 0.3 0.3 -0.3 0.1 ΗΝΩΜΕΝΟ -5.0 -11.5 -10.2 -8.3 -6.7 -6.5 -2.1 -6.4 -6.2 -4.1 -3.2 -2.9 ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΕΥΡΩΖΩΝΗ Πηγή: European Economy Forecast, 2012 Η εκδήλωση της ελληνικής οικονομικής κρίσης συνέβαλε στη διόγκωση της καχυποψίας των αγορών, η οποία σταδιακά περιορίστηκε σε συγκεκριμένες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Σαφέστερα, η αδυναμία δανεισμού ορισμένων χωρών του Νότου, όπως η Ελλάδα, η Ισπανία και η Πορτογαλία, κατέδειξε πως οι χώρες του Βορρά, όπως η Γερμανία, η Φινλανδία, το Λουξεμβούργο, η Αυστρία και η Ολλανδία, είχαν συγκριτικά καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, χωρίς δημοσιονομικές ανωμαλίες, χωρίς ανεργία και γενικότερα θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Η εξέλιξη αυτή, πέρα από το γεγονός ότι λειτούργησε αρνητικά για την ανάπτυξη των χωρών της περιφέρειας, ανέδειξε την ύπαρξη κρίσης ανταγωνιστικότητας στην Ευρωζώνη. Η ΟΝΕ έχει να αντιμετωπίσει δίδυμα ελλείμματα, δηλαδή ελλείμματα των δημοσιονομικών και της ανταγωνιστικότητας (Κότιος & Παυλίδης, 2012: 198-199· Nickel & Tudyka, 2013: 16). Μετά την κλιμάκωση της κρίσης χρέους κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2011, η οικονομία της ΕΕ εισήλθε σε ύφεση. Στα τέλη του 2011, μία απότομη μείωση της προσφοράς πιστώσεων απείλησε να εξελιχθεί σε ολοκληρωτική πιστωτική κρίση. Αυτό αποφεύχθηκε με την παροχή ρευστότητας στο σύστημα. Οι προοπτικές για την οικονομία της ΕΕ βελτιώνονται σταδιακά, με συμπληρωματικά μέτρα, τόσο σε επίπεδο ΕΕ όσο και κρατών μελών. Η σύντομη ανάκαμψη που συντελέστηκε στα τέλη του 2011, έδωσε τη θέση της σε μία νέα ήπια ύφεση στις αρχές του 2012, για την οποία μεγάλο μερίδιο ευθύνης φέρουν η αύξηση των τιμών του πετρελαίου και η επιβράδυνση της παγκόσμιας παραγωγής. Η νέα αυτή ύφεση συμπληρώθηκε με την κρίση εμπιστοσύνης στην ευρωπαϊκή παραγωγή, με συνέπεια 45 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 τη συρρίκνωσή της. Ωστόσο, η πολιτική δράση της ΕΕ και η πρόοδος στο θεσμικό πλαίσιο απέτρεψε να επέλθει χειρότερη έκβαση και μειώθηκαν οι εντάσεις που λάμβαναν χώρα στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Την άνοιξη του 2012 εκδηλώθηκε αστάθεια στην αγορά, γεγονός που μας υπενθυμίζει πως η ΕΕ έχει ακόμη αρκετό δρόμο μπροστά της, για να ξεπεραστούν οι ανισορροπίες και να φτάσει σε συνθήκες σταθερής ανάπτυξης. Επίσης, οι προκλήσεις στην Ιρλανδία, στην Πορτογαλία και στην Ελλάδα συνεχίζονται, με την τελευταία να συμφωνεί τον Φεβρουάριο του 2012 σε μία δεύτερη δέσμη μέτρων. Ακολούθως, στις 27 Ιουνίου του 2012, η Κύπρος και η Ισπανία, που αποτελεί την τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία, απηύθυναν αίτημα για οικονομική ενίσχυση. Επίσης, ανησυχία προκαλούν τα μειωμένα επίπεδα της απασχόλησης και τα αυξημένα επίπεδα της ανεργίας. Η ανεργία το 2010 και το 2011 έφτασε στο 9.7% και η απασχόληση μειώθηκε κατά 4 εκατομμύρια θέσεις (European Economic Forecast Spring, 2012). Ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη κυμαίνεται σε χαμηλά επίπεδα κατά τη διάρκεια της κρίσης. Αυτό οφείλεται στη μείωση της ζήτησης και των τιμών των βασικών προϊόντων. Συγκεκριμένα, ο πληθωρισμός από 3.7% το 2008 μειώθηκε στο 1.9% περί τα μέσα του 2013. Η βελτιωμένη εικόνα των λιγότερο δοκιμαζόμενων από την κρίση χωρών της παγκόσμιας οικονομίας, στα μέσα του 2009, ήταν αντίθετη από αυτή της οικονομίας της Ευρωζώνης, η οποία γνώρισε τη βαθύτερη ύφεση της πορείας της. Τα κράτη με νόμισμα το ευρώ αντιμετώπιζαν την καχυποψία των αγορών και την υπέρμετρη αύξηση των επιτοκίων των κρατικών ομολόγων. Η ήπια ανάκαμψη που ακολούθησε, ενισχύθηκε σε σημαντικό βαθμό από τις προσπάθειες των χωρών του Βορρά. Ωστόσο υπήρχαν και χώρες με δημοσιονομικά και διαρθρωτικά προβλήματα, που προέρχονταν κατά κύριο λόγο από την Ευρωζώνη. Η Ιρλανδία ήταν η πρώτη χώρα που βρέθηκε στο επίκεντρο. Στη συνέχεια ακολούθησαν η Ελλάδα και η Πορτογαλία (Lane, 2012: 49-65). Η επέλαση της κρίσης στις χώρες του Νότου οδήγησε την ΕΕ στη διαμόρφωση και θέσπιση πλειάδας μηχανισμών και μέτρων, τα οποία έτειναν να αλληλεπικαλύπτονται, ενώ δεν διέθεταν σε πρώτη φάση νομικό έρεισμα. Οι εν λόγω μεταρρυθμίσεις αναλύονται στην υποενότητα 2.2 της παρούσας έρευνας. 46 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 2.2 Θεσμικές μεταρυθμίσεις 2.2.1 Δανειακοί Μηχανισμοί για τη στήριξη υπερχρεωμένων χωρών – Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας Η ελληνική κρίση χρέους που εκδηλώθηκε περί τα τέλη του 2009, έδωσε το έναυσμα για την έναρξη συζητήσεων με στόχο την πολιτική αντιμετώπιση του χρέους, ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος μετάδοσης της κρίσης σε ολόκληρη την ευρωζώνη, δεδομένης της σχέσης αλληλεξάρτησης των χωρών αυτών. Ωστόσο, η έλλειψη ενός θεσμοθετημένου συστήματος διαχείρισης κρίσεων εντός της ΕΕ, είχε ως συνέπεια να συμμετάσχει στις διαβουλεύσεις ένα μεγάλο φάσμα δρώντων εντός και εκτός ΟΝΕ. Αποφασίστηκε η χορήγηση δημόσιας βοήθειας από τα κράτη μέλη της ΟΝΕ και από το ΔΝΤ, με την προϋπόθεση να εφαρμόζεται πρόγραμμα δημοσιονομικής εξυγίανσης με διεθνή εποπτεία. Επομένως, με αφορμή την ελληνική ανισορροπία συγκροτήθηκε μηχανισμός διάσωσης χώρας. Το 2010 η κρισιμότητα της κατάστασης, με την αναθεώρηση του χρέους και τις πιέσεις στις τιμές των ομολόγων που έφτασαν το 8,9%, οδήγησε την ελληνική κυβέρνηση στις 23 Απριλίου να ενεργοποιήσει τον μηχανισμό στήριξης, δηλαδή να επιτρέψει τη συμβολή του ΔΝΤ, της ΕΕ και της ΕΚΤ, τρίπτυχου γνωστού ως Τρόικα. Η Ελλάδα προχώρησε στις 2 Μαΐου σε πολιτική δανειακής σύμβασης (Κότιος & Παυλίδης, 2012:187-188), με το πακέτο στήριξης να ανέρχεται σε 110 δισεκατομμύρια ευρώ για περίοδο τριών ετών, που αντιστοιχούν σε 30 δισεκατομμύρια ευρώ από το ΔΝΤ και σε 80 δισεκατομμύρια ευρώ από την ΕΕ διακρατικά, με εξαίρεση την Σλοβακία. Επίσης, στις 11 Μαρτίου 2011, καθορίστηκε σε επτά έτη η προθεσμία λήξης των μελλοντικών δόσεων των δανείων και εκταμιεύσεων και αποφασίστηκε η μείωση της τιμολόγησης στο πλαίσιο του ελληνικού μηχανισμού κατά 100 μονάδες βάσης. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι αρμόδια για την παρακολούθηση της προόδου των τριμηνιαίων αποστολών και συντάσσει εκθέσεις τις οποίες υποβάλει στο ECOFIN. Επίσης, οι δυσμενείς όροι δανεισμού σε μερικά κράτη της ευρωζώνης, ως απόρροια της χρηματοπιστωτικής κρίσης, απειλούσε την ακεραιότητα και των υπόλοιπων χωρών της. Ακολούθως, με βάση τα συμπεράσματα του Συμβουλίου του ECOFIN της 9ης/10ης Μαΐου 47 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 2010 κρίθηκε επιτακτική η δημιουργία ενός μηχανισμού σταθεροποίησης στα πλαίσια της ευρωζώνης, με στόχο την αντιμετώπιση καταστάσεων χρηματοοικονομικής στενότητας. Για τον σκοπό αυτό, εν όψει της κλιμάκωσης της κρίσης, τέθηκε σε λειτουργία ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Χρηματοοικονομικής Σταθεροποίησης (European Financial Stabilization Mechanism), με βάση τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 407/2010 του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2010. Ένα μήνα αργότερα, στις 7 Ιουνίου 2010, με ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, θεσπίστηκε η Ευρωπαϊκή Διευκόλυνση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (European Financial Stability Facility). Πρόκειται για δύο προσωρινούς μηχανισμούς που παρέχουν εγγυήσεις δανείων συνολικού ύψους έως και 500 δισεκατομμύρια ευρώ για το διάστημα μεταξύ 2010-2013. Αναλυτικότερα, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Χρηματοοικονομικής Σταθεροποίησης είναι ενωσιακού χαρακτήρα μηχανισμός, βασισμένος στο πρότυπο του ισοζυγίου πληρωμών (Bauer & Becker, 2013: 6), και παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να λάβει δάνεια για τη στήριξη υπερχρεωμένων χωρών, με το Συμβούλιο να έχει τον τελευταίο λόγο για την έγκριση των όρων. Το συνολικό ύψος των δανείων ανέρχεται σε 60 δισεκατομμύρια ευρώ με την εγγύηση του προϋπολογισμού της Ένωσης. Ο δεύτερος μηχανισμός έχει λάβει διακρατικό χαρακτήρα και τη μορφή εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, που υπόκειται στη νομοθεσία του Λουξεμβούργου. Το συνολικό ύψοςτων δανείων που χορηγεί στα κράτη της ευρωζώνης ανέρχεται σε 440 δισεκατομμύρια ευρώ. Το ΔΝΤ στηρίζει τις παραπάνω εγγυήσεις δανείων με συνολικό ποσό ύψους έως και 250 δισεκατομμυρίων ευρώ. Διοικητικό όργανο αποτελεί το Διοικητικό Συμβούλιο, το οποίο δύναται να αποφασίζει με το 50% των μελών του, που κατέχουν ποσοστό τουλάχιστον του 80% των μετοχών και οι αποφάσεις λαμβάνονται από τα 2/3 της πλειοψηφίας με το 80% των μετοχών. Ωστόσο, για την έκδοση μετοχών και τη δανειοδότηση στην ΟΝΕ απαιτείται ομοφωνία (Kyriakidis, 2013: 17). Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η ΕΚΤ περιορίζονται στον ρόλο του παρατηρητή. Τα ανωτέρω εργαλεία ενεργοποιήθηκαν μετά από την ικανοποίηση του αιτήματος της Ιρλανδίας, τον Νοέμβριο του 2010 για οικονομική στήριξη, με συνολικό πακέτο 85 δισεκατομμυρίων ευρώ, και της Πορτογαλίας τον Μάιο του 2011 με συνδρομή συνολικού ύψους 78 δισεκατομμυρίων ευρώ. Το παράδειγμα της Ιρλανδίας ώθησε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 24ης/25ης Μαρτίου 2011 να βελτιώσει το ρυθμιστικό πλαίσιο των 48 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 μηχανισμών για να στηριχθεί αποτελεσματικά οποιαδήποτε άλλη αίτηση μέχρι το 2013 και να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος μετάδοσης της κρίσης. Προϋπόθεση για τη χορήγηση χρηματοοικονομικής βοήθειας είναι να υπόκεινται ήδη στις ρυθμίσεις του ΜνημονίουMoU (Memorandum of Understanding), το οποίο συντονίζεται από μη εκλεγμένους τεχνοκράτες. Περαιτέρω, οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων στις 17 Δεκεμβρίου 2010 διαπίστωσαν την αναγκαιότητα θέσπισης ενός μόνιμου μηχανισμού σταθερότητας που θα αναλάμβανε το έργο που διεκπεραιώνουν η ΕΔΧΕ και ο ΕΜΧΣ. Πρόκειται για τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας. Οι όροι του ΕΜΣ συμφωνήθηκαν κατά τη συνεδρίαση του Eurogroup στις 11 Μαρτίου 2011 και εγκρίθηκαν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 24ης/25ης Μαρτίου 2011, το οποίο άνοιξε τον δρόμο για τις εθνικές επικυρώσεις. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συμφώνησε πως για την ίδρυση αυτού του μηχανισμού απαραίτητη προϋπόθεση ήταν η τροποποίηση της Συνθήκης της Λισαβόνας. Συγκεκριμένα, εξέδωσε την απόφαση 2011/199/ΕΕ, η οποία συμπληρώνει το Άρθρο 136 ΣΛΕΕ κατά το οποίο τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ μπορούν να θεσπίσουν μηχανισμό σταθερότητας, ο οποίος ενεργοποιείται, εφόσον κρίνεται απαραίτητο, προκειμένου να διασφαλίζεται η σταθερότητα της ζώνης του ευρώ στο σύνολό της. Η παροχή τυχόν απαιτούμενης χρηματοπιστωτικής συνδρομής δυνάμει του μηχανισμού θα υπόκειται σε αυστηρούς όρους. Με τη συνεδρίαση των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων και των θεσμικών οργάνων της ΕΕ στις 11 Ιουλίου 2011, παρασχέθηκε η δυνατότητα στα όργανα ΕΜΣ και ΕΜΧΣ να λειτουργούν βάσει ανακεφαλαιοποίηση προληπτικού προγράμματος, χρηματοπιστωτικών να ιδρυμάτων παρέχουν και να δάνεια για την παρεμβαίνουν στις δευτερεύουσες αγορές. Κατά τη συνεδρίαση του Eurogroup στο Λουξεμβούργο στις 21 Ιουλίου 2011, διαπιστώθηκε η ομαλή επικύρωση της Συνθήκης για τον ΕΜΣ και αποφασίστηκε η έναρξη λειτουργίας του πριν από τον Ιανουάριο του 2013. Ο ΕΜΣ τέθηκε σε ισχύ στις 8 Οκτωβρίου 2012 μετά την πρώτη συνεδρίαση του συμβουλίου των διοικητών του και αντικατέστησε τους προγενέστερους μηχανισμούς, δηλαδή τον ΕΜΧΣ και το ΕΤΧΣ τον Ιούνιο του 2013, οπότε και οι οργανισμοί τέθηκαν εκτός λειτουργίας. Ο εν λόγω μηχανισμός, διαθέτει συνολικά κεφάλαια ύψους 700 δισεκατομμυρίων ευρώ και χρηματοδοτική ικανότητα ύψους 500 δισεκατομμυρίων ευρώ, 49 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 από το οποίο 80 δισ. ευρώ θα έχουν τη μορφή καταβεβλημένου κεφαλαίου και 620 δισ. ευρώ θα αποτελούν συνδυασμό δεσμευμένου καταβλητέου κεφαλαίου και εγγυήσεων από τα κράτη μέλη της ευρωζώνης. Παράλληλα βασίζεται σε εργαλεία που συμβάλουν στην αναδιάρθρωση του χρέους με τη συνδρομή Ρητρών Συλλογικής Δράσης (Collective Action Clauses). Οι ρήτρες αυτές επιδιώκουν να επιτευχθεί συμφωνία ανάμεσα στα κράτη, τους δανειστές και τον ιδιωτικό τομέα. Κατά τη διάσκεψη των υπουργών οικονομικών τον Ιούλιο του 2012 στις Βρυξέλλες, αποφασίστηκε ο ΕΜΣ να παρέχει απευθείας χρηματοδότηση στις τράπεζες, χρησιμοποιώντας ίδια κεφάλαια. Όλα τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ ως επακόλουθο της ένταξής τους στην ΟΝΕ θα συμμετέχουν στον ΕΜΣ. Ωστόσο, η πρόσβαση στη χρηματοδοτική στήριξη από τον εν λόγω μηχανισμό είναι εφικτή, όταν τα μακροοικονομικά δεδομένα του εκάστοτε κράτους ανταποκρίνονται στους αυστηρούς όρους προσαρμογής, που ορίζονται στο πλαίσιο ενός προγράμματος εξυγίανσης, που τίθεται υπό τον έλεγχο της Επιτροπής, του ΔΝΤ και της ΕΚΤ. Επίσης, τα κράτη πρέπει να εξασφαλίζουν τη συμβολή του ιδιωτικού τομέα και να απευθύνουν ανάλογο αίτημα στο ΔΝΤ, που τελεί υπό στενή τεχνική και χρηματοοικονομική συνεργασία με τον ΕΜΣ. Η συμμετοχή των ιδιωτών κατόχων τίτλων χρέους στη διαχείριση της κρίσης είναι μία νέα εξέλιξη που έγινε εφικτή με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 21ης Ιουλίου 2011 και που ουσιαστικά αποβλέπει στη δημοκρατική νομιμοποίηση της χρήσης πακέτων στήριξης από το ελληνικό κράτος. Ο ιδιωτικός τομέας, στον οποίο περιλαμβάνονται τράπεζες, επενδυτικά κεφάλαια και ασφαλιστικά ταμεία, δέχτηκαν να ανταλλάξουν τα ομόλογα που κατείχαν με νέα χαμηλότερου επιτοκίου και διάρκειας, 15 έως και 30 ετών, δηλαδή συνολικό ύψος 50 δισεκατομμύρια ευρώ από το 2011 έως το 2014 και 109 δισεκατομμύρια ευρώ από το 2011 έως το 2020. Στο πλαίσιο του ΕΜΣ, τη χρηματοδοτική βοήθεια διαχειρίζονται μέσα από μία αλληλουχία σταδίων το ΔΝΤ, η ΕΚΤ και το de facto πολιτικό όργανο της ΕΕ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Αναλυτικότερα, όταν ένα κράτος μέλος υποβάλει αίτημα στήριξης, τότε η Επιτροπή και η ΕΚΤ είναι τα επιφορτισμένα όργανα για την αξιολόγηση της εκάστοτε κατάστασης. Ακολούθως, μετά από απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου για τη χορήγηση στήριξης, η Επιτροπή είναι αρμόδια επί της διαπραγμάτευσης ενός μνημονίου κατανόησης με την 50 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 υποψήφια χώρα, ενώ η τρόικα έχει την ευθύνη εποπτείας της συμμόρφωσης των κρατών με τα συμφωνηθέντα μέτρα. Επιπροσθέτως, την ίδια ημερομηνία αποφασίστηκε από τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων των χωρών με νόμισμα το ευρώ ένα νέο πρόγραμμα στήριξης της Ελλάδας, της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας, σε στενή συνεργασία με το ΔΝΤ και τον ιδιωτικό τομέα. Το πρόγραμμα στήριξηςπεριλαμβάνει δάνειο συνολικού ύψους 109 δισεκατομμυρίων ευρώ με επιτόκιο ίσο με 3,5% και δυνατότητα αποπληρωμής από 15 έως και 30 έτη. Προβλέφθηκε επίσης η δυνατότητα αποπληρωμής των δανείων που είχαν χορηγηθεί από τους προηγούμενους μηχανισμούς στο ίδιο χρονικό περιθώριο, δηλαδή από 15 έως 30 έτη. Στις 27 Ιουνίου 2012 η Ισπανία και η Κύπρος απηύθυναν αίτημα για τη χορήγηση οικονομικής στήριξης από τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ. Για την περίπτωση της Ισπανίας εκτιμάται πως οι ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης κυμαίνονται μεταξύ 51 έως 62 δισεκατομμύρια ευρώ. Ωστόσο, για να διασφαλιστεί κάποιο περιθώριο ασφάλειας, η ευρωομάδα έχει προτείνει το ύψος της χρηματοδοτικής βοήθειας να ανέρχεται σε 100 δισεκατομμύρια. Το πρόγραμμα χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, που προετοιμάζεται από την Επιτροπή σε συνεργασία με την ΕΚΤ, το ΔΝΤ και τις αρχές της Κύπρου θέτει ως προτεραιότητα τη ρύθμιση της αγοράς κρατικών ομολόγων και τον περιορισμό των επιδράσεων από το εξωτερικό περιβάλλον. Άμεσος στόχος των προγραμμάτων διάσωσης ήταν να αποφευχθεί η πτώχευση μέσω της παροχής εγγυήσεων και πιστώσεων μέσω των πράξεων ανοιχτής αγοράς της ΕΚΤ, των άμεσων δανείων που παρέχονται από το ΔΝΤ και των ταμείων σταθερότητας που έχουν συσταθεί από την ΕΕ (EFSM) και από τα κράτη μέλη της ΟΝΕ (EFSF), σε ποσοστά που δεν περιλαμβάνουν υπέρογκα ασφάλιστρα κινδύνου. Πρόκειται για εσπευμένες κινήσεις, λόγω της επιτακτικότητας των συνθηκών, που δεν κατορθώνουν παρά μόνο να αγοράσουν λίγο χρόνο (Scharpf, 2011: 27). Η νέα αρχιτεκτονική της πολιτικής χρηματοπιστωτικής σταθερότητας συνεπάγεται την αύξηση του εύρους και του βάθους των αρμοδιοτήτων και των καθηκόντων της Επιτροπής, ως μέρος της τρόικασε όλα τα στάδια του κύκλου της πολιτικής που αναδεικνύουν τα τεχνοκρατικά της χαρακτηριστικά. 51 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 2.2.2 Εποπτεία της οικονομικής πολιτικής – Ευρωπαϊκό Εξάμηνο Στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων για την αποτελεσματικότερη οικονομική διακυβέρνηση, εισήχθη μία διαδικασία δια της οποίας η ΕΕ θα προσφέρει πολιτική καθοδήγηση στα κράτη μέλη, προτού αποφασιστούν οι προϋπολογισμοί και οι τροποποιήσεις, ρύθμιση που θα συμβάλει στην πρόληψη των κρίσεων χρέους. Η εν λόγω διαδικασία συντονισμού των δημοσιονομικών, μακροοικονομικών και διαρθρωτικών πολιτικών των κρατών, που λαμβάνει χώρα σε ετήσια βάση, καλείται Ευρωπαϊκό Εξάμηνο, και τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου του 2011. Η ιδέα για τη θεσμοθέτηση του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου δεν είναι νέα, αλλά για πρώτη φορά προτάθηκε το 1988 με την Έκθεση Delors και επαναλήφθηκε το 2004 με την Έκθεση Sapir. Εν τέλει, το πλαίσιο για το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο κωδικοποιείται με τον Κανονισμό (ΕΕ) 1175/2011 της 16ης Νοεμβρίου 2011.Στόχος είναι να διασφαλιστεί ότι οι εθνικές προτεραιότητες δεν συγκρούονται με τις πολιτικές και τις προτεραιότητες που έχουν καθοριστεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο (Hallerberg, Marzinotto & Wolff, 2012: 2). Το υπό συζήτηση πλαίσιο, βελτιώνει τη διαδικασία χάραξης πολιτικής μέσω σαφών χρονοδιαγραμμάτων και του συνδυασμού «σκληρών» και «ήπιων» μέτρων (Bauer & Becker, 2013: 9). Πρόκειται για την εξαμηνιαία περίοδο κατά την οποία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναλαμβάνει την υποχρέωση να αξιολογεί και να υποβάλει τα προγράμματα σταθερότητας και σύγκλισης και των εθνικών μεταρρυθμιστικών προγραμμάτων για την ανάπτυξη και την απασχόληση. Παράλληλα, η Επιτροπή έχει την ευθύνη να διατυπώνει συστάσεις για την τήρηση των γενικών προσανατολισμών οικονομικής πολιτικής και των κατευθυντήριων γραμμών για την απασχόληση και την πρόληψη και διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών βάσει του Κανονισμού (ΕΕ) 1176/2011. Η πολυμερής εποπτεία για την ικανοποίηση των στόχων ασκείται από το Συμβούλιο στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποβάλει συστάσεις στο Συμβούλιο και αξιολογεί την πρόοδο από την εφαρμογή των προγραμμάτων. Το τελευταίο αναλαμβάνει να παράσχει στα κράτη κατευθυντήριες γραμμές που να στηρίζονται στη Συνθήκη για τη Λειτουργία της ΕΕ και το παράγωγο δίκαιο. Οι παρατηρήσεις της ΕΕ πρέπει να αποτελούν γνώμονα κατά την κατάρτιση του εθνικού προϋπολογισμού και την ανάληψη δράσης για θέματα οικονομικής πολιτικής. 52 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 Το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο μεταβάλλει σε σημαντικό βαθμό τον πολιτικό συντονισμό σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αναλυτικότερα, η διαδικασία εκκινεί τον Ιανουάριο κάθε έτους, όταν μετά από καθοδήγηση της Επιτροπής πραγματοποιείται η Ετήσια Επισκόπηση της οικονομικής Ανάπτυξης. Η Ετήσια Επισκόπηση Ανάπτυξης αξιολογεί την οικονομική κατάσταση της ΕΕ και ορίζει τομείς προτεραιότητας για το επόμενο έτος, τα πορίσματα της οποίας αναλύονται στην εαρινή σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Σύμφωνα με την απόφαση της Επιτροπής στην ετήσια Επισκόπηση Ανάπτυξης για τη χάραξη της πορείας προς την ανάκαμψη για το έτος 2014, οι μεσοπρόθεσμες προτεραιότητες θα παραμείνουν οι ίδιες με του προηγούμενου έτους, λόγω της αποτελεσματικότητάς τους. Ο εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης, η προώθηση της ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας, η καταπολέμηση της ανεργίας και των κοινωνικών συνεπειών της κρίσης, η ανάπτυξη της δημοσιονομικής εξυγίανσης και η αποκατάσταση του κανονικού ρυθμού δανειοδοσίας συνέβαλαν και θα συνεχίσουν για το τρέχον έτος να συμβάλουν στον περιορισμό των ανισορροπιών που προκάλεσε η κρίση (COM(2013)800 final: 5). Η νέα αυτή προσέγγιση παρέχει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή διευρυμένο δικαίωμα παρέμβασης τόσο σε όρους πεδίων όσο και αυστηρότητας. Στο τέλος του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, κάθε χώρα λαμβάνει συγκεκριμένες συστάσεις από την Επιτροπή, η οποία καλείται να παρακολουθεί την πρόοδο που επιτελείται. Παράλληλα, η Επιτροπή δύναται να επιβάλει κυρώσεις λόγω μη συμμόρφωσης, που αφορά την αποτυχία της χώρας να φέρει το δημοσιονομικό έλλειμμα κάτω από 3% ή να διορθώσει τις μεγάλες μακροοικονομικές ανισορροπίες. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τον Μάρτιο εκδίδει τις κατευθυντήριες γραμμές της ΕΕ για τις εθνικές πολιτικές, με βάση την Ετήσια Επισκόπηση της Ανάπτυξης. Τον Απρίλιο υποβάλλονται ταυτόχρονα από τα κράτη μέλη τα μέτρα και οι μεταρρυθμίσεις ως προς την ενίσχυση της αναπτυξιακής πολιτικής και της απασχόλησης, των στόχων της στρατηγικής Ευρώπη 2020 και τις δεσμεύσεις ως προς το Σύμφωνο Ευρώ+ (Euro Plus), δηλαδή τα αποκαλούμενα Εθνικά Προγράμματα Μεταρρυθμίσεων και τα σχέδιά τους για την ενίσχυση της δημοσιονομικής εξυγίανσης, δηλαδή τα Προγράμματα Σταθερότητας για τα κράτη της ζώνης του ευρώ και τα Προγράμματα Σύγκλισης για τα κράτη εκτός της ζώνης του ευρώ. Τον Ιούνιο, αφού αξιολογήσει τα προγράμματα η Επιτροπή, υποβάλλει συστάσεις για κάθε χώρα, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο διεξάγει διαβουλεύσεις για την 53 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 αποδοχή τους και το εαρινό Συμβούλιο, τέλη Ιουνίου με αρχές Ιουλίου, τις εγκρίνει. Κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους διαμορφώνεται ο προϋπολογισμός από τις κυβερνήσεις με βάση τις κατευθύνσεις που έχουν λάβει από το Συμβούλιο, οι οποίες αναμένουν την έγκριση των εθνικών κοινοβουλίων. 54 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 Πίνακας IX Πηγή: http://ec.europa.eu/economy_finance/economic_governance/the_european_semester/index_en.htm Το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο δύναται να θεωρηθεί ως μια προσπάθεια να μετατοπιστεί η κατανομή εξουσίας μεταξύ ευρωπαϊκού και εθνικού επιπέδου, χωρίς επίσημη μεταβίβαση εξουσίας μέσω τροποποίησης της Συνθήκης. Ωστόσο, δεν μπορεί να αποτελεί αποτελεσματική λύση, εάν δεν είναι νομιμοποιημένη. Η νομιμοποίησή του απορρέει από τα εθνικά κοινοβούλια, τα οποία ψηφίζουν επί του προϋπολογισμού και των οικονομικών, του κεφαλαίου και των εκθέσεων της αγοράς προϊόντων. Ωστόσο, οι εντάσεις ως προς τη νομιμοποίησή του μεταξύ ευρωπαϊκού και εθνικού επιπέδου παραμένουν. Έχοντας ως γνώμονα τον πρώτο κύκλο εφαρμογής του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου το 2011, συμπεραίνουμε πως η αποτελεσματικότητα της μεθόδου είναι περιορισμένη και αυτό γιατί τα σχέδια συστάσεων που δημοσιεύονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για κάθε κράτος μέλος δεν εφαρμόζονται πάντα από τα τελευταία (Hallerberg, Marzinotto & Wolff, 2012: 2). 55 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 Το ζήτημα της νομιμοποίησης της νέας οικονομικής διακυβέρνησης συνδέεται άμεσα με την αποτελεσματικότητά της και τοποθετείται στο επίκεντρο του ενοποιητικού εγχειρήματος,που καλεί για ενίσχυση της ανάμειξης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των εθνικών κοινοβουλίων, ώστε να διασφαλιστεί η δημοκρατική νομιμοποίηση και η λογοδοσία. Σύμφωνα με το πρωτογενές δίκαιο, και συγκεκριμένα τις διατάξεις των άρθρων 121 και 126 ΣΛΕΕ, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει περιορισμένες αρμοδιότητες κατά τον συντονισμό της οικονομικής πολιτικής και κυρίως περιορίζονται στο δικαίωμα πληροφόρησης από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και την Επιτροπή, χωρίς να έχει τη δυνατότητα να μεταβάλει τις συστάσεις στο πλαίσιο της μακρο-οικονομικής εποπτείας. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν θα μπορούσε να μείνει αμέτοχο. Διεκδικώντας έναν ισχυρότερο ρόλο εξασφάλισε την εισαγωγή του κοινοβουλευτικού ελέγχου, μέσω της καθιέρωσης του δικαιώματος του Οικονομικού Διαλόγου. 2.2.3 Αυστηρότερη εποπτεία στις οικονομικές και δημοσιονομικές πολιτικές στα πλαίσια του ΣΣΑ Για την υλοποίηση πολλών εκ των συστάσεων της Task Force του Van Rompuy απαραίτητη προϋπόθεση ήταν η θέσπιση πράξεων παράγωγου δικαίου προερχόμενων από προτάσεις της Επιτροπής. Στις 29 Σεπτεμβρίου 2010, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ύστερα από διαβουλεύσεις με την Ειδική Ομάδα, εξέδωσε δέσμη νομοθετικών προτάσεων βασισμένων στις εργασίες της τελευταίας. Με τις νέες νομοθετικές προτάσεις, το λεγόμενο Six-pack, η Επιτροπή επιδίωκε την αυστηροποίηση της εποπτείας στις οικονομικές και δημοσιονομικές πολιτικές, βάσει της τόνωσης της προληπτικής και διορθωτικής δράσης του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και τη μείωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών και ανισορροπιών ανταγωνιστικότητας. Τα νομοθετικά μέτρα θεσπίστηκαν από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο τον Νοέμβριο του 2011. 56 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] 2.2.3.1 Ισχυρότερη προληπτική δράση μέσω ενός Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 ενισχυμένου συμφώνου σταθερότητας και ανάπτυξης Σύμφωνα με το ΣΣΑ τα κράτη με νόμισμα το ευρώ πρέπει να διατηρούν υγιή δημόσια οικονομικά, δηλαδή να αποφεύγουν τα υπερβολικά δημόσια ελλείμματα και το υπερβολικό χρέος, άνω του 3% και 60% του ΑΕΠ αντίστοιχα. Οι κανόνες αυτοί ορίζονται τόσο στις Συνθήκες, όσο και στο ΣΣΑ και η εφαρμογή τους ελέγχεται από μηχανισμούς επιτήρησης και υλοποιούνται με τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών. Κατά την προληπτική φάση του ΣΣΑ τα κράτη μέλη οφείλουν να ακολουθούν ένα μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο και να συντάσσουν προγράμματα σταθερότητας και σύγκλισης. Τα προγράμματα αυτά υποβάλλονται τον Απρίλιο κάθε έτους, ταυτόχρονα με τα εθνικά μεταρρυθμιστικά προγράμματα, προτού οι κυβερνήσεις λάβουν αποφάσεις για τους εθνικούς προϋπολογισμούς. Για την ενίσχυση του προληπτικού σκέλους του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης θεσμοθετείται ο Κανονισμός 1466/97, που στοχεύει στην τόνωση της δημοσιονομικής κατάστασης και την εποπτεία και τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών. Συγκεκριμένα, οι νέες διατάξεις δημιουργούν ένα πιο αυστηρό πλαίσιο πολυμερούς εποπτείας από το Συμβούλιο και την Επιτροπή για την υποβολή, εξέταση και παρακολούθηση των προγραμμάτων σταθερότητας και σύγκλισης. Επίσης, στην αποτελεσματικότερη προσαρμογή του εθνικού δικαίου των κρατών της ευρωζώνης στους δημοσιονομικούς κανόνες της Ένωσης θα συμβάλει ένας οδηγός δράσης, το Σύμφωνο Ευρώ+, ενώ ο στενότερος συντονισμός των οικονομικών πολιτικών θα εξασφαλίζεται με το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο, στα πλαίσια του οποίου το Συμβούλιο ασκεί πολυμερή εποπτεία. Επίσης, θεσπίζεται ο Κανονισμός 1173/2011, ο οποίος καθορίζει την υποχρέωση πραγματοποίησης προσωρινής τοκοφόρου κατάθεσης ως κίνητρο, ώστε τα κράτη μέλη της ευρωζώνης που παρουσιάζουν στασιμότητα και μη διατηρήσιμα δημόσια οικονομικά να επιδείξουν σημαντική προσπάθεια προς την επίτευξη των μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών στόχων. Αυτή η μορφή κυρώσεων θα επιβάλλεται όταν παρατηρείται απόκλιση από τον μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο (ακόμη και αν το έλλειμμά του 57 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 είναι κάτω από την τιμή αναφοράς του 3% του ΑΕΠ), ή από το σχέδιο προσαρμογής προς αυτόν και οι συνθήκες δεν ευδοκιμούν για τη διόρθωσή του. Με την Οδηγία 2011/85, ως προς τις απαιτήσεις για τα δημοσιονομικά πλαίσια, επιδιώκεται να ευθυγραμμιστούν οι κανόνες που διέπουν τα εθνικά δημόσια λογιστικά συστήματα, τις στατιστικές και τις μεθόδους προγνώσεων των κρατών μελών, σε όλα τα διοικητικά επίπεδα, με τα πρότυπα της ΕΕ. Η απαίτηση αυτή θα συμβάλει στην επίτευξη μεγαλύτερης διαφάνειας και θα εξασφαλίσει γερά θεμέλια για την προληπτική δράση. 2.2.3.2 Διορθωτική δράση μέσω ενός ενισχυμένου συμφώνου σταθερότητας και ανάπτυξης Η αναποτελεσματικότητα της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος κατά την τρέχουσα δημοσιονομική κατάσταση κατέδειξε την ανάγκη ενίσχυσής του ΣΣΑ για την ικανοποιητική εφαρμογή των κανόνων. Στο πλαίσιο αυτό θεσπίζεται ο Κανονισμός 1177/2011, που θέτει αυστηρότερες διατάξεις. Η βασική αλλαγή συνίσταται στο ότι ορίζει τη μείωση του χρέους ως το κριτήριο για την αξιολόγηση της τήρησης της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Δηλαδή, τα κράτη μέλη που το χρέος τους υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ, θεωρείται ότι επιτυγχάνουν την απαιτούμενη μείωση με ικανοποιητικό ρυθμό, όταν η διαφορά ανάμεσα στο ποσό του χρέους και της τιμής αναφοράς έχει ελαττωθεί κατά ποσοστό τουλάχιστον 1/20ο ετησίως για μία τριετία. Η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος έχει ως στόχο την αποτροπή υπερβολικών δημοσίων ελλειμμάτων, ενώ σε περίπτωση εκδήλωσής τους προβλέπεται η άμεση διόρθωσή τους. Στο διορθωτικό σκέλος του ΣΣΑ, μετά από απόφαση του Συμβουλίου, οι χώρες της ευρωζώνης που τίθενται σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος θα έχουν την υποχρέωση, να πληρώσουν άτοκη κατάθεση ύψους 0,2% του ΑΕΠ, όπως προβλέπεται στον Κανονισμό 1173/2011, εφόσον έχει επιβληθεί τοκοφόρος κατάθεση στο προληπτικό σκέλος ή σε περιπτώσεις σοβαρής παραβίασης δημοσιονομικής πολιτικής στο πλαίσιο του ΣΣΑ ή μορφή υποχρεωτικής κατάθεσης προστίμου σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τη σύσταση του Συμβουλίου για ανάληψη διορθωτικών μέτρων. 58 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 2.2.3.3 Μείωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών και των ανισορροπιών ανταγωνιστικότητας Με τον Κανονισμό 1176/2011, καθιερώνεται σύστημα έγκαιρης ανίχνευσης και προειδοποίησης για ανισορροπίες, που εντοπίζονται στο σύνολο της οικονομίας. Για τη διαφανή λειτουργία του νέου συστήματος χρησιμοποιείται πίνακας αποτελεσμάτων, ο οποίος περιλαμβάνει ενδεικτικά κατώτατα όρια και εσωτερικούς και εξωτερικούς οικονομικούς, χρηματοπιστωτικούς και διαρθρωτικούς δείκτες για τη μελέτη των ανισορροπιών. Οι δείκτες και τα κατώτατα όρια μπορούν να μεταβάλλονται με την πάροδο του χρόνου, για να ανταποκρίνονται στα νέα δεδομένα. Η αξιολόγησή τους γίνεται από την Επιτροπή μέσω των Εθνικών Προγραμμάτων Μεταρρυθμίσεων και των Προγραμμάτων Σταθερότητας και Σύγκλισης. Παράλληλα, με τον ίδιο κανονισμό εισάγεται ένα καινοτόμο στοιχείο στο πλαίσιο της εποπτείας της οικονομικής πολιτικής, με στόχο να ενδυναμώσει τη δέσμευση της Συνθήκης για συντονισμένη οικονομική πολιτική (άρθρο 121 ΣΛΕΕ), τη διαδικασία υπερβολικών ανισορροπιών (Scharpf, 2011: 32). Σε περίπτωση που η αξιολόγηση με βάση τον πίνακα αποτελεσμάτων δείξει πως το εξεταζόμενο κράτος εμφανίζει σημαντικές αποκλίσεις, σε βαθμό που απειλεί την ομαλή λειτουργία της ΟΝΕ, τίθεται σε εφαρμογή η συγκεκριμένη διαδικασία. Συμπληρώνει τη διαδικασία πολυμερούς εποπτείας των παραγράφων 3 και 4 του Άρθρου 121 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Επιτροπή ακολουθώντας τους μακροοικονομικούς δείκτες, σε περίπτωση αποκλίσεων αναλαμβάνει την εκπόνηση συστάσεων για την έναρξη διαδικασίας ανισορροπιών ή ζητά τη θέσπιση σχεδίου διορθωτικών μέτρων με καθορισμένη προθεσμία. Οι συστάσεις της Επιτροπής αποκτούν πολιτικό βάρος λόγω της εισαγωγής της «αντίστροφης ψηφοφορίας με ειδική πλειοψηφία», όταν τα κράτη δεν συμμορφώνονται με αυτές (Bauer & Becker, 2013: 10). Το κράτος, υπό την καθοδήγηση του Συμβουλίου, πρέπει να εκπονήσει πρόγραμμα διορθωτικών μέτρων. Η παράλειψη του κράτους να καταρτίσει σχέδιο συνεπάγεται κυρώσεις. Προκειμένου να επιτευχθεί η αποτελεσματική διόρθωση των υπερβολικών μακροοικονομικών ανισορροπιών στην ευρωζώνη υιοθετήθηκε ο Κανονισμός 1174/2011, με τον οποίο θεσπίζεται σύστημα επιβολής κυρώσεων. Ειδικότερα, οι κυρώσεις θα 59 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 αντιστοιχούν στο 0,1% του ΑΕΠ του προηγούμενου έτους, είτε έχουν τη μορφή τοκοφόρων καταθέσεων, όπως συμβαίνει στην περίπτωση μη συμμόρφωσης με τα μέτρα αντιμετώπισης υπερβολικών μακροοικονομικών ανισορροπιών, είτε έχουν τη μορφή ετήσιων προστίμων, που προκύπτουν από συνεχή μη τήρηση των προτεινόμενων διορθωτικών μέτρων. Τα έσοδα από τα κατασταλτικά μέτρα διατίθενται στους μηχανισμούς σταθερότητας. Η Επιτροπή είναι αρμόδια να κάνει προτάσεις για την επιβολή κυρώσεων, για τη μείωση ή ακόμα και την ακύρωσή τους, σε περιπτώσεις έκτακτων οικονομικών δυσχερειών. Απαραίτητη προϋπόθεση για την επιβολή κυρώσεων είναι η έγκρισή της από το Συμβούλιο, το οποίο έχει δικαίωμα με ειδική πλειοψηφία να απορρίψει την πρόταση της Επιτροπής εντός δέκα ημερών από την υποβολή της. Πρόκειται για μία φιλόδοξη εξέλιξη, που έρχεται να αντικαταστήσει την προσέγγιση του Μάαστριχτ και το αρχικό Σύμφωνο Σταθερότητας με ένα διακριτό καθεστώς υπερεθνικής οικονομικής διαχείρισης. Επίσης, οι δείκτες αφορούν φαινόμενα που δεν τίθενται υπό τον άμεσο έλεγχο των εθνικών κυβερνήσεων. Όσον αφορά την ουσία της πολιτικής, μέσα από το εξάπτυχο διευρύνεται ο ρόλος της Επιτροπής, η οποία κατά τη Διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος δύναται να υποβάλει συστάσεις, ενώ κατά τη Διαδικασία μακροοικονομικής ανισορροπίας παρέχει ιδιαίτερο ρόλο στο προληπτικό και διορθωτικό σκέλος για την Επιτροπή. Επιπροσθέτως, τον Μάιο του 2013, συνομολογείται το Two-pack, το οποίο συντίθεται από δύο κανονισμούς, με ισχύ από το 2014, που στόχο έχουν τη βελτίωση της εποπτείας επί των δημοσιονομικών πολιτικών στην ζώνη του ευρώ και τη διασφάλιση της συμβατότητας των εθνικών προϋπολογισμών με τις κατευθυντήριες γραμμές στο πλαίσιο του ΣΣΑ και του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου», λειτουργώντας συμπληρωματικά απέναντι στο Six Pack και ενισχύοντας τη νομική βάση του συστήματος καθοδήγησης των οικονομικών πολιτικών. Ο Κανονισμός (EU) No 473/2013 εφαρμόζεται στις χώρες της Ευρωζώνης, οι οποίες καλούνται να παρουσιάσουν το σχέδιο προϋπολογισμού τους στην Επιτροπή, κατά τρόπο συντονισμένο από τις 15 Οκτωβρίου κάθε έτους, ενώ οι αρμοδιότητες και τα δικαιώματα της Κομισιόν κυμαίνονται από την αξιολόγηση, εκφορά γνώμης επί των σχεδίων έως και την αναθεώρησή τους. Επιπροσθέτως, ενισχύεται η διαδικασία του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου μέσα από τη θέσπιση αυστηρότερων κανόνων και απαιτήσεων παρακολούθησης και 60 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 υποβολής των εκθέσεων κατά τη Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος. Με τον Κανονισμό (EU) No 472/2013 επιδιώκεται η αποτελεσματικότερη εποπτεία των χωρών της Ευρωζώνης που αντιμετωπίζουν δημοσιονομικό κίνδυνο, η βελτίωση της διαφάνειας και η ενεργοποίηση μέσων και μηχανισμών που θα συμβάλουν στη διασφάλιση των συνθηκών ανάκαμψης, ακόμα και ύστερα από την εφαρμογή μέτρων λιτότητας. Συγκεκριμένα, πρόκειται για χώρες που αντιμετωπίζουν σοβαρές δυσκολίες όσον αφορά τη χρηματοοικονομική τους σταθερότητα, όπως υψηλά επίπεδα χρέους ή ελλείμματος, χωρών που λαμβάνουν οικονομική βοήθεια είτε προληπτικά, είτε ως μέρος προγράμματος πλήρους κλίμακας. 2.2.4 Fiscal Compact – Σύμφωνο για τη Σταθερότητα, τον Συντονισμό και τη Διακυβέρνηση στην ΟΝΕ Στις 8-9 Δεκεμβρίου του 2011 συγκλήθηκε στις Βρυξέλλες Διακυβερνητική Διάσκεψη, που στόχευε στην ενδυνάμωση της οικονομικής διακυβέρνησης στην ευρωζώνη, ώστε να επιτευχθεί μία ισχυρότερη οικονομική ένωση. Θεσπίστηκε σύνολο κανόνων που προωθούν την δημοσιονομική πειθαρχία με τη δημιουργία δημοσιονομικού συμφώνου και ενισχύουν την οικονομική και πολιτική συνοχή. Οι στόχοι αυτοί εφαρμόζονται στο πλαίσιο της Συνθήκης για τη Σταθερότητα, τον Συντονισμό και τη Διακυβέρνηση στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (γνωστή και ως Δημοσιονομικό Σύμφωνο / Fiscal Compact), την οποία κλήθηκαν να επικυρώσουν οι είκοσι έξι συμμετέχουσες χώρες και η υλοποίησή τους θα συνέβαλε στην επίτευξη βιώσιμης ανάπτυξης, στη βελτίωση των επιπέδων απασχόλησης, ανταγωνιστικότητας και τόνωσης της κοινωνικής συνοχής. Η ΣΣΣΔ τέθηκε σε ισχύ τον Ιανουάριο του 2013 και υπολογίζεται ότι θα ενταχθεί στο δίκαιο της ΕΕ σε πέντε χρόνια από την ημερομηνία ισχύος της. Αναλυτικότερα, όσον αφορά τη δημοσιονομική σταθερότητα θέτει ως κανόνα την ύπαρξη ισοσκελισμένων ή πλεονασματικών εθνικών προϋπολογισμών. Ο κανόνας αυτός θα πρέπει να ενσωματωθεί στο εθνικό δίκαιο μέσα σε ένα χρόνο από την ημερομηνία ισχύος της εν λόγω Συνθήκης με τον έλεγχο της μεταφοράς του από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Η εφαρμογή του θεωρείται επιτυχής στην περίπτωση που επιτυγχάνεται ο μεσοπρόθεσμος στόχος στο αναθεωρημένο 61 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Όταν κρίνεται πως υπάρχει σημαντική απόκλιση από τον στόχο, τότε θα ενεργοποιείται αυτομάτως διορθωτικός μηχανισμός. Τέλος, τα κράτη μέλη της ευρωζώνης θα μπορούν να παρεκκλίνουν από τις αποφάσεις του Συμβουλίου για τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος με τη διαμόρφωση ειδικής πλειοψηφίας. Με τη Συνθήκη επιδιώκεται ο συντονισμός και η σύγκλιση των οικονομικών πολιτικών των κρατών, στόχοι που θα εκπληρωθούν με την ανάπτυξη διαλόγου με τα κράτη που έχουν ως κοινό νόμισμα το ευρώ και τα οποία θα πρέπει να γνωστοποιούν τα σχέδιά τους αναφορικά με την έκδοση δημόσιου χρέους και τις κρίσιμες οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Για τον συντονισμό της διακυβέρνησης στην Ευρωζώνη αποφασίστηκε η διεξαγωγή άτυπων συνόδων κορυφής με τη δυνατότητα συμμετοχής σε συγκεκριμένες συζητήσεις, όπως αυτές που αφορούν την ανταγωνιστικότητα χωρών εκτός ευρωζώνης. Το Δημοσιονομικό Σύμφωνο στοχεύει στην ενίσχυση της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος, επεκτείνοντας την αντίστροφη ειδική πλειοψηφία σε όλα τα στάδια της εν λόγω διαδικασίας και προσθέτοντας επιπλέον βάρος στις θέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Παράλληλα, προβλέπεται πως οι μηχανισμοί διόρθωσης ενεργοποιούνται αυτομάτως σε περίπτωση απόκλισης από τα κριτήρια ελλείμματος και θα βασίζονται στις προτάσεις της Επιτροπής, με την τελευταία να είναι υπεύθυνη για την εποπτεία της συμμόρφωσης των κρατών επί των προτάσεών της. 2.2.5 Συντονισμός των εθνικών πολιτικών – Στρατηγική «Ευρώπη 2020» Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με την ανακοίνωση της 3ης Μαρτίου 2010 παρουσίασε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα δράσης, αποκαλούμενο «Ευρώπη 2020», για μία κοινωνική οικονομία της αγοράς και ένα βιώσιμο μέλλον στην Ευρώπη του 21ου αιώνα. Το νέο αναπτυξιακό πρόγραμμα διαδέχεται τη στρατηγική της Λισαβόνας μετά την έγκρισή του από τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων των χωρών της ΕΕ τον Ιούνιο του 2010. Θέτει ως βραχυπρόθεσμο στόχο την έξοδο από την κρίση και με χρονικό ορίζοντα υλοποίησης δέκα χρόνια, προωθεί αναπτυξιακά μέτρα για να καταστεί η ευρωπαϊκή 62 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 οικονομία ισχυρή απέναντι στις προκλήσεις, μέσα από την επίτευξη υψηλών επιπέδων απασχόλησης, παραγωγικότητας και κοινωνικής συνοχής. Για να υπολογιστεί η πρόοδος στους τομείς προτεραιότητας, δηλαδή την απασχόληση, την καινοτομία, την εκπαίδευση, την κοινωνική συνοχή και το κλίμα/ενέργεια, έχουν καθοριστεί πέντε ποσοτικοί στόχοι σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η στρατηγική έχει εγκριθεί από όλα τα κράτη μέλη, τα οποία συμπληρώνουν τις δράσεις σε εθνικό επίπεδο. Η εφαρμογή τους θα συμβάλει στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της ανάπτυξης. Ειδικότερα, η μείωση των εκπομπών CO2 κατά 20% και η αύξηση της ενεργειακής απόδοσης και του μεριδίου ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στη συνολική ενεργειακή κατανάλωση κατά 20%, θα έχει ως αποτέλεσμα μέχρι το 2020 να έχουν προκύψει έως και 5 εκατομμύρια θέσεις εργασίας. Παράλληλα, θα έχει ενισχυθεί η ενεργειακή ασφάλεια της Ένωσης και θα έχει αντιμετωπιστεί σε σημαντικό βαθμό η αλλαγή του κλίματος. Με την επένδυση του 3% του ΑΕΠ της ΕΕ στην Έρευνα και την Ανάπτυξη, υπολογίζεται ότι έως το 2020 θα έχουν δημιουργηθεί 3,7 εκατομμύρια θέσεις εργασίας και το ΑΕΠ θα έχει ξεπεράσει τα 800 δισεκατομμύρια ευρώ. Η μείωση κατά 20 εκατομμύρια του αριθμού των ανθρώπων που κινδυνεύουν από φτώχεια, ο περιορισμός σε ποσοστό κατώτερου του 10% των νέων που εγκαταλείπουν πρόωρα την σχολική εκπαίδευση και η κατοχύρωση πτυχίου ανώτερης ή ανώτατης εκπαίδευσης από ποσοστό τουλάχιστον 40% της νέας γενιάς. θα επιφέρουν οφέλη για το σύνολο της κοινωνίας. Τέλος, η επίτευξη των ανωτέρω στόχων δύναται να συμβάλει στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, ώστε το 75% του πληθυσμού ηλικίας 20-64 ετών να εργάζεται. Μία σειρά από «εμβληματικές» πρωτοβουλίες έχουν προταθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, για να συμπληρώσουν τους στόχους που ορίζονται από τη στρατηγική «Ευρώπη 2020». Συγκεκριμένα, πρόκειται για την «Ένωση Καινοτομίας», που, μεταξύ άλλων, επιδιώκει την βελτίωση της προσβασιμότητας στη χρηματοδότηση για έρευνα και τεχνολογία, ώστε να υλοποιούνται οι καινοτόμες ιδέες και με τη σειρά τους να δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας. Επίσης, στις πρωτοβουλίες περιλαμβάνονται η «Νεολαία σε Κίνηση», η οποία στοχεύει στην αναβάθμιση των εκπαιδευτικών συστημάτων και το «Ψηφιακό θεματολόγιο για την Ευρώπη» που μεριμνά για τη δυνατότητα αξιοποίησης ενός υψηλότερης ταχύτητας Διαδικτύου και τη δημιουργία συνθηκών ενιαίας 63 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 ψηφιακής αγοράς τόσο για επιχειρήσεις όσο και για νοικοκυριά. Η εμβληματική πρωτοβουλία για «Μία Ευρώπη που χρησιμοποιεί αποτελεσματικά τους πόρους» θέτει μακροπρόθεσμους στόχους που αφορούν πολλούς τομείς, όπως για παράδειγμα τον τομέα των μεταφορών, όπου στοχεύει στον εκσυγχρονισμό του, και της ενέργειας, όπου υιοθετεί στρατηγικές για την ενθάρρυνση της ενεργειακής αποδοτικότητας. «Μια βιομηχανική πολιτική για την εποχή της παγκοσμιοποίησης» υιοθετείται για να δημιουργηθεί βιώσιμη βιομηχανική βάση μέσω της τόνωσης των επιχειρηματικών συνθηκών. Επίσης, ο εκσυγχρονισμός των αγορών εργασίας αποτελεί πρωταρχικό μέλημα της «Ατζέντας για νέες δεξιότητες και θέσεις εργασίας» ενώ, τέλος, με την «Ευρωπαϊκή Πλατφόρμα για την καταπολέμηση της φτώχειας» στόχος είναι να διασφαλισθεί η κοινωνική συνοχή. 2.2.6 Σύμφωνο ΕΥΡΩ+ Κατά τη σύνοδο κορυφής της ευρωζώνης στις 11 Μαρτίου 2011 συνομολογήθηκε το Σύμφωνο Ευρώ+, ένα συμπληρωματικό πρόγραμμα πλήρως ενταγμένο στη νέα οικονομική διακυβέρνηση, με στόχο τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών, για να επιτευχθούν υψηλά επίπεδα ανταγωνιστικότητας και σύγκλισης. Οι πρόσθετες μεταρρυθμίσεις εγκρίθηκαν από το εαρινό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 24-25 Μαρτίου 2011 και τα είκοσι τρία κράτη μέλη της ευρωζώνης δεσμεύτηκαν να τις εφαρμόσουν, τηρώντας τις αρχές για την ακεραιότητα της ενιαίας αγοράς. Παράλληλα, το Σύμφωνο υιοθετήθηκε και από τη Βουλγαρία, τη Δανία, τη Λεττονία, τη Λιθουανία, την Πολωνία και τη Ρουμανία, χώρες που δεν ανήκουν στη ζώνη του ευρώ. Κάθε κράτος μέλος της ζώνης του ευρώ οφείλει να υιοθετήσει κατάλληλα μέτρα και να αναπτύξει ειδικές δράσεις πολιτικής σε εθνικό επίπεδο. Με τον τρόπο αυτό θα προωθηθούν οι στόχοι στους οποίους επικεντρώνεται το Σύμφωνο, που αφορούν την τόνωση της ανταγωνιστικότητας και της απασχόλησης μέσα από την προώθηση κοινών πρωτοβουλιών, τη διατήρηση βιώσιμων δημόσιων οικονομικών με τη μεταφορά σε εθνικό επίπεδο των δημοσιονομικών κανόνων της Ένωσης, όπως ορίζονται στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης και τη διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας μέσα από τη θέσπιση νέου ρυθμιστικού και εποπτικού πλαισίου. 64 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 Για την ενίσχυση των δεσμεύσεων και την εκτίμηση του βαθμού εφαρμογής τους από τα κράτη μέλη, υιοθετείται μία διαδικασία που ομοιάζει σε γενικές γραμμές με την Ανοιχτή Μέθοδο Συντονισμού και εντάσσεται στην κατηγορία των εργαλείων ήπιας διακυβέρνησης στο πλαίσιο των νέων μορφών οικονομικής διακυβέρνησης (Bauer & Becker, 2013: 16). Ο βαθμός προόδου στους ανωτέρω τομείς ελέγχεται από τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων και αξιολογείται με βάσει ειδικούς δείκτες. Οι εξελίξεις στον τομέα της ανταγωνιστικότητας υπολογίζονται μέσω της συγκριτικής αξιολόγησης του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος μίας χώρας της ζώνης του ευρώ με άλλες ή με εμπορικούς εταίρους για συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Αναφορικά με την προώθηση της απασχόλησης, η πρόοδος παρακολουθείται με γνώμονα το ποσοστό τόσο της μακροχρόνιας ανεργίας και της ανεργίας των νέων, όσο και το ποσοστό συμμετοχής στην αγορά εργασίας. Η βιωσιμότητα των δημοσιονομικών μετριέται από τον δείκτη κενού διατηρησιμότητας, που υπολογίζει κατά πόσο οι τρέχουσες πολιτικές μπορούν να στηρίξουν τα επίπεδα του χρέους. Είναι απόρροια της συμφωνίας μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών για να εξετάζουν τη διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών. Η ΕΕ υιοθετεί καινοτόμα χαρακτηριστικά, νέες μεθόδους οικονομικής διακυβέρνησης, όπως η εξεταζόμενη, που αποτελεί μέσoν πολιτικής που στηρίζεται σε εργαλεία εναλλακτικά ή συμπληρωματικά της παραδοσιακής «διατάσσω και ελέγχω» (Porter & Ronit, 2006: 41) νομοθεσίας, όπως η πειθώ και η πολιτική μάθηση, μέσω της υιοθέτησης βέλτιστων πρακτικών. 2.2.7 Χρηματοπιστωτική εποπτεία 2.2.7.1 Θεσμικές μεταρρυθμίσεις για την ανόρθωση του χρηματοπιστωτικού τομέα Η πρόσφατη διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση ανέδειξε την ανάγκη αναπροσαρμογής του ρυθμιστικού πλαισίου του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος, ώστε να αντιμετωπιστούν οι αδυναμίες του. Στον τομέα της χρηματοπιστωτικής εποπτείας ο ρυθμός των μεταρρυθμίσεων υπήρξε πιο αργός συγκριτικά με τις άλλες περιοχές. Ειδικότερα, τον Νοέμβριο του 2008, μετά από εντολή του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, J. M. Barroso, συγκροτήθηκε ειδική ομάδα εμπειρογνωμόνων Υψηλού Επιπέδου (High-level 65 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 Group on Financial Supervision in the EU), γνωστή ως «ομάδα de Larosiere», υπό την Προεδρία του γαλλικής υπηκοότητας και πρώην επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, J. De Larosiere. Μέλημα της εν λόγω ομάδας ήταν να διερευνηθούν τα αίτια της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης και να υποβληθούν προτάσεις για την αναβάθμιση του καθεστώτος που διέπει την εποπτεία του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η ομάδα de Larosiere υπέβαλε την τελική της Έκθεση στις 25 Φεβρουαρίου 2009, η οποία εισηγούνταν, μεταξύ άλλων, τη σταδιακή αναπροσαρμογή του πλαισίου άσκησης εποπτείας στο ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα, με στόχο την ποιοτική αναβάθμισή του τόσο σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με τη διαμόρφωση ενός «ευρωπαϊκού συστήματος εποπτείας και διαχείρισης κρίσεων», όσο και σε εθνικό επίπεδο, με την ενίσχυση των εθνικών εποπτικών αρχών. Όσον αφορά την ενίσχυση του ευρωπαϊκού συστήματος εποπτείας, προέβλεπε, σε βραχυπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα υλοποίησης, τη θεσμοθέτηση δύο νέων φορέων, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου και του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας, οι οποίοι θα ήταν αρμόδιοι για τη μακρο-προληπτική και μικρο-προληπτική εποπτεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, αντίστοιχα. Επίσης, η Έκθεση της ομάδας έθετε ως μακροπρόθεσμο στόχο τη διερεύνηση της δυνατότητας μετασχηματισμού του ΕΣΧΕ σε ένα σύστημα που θα στηρίζεται σε δύο Ευρωπαϊκές Αρχές για την εποπτεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, κατά το πρότυπο της λειτουργικής προσέγγισης της θεσμικής διάρθρωσης. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην ανακοίνωσή της προς το εαρινό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 4ης Μαρτίου 2009 πρότεινε μία δέσμη μέτρων στήριξης βασισμένης στα πορίσματα της ομάδας de Larosiere. Τα μέτρα στόχευαν στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης των επενδυτών στα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, στη βελτίωση της διαχείρισης κινδύνου σε χρηματοπιστωτικές εταιρείες, στην κάλυψη των κενών των ευρωπαϊκών ή και εθνικών κανονιστικών ρυθμίσεων και διευθετήσεις για την επιβολή κυρώσεων κατά αθέμιτων πρακτικών στις αγορές. Επιπρόσθετα, η Επιτροπή υπέβαλε νομοθετικές προτάσεις για την εξασφάλιση νέου εποπτικού πλαισίου, με τη δημιουργία του ΕΣΧΕ και του ΕΣΣΕ. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των Βρυξελλών, στη σύνοδο που πραγματοποιήθηκε αργότερα τον ίδιο μήνα, υποστήριξε τις προτάσεις της Επιτροπής, καθώς και τον προσανατολισμό των 66 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 συστάσεων της ομάδας εμπειρογνωμόνων για τη βελτίωση των κανονιστικών ρυθμίσεων και του πλαισίου χρηματοπιστωτικής εποπτείας. Με την ανακοίνωση της 27ης Μαΐου 2009, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξήγγειλε λεπτομερέστερες προτάσεις για τη θέσπιση του εποπτικού πλαισίου και την αναθεώρηση των διατάξεων του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού δικαίου, φιλοδοξώντας να επιτευχθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα σε ενωσιακό επίπεδο και να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα και η βιωσιμότητα της ευρωπαϊκής χρηματοπιστωτικής εποπτείας. Το Συμβούλιο της 9ης Ιουνίου 2009 και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, σύμφωνα με τα συμπεράσματα της Συνόδου της 18ης/19ης Ιουνίου 2009, ενέκριναν τη βασική αρχιτεκτονική του νέου ευρωπαϊκού πλαισίου χρηματοπιστωτικής εποπτείας, όπως προτάθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με γνώμονα την Έκθεση της ομάδας de Larosiere. Επίσης, η Επιτροπή κλήθηκε να υποβάλει άμεσα νομοθετικές πράξεις, τις οποίες παρουσίασε στις 23 Σεπτεμβρίου 2009, για να εδραιωθεί πλήρως το νέο θεσμικό και ρυθμιστικό πλαίσιο μέσα στο 2010. Οι προτάσεις της Επιτροπής συγκεκριμενοποιήθηκαν σε κανονισμούς. 2.2.7.2 Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας Το πράσινο φως για τη νέα δομή της χρηματοπιστωτικής εποπτείας δόθηκε το φθινόπωρο του 2010. Ειδικότερα, στις 24 Νοεμβρίου 2010 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο υιοθέτησαν τρεις Κανονισμούς, με τους οποίους θεσμοθετήθηκαν οι τρεις καλούμενες Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές (European Supervisory Authorities) για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της μικρο-προληπτικής εποπτείας των φορέων παροχής χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών στην ΕΕ. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως το σημαντικότερο βήμα προς μία τραπεζική ένωση (Bauer-Becker, 2013: 16). Πρόκειται για την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (European Banking Authority), βάσει του Κανονισμού (ΕΕ) 1093/2010, με έδρα το Λονδίνο, την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (European Insurance and Occupational Pensions Authority) βάσει του κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010, με έδρα τη Φρανκφούρτη και την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (European Securities and Markets Authority) βάσει του 67 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 κανονισμού (ΕΕ) 1095/2010, με έδρα το Παρίσι. Οι Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές έχουν αποκτήσει νομική προσωπικότητα, καθώς και οικονομική και διοικητική αυτονομία. Οι εν λόγω Αρχές αντικατέστησαν και ανέλαβαν τα καθήκοντα των αντίστοιχων συμβουλευτικών επιτροπών που λειτουργούσαν ήδη σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αρμόδια για την αξιολόγηση του εν λόγω μηχανισμού είναι η Επιτροπή, η οποία παράλληλα διαθέτει ρόλο παρατηρητή στο εποπτικό τους συμβούλιο. Στις αρμοδιότητές τους προστίθενται η εναρμόνιση των κανόνων εποπτείας και ο συντονισμός των εργασιών των εθνικών εποπτικών αρχών. Επίσης, τους ανατίθεται η ευθύνη της άσκησης πλήρους και αποκλειστικής εποπτικής εξουσίας σε διεθνή χρηματοοικονομικά ιδρύματα, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών, η οποία ασκεί εξουσίες άμεσης εποπτείας στους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης. Οφείλουν να αναλαμβάνουν συντονισμένη δράση για την αντιμετώπιση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης και να καταρτίζουν προτάσεις για τεχνικά πρότυπα. Για να διασφαλιστεί η διατομεακή συνέπεια μεταξύ των τριών Αρχών έχει συσταθεί η Μεικτή Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών (Joint Committee of European Supervisory Authorities), η οποία αποτελεί κοινό τους όργανο και συμμετέχουν σε αυτό μέσω των Προέδρων τους. Για πρώτη φορά σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αναπτύσσεται ρυθμιστικό πλαίσιο για την άσκηση μακρο-προληπτικής εποπτείας με σκοπό να επιτευχθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Με τον Κανονισμό (ΕΕ) 1092/2010 που εκδόθηκε στις 24 Νοεμβρίου 2010, δημιουργείται το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (European Systemic Risk Board), φορέας που μέσα από την ανίχνευση συστημικών κινδύνων και ανισορροπιών, τόσο στην εσωτερική αγορά, όσο και στην πραγματική οικονομία, θα συμβάλει στη διαμόρφωση συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης. Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αποκτά ειδικά καθήκοντα όσον αφορά τη λειτουργία του ΕΣΣΚ, σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1096/2010 του Συμβουλίου της 17ης Νοεμβρίου 2010. Η πείρα που διαθέτει η ΕΚΤ σε μακρο-προληπτικά ζητήματα συνέβαλε στην ανάμειξή της στη λειτουργία του ΕΣΣΚ, διότι, όπως αναπτύσσεται στο 7ο αιτιολογικό του Κανονισμού, με τη συμμετοχή της θα ενδυναμωθεί η επίβλεψη του χρηματοοιοκονομικού συστήματος σε ενωσιακό επίπεδο. 68 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 Οι τρείς ΕΕΑ μαζί με το ΕΣΣΚ συγκροτούν το Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας, το οποίο αποτελεί μόρφωμα του ευρωπαϊκού δικαίου, χωρίς όμως να διαθέτει νομική προσωπικότητα. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για να αποδοθούν συνολικά τα συστατικά του στοιχεία. Μέσα από το συγκεκριμένο μόρφωμα επιδιώκεται τόσο η μακροπροληπτική εποπτεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος που έχει ανατεθεί στο ΕΣΣΚ, όσο και η μικρο-προληπτική επίβλεψη των ιδρυμάτων παροχής χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, που ασκείται από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, τις τρείς ΕΕΑ και τη Μεικτή Επιτροπή. 2.2.8 Θεσμικές Μεταρρυθμίσεις για τη βελτίωση της Τραπεζικής Εποπτείας Η ενιαία αγορά των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών υπόκειται σε συγκεκριμένο νομοθετικό, ρυθμιστικό και εποπτικό πλαίσιο, που είναι ισοδύναμο για την ευρωπαϊκή επικράτεια, ενώ ο εποπτικός έλεγχος του τραπεζικού τομέα αποτελεί κατά κύριο λόγο υποχρέωση των κρατών μελών. Η βιωσιμότητα των τραπεζικών συστημάτων εξετάζεται κατά κύριο λόγο μέσω των δοκιμών αντοχής των τραπεζών, stress tests, που διεξάγονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο κυρίως από την ΕΑΤ, για να εντοπιστούν οι αδυναμίες των τραπεζικών συστημάτων των κρατών μελών. Μετά τη Σύνοδο Κορυφής της 29ης Ιουλίου 2012, οι ηγέτες των χωρών της ευρωζώνης αποφάσισαν να ενισχύσουν την εποπτεία του τραπεζικού τομέα σε ευρωπαϊκό επίπεδο με τη δημιουργία ενιαίου εποπτικού μηχανισμού για τις τράπεζες με την τελική ευθύνη να εναπόκειται στην ΕΚΤ. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε νομοθετικές προτάσεις και εξέδωσε Χάρτη Πορείας, για να υλοποιηθεί το όραμα της τραπεζικής ένωσης. Η δέσμη των μέτρων που εξέδωσε η Επιτροπή στις 12 Σεπτεμβρίου του 2012 περιλαμβάνει Κανονισμό, ο οποίος προβλέπει την ανάθεση διευρυμένων εξουσιών στην ΕΚ για την ομοιόμορφη εποπτεία των τραπεζών της ευρωζώνης, παραμένοντας ωστόσο ανοιχτά για την συμμετοχή ακόμη και χωρών εκτός του τρίτου σταδίου της ΟΝΕ. Επίσης, ακολουθεί Κανονισμός που συμπληρώνει τον ισχύον κανονισμό για την ΕΑΤ με τον νέο για την εποπτεία των τραπεζών. Τα μέτρα συμπληρώνονται με Ανακοίνωση που περιγράφει το πλαίσιο που οραματίζεται η Επιτροπή για τη δημιουργία της τραπεζικής ένωσης, που 69 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 περιλαμβάνει το ενιαίο εγχειρίδιο κανόνων, τον ενιαίο εποπτικό μηχανισμό που τέθηκε σε ισχύ τον Ιανουάριο του 2014, και βελτιώσεις για τον ενιαίο μηχανισμό εξυγίανσης των τραπεζών. Αναλυτικότερα, για την ενδυνάμωση της εσωτερικής τραπεζικής αγοράς εν όψει της χρηματοπιστωτικής κρίσης και τη διασφάλιση ρευστότητας η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υιοθέτησε ένα Προσωρινό Πλαίσιο για τις Κρατικές Ενισχύσεις, χρησιμοποιώντας ως νομιμοποιητική βάση για τα μέτρα ενίσχυσης το Άρθρο 107 ΣΛΕΕ. Σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, «δύνανται να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά οι ενισχύσεις για την άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους μέλους». Η δημοσιονομική στήριξη προς τα πιστωτικά ιδρύματα θα επιτευχθεί μέσα από μεταρρυθμίσεις σε κανονιστικό πλαίσιο. Επιχειρήθηκε η ενίσχυση των απαιτήσεων κεφαλαιακής επάρκειας με βάση τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η Ένωση στα πλαίσια της ομάδας G20. Μετά τη Διάσκεψη Κορυφής της Σεούλ στις 11-12 Νοεμβρίου 2010δημοσιεύτηκε η Βασιλεία III (Γκόρτσος & Στεφάνου, 2006: 291-311), σύμφωνα με την οποία τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα πρέπει να διαθέτουν υψηλότερα ποσοστά κεφαλαιακών αποθεμάτων και αποθεμάτων ρευστότητας σε σχέση με το παρελθόν, ώστε να υπάρχει δυνατότητα οικονομικής στήριξης σε περιόδους κρίσης. Η Επιτροπή έχει αναλάβει νομοθετική πρωτοβουλία για να τροποποιήσει το τραπεζικό κανονιστικό πλαίσιο που ορίζει τα επίπεδα κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας, όπως έχουν συμφωνηθεί σε παγκόσμιο επίπεδο και εκφράζονται μέσα από τις ρυθμίσεις της Βασιλείας II, που τέθηκε σε ισχύ το 2009, και της Βασιλείας III. Η ίδια εξέδωσε προτάσεις για την αναθεώρηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ στις 20 Ιουλίου 2011. Σύμφωνα με αυτές, απαιτείται από τα πιστωτικά ιδρύματα να διαθέτουν κεφάλαια μεγαλύτερου ύψους και καλύτερης ποιότητας. Επίσης, εισηγείται τη θέσπιση δείκτη ρευστότητας και μόχλευσης και τη δημιουργία ενιαίου εγχειριδίου κανόνων κεφαλαιακής επάρκειας, ώστε να περιοριστεί ο κίνδυνος που γεννούν οι αποκλίσεις των εθνικών οικονομιών και να επιβάλλονται κυρώσεις ή και άλλα μέτρα, ό,που κρίνεται απαραίτητο. 70 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 3. Από το δημοκρατικό έλλειμμα στη δημοκρατική αθέτηση Αφού εξετάσαμε τα νέα μέτρα οικονομικής διακυβέρνησης, στο παρόν κεφάλαιο καλούμαστε να αξιολογήσουμε κατά πόσο αυτά είναι συμβατά με την κανονιστική προσέγγιση της δημοκρατικής νομιμοποίησης. Από μία πιο πεσιμιστική οπτική, τα μέτρα και οι πολιτικές που έχουν υιοθετηθεί έως σήμερα με στόχο τη διάσωση του ευρώ, ενδέχεται είτε να αποτύχουν αυτά καθ’αυτά ή να υπονομεύσουν τη δημοκρατία στα κράτη μέλη είτε ακόμη να θέσουν σε κίνδυνο το μέλλον του ευρωπαϊκού εγχειρήματος (Sharpf, 2011: 38). Οι κανόνες για τα κράτη μέλη γίνονται ολοένα και αυστηρότεροι και το εκτελεστικό όργανο της ΕΕ διαδραματίζει καίριο ρόλο για την επιβολή τους, καθώς έχει μετατραπεί σε ένα είδος Γενικής Γραμματείας των κρατών μελών της ΕΕ. Η οικονομική διακυβέρνηση καταδεικνύει πως ο ρόλος της Επιτροπής μετατοπίζεται διαδοχικά από πολιτική επιχειρηματικότητας (policy entrepteneurship) σε πολιτική διαχείρισης (policy management), ενισχύοντας την υπερεθνική επιρροή (Bauer & Becker, 2013: 19), σε αντίθεση με τα πρώτα στάδια της κρίσης, όπου η στάση της ΕΕ παρέμενε επιφυλακτική. Σήμερα, αντί ενός βελτιωμένου κεϋνσιανής ή μονεταριστικής μακροοικονομικής διαχείρισης συστήματος, έχει καθιερωθεί ένα καθεστώς που στηρίζεται στη διακριτική ευχέρεια των υπερεθνικών οργάνων της ΕΕ και συνεπάγεται μία μορφή διακυβερνητικής διαχείρισης των εθνικών οικονομιών και κοινωνιών (Sharpf, 2012: 28), περιορίζοντας τη δημοσιονομική αυτονομία και ορατότητα των κρατών μελών, όπως προκύπτει από το sixpack και τον ΕΜΣ (Kyriakidis, 2013: 7). Σαφώς οι κυβερνήσεις που εκπροσωπούνται στο Συμβούλιο είναι συνταγματικά και δημοκρατικά νομιμοποιημένες. Ωστόσο, η άμεση διακριτική ευρωπαϊκή παρέμβαση και ο έλεγχος επί των εθνικών επιλογών και πόρων σε μεμονωμένα κράτη μέλη είναι που στερείται νομιμοποίησης. Από την άλλη, τα μέτρα διάσωσης, όπως inter alia η εφαρμογή των μνημονίων στην Ελλάδα και την Πορτογαλία, μην έχοντας επιφέρει ορατά αποτελέσματα στα κράτη μέλη, φαίνεται να έχουν χάσει το κοινωνικό τους έρεισμα. Από τη σκοπιά των πολιτών, οι ιθύνοντες για την εφαρμογή αυτών των αυταρχικών –κατά τους ίδιους– μέτρων, δεν είναι οι ανώνυμες δυνάμεις της αγοράς, αλλά ενσαρκώνονται μέσα από τα πρόσωπα των A. 71 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 Merkel, J. M. Barroso και J. Cl. Trichet. Συνεπώς, τα επιχειρήματα υπέρ της νομιμοποίησης εκ των εισροών και των εκροών δεν βρίσκουν ανταπόκριση στη νέα οικονομική διακυβέρνηση της ΟΝΕ, αλλά αντιθέτως έχουν απενεργοποιήσει την εθνική δημοκρατική νομιμοποίηση. Ελλοχεύει ο κίνδυνος παγίωσης ανισόμετρης ανάπτυξης στην ζώνη του ευρώ, λόγω του ελλείμματος ανταγωνιστικότητας και απουσίας ανοιχτών οικονομικών και πολιτικών θεσμών. Σύμφωνα με τον Majone (2014: 181), η ΕΕ παραδοσιακά έδινε έμφαση στη διαδικασία (process over outcomes), όμως η τρέχουσα κρίση χρέους της ευρωζώνης έθεσε το τέλος σε αυτή τη λογική. Ειδικότερα, έχει φέρει στο προσκήνιο την ανάγκη υιοθέτησης περισσότερο ευέλικτων μορφών ολοκλήρωσης και την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των θεσμών και των πολιτικών, καθιστώντας τη θεωρία για τις υποκατάστατες μορφές νομιμοποίησης πιο επίκαιρη από ποτέ. Οι υπερασπιστές της ΟΝΕ πιστεύουν πως η κρίση θα παρέλθει με τη διεύρυνση του δημοκρατικού ελλείμματος σε σημείο όπου, με δεδομένο την κοινή γνώμη, καθίσταται πολιτικά αδύνατο. Επίσης, ο ελιτιστικός χαρακτήρας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης έχει φτάσει στην πλήρη έκφρασή του, με την ανάδειξη της Γερμανίας σε «επίδοξο σωτήρα» του ευρώ και συνεπαγόμενα της ΕΕ, καλλιεργώντας το αίσθημα της ενδοευρωπαϊκής φοβίας (Tsoukalis, 2014: 54). Η ΕΕ βρίσκεται αντιμέτωπη με μία πολυδιάστατη κρίση. Αφενός, η οικονομική, λόγω των μέτρων λιτότητας που επιβλήθηκαν στις χώρες PIGS και έχουν οδηγήσει σε μία διάκριση μεταξύ Κέντρου-Περιφέρειας. Αφετέρου, κοινωνική κρίση που συνδέεται με τα υψηλά ποσοστά ανεργίας, τις μαζικές περικοπές στον πραγματικό μισθό και την αυξανόμενη κοινωνική ανισότητα. Τέλος, πολιτισμική κρίση, ως αποτέλεσμα της λαϊκής απαίτησης για πολιτισμικό προστατευτισμό. Η εξέλιξη αυτή δεν συμβάλλει στην αποδοχή της αποτελεσματικότητας της νομιμοποίησης εκ των εκροών (Scharpf, 2011: 37). Προσεγγίζοντας τη λογική της νομιμοποίησης εκ των εισροών, η οποία σε εξιδανικευμένες περιπτώσεις στηρίζεται σε συλλογικές, αυτόνομες και επαρκώς αιτιολογημένες επιλογές της εθνικής διοίκησης, στην πραγματικότητα –και υπό την τρέχουσα συγκυρία– διαπιστώνεται ότι οι πολιτικές επιλογές έχουν προαποφασιστεί από την εξωτερική κυριαρχία και δεν είναι συμβατές με τις εθνικές προτιμήσεις. Επομένως, η συμμόρφωση με αποφάσεις των υπερεθνικών οργάνων, όπως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, συνεπάγεται την 72 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 παραβίαση των πολιτικών συμφερόντων, προτιμήσεων και αξιών των εθνικών εκλογικών περιφερειών, ενώ συγκρούεται με τα εχέγγυα της δημοκρατίας και υπονομεύει την έννοια της δημοκρατικής νομιμότητας. Η εκτροπή από τα πολιτικά αιτήματα και τις προσδοκίες των πολιτών, καθώς και ο περιορισμός της διαχείρισης και ελέγχου των κυβερνήσεων επί των μακροοικονομικών δεικτών και μηχανισμών, επαληθεύουν την κρίση δημοκρατικής νομιμοποίησης. Παραδοσιακά ο ευρωσκεπτικισμός συνδεόταν με το δημοκρατικό έλλειμμα, σήμερα εκφράζεται ως αποτέλεσμα της νέας οικονομικής διακυβέρνησης και των πολιτικών κατευθύνσεων. Συνεπώς, η εν λόγω κατάσταση τροφοδοτεί τον νέο ευρωσκεπτικισμό, που εκφράζεται μέσα από το πρόβλημα της «δημοκρατικής αθέτησης» (democratic default), λόγω της αναντιστοιχίας μεταξύ επέκτασης των υπερεθνικών εξουσιών και των κανονιστικών πόρων, δηλαδή της συρρικνούμενης λαϊκής υποστήριξης απέναντι στο ευρωπαϊκό εγχείρημα (Majone, 2012: 21). Παράλληλα, η κρίση έχει διαβρώσει τη σχέση εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στο εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η ΕΕ ως ιδέα και οργανωτική δομή έρχεται σε σύγκρουση με τους λαούς της και κατά συνέπεια κάνουμε λόγο για έλλειμμα εμπιστοσύνης, το οποίο αγγίζει το 59%, ενώ το 2008 πριν την εκδήλωση της κρίσης της ευρωζώνης τα ποσοστά μαρτυρούσαν αντίστροφη τάση. 73 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 Πίνακας Χ Ποσοστό (%) εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στην ΕΕ Πηγή: Eurobarometer Public Opinion: http://ec.europa.eu/public_opinion/index_en.htm Ακόμα και παραδοσιακά φιλοευρωπαϊκές χώρες τείνουν να αντιμετωπίζουν την ΕΕ με σκεπτικισμό, όπως η Γαλλία (63%) και η Γερμανία (59%). Επιπροσθέτως, οι PIGS, όπως και η Κύπρος, σημειώνουν τα υψηλότερα ποσοστά δυσπιστίας απέναντι στην ΕΕ λόγω του διογκούμενου αισθήματος εχθρότητας κατά των «Βρυξελλών» και της «Φρανκφούρτης» και της σύγκρουσης μηδενικού αθροίσματος μεταξύ δανειστών και αποδεκτών των προγραμμάτων λιτότητας. Συνεπώς, η ποιοτική και ποσοτική αλλαγή της κοινής γνώμης ως προς το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης αποκαλύπτει ένα ισχυρό πολιτικό μήνυμα προς τις ελίτ στην Ευρώπη. 74 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 Πίνακας ΧΙ Ποσοστό (%) εμπιστοσύνης των πολιτών στην ΕΕ ανά χώρα Εμπιστοσύνη στην ΕΕ Έλλειμμα Εμπιστοσύνης στην ΕΕ Πηγή: Eurostat, 2013: 97 Eurobarometer Public Opinion: http://ec.europa.eu/public_opinion/index_en.htm. *Η εμπιστοσύνη απέναντι στην ΕΕ φαίνεται να έχει φτάσει στο χαμηλότερο ιστορικά επίπεδο στην πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. 6 στους 10 (60%) τείνουν να μην εμπιστεύονται την ΕΕ. Λιγότερο από το 1/3 τείνουν να μην την εμπιστεύονται. ** Οι χώρες με τα υψηλότερα ποσοστά δυσπιστίας απέναντι στην ΕΕ είναι εκείνες που έχουν πληγεί από την κρίση χρέους: Ελλάδα (81%), Κύπρος (74%), Ισπανία (67%), Πορτογαλία (70%). 75 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 Επομένως, η πρόκληση με την οποία έρχεται αντιμέτωπο το ευρωπαϊκό εγχείρημα είναι ο ευρωσκεπτικισμός. Κατά τα πρώτα στάδια της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης οι μαχητές του ευρωπαϊκού εγχειρήματος χαρακτηρίζονταν ως εθνικιστικές και anti-marketeers ή κομμουνιστές και Gaullists. Κάποιες από τις βασικές ιδέες του ευρωσκεπτικισμού εκφράζονταν από τους αποκαλούμενους ως Eurocrats, έννοια που εμφανίστηκε στη Γαλλία το 1960, για να εκφράσει το κενό μεταξύ ευρωπαϊκών ελίτ και πολιτών (Leconte, 2010: 3). Ο όρος έχει τις ρίζες του στην παραδοσιακή ευρωσκεπτικιστική Μεγάλη Βρετανία και εισήλθε στην πολιτική και δημοσιογραφική ορολογία περί τα μέσα της δεκαετίας του 1980 σε ένα άρθρο στο The Times της 11ης Νοεμβρίου 1985, που αφορούσε τις προσπάθειες για την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς (Leconte, 2010: 3). Στόχος ήταν να εκφράσει τη σκεπτικιστική αντίθεση έναντι στην ΕΕ και τις πολιτικές της με πιο ευέλικτο τρόπο από ότι θα γινόταν με τους όρους “euro-phobia” και “anti-Europeanism”. Η έννοια απέκτησε λαϊκιστικό περιεχόμενο και έγινε ευρέως γνωστή από τη Μ. Thatcher σε ομιλία της στο College of Europe στις 20 Σεπτεμβρίου 1988, όπου παρουσίασε τα δόγματά της για το μέλλον της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (Hartleb, 2012: 49). Έκτοτε ο όρος διαδόθηκε σε ολόκληρη τη γηραιά ήπειρο, κυρίως το 1990 με την εσωτερική συζήτηση για την επικύρωση της Συνθήκης του Μάαστριχτ, η οποία μετατόπισε τη συγκαταβατική συναίνεση που είχε επικρατήσει μέχρι τότε σε μία ανοιχτή συζήτηση για τα οφέλη και το κόστος τής περαιτέρω ολοκλήρωσης (European Sources Online, 2013: 2). Ενυπάρχει μία πολιτική πάλη ως προς τη χρήση της εν λόγω έννοιας καθώς πρόκειται για έναν μη δόκιμο όρο, συνέπεια της ετερογένειας και ασάφειας του φαινομένου (Wilde, 2010: 2). Για τους σκοπούς της παρούσας έρευνας, ο ευρωσκεπτικισμός ως γενικότερη τάση «φέρει την έννοια της αμφιβολίας και της δυσπιστίας ως προς το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και το πολιτειακό μόρφωμα αυτό καθεαυτό» (Flood, 2002: 73· Trenz & Wilde, 2009: 4). Ωστόσο είναι διφορούμενο σε ποιο βαθμό η τάση αυτή βασίζεται στη γνώση ή στον παράλογο φόβο. Το φαινόμενο βρίσκει έκφραση μέσα από τις νεοσυντηρητικές δυνάμεις της ζήτησης, δηλαδή την αντι-ευρωπαϊκή λαϊκή συσπείρωση από τα άκρα του πολιτικού φάσματος. 76 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 Πίνακας ΧΙΙ Κομματικές θέσεις για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση Πηγή: Hix, 2009: 238. Θεωρητικά ο ευρωσκεπτικισμός μπορεί να εκφραστεί από όλα τα πολιτικά στρατόπεδα και τις ευρωπαϊκές ελίτ. Η πολιτική κουλτούρα των μεμονωμένων χωρών σε αυτή την περίπτωση είναι σχετική, για παράδειγμα χώρες όπως η Βρετανία και η Αυστρία είναι κατά παράδοση ευρωσκεπτικιστικές και ο πολιτικός λόγος των ελίτ επηρεάζεται σημαντικά από αυτό το φαινόμενο. Η λαϊκιστική λογική του εμείς έναντι της κυβερνώντος τάξης εξυπηρετεί καλά τον σκοπό της επιχειρηματολογίας κατά της ΕΕ. Ωστόσο, υπάρχουν σημαντικές ποιοτικές διαφορές ως προς την έκφραση του φαινομένου και για το σκοπό αυτό οι Taggart & Szczerbiak (2002: 7) κάνουν τη διάκριση μεταξύ ήπιου και σκληρού ευρωσκεπτικισμού. Ως προς την ήπια έκφανση του ευρωσκεπτικισμού (Soft euroscepticism), υποστηρίζει την ύπαρξη της ΕΕ, αλλά απορρίπτει ορισμένες από τις πτυχές του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ή της ΕΕ, υπό την υφιστάμενη θεσμική της μορφή, με το επιχείρημα ότι αποτελούν απειλή για τα εθνικά τους συμφέροντα και για την κυριαρχική τους κρατικότητα. Σε αυτή την κατηγορία εντάσσονται τα ρεφορμιστικά κόμματα, μεταξύ των οποίων σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι το European Conservatives and Reformist Group και Confederal Group of the European United Left– 77 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 Nordic Green Alliance, ενώ σε εθνικό επίπεδο, inter alia, το Mouvement pour la France, το Fidesz, το Flemish Vlaams Belang και το Danish People’s Party. Από την άλλη, ο σκληρός ευρωσκεπτικισμός (hard euroscepticism) βρίσκει έκφραση μέσα από τα αντι-ευρωπαϊκά κόμματα, όπως το Freedom and Democracy Group σε ευρωπαϊκό επίπεδο και το UKIP, το Jobbik, το BNP, το FN και το French Communist Revolutionary League σε εθνικό επίπεδο. Αυτή τη μορφή τη συναντάμε σε χώρες και κόμματα τα οποία απορρίπτουν το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και εναντιώνονται επί της δυνατότητας προσχώρησης ή παραμονής στην ΕΕ, όπως υφίσταται υπό του παρόντος. Χαρακτηριστικό του αντιευρωπαϊκού αισθήματος είναι η προγραμματική αγκιτάτσια των ευρωπαϊκών πολιτικών κομμάτων, το οποίο έχει ριζικά διαφορετικά κίνητρα ανά χώρα. Ενδεικτικά (Balent & Deloy, 2014) το λαϊκιστικό κόμμα του Ηνωμένου Βασιλείου, το UKIP υποστηρίζει πως «η ΕΕ ελέγχει τη μετανάστευση, τις επιχειρήσεις και την απασχόληση, τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, την αλιεία, τη γεωργία, την ενέργεια και το εμπόριο. Μόνο εκτός από την ΕΕ μπορούμε να αρχίσουμε να λύνουμε τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα μας», ενώ το εξτρεμιστικό κόμμα ΒΝP εκτιμά πως «μας κοστίζει £53 εκ. τη μέρα η παραμονή μας στην ΕΕ και το 85% των νόμων μας υπαγορεύονται από μη εκλεγμένους αλλοδαπούς». Επίσης, η M. Le Pen, που ανέλαβε δεύτερης γενιάς ηγεσία στο FN εκφράζει την ανάγκη για την «απελευθέρωση της Γαλλίας από τις Ευρωπαϊκές απαιτήσεις όπως καθορίζονται από τους Γερμανούς και τον Αμερικάνικο ιμπεριαλισμό», ενώ το εξτρεμιστικό ουγγρικό κόμμα Jobbik θεωρεί πως η ΕΕ «περιορίζει την εθνική ανεξαρτησία της χώρας». Τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών καταδεικνύουν από τη μία ότι τα κόμματα διαμαρτυρίας έχουν απήχηση στις προτιμήσεις των πολιτών ως ένδειξη της απογοήτευσής τους με τις εγχώριες κυβερνήσεις (Leconte, 2010: 111-113), ενώ από την άλλη εγείρονται ζητήματα ως προς το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, καθώς ο εθνικισμός και ο ευρωσκεπτικισμός έχουν σημαντική παρουσία σε ένα Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας έχει διευρυμένες εξουσίες. 78 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 Πίνακας ΧΙΙΙ Αποτελέσματα ευρωεκλογών Πηγή: http://www.elections2014.eu/el Καταλήγοντας, το «τέταρτο κύμα ανόδου» των άκρων (Γεωργιάδου, 2008: 83-120), η κρίση εμπιστοσύνης απέναντι στους υπερεθνικούς θεσμούς και η κρίση νομιμοποίησης φαίνεται για άλλη μία φορά να αναβάλουν τον στόχο της «διαρκώς στενότερης ένωσης των λαών της Ευρώπης» (άρθρο 1 ΣΕΕ). Από την τρέχουσα κατάσταση αναδύεται το ερώτημα που αντλείται από τη μεταφορά του Hallstein, ο οποίος συγκρίνει την ολοκλήρωση με την ποδηλασία: «Απέτυχε η ΕΕ να φτάσει σε εκείνη τη σταθερή κατάσταση ολοκλήρωσης που θα αντιστοιχούσε στην άφιξη του ποδηλάτη στο τέρμα;» (Taylor, 2010: 307). 79 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 4. Συμπεράσματα Η διαλεκτική (Majone, 1998: 6) που αναπτύσσεται για το δημοκρατικό έλλειμμα αποτελεί τη lingua franca των συζητήσεων για την ΕΕ και θέτει τις βάσεις για το εύθραυστο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Το ερώτημα όμως που προκύπτει από τα ανωτέρω είναι πώς τελικά νομιμοποιείται η ΕΕ; Έχοντας ως γνώμονα τη Λευκή Βίβλο για την Ευρωπαϊκή Διακυβέρνηση, σε ενωσιακό επίπεδο δίνεται έμφαση στις σωρευτικές αρχές της χρηστής διακυβέρνησης (διαφάνεια, συμμετοχή, λογοδοσία, συνοχή, αποτελεσματικότητα), στην πολιτευματική αρχή της επικουρικότητας καθώς και στην ανάγκη για εμπιστοσύνη στη γνώμη των ειδικών (Επιτροπή, 2001). Επίσης, η θεωρητική διαμάχη και τα κανονιστικά εργαλεία αποτελούν τα μέσα υπέρβασης των αδιεξόδων (Πασσάς, 2012: 125), ενώ παράλληλα συμβάλλουν στη νομιμοποίηση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, καθώς αποδεικνύεται πως η ΕΕ αποτελεί το αντικείμενο αλλά και την αρένα του πολιτικού διαλόγου. Συνεπώς, υιοθετώντας την αισιόδοξη πλευρά, η ΕΕ είναι μία σύνθετη δημοκρατία (composite democracy), καθώς αντλεί τη νομιμοποίησή της από διαφορετικές πτυχές (Heritier, 2001: 3-9). Κατά πόσο δύναται σε ενωσιακό επίπεδο να αντικατασταθεί η δημοκρατία από την αποτελεσματικότητα; Με ποιό τρόπο θα διασφαλιστεί ότι η αποδοτική διακυβέρνηση δεν θα εξελιχθεί σε μία ελιτιστική ηγεμονία ή ακόμα και δικτατορία (Jolly, 2003: 15); Κατά τον McCormick, κανένα δημοκρατικό σύστημα δεν απέκτησε νομιμοποίηση έχοντας ως μοναδικό κανονιστικό κριτήριο τη νομιμοποίηση εκ του αποτελέσματος, συνεπώς ούτε η ΕΕ (McCormick 2011: 111-121). Επομένως, προκύπτει η ανάγκη να βρεθεί συμβιβασμός μεταξύ αποτελεσματικότητας (πλειοψηφία) και δημοκρατίας (ομοφωνία). Στο πλαίσιο αυτό, η Abroheit (2002: 17) προτείνει την εφαρμογή του κανόνα της πλειοψηφίας από τις συστατικές μονάδες και την ομοφωνία στο επίπεδο της ΕΕ. Η υπόθεση εργασίας του Majone ότι οι ουσιαστικές εκροές υπερισχύουν των εισροών, κατά τον Dahl αποτελεί αντιδημοκρατικό επιχείρημα και στο πλαίσιο αυτό η αντιπροσωπευτική δημοκρατία δεν αποτελεί παρά μία παραπλανητική ετικέτα που στην πραγματικότητα πρόκειται για δικτατορία/κηδεμονία (guardianship) (Dahl, 1998: 107). Στην καλύτερη των περιπτώσεων, η νομιμοποίηση εκ του αποτελέσματος μπορεί να συμπληρώσει τις εισροές και όχι να τις αντικαταστήσει (Magnette 2005: 12). 80 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 Ανάγοντας σε συστημικό επίπεδο τη συλλογιστική του Majone και με βάση αυτό που ο Habermas περιγράφει ως «αναγωγή λειτουργικών επιχειρημάτων σε κανονιστικά», αν η παγκοσμιοποίηση και οι πολυμερείς οργανισμοί έθεταν το δίλημμα ευμάρεια ή δημοκρατία, διαπιστώνεται ότι οι εκκλήσεις για εκδημοκρατισμό, σε χώρες όπως η Κίνα, η Μαλαισία και η Ταϊβάν δεν θα ήταν συμβατές με το σημερινό αλληλεξαρτώμενο κόσμο. Οι ηγέτες αυτών των χωρών θεωρούν εαυτούς νομιμοποιημένους, επικαλούμενοι το δικαίωμα στην κοινωνική ανάπτυξη σε μία προσπάθεια να δικαιολογήσουν τις παραβιάσεις έναντι νομικών και πολιτικών δικαιωμάτων (Lu, 2011: 68· Habermas 1998: 166). Συνεπώς, η λογική του ρυθμιστικού κράτους είναι από τη φύση του περιορισμένη, καθώς δεν λειτουργεί ως φορέας εκδημοκρατισμού, αλλά αποσκοπεί στη μεγιστοποίηση του πλούτου και της ευμάρειας των πολιτών, ενώ τα θεσμικά ζητήματα αποτελούν το μέσο για την επίτευξη των στόχων και όχι αυτοσκοπό (Dehousse, 1998). Η ίδια η φύση της ΕΕ καθιστά τον δημοκρατικό έλεγχο προβληματικό. Με τη λειτουργία της ΟΝΕ και τη θέσπιση του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων έχουν διαμορφωθεί ένας οικονομικός και ένας νομικός δήμος, αντίστοιχα. Η εισαγωγή με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ της ιδιότητας του πολίτη και η καθιέρωσή της συμβάλλει στη σταδιακή διάπλαση ενός ευρωπαϊκού νομικού δήμου, όπου η ευρωπαϊκή πολιτειότητα δεν θα είναι ανεξάρτητη από την εθνική σφαίρα αλλά θα την συμπληρώνει. Παρόλο που δεν έχει συγκροτηθεί ένας κοινά αναγνωρίσιμος πολιτικός δήμος, έχει διαμορφωθεί μία ιδιότυπη ευρωπαϊκή πολιτική οργάνωση με την αναγνώριση νομιμοποιημένης εξουσίας από την Ένωση σε τρία επίπεδα, δηλαδή σε υποεθνικό, σε εθνικό και σε υπερεθνικό. Συνεπώς, αυτό που απουσιάζει από την ΕΕ και παρακωλύει την εξέλιξη του ευρωπαϊκού δήμου είναι οι συνθήκες/η υποδομή/οι βάσεις για τη διαμόρφωση ενός δημόσιου χώρου, μέσω του οποίου ο σύνθετος πολιτικός δήμος θα δύναται να διαβουλεύεται, ώστε να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα από τη ρίζα τους. Και αυτό διότι δεν υπάρχει παρόν χωρίς παρελθόν και τα διδάγματα του παρελθόντος είναι που θα μας βοηθήσουν να εξαλείψουμε τις παθολογίες της δημοκρατίας, καθώς η έξοδος από την οικονομική κρίση δεν εγγυάται την αυτόματη εξάλειψή τους. Ίσως η ΕΕ να οφείλει να καθιερώσει τη λογική “do les in order to do better”, για να αποκτήσει την απαιτούμενη νομιμοποίηση, ενώ παράλληλα να τονώσει την εμπιστοσύνη απέναντι στην ΕΕ, ενισχύοντας τις παιδευτικές βάσεις. 81 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 B. ΕΥΡΩΠΗ: Η ΕΥΗΜΕΡΙΑ ΩΣ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟ. Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Κωνσταντίνος Σαραβάκος Εισαγωγή Σύμφωνα με τον J. Locke (2010), ο άνθρωπος θέλοντας να ξεπεράσει την ανασφάλεια που νιώθει στη φυσική του κατάσταση, επιλέγει να συστήσει μία κοινωνία, αναπτύσσοντας σχέσεις εμπιστοσύνης με άλλους ανθρώπους, οι οποίες θεωρεί ότι θα τον βοηθήσουν να πετύχει με ασφάλεια τους στόχους του. Το κίνητρο για τη συνεργασία με τους άλλους στην κοινωνία είναι η προσωπική του ευημερία/ευτυχία, δηλαδή το ευ-ζειν. Άλλως ειπείν, το κεντρικό νόημα του κοινωνικού συμβολαίου και των εξ αυτού συναπτόμενων ανθρώπινων σχέσεων, συμπεριλαμβανομένων αυτών της σύγχρονης κοινωνίας, είναι η ευημερία, η οποία προσλαμβάνεται δυσδιάστατα. Αφενός ισχύει ότι αυτό που ορίζεται ως ευημερία επαφίεται στην προσωπική εκτίμηση του ατόμου. Πράγματι, σύμφωνα με τη θεωρία της ορθολογικής επιλογής, κανείς δεν γνωρίζει καλύτερα από το ίδιο το άτομο πότε και με ποιον τρόπο είναι ευτυχισμένο. Συνήθως προσπαθεί, με τους εκάστοτε περιορισμούς που υφίσταται, να πετύχει όσο το δυνατόν περισσότερους στόχους με το μικρότερο δυνατό κόστος (Becker 1976· Posner, 1977· Selten, 1990). Αφετέρου ισχύει ότι ο ορισμός της ευημερίας πρέπει να αντλείται από ένα περιγραφικό και όχι κανονιστικό πλαίσιο. Πράγματι, είναι μείζονος σημασίας να αρθρώνουμε λόγο για την ευημερία όχι από το πώς θα θέλαμε να είναι (σε ιδεολογικό-θεωρητικό επίπεδο), αλλά ως προς το πώς οι ίδιοι οι άνθρωποι την βιώνουν (σε πρακτικό-ρεαλιστικό επίπεδο). Σύμφωνα με τη διατύπωση του M. Friedman (1953), έχει μικρή σημασία το πώς θα πρέπει να είναι ο κόσμος σε σχέση με το πώς είναι στην πραγματικότητα. Η αφετηρία της παρούσας μελέτης εντοπίζεται στην ανάγκη αναστοχασμού για την αναζήτηση μίας νέας πορείας διεξόδου από την ανθρωπιστική κρίση, συμπεριλαμβανομένης της απώλειας της ευημερίας σε ευρύτατα τμήματα του πληθυσμού, που μαστίζει την Ελλάδα, την ΕΕ αλλά και ευρύτερα τον κόσμο. Στον κεντρικό άξονα της 82 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 συζήτησης βρίσκεται ένα ζήτημα που έχει αναβιώσει στη σημερινή συγκυρία, ο ευρωσκεπτικισμός. Στην Ελλάδα, όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη, κυρίως μετά τελευταίες ευρωεκλογές (2014), φάνηκε μία στροφή των πολιτών στην επιλογή περισσότερων ευρωσκεπτικιστικών προτάσεων. Το γεγονός αυτό, αφενός, φαίνεται απειλητικό για την ενότητα της ΕΕ, αφετέρου, δύναται να προσφέρει τις βάσεις για έναν επαναπροσανατολισμό των υπερμάχων της, με στόχο μία υγιέστερη Ένωση. Η υπόθεση της παρούσας εργασίας είναι αρχικά να ελέγξει, εάν η ΕΕ προσφέρει υψηλούς δείκτες ευημερίας και –στη συνέχεια– να διαπιστώσει υπό ποιου θεσμικού αναπτυξιακού πλαισίου προσφέρεται η ευημερία αυτή. Συγκεκριμένα, μετά την παρουσίαση των τελευταίων δεδομένων των κοινωνικών ερευνών για την ευημερία στην ΕΕ, επιχειρείται να ελεγχθεί το θεσμικό πλαίσιο στο οποίο στηρίζεται η ποιότητα ζωής σε συγκεκριμένες περιοχές της ΕΕ. Εάν κάποιες χώρες της ΕΕ αποδεικνύεται ότι όντως ευημερούν, η Ελλάδα θα πρέπει να υιοθετήσει τα συστατικά στοιχεία του θεσμικού πλαισίου των χωρών αυτών, έτσι ώστε να προσπαθήσει να φτάσει ενδεχομένως σε παρόμοια επίπεδα ευημερίας. Εάν στην πορεία τελικά διαπιστωθεί έλλειψη ευημερίας των Ευρωπαίων πολιτών, τότε σημαίνει ότι το μονοπάτι της ευρωπαϊκής ενοποίησης παρουσιάζει μάλλον αρκετά εμπόδια, που οι τελευταίοι δύσκολα μπορούν να υπερπηδήσουν, έτσι ώστε απρόσκοπτα να κατακτήσουν την ευημερία σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Για τη διερεύνηση αυτής της υπόθεσης, η εργασία έχει ως στόχο, παρακολουθώντας τον κεντρικό συλλογισμό πρόσφατων κοινωνικών ερευνών, να επιβεβαιώσει (ή να απορρίψει) την άποψη ότι η ευημερία έχει υψηλή συσχέτιση, μεταξύ άλλων, με τους δείκτες του κράτους δικαίου και της ελευθερίας στην οικονομία. Μετά δύο συνοπτικές εισαγωγικές ενότητες, στις οποίες παρουσιάζονται αφενός το θεωρητικό πλαίσιο περί κράτους δικαίου και περί ελεύθερης αγοράς και αφετέρου η μεθοδολογία που χρησιμοποιείται, η τρίτη ενότητα εξετάζει το κράτος δικαίου ως θεσμικό συστατικό των συνταγματικών δημοκρατιών, το οποίο σχετίζεται με την ευημερία ανά ζώνη διαχωρισμού, όπως αυτές προκύπτουν από τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται στην ενότητα της μεθοδολογίας. Η τέταρτη ενότητα ασχολείται με τον επιμέρους δείκτη της ελευθερίας στην οικονομία, και πάλι με βάση τις ζώνες διαχωρισμού για την ευημερία στην ΕΕ. Τέλος, μια συμπερασματική ενότητα καταγράφει ποιες από τις υποθέσεις που τέθηκαν στην αρχή 83 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 επιβεβαιώνονται ή απορρίπτονται από τα δεδομένα. Συστήνει κάποιες προτάσεις που προκύπτουν από τα πορίσματα της έρευνας και απαντά στο βασικό ερώτημα της εργασίας για το εάν η ΕΕ όντως ευημερεί, διαθέτοντας τοιουτοτρόπως ένα «ισχυρό χαρτί» ανά χείρας και επιβεβαιώνοντας τους λόγους συγκρότησής της, ή εάν η επιχειρηματολογία των ευρωσκεπτικιστών έχει ρεαλιστικό έρεισμα και οι σειρήνες τους δύνανται πράγματι να την κλονίσουν. 1. Το θεωρητικό πλαίσιο Παρατηρώντας τις χώρες που ευημερούν σήμερα στην Ευρώπη, διακρίνονται δύο θεμέλια συστατικά της ευημερίας τους: αφενός το ισχυρό κράτος δικαίου και αφετέρου η ελεύθερη αγορά (Graafland & Compen, 2012: 4-5· Welsch, 2003). Το κράτος δικαίου στηρίζεται σε έναν πυρήνα ισχυρών δικαιωμάτων, που έχουν ως στόχο να προστατέψουν τους πολίτες από την αυθαίρετη εξουσία, αυξάνοντας την αυτονομία τους. Ο F. Hayek (1944a· 1944b) κατάφερε στο συνολικό του έργο, εύστοχα και με σαφήνεια, να διατυπώσει την ιδέα του κράτους δικαίου σε μια σύγχρονη κοινωνία. Θεωρεί ότι οι κανόνες που την διέπουν πρέπει να είναι προκαθορισμένοι, γνωστοί και σαφείς από την αρχή και να ισχύουν για όλους τους πολίτες χωρίς εξαιρέσεις. Τα δικαιώματα που υπερασπίζεται το κράτος δικαίου στη σημερινή του εκδοχή διακρίνονται σε τέσσερις κατηγορίες: α) τα πολιτικά δικαιώματα (ανεξάρτητη δικαιοσύνη, ανεξιθρησκία, ελευθερία μετακίνησης, πολιτική συμμετοχή) β) τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα (προστασία από πολιτικές δολοφονίες, προστασία από εξαφανίσεις και βασανιστήρια) γ) τα δικαιώματα χειραφέτησης (εργασιακά δικαιώματα, πολιτικά και οικονομικά δικαιώματα γυναικών)·και δ) τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα (Graafland & Compen, 2012: 6). 84 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 Εκτός από τη λειτουργία του στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των δικαιωμάτων της ελευθερίας συμπεριλαμβανομένων, το κράτος δικαίου ενισχύει και την οικονομική ελευθερία. Σύμφωνα με τους Stolper et al. (2007: 8), ανάμεσα σε άλλες λειτουργίες του κράτους δικαίου αναφορικά με την οικονομική ανάπτυξη: Διασφαλίζει τη δέουσα διαδικασία και την πρόβλεψη. Προστατεύει την επιχειρηματικότητα και την ανάπτυξη των μικρών επιχειρήσεων, θέτοντας ξεκάθαρους και αντικειμενικούς κανόνες ανοίγματος, λειτουργίας και κλεισίματος μιας επιχείρησης. Προσδίδει σταθερότητα, βεβαιότητα και σαφή νομικά όρια στα ιδιοκτησιακά δικαιώματα. Επιβάλλει περισσότερη λογοδοσία των δημόσιων λειτουργών. Διατηρεί την ισορροπία των εξουσιών ανάμεσα στα εκτελεστικά, τα νομοθετικά, τα δικαστικά και τα ρυθμιστικά μέλη του κράτους. Παρέχει τον έλεγχο της εξουσίας του κράτους έναντι των ατόμων-πολιτών. Η ελεύθερη αγορά σηματοδοτεί την αύξηση των οικονομικών συναλλαγών μιας χώρας, άρα και την αύξηση του πλούτου της και της υλικής της ευημερίας (Foka-Kavalieraki & Hatzis, 2009: 29). Στις λειτουργίες της ελεύθερης αγοράς σε μία κοινοβουλευτική δημοκρατία, μείζονος σημασίας θεωρείται η συναίνεση, η οποία ουσιαστικά αυξάνει τον πλούτο της χώρας, μέσω των εθελούσιων συναλλαγών που πραγματοποιούνται. Βάσει της νεοκλασικής θεωρίας στην οικονομική επιστήμη, η ελεύθερη αγορά είναι ένα παίγνιο μη μηδενικού αθροίσματος. Αυτό σημαίνει πως ό, τι κερδίσει κάποιο μέρος, δεν έχει στερηθεί αυτόματα από ένα άλλο, αλλά έχει προστεθεί στην πίτα ως επιπλέον αξία (Ayau, 2007). Σε αντίθεση, οι σχέσεις εξαναγκασμού και εκμετάλλευσης δεν χαρακτηρίζονται από την ιδιότητα αυτήν: όχι απλώς είναι παίγνια μηδενικού αθροίσματος, αλλά πολύ περισσότερο, είναι συχνά παίγνια αρνητικού αθροίσματος (Hatzis, 2012: 23), μειώνοντας το όφελος από την ανταλλαγή, αντί να συμβάλουν στην αύξησή του (Foka-Kavalieraki & Hatzis, 2009: 35). Για την πραγματοποίηση εθελοντικών συναλλαγών μεταξύ των ατόμων, condition sine qua non είναι η άρση τυχόν αποθαρρυντικών εμποδίων, που αντιστοιχεί στην έννοια της ελευθερίας στην οικονομία. Συγκεκριμένα, το νομικό πλαίσιο δεν πρέπει να επιβαρύνει με ανούσιες ρυθμίσεις τη διαδικασία των συναλλαγών, καθώς με τον τρόπο αυτόν τις καθιστά 85 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 ζημιογόνες για τα συμβαλλόμενα μέρη. Ως εκ τούτου, σημειώνεται μείωση των συναλλαγών και κατ’ επέκταση μείωση του πλούτου για την κοινωνία. Όλη η διαδικασία των εμποδίων αποτελεί αυτό που ο R. Coase (1960) ονομάζει «κόστος συναλλαγών», το οποίο δύναται να προκληθεί είτε από ενδογενείς πηγές στην αγορά, είτε από το θεσμικό πλαίσιο μιας κοινωνίας, δηλαδή από τους τυπικούς και τους άτυπους θεσμούς, σύμφωνα με τους οποίους λειτουργούν οι πολίτες της. Για τον περιορισμό και –υπό ιδανικές συνθήκες– για την εξάλειψη των εμποδίων, απαραίτητη είναι η ύπαρξη ενός κατάλληλου θεσμικού πλαισίου, έτσι ώστε τα κόστη συναλλαγής να είναι τόσο μικρά, όσο απαιτεί το όφελός της, ώστε να μην καθίσταται απαγορευτική. Οι βαριές ρυθμίσεις σε οικονομίες που προσπαθούν να αναπτυχθούν, αποτελούν συχνά ανασταλτικό παράγοντα στην προσπάθεια ανάπτυξής τους, ενώ επίσης συνδέονται αρνητικά και με τον δείκτη «ικανοποίηση από την ζωή» για τους πολίτες των χωρών αυτών (Graafland & Compen, 2012: 18). 2. Τα μεθοδολογικά εργαλεία Τα τελευταία χρόνια έχει αναπτυχθεί ένας λιγότερο γνωστός κλάδος της οικονομικής επιστήμης, ονομαζόμενος «Οικονομική της Ευημερίας». Αν και ο τομέας αυτός έχει τις ρίζες του στις αρχές του 20ου αιώνα, η σημερινή ανάπτυξή του οφείλεται σε μία μεθοδολογική καινοτομία. Για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιούνται δείκτες που πλέον εντάσσουν περισσότερες μεταβλητές κοινωνικού περιεχομένου στην έρευνα, οι οποίες την καθιστούν λιγότερο επιφανειακή από την ποσοτική ανάλυση. Επίσης εισήχθη ο δείκτης της υποκειμενικότητας, στην προσπάθεια μιας βαθύτερης διείσδυσης στα εμπειρικά δεδομένα. Σύμφωνα με την πρόσφατη έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Quality of Life in Europe: Subjective Wellbeing (2013: 12), η υποκειμενική ευημερία ορίζεται ως «η προσωπική αντίληψη και εμπειρία θετικών και αρνητικών συναισθηματικών αντιδράσεων και παγκόσμιων και ειδικών γνωστικών εκτιμήσεων της ικανοποίησης από την ζωή. Με λίγα λόγια, η υποκειμενική ευημερία είναι η ιδιωτική εκτίμηση της ποιότητας της ζωής». Με αυτά τα επιστημολογικά δεδομένα, διεθνείς οργανισμοί και ερευνητικά ινστιτούτα προσπαθούν να προσφέρουν στην επιστημονική συζήτηση νέα εργαλεία μέτρησης της ευημερίας τόπων και κοινωνιών. Αυτές οι έρευνες αποτελούν και τον μεθοδολογικό πυλώνα της παρούσας εργασίας. Επιχειρείται, δηλαδή, 86 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 πάνω σε αυτά τα ευρήματα, η δημιουργία ενός χάρτη ευημερίας της ΕΕ, σύμφωνα με τον οποίο, διαφορετικά θεσμικά μοντέλα, έχουν παράγει διαφορετικά επίπεδα ευημερίας. Η Ελλάδα με το σημερινό θεσμικό της μοντέλο σημειώνει αρκετά χαμηλές επιδόσεις σε αρκετούς τομείς υποκειμενικής ευημερίας. Αν η ΕΕ εν γένει, τελικά, ευημερεί, τότε η Ελλάδα πρέπει να ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο, μεταρρυθμίζοντας το θεσμικό της πλαίσιο, σύμφωνα με τις προτάσεις που θα προκύψουν από την επακόλουθη ανάλυση. Η ΕΕ χωρίζεται σε τρεις ζώνες ευημερίας. Αυτή η διάκριση αφορά τα επίπεδα ευημερίας στη Γηραιά Ήπειρο, όπως προκύπτουν από την πρόσφατη επιστημονική έρευνα, και σχετίζεται άμεσα με γεωγραφικές και πολιτισμικές τοποθετήσεις, έχοντας αναφορά στο θεσμικό πλαίσιο ανάπτυξής τους. Σε αυτόν τον διαχωρισμό αρχικά, είναι ιδιαίτερα βοηθητικός ο κατάλογος του Economist, Where to be born 2013. Στη συγκεκριμένη έρευνα, ο Economist επιχειρεί να διαπιστώσει ποιες χώρες παρέχουν τις καλύτερες ευκαιρίες για μία υψηλού επιπέδου ποιότητα ζωής. Η έρευνα λαμβάνει υπόψη υποκειμενικούς δείκτες ικανοποίησης από την ζωή και αντικειμενικές μεταβλητές ποιότητας ζωής. Ο παρακάτω χάρτης δείχνει τις καλύτερες συνθήκες διαβίωσης σε παγκόσμια κλίμακα. 87 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: ΧΑΡΤΗΣ «ΠΟΥ ΝΑ ΓΕΝΝΗΘΕΙΣ ΤΟ 2013» Πηγή: Economist Intelligence Unit. ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ: ΟΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΧΩΡΕΣ ΜΕ ΤΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΚΑΤΑ ΣΕΙΡΑ 1 Ελβετία 7 Ιρλανδία 13 Γαλλία 19 Πολωνία 25 Τουρκία 2 Νορβηγία 8 Αυστρία 14 Ην. Βασίλειο 20 Ελλάδα 26 Σερβία 3 Σουηδία 9 Βέλγιο 15 Τσεχία 21 Σλοβακία 27 Ρουμανία 4 Δανία 10 Γερμανία 16 Ισπανία 22 Κροατία 28 Λιθουανία 5 Ολλανδία 11 Ιταλία 17 Πορτογαλία 23 Ουγγαρία 29 Βουλγαρία 6 Φινλανδία 12 Κύπρος 18 Σλοβενία 24 Λετονία 30 Ρωσία 88 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 Ο πίνακας αυτός είναι αρκετά διαφωτιστικός για τον εργαλειακό διαχωρισμό στο μεθοδολογικό κομμάτι. Ξεκινώντας από κάτω προς τα πάνω, παρατηρούμε πως στην τελευταία πεντάδα του πίνακα βρίσκονται 3 χώρες εκτός ΕΕ (Ρωσία, Σερβία, Τουρκία). Τις θέσεις από την 21η έως και το τέλος του πίνακα καταλαμβάνουν χώρες της ΕΕ που δεν έχουν τις καλύτερες συνθήκες εξασφάλισης καλής ποιότητας ζωής σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία. Διαβάζοντας προσεκτικά τον πίνακα, διαπιστώνουμε πως όλα τα κράτη της τελευταίας δεκάδας είτε δεν είναι μέλη της ΕΕ είτε προσχώρησαν σε αυτήν το νωρίτερο το 2004. Μία υπόθεση που ενισχύει το επιχείρημα είναι πως οι εν λόγω χώρες δεν έχουν προλάβει ακόμη να αναπτύξουν θεσμούς που ευνοούν τη βελτίωση της ποιότητας ζωής. Προς επιβεβαίωση της υπόθεσης αυτής, έρχεται το δεδομένο πως σχεδόν όλα τα υπόλοιπα κράτη έχουν το λιγότερο σχεδόν μία εικοσαετία σύμπλευσης με την ΕΕ, με μοναδική φωτεινή εξαίρεση την Κύπρο, που καταφέρνει να βρίσκεται στη 12η θέση, αν και προσχώρησε στην ΕΕ μόλις το 2004. Ένας άλλος χάρτης, αυτή τη φορά από την προαναφερθείσα έκθεση του Eurofound, Quality of Life in Europe: Subjective Wellbeing (2013: 25), που διερευνά την ποιότητα ζωής στην ΕΕ, λαμβάνοντας υπόψη την υποκειμενική ευημερία, παρουσιάζει περίπου την ίδια εικόνα. Η Σκανδιναβία, η Κεντρική και η Βορειοδυτική Ευρώπη είναι οι περιοχές, στις οποίες οι πολίτες φαίνεται να ευημερούν περισσότερο και να νιώθουν πιο ευτυχισμένοι. Η Ανατολική Ευρώπη απέχει αρκετά από την πρώτη περιοχή, με την Πολωνία να βρίσκεται σε σχετικά καλύτερο επίπεδο. Η Νότια Ευρώπη δυσκολεύεται πολύ να έχει έναν ενιαίο συντελεστή, με την Ελλάδα να είναι στη χειρότερη κατάσταση, ενώ χαμηλή είναι και η επίδοση της Πορτογαλίας, της Ιταλίας και της Κύπρου. Αξιοσημείωτη, από την ομάδα χωρών της Νότιας Ευρώπης, είναι η επίδοση της Ισπανίας, όπου οι δείκτες ευτυχίας/ευημερίας φτάνουν εκείνους της Βόρειας Ευρώπης. 89 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙΙ: ΕΠΙΠΕΔΑ ΕΥΤΥΧΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΤΩΝ 27 (Κλίμακα 1-10) Πηγή: Quality of Life in Europe: Subjective Wellbeing. Οι χώρες, λοιπόν, που βρίσκονται στην Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη είναι εκείνες που βρίσκονται στην πρώτη δεκάδα καλύτερων συνθηκών διαβίωσης και υποκειμενικής ευημερίας. Οι χώρες της Κεντροανατολικής και Νότιας Ευρώπης βρίσκονται στο μέσο του πίνακα, ενώ όσες χώρες βρίσκονται στην Ανατολική Ευρώπη καταλαμβάνουν τις χαμηλότερες θέσεις του πίνακα, όντας, νεώτερα μέλη της ΕΕ. Η Ευρώπη, λοιπόν, διαχωρίζεται σε τρεις γεωγραφικές ζώνες ευημερίας των πολιτών, από τις οποίες προκύπτουν οι υποθέσεις αυτής της εργασίας: α) Στην πρώτη ζώνη συγκαταλέγονται τα κράτη που ευημερούν περισσότερο. Τα συγκεκριμένα κράτη συγκεντρώνουν δύο χαρακτηριστικά. Το πρώτο είναι η χρόνια δημοκρατική και φιλελεύθερη παράδοση στη λειτουργία των θεσμών τους και το δεύτερο 90 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 είναι η πολυετής πορεία τους μέσα στην ΕΕ. Αυτές οι χώρες είναι η Αυστρία, η Σουηδία, η Δανία, η Φιλανδία, η Γερμανία, η Γαλλία, η Αυστρία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιρλανδία, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο και η Ολλανδία. β) Στη δεύτερη ζώνη τοποθετούνται οι χώρες που έπονται των πρώτων στα επίπεδα ευημερίας. Κάποιες από αυτές τις χώρες διατηρούν το δεύτερο χαρακτηριστικό της πρώτης ζώνης, αυτό της πολυετούς πορείας στην ΕΕ, όμως αποκλίνουν στο επίπεδο των θεσμών, καθώς για αρκετά χρόνια βρίσκονταν είτε υπό δικτατορικό καθεστώς, όπως ορισμένα κράτη του Νότου, είτε υπό κολεκτιβιστικό καθεστώς, όπως οι χώρες του πρώην Ανατολικού Μπλοκ. Αυτή η ζώνη περιλαμβάνει τις εξής χώρες: την Ελλάδα, την Ιταλία, την Πορτογαλία, την Ισπανία, την Κύπρο, την Εσθονία και την Πολωνία. γ) Τέλος, στην τρίτη και τελευταία ζώνη βρίσκονται οι χώρες που ευημερούν λιγότερο στην Ευρώπη. Αυτές είναι είτε χώρες που δεν έχουν καταφέρει να αφομοιώσουν τους δυτικούς θεσμούς μετά την ανεξαρτητοποίησή τους από το πρώην Ανατολικό Μπλοκ, είτε είναι πρόσφατα μέλη της ΕΕ. Πρόκειται για τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία, την Ουγγαρία, τη Σλοβενία, την Τσεχία, τη Σλοβενία, τη Σλοβακία και τη Λεττονία. Ο παραπάνω διαχωρισμός είναι απαραίτητος και ιδιαίτερα βοηθητικός για την ανάλυση που ακολουθεί. Οι γεωγραφικές ζώνες διαχωρισμού που σχηματίστηκαν, εξετάζονται στους δύο προαναφερθέντες επιμέρους δείκτες, που σχετίζονται με την ευημερία: το κράτος δικαίου και την οικονομική ελευθερία. Ανάλογα με τα στοιχεία της κάθε ζώνης διαχωρισμού, που έχουν συλλεχθεί από τη βιβλιογραφική έρευνα, ως προς τις επιμέρους μεταβλητές, θα είμαστε σε θέση να επιβεβαιώσουμε ή όχι το αν η υποκειμενική ευημερία των Ευρωπαίων πολιτών στηρίζεται στους θεσμούς του κράτους δικαίου και της οικονομικής ελευθερίας. 3. Το κράτος δικαίου στην Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη Στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης στην Ελλάδα, μέσα στα πλαίσια του κρατικού εκσυγχρονισμού και της ανασυγκρότησης που επιχειρήθηκε από τις τότε κυβερνήσεις, πρώτα της Ν.Δ. και εν συνεχεία του ΠΑ.ΣΟ.Κ., ήταν ορατή η επιτακτική ανάγκη 91 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 οικοδόμησης ενός κράτους δικαίου. Η Ελλάδα, μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου (1949) έως και τη στρατιωτική δικτατορία του 1967, ήταν ένα «υβρίδιο» πολιτικής διακυβέρνησης, καθώς αφενός ανήκε στο Δυτικό Μπλοκ των Καπιταλιστικών Δημοκρατιών και αφετέρου ήταν μία ανελεύθερη δημοκρατία (Hatzis, 2013: 35). Επρόκειτο δηλαδή για μία δημοκρατία μεν, χωρίς κράτος δικαίου δε. Όσο στην Ευρώπη χτιζόταν ένα κράτος δικαίου, στην Ελλάδα χτιζόταν ένας μηχανισμός εκμετάλλευσης και κατασπατάλησης του δημοσίου χρήματος (Hatzis, 2012: 21-30). Εκτός αυτού, σε κάθε κυβερνητικό σχήμα, η εμπιστοσύνη του λαού δοκιμαζόταν από ένα νέο σκάνδαλο, που ωστόσο ποτέ δεν ήταν τόσο ισχυρό για να κλονίσει τον κομματικό μηχανισμό, παρά μόνο όταν η κρίση χτύπησε την πόρτα της Ελλάδας. Αν και η τελευταία βρίσκεται συνεχώς σε μία μεγάλη ομάδα κρατών που έχει υψηλούς δείκτες κράτους δικαίου, οι επιμέρους δείκτες της την καθιστούν αρνητικό παράδειγμα κράτους δικαίου εντός αυτής της ομάδας. 92 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 ΠΙΝΑΚΑΣ IV: ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΓΙΑ ΤΙΣ ΧΩΡΕΣ ΤΟΥ Ο.Ο.Σ.Α. ΚΑΙ ΤΟΝ ΥΠΟΛΟΙΠΟ ΚΟΣΜΟ ΤΟ 2005 Πηγή: Stolpper et al., 2007: 13. Όπως παρατήρησαν οι Frey & Stutter (2005) ένας παράγοντας, μαζί με την οικονομική ανάπτυξη, που επηρεάζει σημαντικά την ικανοποίηση από την ζωή είναι η πολιτική ελευθερία. Πιο συγκεκριμένα, υψηλά επίπεδα ελευθερίας και ορθολογικότητας συνδέονται θετικά με την ευτυχία, ενώ χαμηλά επίπεδα δείχνουν μία αρνητική σχέση μεταξύ των δύο μεταβλητών (Welsch, 2003). Η Ελλάδα την τελευταία δεκαετία βρίσκεται σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα ελευθερίας και ορθολογικότητας, τα οποία, στα χρόνια της οικονομικής (και όχι μόνο) κρίσης, έχουν χειροτερέψει την πολιτική και οικονομικοκοινωνική της κατάσταση. Η Ελλάδα όχι μόνο δεν μπορεί πλέον να προσεγγίσει τα επίπεδα ευημερίας των δυτικών αναπτυγμένων δημοκρατιών αλλά, πολλές φορές, αδυνατεί να ανταγωνιστεί και χώρες που για πολλά χρόνια βρίσκονταν υπό σοσιαλιστικό καθεστώς και μετά την 93 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 πτώση του πέρασαν το κατώφλι των συνταγματικών δημοκρατιών. Σε αυτό το σημείο, ας τονισθεί πως οι αναπτυσσόμενες χώρες που προστατεύουν τα οικονομικά δικαιώματα, έχουν υψηλότερα επίπεδα ευημερίας, σε σχέση με χώρες που το καταφέρνουν λιγότερο καλά (Goldsmith, 1997: 30). Συνεπώς, χώρες που προσπαθούν να αναπτυχθούν χρειάζονται ένα ισχυρό κράτος δικαίου για την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθερία για τη λειτουργία τους. Το Rule of Law Index (2014: 42) ανακηρύσσει τη Δανία ως το καλύτερο κράτος δικαίου στον κόσμο. Στις πρώτες 30 θέσεις παγκοσμίως, τα Ευρωπαϊκά κράτη κατέχουν τις 22 εξ αυτών, γεγονός που αποτελεί μία ιδιαίτερα θετική εικόνα για τη θέση της Ευρώπης στην παγκόσμια ευημερία. Και τα 22 αυτά Ευρωπαϊκά κράτη είναι μέλη της ΕΕ και ανήκουν στην πρώτη και τη δεύτερη ζώνη διαχωρισμού για την ευημερία, που συζητήθηκε προηγουμένως. Η Ελλάδα δεν βρίσκεται σε αυτή την λίστα αλλά ακολουθεί αμέσως μετά ως 32η χώρα στον κόσμο. Αν και η κατάταξή της –εκ πρώτης όψεως– φαίνεται ικανοποιητική, ας μην παραβλέπεται το γεγονός ότι για τη θέση της στον παγκόσμιο χάρτη κρατών δικαίου ανταγωνίζεται ασιατικές και αφρικανικές χώρες, οι οποίες δεν είναι καν δημοκρατίες. Απομονώνοντας τα στοιχεία στην Ευρώπη, όπου εστιάζεται και το ενδιαφέρον της παρούσας εργασίας, η Ελλάδα βρίσκεται –κατ’ ουσίαν– στον πυθμένα της λίστας. Αν και σε επίπεδο ελέγχων και ισορροπιών, φαίνεται να διατηρεί ένα ικανοποιητικό επίπεδο, στον τομέα των κυβερνητικών υπηρεσιών αποδεικνύεται αναποτελεσματική, χωρίς την ικανότητα να επιβάλλει τις απαραίτητες νομοθετικές ρυθμίσεις (Rule of Law Index, 2014: 55). Η πολιτική δικαιοσύνη είναι μεν ανεξάρτητη αλλά ταυτόχρονα αργή (25η στη γενική κατάταξη), ενώ το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης σημειώνει δείκτες κατώτερους από πολλές άλλες αναπτυγμένες οικονομίες του κόσμου. Σύμφωνα με το Rule of Law Index (2014), σε μία γενικότερη ανάλυση η Ελλάδα καταφέρνει να προστατεύει τα βασικά δικαιώματα και τις ελευθερίες, αλλά ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα θεωρούνται οι απανωτές διακρίσεις σε βάρος ευπαθών ομάδων και οι επανειλημμένες και άνευ ορίων καταστρατηγήσεις των δικαιωμάτων τους. Την Ελλάδα ξεπερνούν η Τσεχία, η Σλοβενία και η Ουγγαρία από την τρίτη ζώνη, όπως και η Γεωργία, που βρίσκεται εκτός ΕΕ. Αξίζει να σημειωθεί ότι όλες οι χώρες της δικής της ζώνης σημειώνουν καλύτερους δείκτες λειτουργίας του κράτους δικαίου, αφήνοντας την Ελλάδα 94 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 να υπερέχει μόνο από τη Ρουμανία, την Κροατία και τη Βουλγαρία από τις χώρες της ΕΕ (Rule of Law Index, 2014: 37- 42). Το κράτος δικαίου, σύμφωνα με το Index of Economic Freedom (2014) χωρίζεται σε δύο υποκατηγορίες. Η μία αφορά την ελευθερία στην ιδιοκτησία και η άλλη τη διαφθορά. Και οι δύο δείκτες, όπως είναι φανερό, σχετίζονται λιγότερο με το γενικό πλαίσιο του κράτους δικαίου και περισσότερο με την έννοια των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας. Αυτό συμβαίνει επειδή ο κατάλογος έχει οικονομικό χαρακτήρα και η μεταβλητή απαιτείται να ενσωματωθεί σε αυτόν τον τομέα έρευνας. Ωστόσο, μας βοηθά στην κατανόηση του κράτους δικαίου, καθώς τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα αποτελούν έναν σημαντικό επιμέρους δείκτη. Στην πρώτη μεταβλητή, η Ελλάδα κατέχει την 36η θέση στην Ευρώπη. Οι χώρες τις οποίες ξεπερνά ανήκουν κυρίως στην τρίτη ζώνη διαχωρισμού και –στην πλειοψηφία τους– είτε εισχώρησαν πρόσφατα στην ΕΕ είτε δεν ανήκουν σε αυτήν. Στις πρώτες δεκαπέντε χώρες με την ίδια επίδοση (90) συναντάμε 9 χώρες από την πρώτη ζώνη, 2 από την δεύτερη και 2 από την τρίτη (Index of Economic Freedom, 2014: 34). Στην ελευθερία από τη διαφθορά, η Ελλάδα βρίσκεται σε πτωτική πορεία καταλαμβάνοντας την 35η θέση πανευρωπαϊκώς. Ο κατάλογος εμμένει στα προβλήματα διαφθοράς στην Ελλάδα, τονίζοντας το πρόβλημα της φοροδιαφυγής και της κρατικής κατάχρησης (Index of Economic Freedom, 2014: 220). Οι χώρες που ξεπερνά η Ελλάδα στην ευρωπαϊκή κατάταξη είναι η Μολδαβία, η Ουκρανία, η Λευκορωσία, η Ρωσία, η Βουλγαρία και η Αρμενία. Όλες προέρχονται από την τρίτη ζώνη διαχωρισμού. Αντίθετα οι χώρες που σημειώνουν χαμηλά ποσοστά διαφθοράς προέρχονται από την πρώτη ζώνη, με τη Δανία, την Ολλανδία, τη Φιλανδία και τη Σουηδία να κατέχουν τα πρωτεία. Σε κάθε περίπτωση, εύλογα καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ο σεβασμός στην ιδιωτική ιδιοκτησία (σε όλες του τις διαστάσεις) πραγματικά ενισχύει την ικανοποίηση από την ζωή (Graafland & Compen, 2012: 20). 95 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 ΠΙΝΑΚΑΣ 5: ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ 32 ΧΩΡΕΣ ΣΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΓΙΑ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΔΙΚΑΙΟΥ Πηγή: Rule of Law Index, 2014: 78. 4. Η ελληνική και η ευρωπαϊκή ελευθερία στην οικονομία Η ελευθερία στην οικονομία έγκειται στην αυτονομία του ατόμου να αποφασίζει το ίδιο για τον εαυτό του. Ο G. Stigler (1978: 214) ορίζει την ελευθερία στην οικονομία ως την ικανότητα ενός ανθρώπου να κάνει τα δικά του σχέδια δράσης, χωρίς να χειραγωγείται από άλλους. Ο R. Veenhoven (2000: 257-288) κατέληξε ότι η οικονομική ελευθερία είναι ισχυρά συνδεδεμένη με τον δείκτη «ικανοποίηση από την ζωή». Παραμένει ισχυρή ακόμη 96 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 και όταν αφαιρέσουμε την μεταβλητή τού κατά κεφαλήν εισοδήματος, κάτι που σημαίνει πως η ικανοποίηση από την ζωή επηρεάζεται από πιο σύνθετους παράγοντες. Στην ελευθερία της οικονομίας, στα περισσότερα κράτη της Ευρώπης, βλέπουμε να υπάρχει σχετική σύμπλευση ανά ζώνη διαχωρισμού. Οι χώρες της πρώτης ομάδας χαρακτηρίζονται από περισσότερο ευέλικτες αγορές, οι οποίες ευνοούν την επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις. Η Ελλάδα βρίσκεται για το 2014, στη 40ή θέση από τις 43 χώρες της Ευρώπης, στον γενικό δείκτη που περιλαμβάνει όλες τις μεταβλητές. Την ξεπερνούν χώρες όπως η Εσθονία (4η θέση), η Λιθουανία (11η θέση) και η Τσεχία (15η θέση), οι οποίες μάλιστα χαρακτηρίζονται όλες ως ελεύθερες και όχι απλώς ως σχεδόν ελεύθερες οικονομίες. Η δημιουργία μίας νέας επιχείρησης στην Ελλάδα είναι ένα από τα πιο δύσκολα εγχειρήματα, που μπορεί να επιλέξει ένας πολίτης που ξεκινά την επαγγελματική του δραστηριότητα. Ως προς το σημείο αυτό, η Ελλάδα σημειώνει έναν από τους χαμηλότερους δείκτες, κατακτώντας την 38η θέση στις χώρες της Ευρώπης (Index of Economic Freedom, 2014: 34). Αυτό σημαίνει πως τα εμπόδια που εμφανίζονται στον τομέα των επενδύσεων στην Ελλάδα είναι αρκετά και έως έναν βαθμό αξεπέραστα. Το κόστος σε χρόνο και χρήμα είναι αποθαρρυντικός παράγοντας, που υποθάλπει ένα εχθρικό κλίμα κατά της επιχειρηματικότητας. Οι διαδικασίες έναρξης μιας επιχείρησης δεν απαιτούν ιδιαίτερη γραφειοκρατία, αντίθετα με τις διαδικασίες αδειοδότησης, οι οποίες απαιτούν και χρόνο και επιπρόσθετα βάρη. Μαζί με το υψηλό μη μισθολογικό κόστος απασχόλησης εργαζομένων και τα άκαμπτα ωράρια εργασίας συνθέτουν ένα στάσιμο σκηνικό στην αγορά, μειώνοντας την προσφορά εργασίας και αυξάνοντας τους δείκτες ανεργίας (Index of Economic Freedom, 2014: 220). Ο δείκτης ελευθερίας της επιχειρηματικότητας μάλιστα, επηρεάζει σημαντικά τον υποκειμενικό δείκτη ευημερίας, μειώνοντας τον σε αρκετά χαμηλά επίπεδα (Gehring, 2012: 18). Η απελευθέρωσή τους – ωστόσο μέσα στα πλαίσια απόλυτου σεβασμού των δικαιωμάτων των εργαζομένων, που κατακτήθηκαν μέσα από πολύχρονους και πολύμοχθους αγώνες– θα μπορούσε να βοηθήσει την Ελλάδα να ξεκινήσει ξανά την παραγωγική της μηχανή, όπως συμβαίνει σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Οι χώρες της πρώτης ζώνης είναι εκείνες που σημειώνουν και τα καλύτερα ποσοστά ευνοϊκού κλίματος του δείκτη επιχειρηματικότητας. Η Δανία, η Ολλανδία, η Γερμανία, η Φιλανδία και η Σουηδία κρατούν τα πρωτεία στον εν λόγω τομέα. Το Ηνωμένο Βασίλειο σημειώνει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά, ενώ η Λιθουανία και η 97 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 Γεωργία κάνουν την έκπληξη από την τρίτη ζώνη διαχωρισμού (Index of Economic Freedom, 2014: 34). Ένας ακόμη βασικός δείκτης ελεύθερης οικονομίας είναι αυτός της ελευθερίας επενδύσεων. Η Ελλάδα, με το άκαμπτο και ασφυκτικά ρυθμισμένο νομικό της πλαίσιο, αποθαρρύνει τις επενδύσεις σε πολύ μεγάλο βαθμό. Στην ουσία αφήνει ευνοϊκό το πλαίσιο για εθνικές εταιρείες (Index of Economic Freedom, 2014: 221), κρατώντας μακριά τον όποιο διεθνή ανταγωνισμό, δημιουργώντας ολιγοπώλια, που έχουν βασικό αντίκτυπο τις υψηλές τιμές προϊόντων. Βρίσκεται στην 39η θέση πανευρωπαϊκώς, ξεπερνώντας μόνο τη Μολδαβία, τη Ρωσία, τη Λευκορωσία και την Ουκρανία. Όλες οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, είναι ελκυστικότερες για επενδύσεις, με συνέπεια εκτός των υψηλών τιμών, και την υψηλή ανεργία στην Ελλάδα. Και πάλι οι ελαστικότερες χώρες για επενδύσεις ανήκουν στην πρώτη ζώνη διαχωρισμού. Η Δανία, η Ολλανδία, η Γερμανία, η Σουηδία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Φιλανδία και η Αυστρία βρίσκονται και πάλι ανάμεσα στις πρώτες χώρες πανευρωπαϊκώς. Για μία ακόμη φορά από τη δεύτερη ομάδα διαχωρισμού διακρίνεται η Εσθονία (Index of Economic Freedom, 2014 : 34). Στη χρηματοπιστωτική ελευθερία, η οποία αφορά τον τραπεζικό τομέα, η Ελλάδα ξεπερνά τη Ρωσία, τη Λευκορωσία και την Ουκρανία, όντας για μία ακόμη φορά στον πυθμένα του σχετικού πίνακα. Στο σημείο αυτό, ας επισημανθεί ότι άλλες επτά χώρες σημειώνουν την ίδια επίδοση με την Ελλάδα, αλλά καμία από αυτές δεν συμπεριλαμβάνεται στην πρώτη 15άδα της γενικής ελευθερίας (Index of Economic Freedom, 2014: 220). Η πρώτη ζώνη έχει σταθερά υψηλά ποσοστά χρηματοπιστωτικής ελευθερίας, όχι όμως αποκλίνοντα σε μεγάλο βαθμό από τα κράτη των υπόλοιπων ζωνών. Η Ελλάδα διαθέτει ένα αρκετά άκαμπτο χρηματοπιστωτικό σύστημα, σταθερά ελεγχόμενο από το κράτος. Αν και οι πρώτες προσπάθειες απελευθέρωσής του ξεκίνησαν το 1987, δεν είχαν παρά μόνο λίγα βραχύχρονα αποτελέσματα, με συνέπεια μέχρι σήμερα, σημαντική χρηματοπιστωτική δραστηριότητα να ασκείται ή να ελέγχεται από το κράτος. Το διεθνές εμπόριο είναι ίσως ο σημαντικότερος παράγοντας ανάπτυξης, πλούτου και ευημερίας στην οικονομική δραστηριότητα, με κύρια συστατικά του την ανταγωνιστικότητα μεταξύ των αγορών και φυσικά την καινοτομία (Gehring, 2012: 16). Ο δείκτης του ελεύθερου εμπορίου είναι αρκετά ισχυρός, όσο αναφερόμαστε σε χώρες οι 98 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 οποίες ήταν ή είναι σχετικά φτωχές. Σήμερα στις πλούσιες χώρες, το ακόμη πιο ελεύθερο εμπόριο δεν φαίνεται να έχει σημαντική επίδραση στην υποκειμενική ευημερία, τουλάχιστον όχι όσο στις φτωχότερες χώρες (Graafland & Compen, 2012: 19-20). Στην ελευθερία εμπορίου, λοιπόν, η Ελλάδα κινείται στα ίδια επίπεδα με την υπόλοιπη εικόνα της στην οικονομία. Οι δασμοί που επιβάλει η ελληνική κυβέρνηση αυξάνουν το κόστος των ξένων προϊόντων, ευνοώντας τις εγχώριες επιχειρήσεις να κρατήσουν το μερίδιο τους στην αγορά, κάτι που φάνηκε και στον δείκτη των επενδύσεων. Η Ελλάδα ξεπερνά τη Σερβία, τη Ρωσία και τη Λευκορωσία και βρίσκεται στην ίδια θέση με την Κύπρο και τη Γαλλία. Όπως παρατηρείται, η πορεία των περισσότερων κρατών στην ελευθερία εμπορίου ακολουθεί τις ζώνες διαχωρισμού. Συμπεράσματα Στις προηγούμενες ενότητες επιχειρήθηκε μία συνοπτική ανάλυση κάποιων δεικτών που θεωρούνται ιδιαίτερα σημαντικοί για την ευημερία και την ποιότητα της ζωής στην ΕΕ. Το βασικό επιχείρημα για την πορεία προς την ευημερία στηρίχτηκε σε δύο θεσμικούς πυλώνες, που θεμελιώνουν την ευημερία των πολιτών ενός κράτους. Από την μία το ισχυρό κράτος δικαίου και από την άλλη η ελευθερία στις οικονομικές σχέσεις δημιουργούν τις κατάλληλες προϋποθέσεις, ώστε ένα άτομο να έχει μία ζωή υψηλής ποιότητας. Η Ευρώπη, λοιπόν, μπορεί να μας υποδείξει δύο βασικούς δρόμους, έκαστος με διαφορετικά αποτελέσματα στην ευημερία. Ο ένας είναι ο δρόμος της περισσότερης ευημερίας, σύμφωνα με τις έρευνες που αφορούν την ποιότητα ζωής. Στην Ευρώπη υπάρχουν αρκετά κράτη, των οποίων οι πολίτες τους νιώθουν ευτυχισμένοι. Η συντριπτική πλειοψηφία των κρατών αυτών ανήκει στην ΕΕ και μοιράζεται τις ίδιες θεσμικές λειτουργίες: το κράτος δικαίου και την ελεύθερη οικονομία. Τα κράτη που προπορεύονται στην ευημερία στην Ευρώπη, είναι αυτά που επίσης προπορεύονται στους δείκτες της προστασίας των δικαιωμάτων και της ελεύθερης αγοράς και ανήκουν στην πρώτη ζώνη διαχωρισμού. 99 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 Από την άλλη πλευρά υπάρχουν κράτη που προσπαθούν να ενσωματώσουν το θεσμικό πλαίσιο των υπόλοιπων φιλελεύθερων δημοκρατιών αλλά δεν τα καταφέρνουν. Αυτό συμβαίνει για διάφορους πολιτισμικούς και πολιτικούς λόγους, που από μόνοι τους θα άξιζε να αποτελέσουν αντικείμενο ξεχωριστής μελέτης. Αυτή η κρατική αναποτελεσματικότητα –όχι τυχαία– παράγει σημαντικά ποσοστά ανασφάλειας και δυστυχίας στους πολίτες των εν λόγω κρατών, γεγονός που έχει ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα τη γένεση ακόμη περισσότερων προβλημάτων στον ήδη ταλαιπωρημένο κοινωνικό ιστό. Οι χώρες της δεύτερης και της τρίτης ζώνης παρουσιάζουν τέτοιου είδους δυσλειτουργίες, με την Ελλάδα να αποτελεί ένα τρανταχτό παράδειγμα θεσμικού ελλείμματος. Αν και η τελευταία, εδώ και χρόνια, είναι μέλος του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (Ο.Ο.Σ.Α.) [Organization for Economic Cooperation and Development (OECD)], του Οργανισμού Βορειοατλαντικού Συμφώνου, γνωστού ως ΝΑΤΟ (Νοrth Αtlantic Τreaty Οrganizatiοn) και της ΕΕ, δεν έχει καταφέρει να συγχρονισθεί με τα υπόλοιπα μέλη των συνασπισμών αυτών ούτε σε θεσμικό επίπεδο αλλά ούτε και σε επίπεδο ευημερίας. Σε τελική ανάλυση φαίνεται πως η Ευρώπη μπορεί να ευημερεί, σύμφωνα με πρόσφατα στατιστικά (ποσοτικά) και ποιοτικά δεδομένα. Πράγματι, τα κράτη-μέλη της ΕΕ κατέχουν τις υψηλότερες θέσεις στους σχετικούς δείκτες ευημερίας. Από τα πρώτα 20 πιο ευημερούντα κράτη στον κόσμο για το 2013, τα 14 είναι ευρωπαϊκά κράτη, εκ των οποίων τα 11 ανήκουν στην ΕΕ. Στην πραγματικότητα τα κράτη που ευημερούν λιγότερο στην Ευρώπη, αυτά της δεύτερης και της τρίτης ζώνης διαχωρισμού, ξεπερνούν τις περισσότερες χώρες στον κόσμο. Η επίδοσή τους φαίνεται σχετικά χαμηλή μέσα στην ΕΕ. 100 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 ΠΙΝΑΚΑΣ 6: Ο ΧΑΡΤΗΣ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟ 2013 Πηγή: http://www.prosperity.com/#!/?opts=map Η κατάκτηση της ευημερίας είναι ένα από τα ιδιαίτερα σημαντικά στοιχεία για την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Οι υπαρκτές αρνητικές σκέψεις για μια ενωμένη Ευρώπη απαιτείται να επανεξεταστούν και να τεθούν υπό ερώτηση, μέσα από μια αναστοχαστική διαδικασία σχετικά με το πού θα βρίσκονταν τα ευρωπαϊκά κράτη σήμερα, χωρίς αυτή την ένωση. Ένα πιθανό σενάριο υποθέτει ότι θα ήταν λιγότερο ευτυχισμένα, με συχνότερους πολέμους και εχθρική αντιμετώπιση το ένα προς το άλλο. Το κράτος δικαίου και όλοι του οι δείκτες είναι βασικά συστατικά στοιχεία για κάθε κράτος με πολίτες ικανοποιημένους από την ποιότητα ζωής τους, είτε πρόκειται για αναπτυγμένες είτε για αναπτυσσόμενες χώρες (Graafland & Compen, 2012: 19). Τα πράγματα είναι πιο σύνθετα όσον αφορά την οικονομία στην ελευθερία. Από τη μία πλευρά, η οικονομική ελευθερία είναι αναγκαία, από την άλλη πλευρά, οι περιορισμοί που σχετίζονται με τη λειτουργία ενός στοχευόμενου κράτους πρόνοιας είναι επιτακτικοί. Ας μην παραβλέπεται το γεγονός ότι στις πρώτες θέσεις των δεικτών ευημερίας 101 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 εναλλάσσονται κράτη με σημαντικό προνοιακό σύστημα, το οποίο λειτουργεί αυξητικά στα ποσοστά ευημερίας. Η Ελλάδα, όπως και κάθε ευρωπαϊκή χώρα που επιθυμεί να ευημερήσει, δεν έχει άλλον δρόμο παρά να μείνει στην ΕΕ, κάνοντας τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις των θεμελίων τού θεσμικού της πλαισίου προς τη σωστή κατεύθυνση, ταυτόχρονα με μια σημαντική και υπεύθυνη προσπάθεια του Βορρά να μην ωθεί τον Νότο στην οικονομική και κοινωνική εξόντωση. Όπως είδαμε, αυτή η κατεύθυνση των απαραίτητων θεσμικών μεταρρυθμίσεων δεν είναι άλλη από τη δημιουργία ενός ισχυρού κράτους δικαίου, που προστατεύει τις ελευθερίες και τα δικαιώματα, και από τη δημιουργία μίας πραγματικά ελεύθερης οικονομίας, που ελαχιστοποιεί τα κόστη συναλλαγής και δημιουργεί πλούτο. Όταν οι άνθρωποι νιώθουν ευτυχισμένοι σε έναν δρόμο, δεν βρίσκουν λόγο να τον αλλάξουν και τότε δεν επηρεάζονται από καιροσκοπικές ιαχές. Προς αυτήν την ευημερία/ευτυχία είναι σκόπιμο να στρέφονται τα ευρωπαϊκά κράτη, προκειμένου να αντιμετωπίσουν το υπαρκτό πρόβλημα που επιβεβαίωσαν οι εκλογές του Μαΐου του 2014 για το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο: αυτό του ευρωσκεπτικισμού. 102 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΙΝΑΚΑΣ 1: Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΣΥΝΟΛΙΚΑ ΣΤΙΣ ΧΩΡΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ 103 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 Πηγή: Index of Economic Freedom, 2014. 104 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 ΠΙΝΑΚΑΣ 2: Η ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗ ΚΑΙ Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΓΙΑ ΦΤΩΧΕΣ ΚΑΙ ΠΛΟΥΣΙΕΣ ΧΩΡΕΣ Πηγή: Graafland et al., 2012: 18. 105 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 ΠΙΝΑΚΑΣ 3: ΟΙ 20 ΠΙΟ ΕΥΗΜΕΡΟΥΣΕΣ ΧΩΡΕΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΟ 2013 Πηγή: http://www.prosperity.com/#!/ranking 106 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 Γ. ΕΚΠΑΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥΣ ΠΟΛΙΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΚΡΙΣΗΣ. Η ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΙΣ ΧΩΡΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΤΗΝ ΑΥΓΗ ΤΟΥ 21ου ΑΙΩΝΑ Μαίρη Μαργαρώνη Εισαγωγή Η παρούσα μελέτη εξετάζει τη συμβολή της Πολιτειακής Εκπαίδευσης (ΠΕ) για τη δημιουργία υπεύθυνων, ενημερωμένων και ενεργών δημοκρατικών πολιτών στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Εκκινώντας από έναν σύντομο σχολιασμό της ιδιαίτερης σχέσης που υφίσταται ανάμεσα στην κοινωνία και την εκπαίδευση (ενότητα 1), η μελέτη εστιάζεται στα χαρακτηριστικά της έννοιας της πολιτειότητας, έτσι όπως αυτά διαμορφώνονται ανάλογα με τις ιστορικές συγκυρίες, και κατ’ επέκταση, στον ορισμό, τη στοχοθεσία και το περιεχόμενο της ΠΕ, με έμφαση στη σύγχρονη Ευρώπη (ενότητα 2). Εν συνεχεία, συζητάται η ΠΕ ως μέρος μιας ευρύτερης κουλτούρας, κατά την οποία σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν οι νοοτροπίες, οι πολιτικο-κοινωνικές αντιλήψεις και –ως εκ τούτου– η υφιστάμενη εκπαιδευτική κουλτούρα, των εκπαιδευτικών πρακτικών συμπεριλαμβανομένων. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, εξετάζεται ενδεικτικά, αφενός, το συναπάντημα της ΠΕ με την εκπαίδευση στα ανθρώπινα δικαιώματα και την ειρήνη και, αφετέρου, εκπαιδευτικές πρακτικές, όπως η βιωματική μάθηση και η ομαδοσυνεργατική διδακτική μέθοδος, που συμβάλλουν (εν δυνάμει) στη μετουσίωση της ΠΕ σε Μετασχηματίζουσα Μάθηση (ενότητα 3). Στο τελευταίο κεφάλαιο συνοψίζονται τα βασικά συμπεράσματα υπό το κεντρικό ερώτημα του κατά πόσον η ΠΕ μπορεί να αποτελέσει απάντηση στο ανερχόμενο δημοκρατικό έλλειμμα και γενικότερα της ανερχόμενης υποχώρησης δημοκρατικών νοοτροπιών, στάσεων ζωής και συμπεριφορών στην ΕΕ του 21ου αιώνα. Η απόκτηση ενός ευρύτερου πολιτικού εγγραμματισμού (political literacy), ήδη, από πολύ μικρή ηλικία θεωρείται προϋπόθεση για την επιβίωση και την ενίσχυση της Δημοκρατίας. 107 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 Κατά τη μακρόχρονη περίοδο της σύγχρονης πολιτικής, οικονομικής, κοινωνικής και, πρωτίστως, ηθικής κρίσης, τα κράτη-μέλη της ΕΕ (και όχι μόνο) χαρακτηρίζονται από αυξάνον δημοκρατικό έλλειμμα και γενικότερο έλλειμμα στην έμπρακτη εφαρμογή δημοκρατικών πρακτικών, που λαμβάνει ποικίλες μορφές. Σε αυτό, προστίθεται η έλλειψη επαρκούς ενδιαφέροντος ενός σημαντικού μέρους των νέων ανθρώπων για ανάπτυξη πολιτικής σκέψης και πολιτικής συνείδησης, που θα τους βοηθήσει να συμμετέχουν ενεργά και εποικοδομητικά στο σύγχρονο κοινωνικό-πολιτικό γίγνεσθαι, ως ελεύθεροι και υπεύθυνοι πολίτες, συμβάλλοντας στη δημιουργία μιας κοινωνίας ενσωμάτωσης, δικαίου και ισονομίας. Στο πλαίσιο αυτό, μείζονος σημασίας αποτελεί ηπολιτικήδέσμευση γιατη διατήρηση μιας συμμετοχικής κοινωνίας των πολιτών (Barber, 1998a· Barber, 1998b), για την καλλιέργεια της οποίας απαραίτητη θεωρείται η ΠΕ (Boston, 1997· Annette, 2005: 326-340). 1. Κοινωνία και Εκπαίδευση: μια ιδιαίτερη σχέση Το έκαστο εκπαιδευτικό σύστημα δεν παράγεται στο κενό αλλά τοποθετείται σε ένα ευρύτερο κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο, αποτελώντας μέρος ενός πολυσυστήματος, με πυκνές εσωτερικές διασυνδέσεις. Με άλλα λόγια, το εκπαιδευτικό σύστημα δεν αποτελεί παγιωμένο και στατικό μοντέλο αλλά γέννημα ενός ζωντανού κοινωνικού συστήματος και –ως εκ τούτου– υπόκειται στις ίδιες μεταβολές (ιδεολογικές, πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές) που υφίσταται ευρύτερα η κοινωνία. Συχνά διατυπώθηκε η άποψη ότι η εκπαίδευση και το σχολείο αποτελούν μηχανισμούς διατήρησης του πολιτικοκοινωνικού status quo και της αναπαραγωγής της κυρίαρχης πολιτισμικής ιδεολογίας. Τοιουτοτρόπως, η εκπαίδευση δεν αποτελεί ιδεαλιστικό εξωανθρώπινο παράγοντα, αλλά ζωντανό κύτταρο κοινωνικής αναπαραγωγής (Bourdieu & Passeron, 1990). Στην ομάδα των ριζοσπαστών φιλοσόφων θεωρητικών και ερευνητών που αμφισβητούν τη δυνατότητα του εκπαιδευτικού συστήματος για τη διαμόρφωση ενεργών, κριτικών και ελεύθερων πολιτών, ικανών να εργασθούν για τις απαιτούμενες κοινωνικές αλλαγές, με όραμα για κοινωνική δικαιοσύνη και ισονομία, ανήκει και ο Λ. Αλτουσέρ (1983). Ο 108 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 τελευταίος επικρίνει το εκπαιδευτικό σύστημα ως έναν από τους βασικούς μηχανισμούς της κοινωνικής αναπαραγωγής, καθώς έμμεσα εφαρμόζει το κρυφό σχολικό πρόγραμμα (hidden curriculum), που προωθεί την ηγεμονική κουλτούρα και την ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης. Υποστηρίζει ότι οι μαθητές που προέρχονται από διαφορετικές τάξεις και –συνεπώς– κουλτούρες και ιδεολογίες, ήδη από τη σχολική τους ηλικία, εσωτερικεύουν αξίες, στάσεις, πεποιθήσεις, κοινωνικές συμπεριφορές και νοοτροπίες, που τους επιβάλλει ο σχολικός μηχανισμός, διαφορετικές από τις δικές τους. Τοιουτοτρόπως, θεωρεί ότι το εκπαιδευτικό σύστημα αναπαράγει τις καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις μέσα από τη διαιώνιση των ανισοτήτων και τη διαμόρφωση αλλοτριωμένων προσωπικοτήτων. Πιο συγκεκριμένα, ο Αλτουσέρ αντιλαμβάνεται το κράτος ως καταπιεστικό μηχανισμό, που επιτρέπει στην κυρίαρχη τάξη να διασφαλίζει την κυριαρχία της πάνω στις υπόλοιπες. Ως εκ τούτου, το κράτος εκλαμβάνεται ως ένας κατασταλτικός μηχανισμός, ο οποίος τίθεται σε λειτουργία σε περιπτώσεις κρίσης. Η αστυνομία, τα δικαστήρια, τα ιδρύματα εγκλεισμού και οι στρατιωτικές δυνάμεις αποτελούν διαφορετικές έμπρακτες εκφάνσεις της βασικής αυτής καταπιεστικής και κατασταλτικής λειτουργίας του κράτους. Πολύ περισσότερο: Σύμφωνα με τον Αλτουσέρ (1983: 78-89), δίπλα στον μηχανισμό καταστολής, χρησιμοποιούνται και οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους (ΙΜΚ) για την εδραίωση, την προώθηση και την αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας. Οι ΙΜΚ είναι πολλαπλοί και πολυδιάστατοι, όπως λ.χ. ο ΙΜΚ του σχολείου, της οικογένειας, της θρησκείας, των συνδικαλιστικών φορέων, των μέσων μαζικής ενημέρωσης, των πολιτιστικών φορέων κ.ά. Η διαφορά των ΙΜΚ, του σχολείου και γενικότερα του εκάστοτε εκπαιδευτικού συστήματος συμπεριλαμβανομένου, από τον κατασταλτικό μηχανισμό του κράτους, είναι ο τρόπος λειτουργίας τους: οι πρώτοι λειτουργούν έμμεσα και απόρρητα, φροντίζοντας για τη μαζική διάχυση της κυρίαρχης ιδεολογίας, ενώ ο τελευταίος λειτουργεί άμεσα και βίαια. Σε κάθε περίπτωση, εν γένει όλοι οι προαναφερθέντες κρατικοί μηχανισμοί και οι διάφορες εκφάνσεις τους, του εκπαιδευτικού συστήματος συμπεριλαμβανομένου, λειτουργούν έτσι ώστε να συντηρούν και να αναπαράγουν το status quo. Είναι δε αξιοσημείωτο ότι με την επικράτηση της κεφαλαιοκρατίας στη μεταβιομηχανική περίοδο, η εκπαίδευση αντικατέστησε τον ρόλο της θρησκείας στην προβιομηχανική ιστορική περίοδο. Ως εκ τούτου, στη μετανεωτερική εποχή το σχολείο αναδεικνύεται στον βασικότερο ΙΜΚ, ρόλο που διαδραμάτιζε η εκκλησία στην 109 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 προγενέστερη εποχή. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο σχέσεων κοινωνίας–εκπαίδευσης, η καλλιέργεια αξιών, στάσεων ζωής και νοοτροπιών προς όφελος όλων θεωρείται ουσιαστικά ανέφικτη. Παρόμοιες προσεγγίσεις για το σχεσιακό δίπολο κοινωνίας και εκπαίδευσης, εκφράζονται και στον χώρο της ελληνικής διανόησης (Μηλιός, 1993: 13· Κάτσικας, 1999: 12-13). Ωστόσο, η εν λόγω σχέση κοινωνίας και εκπαίδευσης δεν είναι ούτε μονοσήμαντη, ούτε άκαμπτη. Απλά και μόνο ο τίτλος της Έκθεσης της Διεθνούς Επιτροπής για την εκπαίδευση στον 21ο αιώνα, υπό την προεδρία τού J. Delores, «Εκπαίδευση, ο θησαυρός που κρύβει μέσα της» (UNESCO, 1999), είναι ενδεικτική της δυναμικής που η εκπαίδευση εμπερικλείει. Ως εκ τούτου, παρά τον αναντίρρητο, κατά βάση «συντηρητικό» ρόλο της εκπαίδευσης, με την έννοια της συμβολής της στη διατήρηση και αναπαραγωγή της κυρίαρχης κουλτούρας, η εκπαίδευση μπορεί να διαδραματίζει και ρόλο «ανατρεπτικό», με την έννοια της προώθησης ιδεολογιών και της καλλιέργειας νοοτροπιών, αξιών και στάσεων ζωής στο συλλογικό ασυνείδητο, οι οποίες χαρακτηρίζονται από μια ευρύτερη ουμανιστική αντίληψη και έχουν ως αποδέκτη την ανθρωπότητα στην ολότητά της, χωρίς κατακερματισμούς εθνικής, εθνοπολιτισμικής, ταξικής, θρησκευτικής, έμφυτης ή άλλης διάστασης. Προς την κατεύθυνση αυτή, η ΠΕ δύναται να συμβάλει καθοριστικά. 2. Πολιτειότητα και Πολιτειακή Εκπαίδευση: εννοιολογήσεις 2.1 Πολιτειότητα: μια σύντομη σημασιολογική ιστορική αναδρομή Πριν την ενασχόληση με την εννοιολόγηση και την οριοθέτηση της ΠΕ, ας δούμε το σημασιολογικό φορτίο της «πολιτειότητας» (citizenship). “Citizenship is the right to full partnership in the fortunes and in the future of the nation”, έλεγε o P. Martin, Γενικός Γραμματέας στην καναδική κυβέρνηση του W. L. Mackenzie King, σε έναν λόγο του, στις 20 Μαρτίου 1946 (Brown, 2013: 9). Οι Simpson & Weiner (1989: 250) ορίζουν την πολιτειότητα ως “the position or status of being a citizen”. Οι Koopmans et al. (2005: 7) ορίζουν ως πολιτειότητα «το σύνολο των δικαιωμάτων, καθηκόντων και ταυτοτήτων, που συνδέουν τους πολίτες με το έθνος-κράτος». Σε κάθε περίπτωση, οι αντιλήψεις για την πολιτεότητα, δηλαδή για την ιδιότητα του πολίτη, καθορίζουν πάντα, ποιοι αποτελούν και 110 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 ποιοι όχι μέλημιας κοινωνίας (Barbalet, 1988: 1). Τοιουτοτρόπως, η πολιτειότητα αποτελεί μία έννοια και ταυτόχρονα ένα εργαλείο ενσωμάτωσης ή αποκλεισμού ενός ατόμου ή μιας ομάδας σε ένα κοινωνικό σύνολο (Cesarani & Fulbrook, 1996· Van Houdt, 2008· Wallace Goodman, 2010). Η έννοια της πολιτειότητας, όπως άλλωστε κάθε έννοια, αποτελεί μια πολιτισμική κατασκευή. Ως εκ τούτου, δεν διαθέτει τις ποιότητες ούτε του διαχρονικού ούτε του υπερτοπικού. Αντίθετα, αποκτά διαφορετική σημασία ανάλογα με τα ιστορικά συμφαζόμενα. Συγκεκριμένα, στην πολιτική παράδοση των ελληνικών πόλεων-κρατών και τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία (Res publica Romanorum), η πολιτειότητα είχε τη σημασία της συμμετοχής όσων είχαν τα δικαιώματα του πολίτη, στις δημόσιες υποθέσεις, δηλαδή συμμετοχή στις δημόσιες συζητήσεις και, τοιουτοτρόπως, άμεση συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων και στη διαμόρφωση των νόμων. Στη σύγχρονη εποχή, στον δυτικό κόσμο, η ιδιότητα του πολίτη διευρύνθηκε από τον στενό κύκλο της τάξης των μορφωμένων και των ιδιοκτητών ακίνητης περιουσίας της κλασικής εποχής σε μεγαλύτερους κοινωνικούς κύκλους. Στη διεύρυνση αυτή συνέβαλαν σημαντικοί κοινωνικοί αγώνες, όπως λ.χ. για τη γυναικεία χειραφέτηση, τη μείωση της ηλικίας για δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, τα δικαιώματα των μειονοτικών ομάδων κ.λπ. (Citizenship Advisory Group, 1998: 9). Ήδη με τη δημιουργία των εθνικών κρατών (Gellner, 1992), κατά τα τέλη του 19ου αιώνα υπό την επίδραση του Ρομαντισμού (Κυριακίδου-Νέστορος, 1986: 29-30), αναπτύχθηκε μία δευτερογενής έννοια της ιδιότητας του πολίτη, δηλαδή του ανθρώπου που τύγχανε της προστασίας των νόμων του κράτους στο οποίο ανήκε, και τους οποίους είχε το καθήκον να υπακούει (Citizenship Advisory Group, 1998: 9). Σύμφωνα με τον Μπ. Άντερσον (1997: 26), το εθνικό κράτος «αποτελεί μια ανθρώπινη κοινότητα που φαντάζεται τον εαυτό της ως πολιτική κοινότητα, εγγενώς οριοθετημένη και ταυτόχρονα κυρίαρχη». Η αυτοεικόνα του εθνικού κράτους ως φαντασιακής πολιτικής κοινότητας ενίσχυσε την ανάπτυξη της προαναφερθείσας δευτερογενούς έννοιαςτης πολιτειότητας, καθώς υπογράμμιζε την ιδιότητα του συνανήκειν και συνέβαλλε στην καλλιέργεια της εθνικής ιδεολογίας, με στόχο τη διασφάλιση της πολιτικής ενότητας και της κοινωνικής συνοχής. 111 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 Στα νεότερα χρόνια, για την έννοια της πολιτειότητας, σημαντική είναι η συμβολή του T. H. Marschal (1950) στην κλασική πλέον μελέτη του,Citizenship and Social Class, η οποία στηρίχτηκε στις διαλέξεις του ίδιου στο Cambridge, το 1949. Στην εν λόγω μελέτη, ο Marschal αναλύει τις τρεις βασικές πτυχέςτης πολιτειότητας: την αστική (civil), την πολιτική (political) και την κοινωνική (social). Στην αστική πτυχή, περιλαμβάνονται όλα εκείνα τα δικαιώματα που χαρακτηρίζουν την ελευθερία του ατόμου. Στην πολιτική πτυχή περιλαμβάνεται το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι. Τέλος, στην κοινωνική πτυχή, περιλαμβάνονται όλα τα δικαιώματα που αφορούν την ανάπτυξη και την οικονομική ευημερία, που συμβάλλει στη βελτίωση της ποιότητας της ζωής του ατόμου. Η κατοχύρωση των αστικών, των πολιτικών και των κοινωνικών δικαιωμάτων, σύμφωνα με ου ου τον Marshall, συσχετίζεται με τις ιστορικές εξελίξεις και τους αγώνες του 18 , του 19 και του 20ού αιώνα αντίστοιχα. Στηριζόμενος στην ανάλυση του Marschal για την πολιτειότητα, το 1990, ο B.Weatherill, Πρόεδρος της Βουλής των Κοινοτήτων, σε έναν σημαντικό του λόγο για την ανάγκη ενθάρρυνσης της πολιτειότητας, έδωσε έμφαση τόσο στην αμοιβαιότητα μεταξύ των δικαιωμάτωνκαι των καθηκόντων ενός πολίτη, όπως επίσης και στην ενεργή και συνειδητοποιημένη προσφορά των ανθρώπων, σε εθελοντική βάση, σε επίπεδο τοπικό, εθνικό ή ευρύτερο. Υποστήριξε δε ότι η πολιτειότητα, όπως καθετί άλλο, πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο μάθησης (Murdoch, 1991: 439-441). Το άρθρο 8 της Συνθήκης του Μάαστριχτ εισήγαγε την έννοιατης ευρωπαϊκής πολιτειότητας (european citizenship), η οποία ουσιαστικά στηρίζεται στη δημιουργία της αίσθησης μιας κοινής ταυτότητας μιας πολυπολιτισμικής και πολύγλωσσης κοινότητας με κοινά σχέδια για το μέλλον (Osler & Starkey, 1999: 202). Η ΕΕ προσλαμβάνεται ως εσωτερικά διαφοροποιημένη οντότητα, αναγνωρίσιμη σε ένα ευρύτεροπαγκόσμιο πλαίσιο (Hyland, Loftus & Whelan, 1995· Lehning, 1999). Με άλλα λόγια, υπογραμμίζεται η κατασκευή της ενότητας μέσα από τη διαφορά (unity through difference) (Arnot, 1997: 278), τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο, μια και στην πράξη υπήρξαν και υπάρχουν ιδιαίτερες αντιστάσεις και αντιξοότητες (Lehning, 1997: 175-199·1998a: 346-367). Ταυτόχρονα εγείρονται ερωτήματα σχετικά με τη δυνατότητα εκδημοκρατισμού της ευρωπαϊκής πολιτικής (Schmitter, 1998: 13-36), η οποία θα μπορούσε να στηρίζει 112 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 έμπρακτα και αποτελεσματικά πτυχές της ευρωπαϊκής πολιτειότητας, σεβόμενη την πολυπολιτισμικότητα των επιμέρους κοινωνιών της και υποστυλώνοντας τη δημοκρατική διάσταση που εξ ορισμού η έννοια της πολιτειότητας περιλαμβάνει (Lehning, 1998b: 221242). Για την καλλιέργεια της ιδιότητας του ευρωπαίου πολίτη (Heater, 1992: 53-67), ο ρόλος της ΠΕ θεωρήθηκε σημαντικός και συγκεκριμένα η ιδιαίτερη διάσταση της «ευρωπαϊκότητας» στην εκπαίδευση (Πασιάς, 2006). Πολύ περισσότερο, η έννοια της «εθνικής πολιτειότητας» (ethnic citizenship) φαίνεται να χρήζει ανανέωση ή εμπλουτισμό από την ευρύτερη έννοια της «αστικής πολιτειότητας» (civic citizenship) (Jamieson & Grundy, 2004: 127), της «πολυπολιτισμικής πολιτειότητας» (multicultural citizenship) στο πλαίσιο άρθρωσης λόγου για τα δικαιώματα μειοψηφικών ομάδων (Kymlicka, 1998) και στο πλαίσιο της αποδοχής και του σεβασμού του ενύπαρκτου πλουραλισμού στην κοινωνία (Miller, 1995: 432-450), της «ευέλικτης πολιτειότητας» (flexible citizenship) (Ong, 1999) και της «οικουμενικής πολιτειότητας» (global citizenship) (Davies, Evans & Reid, 2005: 66-89). Είναι σαφές ότι σε έναν κόσμο που αλλάζει, μέσα από την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων στην ευρωπαϊκή ήπειρο, την εντατικοποίηση του μεταναστευτικού φαινομένου και την αύξηση των προσφυγικών ροών εξαιτίας των ανά τον κόσμο αναταραχών, τις εσωτερικές εντάσεις στην ΕΕ, συμπεριλαμβανομένου του φαινόμενου των εκ νέου αναδυόμενων εθνικισμών και των ακροδεξιών/νεοναζιστικών πολιτικών μορφωμάτων, την αναζωπύρωση ή ανάδυση νέων κοινωνικών κινημάτων [λ.χ. το φεμινιστικό, το κίνημα της LGBT (Lesbian, Gay, Bisexual, and Transgender) κοινότητας], τις αλλαγές σε πολιτικούς προσανατολισμούς (λ.χ. νεοφιλελευθερισμός, επαναπροσανατολισμός των πολιτικών πρόνοιας), η έννοια της πολιτειότητας δεν μπορεί να παραμένει αναλλοίωτη, αλλά χρήζει εκ νέου επαναπροσδιορισμού (Jansen, Chioncel & Dekkers, 2006: 193-196). Σε κάθε περίπτωση, υπάρχουν αφενός εννοιολογικές και θεωρητικές και αφετέρου εμπειρικές/βιωματικές προσεγγίσεις στην έννοια της πολιτειότητας (Kennedy, 2007: 307309). Ωστόσο, θεωρείται απαραίτητη η μετάβαση από την ενασχόληση με την έννοια της πολιτειότητας σε θεωρητικό και εννοιολογικό επίπεδο σε επίπεδο δράσης (Lawy & Biesta, 2006: 42-45). 113 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 Έτσι, οι Jansen, Chioncel & Dekkers (2006: 197-198) κάνουν λόγο για τέσσερις βασικές διαστάσεις της πρακτικήςτης πολιτειότητας, που πρέπει να προσεγγίζεται μέσω της ΠΕ: - την ικανότητα (capacity) - τη σύνδεση (connection) - την πρόκληση (challenge) - το πλαίσιο (context) Η διάσταση της ικανότητας επικεντρώνεται στις συγκεκριμένες δράσεις των πολιτών και στην ενασχόληση με ερωτήματα που αφορούν τον τρόπο με τον οποίο αυτοί δύνανται να ασκήσουν τα δικαιώματά τους και να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους. Με άλλα λόγια, η ικανότητα αφοράτη διάσταση του «πώς» μπορεί ένας πολίτης να δράσει μέσα στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του με αποτελεσματικό τρόπο. Σημαντική θεωρείται η ατομική ευαισθησία σε συντονισμένη αλληλεπίδραση και διαδραστική συμμετοχή ως προϋπόθεση για τις πρακτικές της ενεργούς ιδιότητας του πολίτη. Περαιτέρω, η διάσταση της σύνδεσης επικεντρώνεται στις σχέσεις των πολιτών με τους άλλους, εγείροντας ερωτήματα σχετικά με τις κοινοτικές ευθύνες και τις κοινοτικές δεσμεύσεις. Με άλλα λόγια, η σύνδεση αφορά τη διάσταση του «ποιος» των πρακτικών πολιτειότητας, στις οποίες θεωρείται μείζονος σημασίας η εξισορρόπηση μεταξύ κοινωνικότητας και αυτονομίας. Εν συνεχεία, η διάσταση της πρόκλησης επικεντρώνεται στην αυτοτοποθέτηση και την πρόσληψη του εαυτού στον κοινωνικό χώρο, εγείροντας ερωτήματα που συνδέουν πτυχές στην ιστορία της ζωής ενός ατόμου με ευρύτερα κοινωνικά αίτια και ευρύτερες κοινότητες. Δηλαδή η πρόκληση αφορά τη διάσταση του «τι» των πρακτικών πολιτειότητας, στις οποίες συγκλίνουν τόσο οι ανάγκες της κοινωνίας για την πολιτειακή δέσμευση του ατόμου όσο και οι ατομικές ανάγκες για πολιτειακή δράση με στόχο το ολιστικό κοινωνικό συμφέρον. Τέλος, η διάσταση του πλαισίου επικεντρώνεται στην τοποθέτηση των πολιτών στο κοινωνικό πλαίσιο, εγείροντας ερωτήματα που συνδέουν τον κοινωνικό αντίκτυπο με 114 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 τησυλλογική δράσηκαι δέσμευση. Με άλλα λόγια, το πλαίσιο αφορά τη διάσταση του «πού» των πρακτικών της πολιτειότητας, στις οποίες μείζονος σημασίας θεωρείται η ευαισθητοποίηση για τις διαφορικές επιλογές και τους πιθανούς περιορισμούς του έκαστου ενεργού πολίτη. Ωστόσο, ας σημειωθεί ότι η δυτική κοινωνία διανύει μια σημαντική πολιτισμική στροφή, αυτή του μεταμοντερνισμού, με ευρείες συνέπειες για τη γνώση, την ηθική, την πολιτική και τις ποικίλες ταυτότητες των ατόμων. Στο πλαίσιο αυτό, εγείρονται αμφιβολίες σχετικά με το μέλλον της ιδιότητας του πολίτη και η συζήτηση ταλαντώνεται μεταξύ δύο πόλων (Gilbert, 1992: 51-68), που αντιστοιχούν, αφενός, στην αισιόδοξη πρόταση του D. Heater (2004), που διαβλέπει μια επιστροφή στο κλασικό ιδεώδες της έννοιας της συμμετοχής του πολίτη στα κοινά, και, αφετέρου, στην απαισιόδοξη εκτίμηση του Ph. Wexler (1990: 164175), που διαβλέπει μια κατιούσα πορεία στην πολιτειακή εγρήγορση, σε μια κοινωνία που κυριαρχείται από την τηλεόραση και την κατανάλωση. Ανάλογο είναι και το σκεπτικό του Forbrig (2004: 7), ο οποίος εντοπίζει επίσης την αντιφατικότητα όσον αφορά το ζήτημα της συμμετοχής των Ευρωπαίων νέων στη σύγχρονη δημοκρατική ζωή. Αφενός, εντοπίζονται περισσότερα πεδία στην πολιτική και, γενικότερα, στη δημόσια ζωή, στα οποία προσφέρεται η δυνατότητα συμμετοχής των νέων περισσότερο από ποτέ. Αφετέρου, διαπιστώνεται ότι η δυνατότητα αυτή δεν αξιοποιείται ικανοποιητικά από τους νέους, έτσι ώστε η αποτελεσματική και ευρεία συμμετοχή τους στη δημοκρατική πολιτική των κοινωνιών που ζουν, να παραμένει ζητούμενο παρά να αποτελεί πραγματικότητα. Οι πιο απαισιόδοξες απόψεις εστιάζονται στη δραματική πτώση της πολιτικής συμμετοχής των νεότερων γενεών και ουσιαστικά στο γύρισμα της πλάτης τους στους δημοκρατικούς θεσμούς, θέτοντάς τους σε ιδιαίτερο κίνδυνο. Οι πιο αισιόδοξες φωνές τονίζουν τις μεταβαλλόμενες μορφές πολιτικής συμμετοχής της νεολαίας: μακριά από τη συμμετοχή των νέων σε συμβατικούς δημοκρατικούς θεσμούς (όπως λ.χ. τη συμμετοχή τους στις εκλογές με τα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα) φαίνεται να στρέφονται προς καινούργιες μορφές συμμετοχικότητας στη δημόσια ζωή (όπως λ.χ. τη συμμετοχή τους σε ΜΚΟ και άλλους φορείς ενασχόλησης με πτυχές του «κοινωνικού καλού»), δημιουργώντας καινούργιους τρόπους έκφρασης και συμμετοχής τους στα κοινά, 115 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 που σαφώς θεωρούν πιο ελκυστικούς από τους ανεπαρκείς παραδοσιακούς που κληρονόμησαν από τους προκατόχους τους. Σε κάθε περίπτωση, το μη ξεκάθαρο πολιτικο-κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ενηλικιώνονται οι νέοι του δυτικού κόσμου ενδεχομένως να αποτελεί ένα ιδιαίτερα δυνατό κίνητρο για την καλλιέργεια της ΠΕ, με στόχο τη δημοκρατία και την κοινωνική ευημερία στην ολιστική και οικουμενική της διάσταση (Crick, 2002· Dalton, 2004· Forbrig, 2005· Print, 2007: 325-345), και μάλιστα όχι μόνο στην Τυπική Εκπαίδευση (Formal Education) αλλά και στην Μη Τυπική (Non Formal Education) και την Άτυπη Εκπαίδευση (Informal Education) (Jansen, Chioncel & Dekkers, 2006: 189-205). 2.2 Πολιτειακή Εκπαίδευση: ορισμός, στοχοθεσία και περιεχόμενο ΠΕ είναι ο παιδαγωγικός κλάδος που ασχολείται με την εκμάθηση της πολιτειότητας, δηλαδή της ιδιότητας του πολίτη. Σύμφωνα με το Citizenship Advisory Group (1998: 4041), το περιεχόμενο της ΠΕ θα πρέπει να αποτελείται από τρεις βασικούς άξονες: α) κοινωνική και ηθική ευθύνη, β) κοινοτική συμμετοχή και γ) πολιτικό γραμματισμό. Με άλλα λόγια, οι μαθητές επιβάλλεται να μαθαίνουν πώς να κάνουν τους εαυτούς τους αποτελεσματικούς στη δημόσια ζωήμέσα από τις γνώσεις, τις δεξιότητες και τις αξίες που μαθαίνουν. Πιο συγκεκριμένα, στο περιεχόμενο της ΠΕ εγγράφεται η διδασκαλία της αγωγής του πολίτη και της συμμετοχικής δημοκρατίας, συμπεριλαμβανομένων της κατανόησης των δημοκρατικών πρακτικών και θεσμών, όπως των κομμάτων, των ομάδων πίεσης και των εθελοντικών φορέων, καθώς η διδασκαλία για τη σχέση της επίσημης πολιτικής δραστηριότητας με την κοινωνία των πολιτών. Η εκπαίδευσηγια την ιδιότητα του πολίτη δεν είναι αυτοσκοπός, ακόμη και αν θεωρείται δεδομένη η αξία της ενασχόλησης των μαθητών με συγκεκριμένες γνώσεις, καθώς και η αξία της ανάπτυξης δεξιοτήτων και αξιών σε σχέση με τις αποκτηθείσες γνώσεις. Ωστόσο, ο στόχος είναι η έμπρακτη εφαρμογή των θεωρητικών γνώσεων και η εφ’ όρου ζωής δέσμευση των νυν μαθητών και μελλοντικά ενήλικων πολιτών για συνειδητοποιημένη ενεργή εμπλοκή στην κοινωνία προς όφελος του κοινωνικού συνόλου (Citizenship Advisory Group, 1998: 8). 116 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 Σύμφωνα με τον Quisumbing (2002: 86-101), οι πτυχές της ΠΕ αφορούν: - Το προσωπικό επίπεδο, που σημαίνει μια προσωπική ικανότητα και μια προσωπική δέσμευση για ανάπτυξη ήθους και ευθύνης. - Το κοινωνικό επίπεδο, που σημαίνει ικανότητα συμβίωσης και συνεργασίας με άλλους για την επίτευξη των πολιτειακών στόχων. - Το χωρικό επίπεδο, που σημαίνει την ικανότητανα αντιληφθεί κανείς τον εαυτό του ως μέλος πολλών επικαλυπτόμενων κοινοτήτων, δηλαδή της τοπικής, της περιφερειακής, της εθνικής και της πολυεθνικής/πολυπολιτισμικής κοινότητας. - Το χρονικό επίπεδο, που σημαίνει την ικανότητανα εντοπίζει κανείς αλλαγές στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, να έχει αίσθηση της (παγκόσμιας) πολιτιστικής κληρονομιάς, έχοντας το βλέμμα στραμμένο προς το μέλλον και ευρισκόμενος μονίμως σε επαφή με την πραγματικότητα. Παρομοίως, μια ολιστική προσέγγιση της ΠΕ δίνει έμφαση: - Όσον αφορά το εννοιολογικό επίπεδο, στη γνωριμία με τον εαυτό και τους άλλους, με συμπεριφορές, κουλτούρες και πολιτισμούς, την ιστορία κ.ά. - Όσον αφορά το επίπεδο δράσης, στη λήψη αποφάσεων, την αποτελεσματική επικοινωνία και τη μη βίαιη δράση. - Όσον αφορά το συναισθηματικό επίπεδο, στην επιλογή, τον αναστοχασμό, την εσωτερίκευση, την αποδοχή, τον σεβασμό και την εκτίμηση του εαυτού και των άλλων. - Όσον αφορά το διανοητικό επίπεδο, την κατανόηση του εαυτού και των άλλων, την κατανόηση εννοιών, κινήτρων, όπως επίσης και βασικών ζητημάτων και διαδικασιών (Quisumbing, 2002: 86-101). Η προαναφερθείσα Συμβουλευτική Ομάδα για την Πολιτειότητα (Citizenship Advisory Group, 1998: 44), κάνοντας μία επισκόπηση των βασικών στοιχείων ΠΕ (δηλαδή βασικές έννοιες, αξίες, δεξιότητες και γνώσεις), που θεωρεί ότι πρέπει ένας μαθητής να έχει κατακτήσει μέχρι το τέλος της υποχρεωτικής σχολικής του φοίτησης, τα συνοψίζει στα εξής: Βασικές έννοιες: 117 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] - δημοκρατία και απολυταρχία· - συνεργασία και σύγκρουση· - ισότητα και διαφορετικότητα· - δικαιοσύνη, κρατικό νομικό πλαίσιο· - κανόνες, δίκαιο και ανθρώπινα δικαιώματα· - ελευθερία και τάξη· - άτομο και κοινότητα· - δύναμη και εξουσία· - δικαιώματα και ευθύνες. Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 Αξίες: - μέριμνα για το κοινό καλό· - πίστη στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την ισότητα· - φροντίδα για την επίλυση των συγκρούσεων· - διάθεση συνεργασίας με τους άλλους και για τους άλλους· - διάθεση για υπεύθυνη δράση· - ανεκτικότητα· - κρίση και λήψη αποφάσεων με βάση τον ηθικό κώδικα· - θάρρος υπεράσπισης μιας ιδέας ή μιας άποψης· - ανοιχτότητα πνεύματος και δεκτικότητα όσον αφορά μεταβαλλόμενες απόψεις και στάσεις· - ατομική πρωτοβουλία και προσπάθεια· - σεβασμό για τους νόμους· - αποφασιστικότητα για δίκαια δράση· - δέσμευση για την υπεράσπιση της ισότητας όλων των ανθρώπων, της ισότητας των δύο φύλων συμπεριλαμβανομένης, γεγονός που σημαίνει δέσμευση για την υπεράσπιση του δικαιώματος όλων σε ίσες ευκαιρίες· - δέσμευση για ενεργή συμμετοχή στα κοινά και για εθελοντική υπηρεσία· - μέριμνα για τα ανθρώπινα δικαιώματα και το περιβάλλον. 118 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 Δεξιότητεςκαι γνώσεις: - τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία σε προφορικό και γραπτό επίπεδο· - αποτελεσματική εργασία και συνεργασία με άλλους· - εκτίμηση της εμπειρίας και της οπτικής των άλλων· - ανεκτικότητα και αποδοχή διαφορετικών απόψεων· - ανάπτυξη μεθόδων επίλυσης των προβλημάτων· - χρήση των σύγχρονων μέσων τεχνολογίας με στόχο την κριτική συλλογή πληροφοριών· - κριτική προσέγγιση των καταστάσεων· - εντοπισμός μορφών χειραγώγησης και πειθούς· - ανταπόκριση αλλά και επίδραση στις κοινωνικές, ηθικές και πολιτικές προκλήσεις και καταστάσεις. Γνώση και κατανόηση: - επίκαιρων θεμάτων και γεγονότων σε τοπικό, εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο· - των χαρακτηριστικών των δημοκρατικών κοινοτήτων, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου λειτουργίας τους· - της αλληλεξάρτησης μεταξύ ατόμων και τοπικών, εθελοντικών κοινοτήτων· - της φύση της ποικιλομορφίας, των διαφωνιών και των κοινωνικών συγκρούσεων· - των νομικών και ηθικών δικαιωμάτων και ευθυνών των ατόμων και των κοινοτήτων· - της φύσης των κοινωνικών, των ηθικών και των πολιτικών προκλήσεων, που αντιμετωπίζουν οι πολίτες και οι κοινότητες· - των πολιτικών καινομικών συστημάτων σε επίπεδο τοπικό, εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές, συμπεριλαμβανομένων του τρόπου λειτουργίας τους· - της φύσης της πολιτικής και εθελοντικής δράσης στις κοινότητες· - των δικαιωμάτων και των ευθυνώντων πολιτών ως καταναλωτών, ως εργαζομένων, ως εργοδοτών, ως μελών μιας οικογένειας και ως μελών της κοινότητας· 119 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 του οικονομικού συστήματος, όπως αυτό συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με τα - άτομα και τις κοινότητες· - ζητημάτων που άπτονται των ανθρωπίνων δικαιωμάτων· - ζητημάτων που αφορούν την αειφόρο ανάπτυξη και γενικότερων περιβαλλοντικών ζητημάτων. Οι Davies, Evans & Reid (2005: 75) κάνοντας λόγο για εθνικά και μετα-εθνικά μοντέλα της κοινωνίας και της εκπαίδευσης, υπογραμμίζουν, όπως φαίνεται εποπτικά και στον παρακάτω πίνακα, όσον αφορά τα μετα-εθνικά κοινωνικά μοντέλα, τη μεταστροφή του εκπαιδευτικού συστήματος από την έμφαση στη διατήρηση της εθνικής ταυτότητας στην έμφαση στην παγκόσμια αλληλεξάρτηση, και ταυτόχρονα στην έμφαση υπερ-εθνικών προοπτικών, στοιχείων διακρατικότητας και υποστήριξης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με τρόπο ολιστικό και ουμανιστικό, ανεξάρτητο από οποιεσδήποτε αυθαίρετα κατασκευασμένες κατηγοριοποιήσεις. Μετα-εθνικά Εθνικά μοντέλα της κοινωνίας μοντέλα της κοινωνίας Γενικός προσανατολισμός του εκπαιδευτικού συστήματος Εσωτερική εστίαση σε στενά εθνικά συμφέροντα Εξωτερική εστίαση και έμφαση στην παγκόσμια αλληλεξάρτηση Επιδίωξη για την ενίσχυσηή τη διατήρηση της εθνικής ταυτότητας Πτυχές Εκπαίδευσης της Κοινωνικής Έμφαση: Έμφαση: Στον πατριωτισμό. Στις υπερ-εθνικές προοπτικές. Στην εθνική ιστορία και τις κοινωνικές δομές. Στην εθνική συμμετοχή Στην ενσωμάτωση ιστορικά αποκλεισμένων ομάδων. του Στη σύνδεση της πολιτειότητας με ατόμου. στοιχεία διακρατικότητας. Στα δικαιώματα και υποχρεώσεις Στο περιφερειακό και παγκόσμιο που προέρχονται μετο «νόμιμο» επίπεδοπολιτικών δομών. status του υποκειμένουστη χώρα 120 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] αυτή. Στα Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 οικουμενικά ανθρώπινα δικαιώματα (πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά). Μείζονος σημασίας θεωρείται επίσης η ανάγκη ενίσχυσης της συμπεριληπτικής δημοκρατικής πολιτειακής εκπαίδευσης (inclusive democratic citizenship), που, σύμφωνα με τις πρόσφατες εξελίξεις των φεμινιστικών αναλύσεων για τον ρόλοτης ΠΕ, μπορεί να εκκινεί από μια θεωρητική κριτικήτης πολιτειότητας ως ένα σύγχρονο ανδρικό αφήγημα (modern male narrative), δίνοντας έμφαση: α) αφενός, σε μιακοινωνικο-ιστορική προοπτική σχετικά με τον αγώνα των γυναικών για ουσιαστική κατοχύρωση των δικαιωμάτων τους μέσω της εκπαίδευσης· β) αφετέρου, στην αποδόμηση των (έμφυλων) λόγων (discourse) για την πολιτειότητα που χρησιμοποιούνται από τους σύγχρονους εκπαιδευτικούς· γ) τέλος, στην αναδυόμενη εκπαιδευτική προοπτική σχετικά με τις αρχές των δύο φύλων που θα πρέπει να επηρεάζει την ΠΕ στις δημοκρατικές κοινωνίες. Στο σημείο αυτό, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και οι σύγχρονες προσεγγίσεις, που απορρέουν από τις σπουδές φύλου (Gender Studies). Αυτές οι νέες οπτικές στην εκπαίδευση προσφέρουν ευκαιρίες για κριτική σκέψη σχετικά με το παρελθόν και για συνέχεια του αγώνα των γυναικών (και όχι μόνο) για την έμφυλη ισότητα (Arnot, 1997: 275-295· Arnot & Dillabough, 2000). Σε κάθε περίπτωση, η εκπαίδευση στην πολιτειότητα αποτελεί ήδη από το 1997 μία από τις προτεραιότητες του Συμβουλίου της Ευρώπης, με σκοπό την καλλιέργεια και την προώθηση αξιών και δεξιοτήτων που απαιτούνται για τη συμμετοχή των πολιτών στις δημοκρατικές διαδικασίες. Σύμφωνα με την ευρωπαϊκή έκθεση για την ποιότητα της σχολικής εκπαίδευσης και τους 16 δείκτες ποιότητας που αυτή έθεσε (European Commission / Directorate-General for Education and Culture, 2000), η εκπαίδευση στην πολιτειότητα για τους νεαρούς Ευρωπαίους, αποτελεί τον έβδομο δείκτη ποιότητας της Ευρωπαίους αποτελεί τον έβδομο δείκτη ποιότητας της εκπαίδευσης (σ. 31). Σύμφωνα μάλιστα με τον θεσμό του «Ευρωπαϊκού Έτους», που καθιερώθηκε το 1983, το 2005 ανακηρύχθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ως «Ευρωπαϊκό Έτος Ενεργών Πολιτών μέσω της Εκπαίδευσης» (European Year of Citizenship through Education), 121 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 αναδεικνύοντας τη σημασία της ΠΕ για τις χώρες της ΕΕ. Παράλληλα, την τελευταία τριακονταετία, κάθε χρονιά ανακηρύσσεται ως έτος κατά το οποίο προωθούνται επιμέρους αξίες της ΠΕ, όπως λ.χ. ενδεικτικά, το 1984 ανακηρύχθηκε ως «Ευρωπαϊκό Έτος της Ευρώπης των Πολιτών», το 1997 ως «Ευρωπαϊκό Έτος κατά του Ρατσισμού και της Ξενοφοβίας», το 1999 ως «Ευρωπαϊκό Έτος Καταπολέμησης της Βίας κατά των Γυναικών», το 2007 ως «Ευρωπαϊκό Έτος Ίσων Ευκαιριών για Όλους», το 2008 ως «Ευρωπαϊκό Έτος Διαπολιτισμικού Διαλόγου», το 2010 ως «Ευρωπαϊκό Έτος για την Καταπολέμηση της Φτώχειας και του Κοινωνικού Αποκλεισμού», το 2011 ως «Ευρωπαϊκό Έτος Ενεργών Πολιτών μέσω της εθελοντικής δραστηριότητας» και το 2013 ως «Ευρωπαϊκό Έτος των Πολιτών». Τα προαναφεθέντα αναδεικνύουν την προτεραιότητα της ΕΕ για την πολιτειότητα, η οποία δύναται να καλλιεργείται μέσα από την ΠΕ, ειδικά όταν εφαρμόζονται επιτυχημένα εκπαιδευτικά προγράμματα. Σύμφωνα με τους Osler & Starkey (1999: 213), προϋποθέσεις αποτελεσματικότητας και επιτυχίας εκπαιδευτικών προγραμμάτων για την καλλιέργεια της πολιτειότητας θεωρούνται: - πληροφορίες σχετικά με τη δημοκρατίακαι τα ανθρώπινα δικαιώματα στη θεωρία όσο και στην πράξη· - εστίαση στις βασικές δεξιότητες για την κοινωνική και οικονομική ένταξη· - εστίαση στη διάσταση της ισότητας των ευκαιριών για την αντιμετώπιση των ειδικών αναγκών των γυναικών· - εστίαση σε αντι-ρατσιστικές προσεγγίσεις και στην εξέταση των ειδικών αναγκώντων εθνοτικών μειονοτήτων· - δημιουργία ευκαιριών για τη διερεύνηση διαφόρων ταυτοτήτων και πολιτιστικών χαρακτηριστικών· - συνεργατικές πρακτικές και δημιουργία ομάδων εργασίας· - βιωματική μάθηση· - δημοκρατική διαδικασία λήψης αποφάσεων, συμπεριλαμβανομένης της συμμετοχής στη διαχείριση του έργου· - ανεξάρτητη συλλογιστική και κριτική επίγνωση· 122 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] - Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 ανάπτυξη αποτελεσματικών δεξιοτήτων επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που απαιτούνται για τη διαπολιτισμική επικοινωνία· - συμμετοχή της κοινότητας· - δεξιότητες διαπραγμάτευσης και συμμετοχής. Περνώντας στα ημέτερα, το ΔΕΠΠΣ και ΑΠΣ Κοινωνικής και Πολιτικής Αγωγής (σ. 1) στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, προβλέπει διάφορα επιμέρους μαθήματα Κοινωνικής και Πολιτικής Αγωγής των μαθητών, ήδη από την προσχολική εκπαίδευση και καθ’ όλη τη διάρκεια της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, αρχής γενομένης με τα μαθήματα της «Μελέτης του Περιβάλλοντος» (στο Νηπιαγωγείο και στις πρώτες τέσσερις τάξεις του Δημοτικού) και της «Κοινωνικής και Πολιτικής Αγωγής» (Ε΄-ΣΤ΄ τάξεις του Δημοτικού και Γ΄ τάξη του Γυμνασίου). Ταυτόχρονα, άλλα μαθήματα και σχολικές δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένων –μεταξύ άλλων– της «ευέλικτης ζώνης δημιουργικών και διαθεματικών δραστηριοτήτων» και της «ζώνης καινοτόμων δράσεων», όπως λ.χ. η Αγωγή Υγείας, η Αγωγή Καταναλωτή, η Κυκλοφοριακή Αγωγή και η Περιβαλλοντική Αγωγή, στοχεύουν επίσης να αναπτύξουν οι μαθητές ικανότητες διαχείρισης και αντιμετώπισης πολύπλοκων κοινωνικών και ηθικών προβλημάτων τόσο στο άμεσο όσο και στο ευρύτερο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα πάντα με το εν λόγω ΔΕΠΠΣ και ΑΠΣ (σ. 1), ο σκοπός της Κοινωνικής και Πολιτικής Αγωγής στην ελληνική προσχολική και την υποχρεωτική εκπαίδευση (πρωτοβάθμια και γυμνασιακή) είναι: - Η πνευματική ανάπτυξη, με την προώθηση της γνώσης και της κατανόησης του βαθύτερου νοήματος και σκοπού της ζωής και των οικουμενικών και διαχρονικών αξιών της ανθρώπινης κοινωνίας, με απώτερο στόχο την εφαρμογή τους στην καθημερινή ζωή. - Η ηθική ανάπτυξη, με την ενθάρρυνση των μαθητών ώστε να αξιολογούν με κριτικό πνεύμα θέματα ελευθερίας, ισότητας, δικαιοσύνης, ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς και των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεών τους στην κοινωνία. - Η κοινωνική, οικονομική και πολιτική ανάπτυξη, με τη στήριξη των μαθητών ώστε να αποκτήσουν τη γνώση, την κατανόηση και τις δεξιότητες που είναι 123 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 απαραίτητα στοιχεία για την ελεύθερη, υπεύθυνη και ενεργό συμμετοχή τους στο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό γίγνεσθαι. - Η πολιτισμική ανάπτυξη, με την ενίσχυση της εθνικής και πολιτισμικής ταυτότητας των μαθητών, τη συνειδητοποίηση της φύσης και του ρόλου των διαφόρων ομάδων στις οποίες ανήκουν, και την αποδοχή της διαφορετικότητας και του πλουραλισμού. - Η ανάπτυξη της ελληνικής ταυτότητας και συνείδησης με βάση την εθνική και πολιτιστική κληρονομιά. - Η καλλιέργεια των κοινωνικών σχέσεων και της κοινωνικής συνοχής, της ατομικής ευθύνης και της κοινωνικής αλληλεγγύης. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι για την ελληνική εκπαιδευτική πραγματικότητα η έμφαση εξακολουθεί να δίνεται ενδεχομένως κάπως περισσότερο σε ζητήματα εθνικής πολιτειότητας και λιγότερο σε ζητήματα πολυπολιτισμικής, ευέλικτης και οικουμενικής πολιτειότητας, όπως συζητήθηκαν προηγουμένως, γεγονός που σημαίνει η ΠΕ στην Ελλάδα χρήζει επαναπροσανατολισμού και επαναχάραξης. 3. Η Πολιτειακή Εκπαίδευση ως μέρος μιας ευρύτερης εκπαιδευτικής κουλτούρας Αν και πολλοί εκπαιδευτικοί αρνούνται την ενασχόληση με ζητήματα πολιτειότητας και πολιτειακής παιδείας στα μαθήματά τους, καθώς συνδέουν τη συγκεκριμένη εκπαίδευση με την πολιτική, στην οποία αποδίδουν αρνητικό πρόσημο (Frazer, 2007: 249-263), σύμφωνα με την έως τώρα ανάλυση, προκύπτει η αναγκαιότητα και μάλιστα η προτεραιότητα της ΠΕ στα Διαθεματικά Ενιαία Πλαίσια Προγραμμάτων Σπουδών (ΔΕΠΠΣ) και στα Αναλυτικά Προγράμματα Σπουδών (ΑΠΣ) της Προσχολικής, της Πρωτοβάθμιας και της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης της Τυπικής Εκπαίδευσης αλλά και της Μη Τυπικής και της Άτυπης Εκπαίδευσης. Βέβαια, όπως προαναφέρθηκε, η εκμάθηση της πολιτειότητας δεν σχετίζεται μόνο με τη διδασκαλία της έννοιας σε αμιγώς γνωστικό/πληροφοριακό επίπεδο. Πολύ περισσότερο, ηδιαδικασία εκμάθησης της πολιτειότητας επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες, όπως – μεταξύ άλλων– το παιδαγωγικό και εκπαιδευτικο-φιλοσοφικό πλαίσιο ολόκληρου του 124 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] σχολείου, τις διδακτικές και μεθοδολογικές Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 προσεγγίσεις καιτις γενικότερες προσφερόμενες ευκαιρίες μάθησης (Citizenship Advisory Group, 1998: 36-38). Όχι μόνο, δεν ωφελεί ιδιαίτερα να διδάσκεται απλά και μόνο ως ξεχωριστό μάθημα ενημερωτικού χαρακτήρα, αλλά πολύ περισσότερο, απαιτείται να διαχέεται και να ενσωματώνεται και σε άλλα γνωστικά αντικείμενα / μαθήματα, σύμφωνα με τις αρχές της διαθεματικής μεθόδου διδασκαλίας (thematic ή cross-curricular thematic approach), η οποία στηρίζεται στη θεωρητική αρχή οργάνωσης του αναλυτικού προγράμματος που καταλύει τα διακριτά μαθήματα ως πλαίσια οργάνωσης της (σχολικής) γνώσης (Ματσαγγούρας, 2006: 48), και επιχειρεί να προσεγγίσει τη γνώση ολιστικά και ενιαιοποιημένα (Αγγελάκος, 2003: 14), θεωρώντας την ως ένα αδιάσπαστο σύστημα (Γαβαλάς, 2003: 21-22). Υποστηρίζεται ότι η γνώση μόνο στην ενιαιοποιημένη και διεπιστημονική της μορφή αποκτά νόημα για τις πραγματικές καταστάσεις ζωής και μόνο με τον τρόπο αυτόν καθίσταται χρηστική και αποτελεσματική στην επίλυση προβλημάτων (Ματσαγγούρας, 2005: 35). Με άλλα λόγια, η ΠΕ είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα γνωστικό αντικείμενο προς μάθηση. Για να έχει νόημα και να επιτυγχάνει τους στόχους της, απαραίτητη προϋπόθεση αποτελούν τόσο η κατάλληλη εκπαιδευτική κουλτούρα, που απαιτείται να αποτελεί το ευρύτερο πλαίσιο αξιών και νοοτροπιών στο οποίο θα εγγράφεται η ΠΕ, όσο και οι κατάλληλες εκπαιδευτικές μεθοδολογικές πρακτικές που θα υποστηρίξουν inactu το περιεχόμενο της ΠΕ. Ενδεικτικά (και όχι εξαντλητικά), εξετάζονται, αφενός, πτυχές της εκπαίδευσης στα ανθρώπινα δικαιώματα και την ειρήνη, που θα μπορούσαν να συνοικοδομήσουν και να συνεδραιώσουν μια εκπαιδευτική κουλτούρα ανοιχτή και υποστηρικτική στους στόχους και το περιεχόμενο της ΠΕ. Αφετέρου, εξετάζονται ενδεικτικά οι εκπαιδευτικές μεθοδολογικές πρακτικές της βιωματικότητας και της ομάδοςσυνεργατικότητας, οι οποίες συνάδουν με τις αρχές της ΠΕ. 3.1 Η εκπαίδευση στα ανθρώπινα δικαιώματα και την ειρήνη Η εκπαίδευση στα ανθρώπινα δικαιώματα και εν γένει η Παιδαγωγική των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Human Rights Education) αποτελεί επιστημονικό κλάδο της Διεθνούς και Συγκριτικής Επιστήμης της Αγωγής και έχει ως στόχο την προώθηση των ανθρωπίνων 125 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 δικαιωμάτων διαμέσου της εκπαίδευσης. Ο συγκεκριμένος παιδαγωγικός κλάδος γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη, όταν ο Ο.Η.Ε. ανήγγειλε μια αρχική δεκαετία εκπαίδευσης στα ανθρώπινα δικαιώματα (1995-2004), έχοντας ως στόχο τόσο την ευαισθητοποίηση όσο και την ανάληψη ειρηνικής και δημοκρατικής δράσης για την υπεράσπισή τους σε οικουμενικό επίπεδο. Δεδομένων των απανωτών τραγικών συγκρούσεων σε παγκόσμια κλίμακα, η εκπαίδευση στα ανθρώπινα δικαιώματα κρίνεται όλο και πιο επιτακτική και πιο χρήσιμη στη σύγχρονη εποχή (Andreopoulos, 1997: 9-20· Baxi, 1997: 142-154), καθώς ενθαρρύνει την κριτική σκέψη και καλλιεργεί αξίες πέρα και πάνω από ατομικότητες και εθνικισμούς (Ziv, 2005: 155-161), συμβάλλοντας θετικά στην εξάπλωση της κουλτούρας της ειρήνης. Η «Οικουμενική Διακήρυξη» της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών το Δεκέμβριο του 1948 αποτέλεσε την επίσημη διατύπωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για τη σύγχρονη εποχή. Τα ανθρώπινα δικαιώματα αφορούν μία ευρεία γκάμα δικαιωμάτων, όπως δικαιώματα ελευθερίας, ισότητας, προστασίας και συμμετοχής στα πάσης φύσεως αγαθά. Χωρίζονται αφενός σε αρνητικά και θετικά και αφετέρου σε διαφορετικές γενιές. Αρνητικά δικαιώματα ή ανθρώπινα δικαιώματα της πρώτης γενιάς είναι τα θεμελιώδη δικαιώματα ελευθερίας και προστασίας, τα οποία τα κράτη σέβονται, με το να αποφεύγουν απλά και μόνο την καταστρατήγησή τους. Θετικά δικαιώματα ή ανθρώπινα δικαιώματα της δεύτερης γενιάς (πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά) είναι αυτά για τα οποία τα κράτη χρειάζεται να αναλάβουν ενεργητική δράση για την υπεράσπισή τους, εξασφαλίζοντας –μεταξύ άλλων– και τους εκάστοτε αναγκαίους πόρους. Σε πιο πρόσφατες συζητήσεις, διατυπώθηκαν τα ανθρώπινα δικαιώματα της τρίτης γενιάς, που –μεταξύ άλλων– αφορούν τα δικαιώματα προστασίας απέναντι στην ένδεια και τα δικαιώματα στην ανάπτυξη. Για τα εν λόγω δικαιώματα, απαιτείται ουσιαστικά ακόμα μεγαλύτερη αναδιάταξη πόρων σε παγκόσμια κλίμακα, όπως επίσης η συλλογική εφαρμογή τους από την κοινωνία των κρατών εν γένει. Επιπλέον, ως ανθρώπινα δικαιώματα της τρίτης γενιάς χαρακτηρίζονται τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται όχι σε μεμονωμένα άτομα αλλά σε ολόκληρες (κοινωνικά ευάλωτες) πληθυσμιακές ομάδες. Από τα προαναφερθέντα διαπιστώνεται ότι, κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, όχι μόνο διευρύνεται ο κατάλογος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων διευρύνεται πέρα από τα κλασικά δικαιώματα ελευθερίας και προστασίας στα δικαιώματα διεκδίκησης των αγαθών και ανάπτυξης, αλλά 126 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 ότι –όλο και περισσότερο– διατυπώνονται δικαιώματα ομάδων, αντί μεμονωμένων ατόμων (Lenhart, 2006: 35-38). Παρά τη διατύπωση ποικίλων επιχειρημάτων ενάντια στην οικουμενική ισχύ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (Lenhart, 2006: 38-40), χαρακτηριστικό γνώρισμα των τελευταίων αποτελεί η αξίωση της οικουμενικότητας. Η επιχειρηματολογία υπέρ της οικουμενικής τους ισχύος στην ηθική τους διάσταση περιλαμβάνει στα πλαίσια της Κοινωνικής Φιλοσοφίας συζητήσεις σχετικά με τον επιτακτικό διάλογο (Diskurs) για μια δημοκρατία κοσμοπολιτών, οι κανόνες της οποίας τίθενται στην υπηρεσία του συνόλου (Habermas, 1992: 139). Επίσης, στην επιχειρηματολογία υπέρ της οικουμενικής τους ισχύος συγκλίνουν και θεωρίες δικαιοσύνης, σύμφωνα με τις οποίες η οικουμενική εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι απόρροια ενός ελαχίστου επιπέδου ευνομούμενης οργάνωσης των πολιτικών θεσμών όλων εκείνων των λαών που αποτελούν τακτικά μέλη μιας δίκαιας κοινωνίας των λαών (Rawls, 1971· 1985: 223-251· 1993: 42-82, 220-230). Η εκπαίδευση στην ειρήνη και εν γένει η Παιδαγωγική της Ειρήνης (Peace Education) αποτελεί σημαντικό κλάδο της παιδαγωγικής επιστήμης, ο οποίος θέτει ως στόχο την εκπαίδευση των ατόμων στην εξάσκηση για συνεργασία και για ειρηνική επίλυση διαφορών και εντάσεων, όπως επίσης και για τη γενικότερη προαγωγή της παγκόσμιας ειρήνης. Η επίσημη αναγνώριση του ουσιαστικού ρόλου της παιδείας ως βασικού δίαυλου επικοινωνίας μεταξύ των λαών, αποτελεί καταρχήν φιλοσοφικό προϊόν της εποχής του Διαφωτισμού, το οποίο μετεξελίχθηκε σε βασικό πολιτικό και κοινωνικό ζητούμενο της διεθνούς ειρηνιστικής κίνησης, κυρίως από τα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα (Moorehead, 1987: 18-54). Στη συνέχεια, η παντελής απαξίωση της ανθρώπινης ζωής, όπως αυτό διαπιστώνεται από τις απανωτές πολεμικές συρράξεις, τις κατά συρροήν γενοκτονίες και τις ασταμάτητες εθνοπολιτισμικές συγκρούσεις, καθιστούν την Παιδαγωγική της Ειρήνης μια ανάγκη διαχρονικού και διατοπικού χαρακτήρα, προκειμένου να καλλιεργούνται συστηματικά οι βασικές αρχές της δημοκρατικής συμπεριφοράς και της διάθεσης για ανάληψη κοινωνικής δράσης (Heidtmann, 1988: 167). Σύμφωνα με το W. Wintersteiner, τον διευθύνοντα του Κέντρου Ερευνών για την Ειρήνη και την Παιδαγωγική της Ειρήνης του Πανεπιστημίου Klagenfurt, διαπιστώνεται άμεση 127 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 ανάγκη εκπαίδευσης για απαγκίστρωση από τα βαθιά ριζωμένα πρότυπα βίας της κοινωνίας μας, της πολιτισμικής βίας (cultural violence) συμπεριλαμβανομένης (Galtung, 1990: 291-305), και για μετάβαση από την κουλτούρα της βίας στην κουλτούρα της ειρήνης, που θεωρείται conditio sine qua non για την καλλιέργεια της οικουμενικής πολιτειότητας. Η κουλτούρα της ειρήνης περιλαμβάνει τις εξής πέντε θεμελιώδεις παραμέτρους, χωρίς τις οποίες δεν δύναται να υφίσταται: α) ειρήνη με τη φύση αντί για καταδυνάστευσή της· β) δημοκρατία των φύλων αντί ιεράρχησή τους· γ) κοινωνική συνεργασία αντί περιθωριοποίηση και αποκλεισμό· δ) ειρηνική διαχείριση αντιθέσεων αντί βίαια διευθέτηση συγκρούσεων· ε) κοινωνική δικαιοσύνη αντί εκμετάλλευση και εξαθλίωση (Wintersteiner, 2006: 94-108· Raasch, 1997: 95-109). Για την εξασφάλιση αυτών των πέντε ακρογωνιαίων λίθων της κουλτούρας της ειρήνης, οι οποίοι αποτελούν συστατικά στοιχεία της πολιτειότητας, είναι απαραίτητη η μετάβαση –σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο– από τον λόγο στην πράξη για καθολικές αλλαγές στο σύστημα της παγκόσμιας πολιτικής και οικονομίας. Διαφορετικά, ελλοχεύει ο κίνδυνος η Παιδαγωγική της Ειρήνης και ευρύτερα της Παιδαγωγικής της Πολιτειότητας να αποτελεί φιλοσοφική σκέψη σε διανοητικό και λεκτικό επίπεδο, χωρίς πρακτικό αντίκρισμα και – τοιουτοτρόπως– να καταντήσει ανυλοποίητη ουτοπία (Bast, 1982: 56-61), ανίκανη να συμβάλει στην εκδημοκρατικοποίηση της εκπαίδευσης και κατ’ επέκταση ολόκληρης της κοινωνίας (Dewey, 1916). Παράλληλα, η εκπαίδευση στην πολιτειότητα, συμπεριλαμβανομένης της εκπαίδευσης στα ανθρώπινα δικαιώματα και την ειρήνη, δεν μπορεί παρά να συνάδει και να ενισχύεται και από τη διαπολιτισμική εκπαίδευση, η οποία διακατέχεται από τα αξιώματα α) περί ισοτιμίας των πολιτισμών, β) περί ισοτιμίας του μορφωτικού κεφαλαίου ατόμων διαφορετικής πολιτισμικής προέλευσης και γ) περί παροχής ίσων ευκαιριών (Κανακίδου & Παπαγιάννη, 1994: 16-17). Έχει ως στόχο τον παραμερισμό των εμποδίων, που παρεμβάλλονται σε κάθε πολιτισμική συνάντηση, και ταυτόχρονα την έμφαση στις εποικοδομητικές πολιτισμικές ανταλλαγές και τον πολιτισμικό εμπλουτισμό (Hohmann, 1989: 16). Ως εκ τούτου απορρέει ότι η διαπολιτισμική εκπαίδευση επικεντρώνεται στη διαμόρφωση θετικών αντιλήψεων για τις διαφορές μεταξύ των πολιτισμών και των φορέων τους (δηλαδή των λαών σε συλλογικό επίπεδο και των επιμέρους ανθρώπων σε ατομικό 128 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 επίπεδο). Με άλλα λόγια, θέτει ως στόχο την καλλιέργεια του σεβασμού των άλλων πολιτισμών ως ισότιμων (Γκότοβος, 2002: 21), την αλληλεγγύη και καλλιέργεια μιας ειρηνιστικής διάθεσης και δράσης (Κανακίδου & Παπαγιάννη, 1994: 44-45), διαμορφώνοντας τοιουτοτρόπως μια ευρύτερη εκπαιδευτική κουλτούρα μέσα στην οποία μπορεί να καλλιεργηθεί η ευρύτερη στοχοθεσία της ΠΕ, έτσι όπως αναλύθηκε παραπάνω. 3.2 Βιωματικότητα και ομάδοσυνεργατικότητα Όπως προαναφέρθηκε, μείζονος σημασίας στην ΠΕ (και όχι μόνο) αποτελεί όχι μόνο το περιεχόμενο διδασκαλίας (τι;) αλλά και ο τρόπος διδασκαλίας (πώς;). Έτσι, οι βιωματικές και οι ομαδοσυνεργατικές προσεγγίσεις είναι διδακτικές πρακτικές που υλοποιούν in actu το περιεχόμενο που η ΠΕ ευαγγελίζεται (Καλογρίδη, 2005: 185-198). «Μόνο ό,τι δέχτηκες με την ψυχή σου, αυτό μόνο μαθαίνεις και αυτό ενσωματώνεις στη ζωή και το χαρακτήρα σου», υποστηρίζει ο Dewey (Δεδούλη, 2002: 145), δηλώνοντας την απαράμιλλη αξία της βιωματικότητας και της βιωματικής μάθησης (learning by doing). Η Δανία φαίνεται να εφαρμόζει το αξίωμα αυτό στο εκπαιδευτικό της σύστημα, μεταξύ άλλων και για την έμπρακτη διδασκαλία μαθημάτων για την πολιτειότητα. Συγκεκριμένα, ο νόμος για την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, το folkskole, που διέπει ολόκληρο το δανέζικο εκπαιδευτικό σύστημα, ορίζει ότι το σχολείο θα πρέπει να λειτουργεί ως μοντέλοτης δημοκρατίας. Μέχρι πρότινος, σύμφωνα με τον εν λόγω νόμο, οι μαθητές κάθε σχολικής τάξης σε όλες τις βαθμίδες του εκπαιδευτικού συστήματος, είχαν μια υποχρεωτική εβδομαδιαία συνάντηση τάξης στο σχολικό τους πρόγραμμα, κατά την οποία συζητούσαν και επέλυαν τα προβλήματα που προέκυπταν στην τάξη τους, ζητήματα που τους αφορούσαν (λ.χ. σχολικές εκδρομές), όπως επίσης επτά έως δέκα επιλεγμένα θέματα ανά έτος, υπό τον τίτλο «σύγχρονες μελέτες», τα οποία καλούνταν να συζητήσουν. Πρόσφατα ο εν λόγω νόμος για το folkskole έχει τροποποιηθεί, έτσι ώστε οι εκπαιδευτικοί καλούνται να δράττονται κάθε δυνατής ευκαιρίας για τη διευκόλυνση και ενθάρρυνση τέτοιων ενδοσχολικών συναντήσεων των μαθητών της τάξης τους, με σκοπό τη συζήτηση και τη λήψη αποφάσεων. Επιπλέον, οι «σύγχρονες μελέτες» με τις οποίες καλούνταν να ασχολούνται οι μαθητές επτά έως δέκα φορές ετησίως, αντικαταστάθηκαν από τις 129 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 «κοινωνικές μελέτες», κατά τη διάρκεια των οποίων οι μαθητές έχουν μαθήματα πολιτικής, οικονομίας, κοινωνιολογίας και διεθνών σχέσεων. Μέσα σε αυτές τις ευρύτερες γνωστικές περιοχές, οι μαθητές σε συνεργασία με τον εκπαιδευτικό της τάξης τους συναποφασίζουν για συγκεκριμένα θέματα που επιθυμούν να μελετήσουν. Επίσης, ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα του δανέζικου εκπαιδευτικού συστήματος αποτελεί το γεγονός ότι οι μαθητές στη Δανία, για μεγάλο χρονικό διάστημα της εκπαίδευσής τους (από την ηλικία των 6 έως 16 χρόνων) παραμένουν με την ίδια ομάδα συμμαθητών και με τον ίδιο δάσκαλο τάξης, στον οποίον απευθύνονται χρησιμοποιώντας το μικρό του όνομά του. Αυτό σημαίνει ότι οι Δανοί μαθητές είθισται να συζητούν κοινωνικά θέματα (με την ευρύτερη σημασία του όρου) και να λαμβάνουν αποφάσεις, ιδιαίτερα συχνά, σε ένα οικείο και πολύ υποστηρικτικό περιβάλλον. Ανάλογα προβλέπει ο νόμος για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, το gymnasium, το οποίο ακολουθεί το folkskole, ο οποίος, μεταξύ άλλων, υπαγορεύει πλουραλιστικές προσεγγίσεις κατά την εκπαιδευτική διαδικασία, ενώ, όπως άλλωστε και στα folkskole, ενθαρρύνονται δράσεις και projects ουμανιστικού περιεχομένου, κατά τα οποία απαιτείται η ενεργή συμμετοχή των μαθητών για τη διοργάνωση διάφορων καλλιτεχνικών, αθλητικών κ.λπ. εκδηλώσεων, στην κατασκευή ή την πώληση αντικειμένων, προκειμένου να συγκεντρωθούν χρήματα για να διατεθούν – κατόπιν συλλογικής απόφασης– σε πράξεις κοινωνικής ενσυναίσθησης (Hahn, 1999: 233235). Στην περίπτωση του δανέζικου εκπαιδευτικού συστήματος, οι μαθητές δεν διδάσκονται απλά θεωρητικά την έννοια της συμμετοχικότητας και της δημοκρατίας αλλά τη βιώνουν στη σχολική τους καθημερινότητα, αποκτώντας τοιουτοτρόπως τη δυνατότητα να την κατανοήσουν καλύτερα και να την ενστερνιστούν βαθύτερα. Αν και σε μικρότερη έκταση από ό,τι στη Δανία, ανάλογες βιωματικές πρακτικές εκδημοκρατισμού στην ενδοσχολική κοινότητα, συναντούμε και στα εκπαιδευτικά συστήματα άλλων χωρών, όπως λ.χ. στα δευτεροβάθμια σχολεία της Γερμανίας, στα οποία τόσο τα προγράμματα σπουδών όσο και η πρακτική των τακτικών συναντήσεων των μαθητικών συμβουλίων προσφέρουν ευκαιρίες στους Γερμανούς μαθητές να εξοικειώνονται με την κουλτούρα των δημοκρατικών διαδικασιών. Αν και υπάρχουν αρκετές διαφορές στο εκπαιδευτικό σύστημα των επιμέρους συνομόσπονδων κρατιδίων της Γερμανίας, εντούτοις τα μαθήματα της Αγωγής του Πολίτη και των κοινωνικών επιστημών, κατά τα οποία οι μαθητές διδάσκονται πολιτικές έννοιες, πολιτικούς θεσμούς 130 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 και διαδικασίες, αποτελούν κοινό παρανομαστή όλων των εκπαιδευτικών συστημάτων της χώρας (Hahn, 1999: 235). Δεδομένου του γεγονότος ότι η κουλτούρα της δημοκρατίας, της κοινωνικής ενσυναίσθησης και της ενεργούς συμμετοχής για την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε παγκόσμιο επίπεδο δεν καλλιεργείται μόνο σε ειδικά μαθήματα Πολιτειακής Αγωγής αλλά στην ευρύτερη γκάμα μαθημάτων του αναλυτικού προγράμματος σπουδών, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες αρχές της διαθεματικότητας στην εκπαίδευση, στα γερμανικά σχολεία, σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες, αξιοποιούνται ιδιαίτερα τα μαθήματα Ιστορίας, προκειμένου –μέσα από μια διάθεση εθνοπολιτισμικής ενδοσκόπησης και κριτικού αναστοχασμού– να προσεγγίζονται πτυχές του οικείου ιστορικού εθνικού παρελθόντος, όπως αυτές της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (1919-1933) καιτης ανόδου τουναζισμού, που αποτελούν αντιπροσωπευτικό παράδειγμα στην κατάλυση κάθε έννοιας της δημοκρατίας (Sekretariat der ständigen Konferenz der Kulturminister der Länder in der Bundesrepublik Deutschland, 2005). Πέραν της βιωματικότητας ως διδακτικής μεθόδου που αποτελεί αρωγό δύναμη στην καλύτερη και βαθύτερη κατανόηση και υιοθέτηση των αξιών της ΠΕ, ιδιαίτερα χρήσιμη για την απόκτηση δεξιοτήτων δημοκρατικής συμμετοχής αναδεικνύεται η ομαδοσυνεργατική διδακτική μέθοδος, η οποία χαρακτηρίζεται από αποκέντρωση εξουσίας από τον εκπαιδευτικό στους μαθητές, δηλαδή από τον έναν στους πολλούς, όπως επίσης και από αποδόμηση της ιεραρχίας, καθώς ο εκπαιδευτικός απεκδύεται πλέον τον ρόλο του παντογνώστη μεταλαμπαδευτή γνώσεων και ενδύεται τον ρόλο του συντονιστή και εμψυχωτή της ομάδας και του διαμεσολαβητή για τη γνώση (Ματσαγγούρας, 2002: 246248). 4. Σύνοψη – Συμπεράσματα: Η Πολιτειακή Εκπαίδευση ως απάντηση στο ανερχόμενο δημοκρατικό έλλειμμα Ειδικά σε περιόδους κρίσης και πολιτικοκοινωνικών δυσκολιών, όπως της παρούσης κατάστασης στην ΕΕ (και όχι μόνο), με την αύξηση του δημοκρατικού ελλείμματος, για το οποίο έγινε εκτενής λόγος στο α΄ κεφάλαιο του παρόντος συλλογικού τόμου, την αποοικειοποίηση με δημοκρατικές νοοτροπίες και πρακτικές, τον πολλαπλασιασμό κρουσμάτων βίας στα σχολεία, ρατσισμού και ξενοφοβίας, με την αναβίωση ακροδεξιών 131 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 νεοναζιστικών πολιτικών μορφωμάτων και ιδεολογιών, που εναντιώνονται σε κάθε μορφή ετερότητας, με χρήση φυσικής βίας, είναι αυξημένη η ανάγκη για ΠΕ, με έμφαση σε ζητήματα δημοκρατίας, ειρήνης, κοινωνικής δικαιοσύνης και ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στόχος αποτελεί η δημιουργία της ιδιότητας του πολίτη σε υπερεθνικό και διεθνικό επίπεδο και η δημιουργία μιας όχι μόνο πολυπολιτισμικής αλλά και διαπολιτισμικής κοινωνίας (Naval, Print & Veldhuis, 2002: 108). Ως εκ τούτου, καθίσταται ανάγκη διεύρυνσης της έννοιας του πολίτη, όπως και των στόχων και του περιεχομένου της ΠΕ (Hinderliter Ortloff, 2009: 189-214). Με άλλα λόγια, απαιτείται η ΠΕ να έχει χαρακτήρα οικουμενικό, και να θέτει ως στόχο την ολιστική προσέγγιση του ανθρώπου (Pike, 2000: 64-73) και την παγκόσμια ειρήνη (Heater, 1984). Σαφώς και η εκπαίδευση στην οικουμενική πολιτειότητα χρήζει επαναπροσδιορισμού της στοχοθεσίας και του περιεχομένου της, έτσι ώστε να αποφλοιωθεί η έννοια της οικουμενικής ΠΕ από τα κλισέ που της έχουν προσδοθεί (Tsolidis, 2002: 213-226). Σε κάθε περίπτωση, η ΠΕ έχει ευρύτερη διάσταση και ανάγεται τοιουτοτρόπως σε εκπαίδευση για τον χαρακτήρα (Character Education) (Davies, Gorard & McGuinn, 2005: 341-358· Gish & Markham, 2013: 151-161). Οι βαθύτεροι εσωτερικοί μετασχηματισμοί που δύνανται να προκληθούν στους νυν μαθητές και μελλοντικούς (ενεργούς) πολίτες μέσω ενός τέτοιου είδους εκπαίδευσης επεκτείνει την ΠΕ σε Μετασχηματίζουσα ΠΕ (Transformative Citizenship Education) (Banks, 2008: 135-136) και ανάγει την ΠΕ σε μια διεθνή προοπτική για την εκπαίδευση του 21ου αιώνα (Cogan & Derricott, 2000), με οφέλη σε πολλαπλά επίπεδα: Οι μαθητές απολαμβάνουν το δικαίωμα να φοιτούν σε σχολεία που τους παρέχουν τη δυνατότητα προετοιμασίας τους για την αποτελεσματική συμμετοχή τους στην κοινωνία ως ενεργοί, ενημερωμένοι, κριτικοί και υπεύθυνοι πολίτες. Οι εκπαιδευτικοί αποκτούν τη δυνατότητα να αναλάβουν τον ενεργητικό ρόλο του καθοδηγητή συμβούλου σε θέματα πολιτειότητας, τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο, και τοιουτοτρόπως να συνδιαμορφώσουν το πολιτικό και κοινωνικό τοπίο και στον παρόντα και στον μέλλοντα χρόνο. Τα σχολεία μετατρέπονται σε μια σταθερή βάση συντονισμού υφιστάμενων διδακτικών δραστηριοτήτων ηθικής ευθύνης και ενεργούς συμμετοχής στα κοινά, που συνδέουν την έκαστη εκπαιδευτική μονάδα με την τοπική κοινότητα ως άρρηκτα δεμένο βασικό οργανικό μέρος του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου. Τέλος, η κοινωνία αποκτά τις εγγυήσεις ή τουλάχιστον τις προϋποθέσεις για τη γαλούχηση 132 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 δραστήριων και πολιτικά εγγράμματων πολιτών, που είναι πεπεισμένοι ότι η συνειδητοποιημένη δράση τους μπορεί να επηρεάσει θετικά εξελίξεις που αφορούν ευρύτερες συλλογικότητες (Citizenship Advisory Group, 1998: 9). 133 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ Αγγελάκος, Κ. (2003). «Η ένταξη της διαθεματικής προσέγγισης της γνώσης στο επίσημο πρόγραμμα του ελληνικού σχολείου: Από τη μυθοποίηση στην “ομαλή προσγείωση”», στο Κ. Αγγελάκος (επιμ.), Διαθεματικές προσεγγίσεις της γνώσης στο ελληνικό σχολείο (σσ. 13-17). Αθήνα: Μεταίχμιο. Αλτουσέρ, Λ. (1983). «Ιδεολογία και ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους», στο: Λ. Αλτουσέρ, Θέσεις (μτφρ. Ξ. Γιαταγάνας). Αθήνα: Θεμέλιο [Τίτλοςπρωτοτύπου: Idéologie et appareil Idéologique d’État (Notes pour une recherche), 1970]. Άντερσον, Μπ. (1997). Φαντασιακές κοινότητες. Στοχασμοί για τις απαρχές και τη διάδοση του εθνικισμού (Ιστορία, 2) (μτφρ. Π. Χατζαρούλα). Αθήνα: Νεφέλη. Bellamy, R. & Castiglione, D. (2004). «Η Ευρώπη ως δημοκρατία», στο: Α. Κ. Λάβδας & Δ. Ν. Χρυσοχόου (επιμ.), Ευρωπαϊκή Ενοποίηση και Πολιτική Θεωρία, Η πρόκληση του ρεπουμπλικανισμού (σσ. 151-202). Αθήνα: Σιδέρης. Γαβαλάς, Δ. (2003). «Το πλαίσιο αναφοράς της διαθεματικότητας», στο Κ. Αγγελάκος (επιμ.), Διαθεματικές προσεγγίσεις της γνώσης στο ελληνικό σχολείο (σσ. 18-39). Αθήνα: Μεταίχμιο. Γεωργιάδου, Β. (2008). Η άκρα δεξιά και οι συνέπειες της συναίνεσης. Δανία, Νορβηγία, Ολλανδία, Ελβετία, Αυστρία, Γερμανία. Αθήνα: Καστανιώτης. Γκόρτσος, Χρ. (2011). Η διεθνής κρίση, η κρίση στην ευρωζώνη και το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα. Αθήνα: Ελληνική Ένωση Τραπεζών. Γκότοβος, Α. (2002). Εκπαίδευση και ετερότητα. Ζητήματα διαπολιτισμικής παιδαγωγικής (Επιστήμες της Αγωγής). Αθήνα: Μεταίχμιο. Cerna, L., Πηλαβάκη, Ά. & Valchev, R. (2010). Εισαγωγή στη μη τυπική εκπαίδευση. Εκπαιδευτής μη τυπικής εκπαίδευσης. Λευκωσία (http://www.pghht.com/ nonformaledu/docs/educational_materials/Non-Formal%20Education%20Manual% 20Greek.pdf). 134 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Δεληγκιαούρη, Α. (2011). «Διαβουλευτική και Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 διαδικτυακή δημοκρατία: Οι επικοινωνιακές προκλήσεις της σύγχρονης μεταδημοκρατίας», στο: Α. Μανιτάκης κ. ά. (επιμ.), Η δημοκρατία μεταξύ ουτοπίας και πραγματικότητας (σσ. 175-197). Αθήνα: Σαββάλας. ΔΕΠΠΣ & ΑΠΣ της Κοινωνικής και Πολιτικής Αγωγής. Αθήνα: Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. Gellner, E. (19922). Έθνη και Εθνικισμός (μτφρ. Δ. Λαφαζάνη). Αθήνα: Αλεξάνδρεια. Ηix, S. (2009). Το πολιτικό σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αθήνα: Μεταίχμιο. Καλογρίδη, Σ. (2005). «Καλές πρακτικές για την εκπαίδευση στην πολιτειότητα», στο Θ. Καραλής, Σ. Παπαδάκης & Ι. Φραγκούλης (επιμ.), Πρακτικά 2ου Διεθνούς Συνεδρίου της Επιστημονικής Ένωσης Εκπαίδευσης Ενηλίκων (ΕΕΕΕ) «Εκπαίδευση Ενηλίκων και Κοινωνικές δεξιότητες» (σσ. 185-198). Αθήνα: ΕΕΕΕ. Κανακίδου, Ε. & Παπαγιάννη, Β. (1994). Διαπολιτισμική αγωγή. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Κανελλόπουλος, Π. Ι. (2003). Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με βάση τη Συνθήκη της Νίκαιας. Αθήνα & Κομοτηνή: Σάκκουλας. Κάτσικας, Χ. (1999). Σχολείο, τάξη, ιδεολογία. Τα παραμύθια της σχολικής μας ζωής. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Κότιος, A. & Παυλίδης, Γ. (2012). Διεθνείς Οικονομικές Κρίσεις, Κρίσεις του συστήματος ή της πολιτικής; Αθήνα: Rosili. Κράουτς, Κ. (2006). Μεταδημοκρατία. Αθήνα: Εκκρεμές. Κυριακίδου-Νέστορος, Α. (19863). Η θεωρία της ελληνικής λαογραφίας. Κριτική ανάλυση. Αθήνα: Εταιρία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας. Lenhart, V. (2006). Παιδαγωγική των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (μτφρ. Εύ. Γεμετζή). Αθήνα: Gutenberg. Locke, J. (2010). Δεύτερη πραγματεία περί κυβερνήσεως (μτφρ. Π. Κιτρομιλίδης). Αθήνα: Πόλις. 135 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 Ματσαγγούρας, Η. (2002). Η Διαθεματικότητα στη Σχολική Γνώση. Αθήνα: Γρηγόρης. Ματσαγγούρας, Η. (20055). Θεωρία και πράξη της διδασκαλίας. Στρατηγικές διδασκαλίας. Η κριτική σκέψη στη διδακτική πράξη, τόμ. Β΄, (Παιδαγωγική Σειρά). Αθήνα: Gutenberg. Ματσαγγούρας, Η. (2006). Θεωρία και πράξη της διδασκαλίας. Η σχολική τάξη. Χώρος, Ομάδα, Πειθαρχία, Μέθοδος. Αθήνα: Γρηγόρης. McAleese, D. (2005). Οικονομική για επιχειρησιακές σπουδές, ανταγωνισμός, μακροσταθερότητα και παγκοσμιοποίηση. Αθήνα: Τυπωθήτω – Γιώργος Δαρδανός. Μηλιός, Γ. (1993). Εκπαίδευση και εξουσία. Αθήνα: Κριτική. Nugent, N. (2009). Πολιτική και Διακυβέρνηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αθήνα: Σαββάλας. Πασιάς, Γ. (2006). Ευρωπαϊκή Ένωση και Εκπαίδευση. Θεσμικός λόγος και εκπαιδευτική πολιτική (1950-1999), τόμ. Α΄, (Συγκριτική Παιδαγωγική, 9). Αθήνα: Gutenberg. Πασσάς, Α. Γ. (2012). Η εθνική δημόσια διοίκηση στην Ευρωπαϊκή Ενωσιακή πολιτική διαδικασία. Αθήνα: Παπαζήση. Περράκης, Σ. (2013). Ευρωπαϊκό Δίκαιο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Συμβούλιο της Ευρώπης – Ευρωπαϊκή Ένωση – ΟΑΣΕ: Μια σύνθεση σημειώσεων από τις πανεπιστημιακές παραδόσεις. Αθήνα: Σιδέρης. Πλιάκος, Α. Δ. (2012). Το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης-Θεσμικό και Ουσιαστικό Δίκαιο. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη. Στεφάνου, Κ. Α. (1996). Η Θεσμική Μεταρρύθμιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αθήνα: Παπαζήση. Στεφάνου, Κ. Α. (2002). Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση (Τόμ. Α΄): Γενικά και Θεσμικά Χαρακτηριστικά μετά τη Νίκαια. Αθήνα & Κομοτηνή: Σάκκουλας. Στεφάνου, Κ. Α. & Καταπόδης, Γ. Ν. (2008). Οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες μετά την αναθεώρηση της Συνθήκης της Λισσαβώνας. Αθήνα & Κομοτηνή: Σάκκουλας. 136 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 Στριμπής, Ι. (2008). «Η προστασία της προσωπικότητας των διεθνών οργανισμών», στο: Δ. Τριανταφύλλου, Κ. Υφαντής & Ε. Χατζηβασιλείου (επιμ.), Διεθνείς Σχέσεις – Σύγχρονη Θεματολογία και Προσεγγίσεις (σσ. 222-247). Αθήνα: Παπαζήση. Taylor, P. (2010). Το αβέβαιο μέλλον της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης. Αθήνα: Κριτική. Τσάτσος, Δ. Θ. (2007). Ευρωπαϊκή Συμπολιτεία. Για μια Ευρωπαϊκή Ένωση των Κρατών, των Λαών, των Πολιτών και του Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Πολιτισμού. Αθήνα: Λιβάνη. UNESCO (1999). Έκθεση της διεθνούς επιτροπής για την εκπαίδευση στον 21ο αιώνα, υπό την προεδρία του Jacques Delors (μτφρ. Αι. Μαριδάκη-Κασσωτάκη, Δ. ΒουλιούρηΠαπαγγελή, Π. Παπαϊωάννου, κ.ά.). Αθήνα: Gutenberg & Γ. και Κ. Δαρδανός. Χριστοδουλίδης, Θ. Α. (1985). Δομή και λειτουργία των διεθνών οργανισμών. Αθήνα: Σάκκουλας. Χριστοδουλίδης, Θ. Α. (2006). «Η ιστορική διαδρομή της ευρωπαϊκής ενοποίησης», στο: Κ. Στεφάνου, Μ. Τσινισιζέλης, Α. Φατούρος & Θ. Χριστοδουλίδης (επιμ.), Εισαγωγή στις Ευρωπαϊκές Σπουδές, Ενοποιητική Δυναμική, Δικαιοταξία- Διακυβέρνηση (Τόμ. Α΄) (σσ. 27-142). Αθήνα:Σιδέρης. Χρυσοχόου, Δ. Ν. (2004). «Για μία ρεπουμπλικανική ερμηνεία της ευρωπαϊκής πολιτείας»,στο: Κ. Α. Λάβδας & Δ. Ν. Χρυσοχόου (επιμ.), Ευρωπαϊκή Ενοποίηση και Πολιτική Θεωρία (σσ. 107-149). Αθήνα: Σιδέρης. Χρυσοχόου, Δ. Ν. (2005). Για μια ευρωπαϊκή res publica. Αθήνα: Παπαζήση. Χρυσοχόου, Δ. Ν. (2006). Δοκίμιο για τη Διεθνή Θεωρία, Νέες Μορφές Κυριαρχίας και Συναρχίας. Αθήνα: Παπαζήση. Χρυσοχόου, Δ. Ν. (2009). Στη δημόσια σφαίρα: Δοκιμές Ιδεών. Αθήνα: Σιδέρης. 137 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ Andreopoulos, G. (1997). “Human Rights Education in the Post-Cold War Context”, in: G. Andreopoulos & R. P. Claude (Eds.), Human Rights Education for the Twenty-First Century (pp. 9-20). Philadelphia: University of Pennsylvania Press. Angelidis, P. & Thomas, B. (2011). “The Financial Crisis Inquiry Report: Final Report of the National Commission on the Causes of the financial and economic Crisis in the United States”. Washington: U.S Government Printing Office. Arnot, M. & Dillabough, J. A. (Eds) (2000). Challenging Democracy: International Perspectives on Gender, Education and Citizenship. London & New York: Routledge. Ayau, F. M. (2007). Not a Zero Sum Game: The paradox of Exchange. Guatemala City: Universidad Francisco Marroquin. Barbalet, J. M. (1988). Citizenship. Milton Keynes: Open University Press. Barber, B. (1998a). A Passion for Democracy. Princeton: Princeton University Press. Barber, B. (1998b). A Place for Us: How to make Society Civil and Democracy strong. New York: Hill & Wang. Bast, R. (1982). Friedenspädagogik. Möglichkeiten und Grenzen einer Erziehung zum Frieden. Düsseldorf: Schwann. Bauer, Th., Clarke, M. & Dailidienë, E. (2003). Active Learning and Citizenship Education in Europe. London: Children’s Identity & Citizenship in Europe. Baxi, U. (1997). “Human Rights Education: The Promise of the Third Millennium”, in: G. Andreopoulos & R. P. Claude (Eds), Human Rights Education for the Twenty-First Century (pp. 142-154). Philadelphia: University of Pennsylvania Press. Becker, G. (1976). “The Economic Approach to Human Behavior,” in G. Becker (Ed.), The Economic Approach to Human Behavior (pp. 3-14). Chicago & London: The University of Chicago Press. 138 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 Boston, B. (1997). Their Best Selves: Building Character Education and Service Learning Together in the Lives of Young People. Washington, DC: Council of Chief State Officers. Brown, R. C. (2013). “Full Partnership in the Fortunes and in the Future of the Nation”, in: J. Laponce & W. Safran (Eds), Ethnicity and Citizenship. The Canadian Case (pp. 925). New York: Routledge. Bourdieu, P. & Passeron, J. C. (19902). Reproduction in the Education, Society and Culture. London. Sage Publications (α΄έκδ.: 1977). Caporaso, J. A. (2005). “The Emergence of the EU supranational Polity and its Implications of Democracy”, in: S. Fabbrini (Ed.), Democracy and Federalism in the European Union and the United States. Exploring post-national Governance (pp. 57-76). London & New York: Routledge. Cesarani, D. & Fulbrook, M. (Eds) (1996). Citizenship, Nationality and Migration in Europe. London & New York: Routledge. Citizenship Advisory Group (1998). Education for Citizenship and the Teaching of Democracy in Schools. Final Report of the Advisory Group on Citizenship. London: Qualifications and Curriculum Authority (dera.ioe.ac.uk/4385/1/crickreport1998.pdf). Cogan, J. & Derricott, R. (Eds) (20002). Citizenship for the 21st Century: An International Perspective on Education. London & Sterling: Kogan Page. Crick, B. (2002). Democracy: A Very Short Introduction. Oxford: Oxford University Press. Dahl, R. A. (1998). On Democracy. London:Yale University Press. Dalton, R. (2004). Democratic Challenges, Democratic Choices: The Erosion of Political support in Advanced Industrial Democracies. Oxford: Oxford University Press. Dewey, J. (1916). Democracy and Education. New York: Macmillan Company. 139 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 Dimitrakopoulos, G. & Passas A. (2004). “Governing without Government?”, in: G. Dimitrakipoulos (Ed.), The Changing European Commission (pp. 153-165) (Europe in Change Series). Bath: Manchester University Press. Easton, D. (1996). The Political System. An Inquiry into the State of political Science. New York: Knopf Publisher. European Sources Online, Information Guide (2013). Euroscepticism. A Guide to Information Sources on Euroscepticism, with Hyperlinks to further Sources of Information within European Sources Online and on external Websites. Cardiff University. Forbrig, J. (2004). “Introduction: Democratic Politics, Legitimacy and Youth Participation”, in J. Forbrig (Ed.), Revisiting Youth Political Participation (pp. 7-18). Strasbourg: Council of Europe. Forbrig, J. (Ed.) (2005). Revisiting Youth Political Participation. Strasbourg: Council of Europe. Graafland, J. & Compen, B. (2012). Economic Freedom and Life Satisfaction: A Cross Country Analysis, Discussion Paper 2012-038. Tilburg University, Center for Economic Research. Habermas, J. (1992). Fäktizität und Geldung. Beiträge zur Diskurstheorie des Rechts und des demokratischen Rechtsstaats. Frankfurt am Main: Suhrkamp Verlag. Habermas, J. (1999). “Der interkulturelle Diskurs über Menschenrechte”, in: H. Brunkhorst, W. Köhler & M. Lutz-Bachmann (Hrsg.), Recht auf Menschenrechte. Menschenrechte, Demokratie und internationale Politik (pp. 216-227). Frankfurt: Suhrkamp. Hatzis, A. (2012). “Greece as a Precautionary Tale of Welfare State”, in: T. Palmer (Ed.), After the Welfare State (pp. 21-30). Arlington, Washington & Ottawa: Students for Liberty & Atlas Network / Jameson Books. 140 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 Hatzis, Α. (2013). “Rule of Law, Individual Rights and the Free Market in the Liberal Tradition: The Case of Greece”, in R. Meinardus (Ed.), Bridging the Gap: An ArabEuropean Dialogue on the Basics of Liberalism. Cairo: Al – Mahrosa for Publishing. Hayek, F. (1944a). The Road to Serfdom. Chicago: University of Chicago Press. Hayek, F. (1944b). The Constitution of Liberty. Chicago: University of Chicago Press. Heater, D. (1984). Peace through Education: the Contribution of the Council for Education in World Citizenship. Lewes: The Falmer Press. Heater, D. (1999). What is Citizenship? Cambridge: Polity Press. Heater, D. (20043). Citizenship: The Civic Ideal in World History, Politics and Education. Manchester: Manchester University Press. Heidtmann, I. (1988). Theoretische Aspekte einer Friedenspädagogik (Soziologie in der Blauen Eule, 3). Essen: Die Blaue Eule. Hix, S. (2008). What’s wrong with the European Union and how to fix it. Cambridge & Madlen, MA:Polity Press. Hohmann, M. (1989). “Interkulturelle Erziehung. Eine Chance für Europa?”, in M. Hohmann & H. H. Reich (Hrsg.), Ein Europa für Mehrheiten und Minderheiten. Diskussionen um interkulturelle Erziehung (pp. 1-32). Münster & New York. Holden, C. & Clough, N. (1998). Children as Citizens: Education for Participation. London: Jessica Kingsley Publications. Hyland, N., Loftus, C. & Whelan, A. (1995). Citizenship of the European Union. Dublin: Institut of European Affairs. Jamieson, L. & Grundy, S. (2004). “Political Participation and European Citizenship Identity”, in J. Forbrig (Ed.), Revisiting Youth Political Participation (pp. 121-132). Strasbourg: Council of Europe. 141 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 Kohler-Koch, B. (2008). “Does Participatory Governance holds its Promises?”, in: B. Kohler-Koch & F. Larat (Eds), Efficient and Democratic Governance in the European Union (pp. 265-296) (Connex Report Series, 9). Mannheim: Connex. Koopmans, R., Statham, P., Giugni, M. & Passy, F. (2005). Contested Citizenship: Immigration and cultural Diversity in Europe. Minneapolis: University of Minnesota Press. Kymlicka, W. (1998). Multicultural Citizenship: A liberal Theory of Minority Rights (Oxford Political Theory). Oxford: Clarendon Press. Leconte, C. (2010). Understanding Euroscepticism (The European Union Series). Basingstoke: Palgrave Macmillan. Lehning, P. (1997). “European Citizenship: A Mirage?”, in: P. Lehning & A. Weale (Eds), Citizenship, Democracy and Justice in the New Europe (pp. 175-199). London & New York: Routledge. Lehning, P. B. (1999). “European Citizenship: Towards a European Identity?”, Working Paper Series in European Studies, 2/3 (aei.pitt.edu/8995/1/lehning.pdf). Lipset, S. M. (1960). Political Man, Garden City. New York: Anchor Books. Lord, C. (1998). Democracy in the European Union. Sheffield: Sheffield Academic Press. Lu, C. Y. (2011). “The EU as the ‘Fourth Branch’ of Member State Governments”, in: F. Laursen (Ed.), The EU and Federalism: Polities and Policies compared (pp. 57-78) (Federalism Studies). Farnham: Ashgate. Majone, G. (1996a). “A European Regulatory State?”, in: J. Richardson (Ed.), European Union-Power and Policy-Making (pp. 263-277) (European Public Policy). London & NewYork: Routledge. Majone, G. (1996b). Regulating Europe. London & New York: Routledge. Majone, G. (2005). Dilemmas of European Integration. The Ambiguities and Pitfalls of Integration by Stealth. Oxford: Oxford University Press. 142 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 Majone, G. (2014). “From the Democratic Deficit to a Democratic Default? The normative Dimension of the Euro Crisis”, in: G. Majone (Ed.), Rethinking the Union of Europe Post-Crisis. Has Integration gone too far? (pp. 179-207).Cambridge: Cambridge University Press. Marshall, T. H. (1950). Citizenship and Social Class, and other Εssays. Cambridge/England: University Press. McCormick, J. (2011). Understanding the European Union. A Concise Introduction. London: Macmillan Press. Moorehead, C. (1987). Troublesome People: The Warriors of Pacifism. Bethesda, MD: Adler & Adler. Ong, A. (1999). Flexible Citizenship: The Cultural Logics of Transnationality. Durham & London: Duke University Press. Peters, B. G. (1996). Agenda-setting in the European Union, in: J. Richardson (Ed.), European Union: Power and Policy-Making. London & New York: Routledge. Pfaff, N. (2004). “Adolescent Ways of Political Learning: Results from Eastern Germany”, in J. Forbrig (Ed.), Revisiting Youth Political Participation (pp. 71-82). Strasbourg: Council of Europe. Pleyers, G. (2004). “Young People and Alter - globalisation: From Disillusionment to a new Culture of Political Participation”, in J. Forbrig (Ed.), Revisiting Youth Political Participation (pp. 133-143). Strasbourg: Council of Europe. Posner, R. (19772). Economic Analysis of Law. Boston: Little Brown. Quisumbing, L. (2002). “Citizenship Education for Better World Societies: A Holistic Approach”, in Asia-Pacific Programme of Educational Innovation for Development (APEID)/UNESCO Asia and Pacific Regional Bureau for Education (Eds), The 8th International Conference on Education Innovations in Secondary Education: Meeting the Needs of Adolescents and Youth in Asia and the Pacific (26-29 November 2002, 143 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 Bangkok, Thailand). Final Report (pp. 86-101). Bangkok: United Nations Educational, Scientific and Cultural Organization. Raasch, A. (1997). “Contribution de la linguistique à la promotion du discours pacifique”, in: Raasch, A. (Ed.), Languages: Ways towards Peace. An Incentive for Language Teaching – for Peace (pp. 95-109) (SALUS: Saarbrücker Schriften zur Angewandten Linguistik und Sprachlehrforschung, 15). Saarbrücken: Ottweiler Druckerei. Rawls, J. (1971). A Theory of Justice. Oxford: Oxford University Press. Rawls, J. (1993). “The Law of Peoples”, in: S. Shute & S. Hurley (Eds), On Human Rights (pp. 42-82, 220-230). New York: Basic Books. Regling, K. & Watson, M. (2010). A preliminary Report on the Sources of Ireland’s Banking Crisis. Dublin: Government Publications. Ross, A. (2000). “Education for Citizenship and Identity within the Context of Europe”, in R. Gardner, D. Lawton & J. Cairns (Eds), Education for Citizenship 2000 (pp. 183199). London: Continuum. Ross, A. (2001). “Introduction: Learning for Democracy”, in A. Ross (Ed.), Learning for a Democratic Europe (pp. 1-12). London: CiCe. Ross, A. (2008). A European Education: Citizenship, Identities and young People. Stoke on Trent: Trentham Books. Scharpf, F. W. (2011). Monetary Union, fiscal Crisis and the Preemption of Democracy. MPIfG Discussion Paper, No. 11/11. Köln: Max-Planck-Institut für Gesellschaftsforschung. Scharpf, F. W. (2012). Legitimacy Intermediation in the Multilevel European Polity and its Collapse in the Euro Crisis. MPIfG Discussion Paper, No. 12/6. Köln: Max-PlanckInstitut für Gesellschaftsforschung. Schmitter, P.C. (1998). “Is it really possible to democratize the Euro-polity?”, in: A. Follesdal & P. Koslowski (Eds), Democracy and the European Union (pp. 13-36). Berlin: Springer, pp. 13-36. 144 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 Sekretariat der ständigen Konferenz der Kulturminister der Länder in der Bundesrepublik Deutschland (2005). Unterricht über Nationalsozialismus und Holocaust (R:\A\aaSw\nurSw\Holocaust\UnterrichtüberNationalsozialismusundHolocaust\Zusammenfas su ng-Holocaust-November-05.doc). Shackleton M. & Peterson J. (2012). The Institutions of the European Union. Oxford: Oxford University Press. Simpson, J. A. & Weiner, E. S. (Eds) (19892). The Oxford English Dictionary (Vol. 3). New York: Oxford University Press. Stolper, A., Walker, M., Sabatini, C. & Marczak, J. (2007). Rule of Law, Economic Growth and Prosperity. Report of the Rule of Law Working Group Sponsored by the Americas Society and Council of the Americas. Szczerbiak, A. & Taggart, P. (2002). Opposing Europe: Party Systems and Opposition to the Union, the Euro and Europeanisation. SEI Working Paper No. 36. Sussex: Sussex European Institute. Trondal, J. (2006). “EU Committee Governance and the Multilevel Community Administration”, in: H. Hofmann & A. H. Turk (Eds), EU Administrative Governance (pp. 391-416). Cheltenham & Northampton: Edward Elgar. Tsoukalis, L. (2014). The Unhappy State of the Union. Europe needs a new grand Bargain. Policy Network. Van Houdt, F. (2008). “Citizenship as Instrument of Bio-Power: Identifying Changes in the Functioning of Citizenship in the Netherlands in Times of Glocalization and Culturistic Discourse”. Paper presented at “Inclusion and Exclusion in Contemporary European Societies: Challenges of a new Europe; in between local freeze and global dynamics” Conference, April 14-18, 2008 (Inter University Centre of Dubrovnik/Croatia). 145 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 Veenhover, R. (2000). “Freedom and Happiness: A comparative Study in forty-four Nations in the early 1990s”, in E. Diener & E. M. Suh (Eds), Culture and subjective Well-being (pp. 257-288). Cambridge MA: MIT Press. Wallace Goodman, S. (2010). Naturalisation Policies in Europe: Exploring Patterns of Inclusion and Exclusion. EUDO Citizenship Observatory/Robert Schuman Centre for Advanced Studies/European University Institute. Warleigh, A. (2003). “Informal Governance: Improving EU Democracy?”, in: T. Christiansen & S. Piattoni (Eds), Informal Governance in the European Union (pp. 22-35). Cheltenham & Northampton: Edward Elgar. Wexler, Ph. (1990). “Citizenship in the Semiotic Society”, in B. S. Turner (Ed.), Theories of Modernity and Postmodernity (pp.164-175). London: Sage. Williams, S. (1991). “Sovereignty and Accountability in the European Community”, in: R. O. Keohane & S. Hoffmann (Eds), The New European Community. Decision Making and institutional Change (pp. 155-176).Westview: Boulder Col. Wintersteiner, W. (2006). “Kultur des Friedens – ein neuer Leitbegriff der Friedensforschung?”, in: Zentrum für Friedensforschung und Friedenspädagogik (Hrsg.), Jahrbuch Friedenskultur 2006 (pp. 94-108). Klagenfurt: Drava Verlag. Ziv, H. G. (2005). “Critical Pedagogy, Pedagogy for Human Rights Education”, in: D. Ceylan & G. Irzik (Eds.), How are we educated? International Symposium on Human Rights Education and Textbook Research (April 17-18 2004, Istanbul) (pp. 155-161). Istanbul: The History Foundation of Turkey Press. ΑΡΘΟΓΡΑΦΙΑ ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ Δεδούλη, Μ. (2002). «Βιωματική μάθηση – Δυνατότητες αξιοποίησής της στο πλαίσιο της Ευέλικτης Ζώνης», Επιθεώρηση Εκπαιδευτικών Θεμάτων, 6, σσ. 145-159. 146 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ Annette, J. (2005). “Character, Civic Renewal and Service Learning for Democratic Citizenship in Higher Education”, British Journal of Educational Studies, 53/3 (Values, Ethics and Character in Education), pp. 326-340. Arnot, M. (1997). “Gendered Citizenry: New Feminist Perspectives on Education and Citizenship”, British Educational Research Journal, 23/3 (Reflexive Accounts of Educational Reform), pp. 275-295. Balent, M. & Deloy, C. (2014). “European Elections 2014: Towards “a” European far Right?”, European Issues, 309 (Foundation Robert Schuman, The Research and Studies Centre on Europe) (http://www.robert-schuman.eu/en/european- issues/0309-european-elections-2014-towards-a-european-far-right). Banks, J. (2008). “Diversity, Group Identity, and Citizenship Education in a Global Age”, Educational Researcher, 37/3, pp. 129-139. Bauer, M. W. & Becker, S. (2013). “Implementing an ever stricter Union: The Role of the European Commission in the EU’s Response to the financial and economic Crisis”, EGPA Annual Conference, UK, pp.1-24. Caporaso, J. (1996). “The European Union and Forms of State: Westphalian, Regulatory or Post-Modern?”, Journal of Common Market Studies, 34/1, pp. 29-52. Coase, R. (1960). “The Problem of Social Cost”, Journal of Law & Economics, 3, pp. 144. Davies, I., Gorard, St. & Mc Guinn, N. (2005). “Citizenship Education and Character Education: Similarities and Contrasts”, British Journal of Educational Studies, 53/3 (Values, Ethics and Character in Education), pp. 341-358. Davies, I., Evans, M. & Reid, A. (2005). “Globalising Citizenship Education? A Critique of “Global Education” and “Citizenship Education””, British Journal of Educational Studies, 53/1, pp. 66-89. 147 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 Foka-Kavalieraki, Y. & Hatzis, A. N. (2009). “The Foundations of a Market Economy: Contract, Consent, Coercion”, European View, 9, pp. 29-37. Frazer, E. (2007). “Depoliticizing Citizenship”, British Journal of Educational Studies, 55/3, pp. 249-263. Frey, B. & Stutzer, A. (2005). “Beyond Outcomes: Measuring procedural Utility”, Oxford Economic Papers, 57, pp. 90-111. Friedman, M. (1953). “Essays on Positive Economics. Part 1 – Τhe Methodology of Positive Economics”. Chicago: Univesity of Chicago Press (http://members.shaw.ca/compilerpress1/Anno Friedman Positive.htm). Galtung, J. (1990). “Cultural Violence”, Journal of Peace Research, 27/3, pp. 291-305. Garratt, D. & Piper, H. (2003). “Citizenship Education and the Monarchy: Examining the Contradictions”, British Journal of Educational Studies, 51/2, pp. 128-148. Gehring K. (2012). “Benefit or Burden? Unraveling the Effect of economic Freedom on subjective Well-being”, Discussion Paper Series. University of Heidelberg, 531, pp. 2-27. Gilbert, R. (1992). “Citizenship, Education and Postmodernity”, British Journal of Sociology of Education, 13/1, pp. 51-68. Goldsmith, A. (1997). “Economic Rights and Government in Developing Countries: Crossnational Evidence on Growth and Development”, Studies in Comparative International Development, 32/2, pp. 29-44. Grant, R. W. & Keohane, R. O. (2005). “Accountability and Abuses of Power in World Politics”, American Political Science Review, 99/1, pp. 29-43. Gish, E. & Markham, P. (2013). “Living well together: Citizenship, Education, and Moral Formation”, The Good Society, 22/2, pp. 151-161. Habermas, J. (1992). “Citizenship and National Identity: Some Reflections on the Future of Europe”, Praxis International, 12/1, pp. 1-19. 148 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 Habermas, J. (1999). “Der interkulturelle Diskurs über Menschenrechte”, in: H. Brunkhorst, W. Köhler & M. Lutz-Bachmann (Hrsg.), Recht auf Menschenrechte. Menschenrechte, Demokratie und internationale Politik (pp. 216-227). Frankfurt: Suhrkamp. Hahn, C. (1999). “Citizenship Education: An Empirical Study of Policy, Practices and Outcomes”, Oxford Review of Education, 25/1-2 (Political Education), pp. 231-250. Hallerberg, M., Marzinotto, B. & Wolff, G. B. (2012). “On the Effectiveness and Legitimacy of EU”, Bruegel Policy Brief, Issue 2012/4, pp.1-8. Halliday, J. (1999). “Political Liberalism and Citizenship Education: Towards Curriculum Reform”, British Journal of Educational Studies, 47/1, pp. 43-55. Hartleb, F. (2012). “European Project in Danger? Understanding Precisely the Phenomena “Euroscepticism, Populism and Extremism”, Review of European Studies (Times of Crisis), 4/5, pp. 45-63. Haste, H. (2004). “Constructing the Citizen”, Political Psychology, 25/3 [Special Issue (Part Two): Prospect Theory], pp. 413-439. Heritier, A. (2001). Composite Democratic Legitimation in Europe: The Role of Transparency and Access to Information. MPIfG Collective Goods Preprint No. 2001/6. Köln: Max-Planck-Institutfur Gesellschaftsforschung. Hix, S. (1998). “The Study of the EU: The “new Governance” Agenda and its Rival”, Journal of European Public Policy, 5/1, pp.38-65. Hix, S. & Follesdal, A. (2005). “Why there is a democratic Deficit in the EU: A Response to Majone and Moravcsik”, European Governance Papers, No C05-02, pp.81-100. Hoskins, B. L., Barber, C., Van Nijlen, D. & Villalba, E. (2011). “Comparing Civic Competence among European Youth: Composite and Domain-Specific Indicators Using IEA Civic Education Study Data”, Comparative Education Review, 55/1, pp. 82-110. 149 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 Hinderliter Ortloff, D. (2009). “Social Studies Teachers’ Reflections on Citizenship Education in Bavaria, Germany”, Race/Ethnicity: Multidisciplinary Global Contexts, 2/2 (Race and Secondary Education: Content, Contexts, Impacts), pp. 189-214. Jansen, Th., Chioncel, N. & Dekkers, H. (2006). “Social Cohesion and Integration: Learning Active Citizenship”, British Journal of Sociology of Education, 27/2, pp. 189-205. Jensen, T. (2009). “The Democratic Deficit of the European Union”, Living Reviews in Democracy (Center for Comparative and International Studies, ETH Zurich & University of Zyrich), pp.1-8. Jolly, M. E. (2003). “Debating Democracy in the European Union-Four Concurrent Paradigms”, EUSA 8th Biennial International Conference, Tennessee, pp. 1-30. Kennedy, K. (2007). “Student Constructions of “Active Citizenship”: What Does Participation Mean to Students?”, British Journal of Educational Studies, 55/3, pp. 304-324. Kerr, D. (1999). “Changing the Political Culture: The Advisory Group on Education for Citizenship and the Teaching of Democracy in Schools”, Oxford Review of Education, 25/1-2 (Political Education), pp. 275-284. Kohler-Koch, B. & Rittberger, B. (2006). “Article: The Governance Turn in the EU Studies”, Journal of Common Market Studies, 44 (Annual Review), pp. 27-49. Kyriakidis, A. (2013). “Democracy and the eurozone: A Growing Drift Post-Crisis?”, University of Sheffield: Sheffield Political Economy Research Institute (SPERI), pp.1-26. Lane, R. P. (2012). “The European Sovereign Debt Crisis”, Journal of Economic Perspectives, 26/3, pp. 49-68. Langley, P. (2008). “Sub-prime Mortgage Lending: A cultural Economy”, Economy and Society, 37/4, pp. 469-494. 150 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 Lawy, R. & Biesta G. (2006). “Citizenship-as-Practice: The Educational Implications of an Inclusive and Relational Understanding of Citizenship”, British Journal of Educational Studies, 54/1, pp. 34-50. Lehning, P. (1998a). “European Citizenship: Between Facts and Norms”, Constellations, 4/3, pp. 346-367. Lehning, P. (1998b). “Towards a multicultural Society: Social Capital and democratic Citizenship”, Government and Opposition, 33/2, pp. 221-242. Lord, C. & Beetham, D. (2001). “Legitimizing the EU: Is there a post-parliamentary Basis for its Legitimation?”, Journal of Common Market Studies, 39/3, pp. 443-462. Lord, C. & Magnette, P. (2004). “E Pluribus Unum? Creative Disagreement about Legitimacy in the EU”, Journal of Common Market Studies, 42/1, pp. 183-202. Lowi, T. (1972). “Four Systems of Policy, Politics and Choice”, Public Administration Review, 32/4, pp. 298-310. Majone, G. (1994). “The Rise of the Regulatory State in Europe”, West European Politics, 17/3, pp. 77-101. Majone, G. (1998). “Europe’s democratic Deficit: A Question of Standards”, European Law Journal, 4/1, pp. 5-28. Majone, G. (1999). “The Regulatory State and its Legitimacy Problems”, West European Politics, 22/1, pp. 1-24. Majone, G. (2002). “Delegation of regulatory Powers in a mixed Polity”, European Law Journal, 8/3, pp. 319-339. Majone, G. (2006). “Is the European Constitutional Settlement Really Successful and Stable?”, Notre Europe, Etudes & Recherches (European University Institute, Florenz: European University Institute), pp. 1-10. Majone, G. (2006). “The Common Sense of European Integration”, Journal European Public Policy, 13/5, pp. 607-626. 151 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 Majone, G. (2009). “The Mutation of the EU as a Regulatory Regime”, RECON project, Prague, pp. 1-34 (http://acelg.uva.nl/binaries/content/assets/subsites/amsterdamcentre-for-european-law-and-governance/other/majone-presentation-at-reconconference-prague-october-2009.pdf). Meny, Y. (2002). “De la democratie en Europe: Old Concepts and New Challenges”, Journal of Common Market Studies, 41/1, pp. 1-13. Miller, D. (1995). “Citizenship and Pluralism”, Political Studies, 43, pp. 432-450. Moravcsik, A. (2002). “In Defense of the democratic Deficit: Reassessing Legitimacy on the European Union”, JMCS, 40/4, pp. 603-624. Moravcsik, A. (2008). “The Myth of Europe’s Democratic Deficit”, Journal of European Public Policy, pp. 331-340. Murdoch, J. L. (1991). “Encouraging Citizenship: Report of the Commission on Citizenship”, The Modern Law Review, 54/3, pp. 439-441. Naval, C., Print, M. & Veldhuis, R. (2002). “Education for Democratic Citizenship in the New Europe: Context and Reform”, European Journal of Education, 37/2, pp. 107128. Osler, A. & Starkey, H. (1999). “Rights, Identities and Inclusion: European Action Programmes as Political Education”, Oxford Review of Education, 25/1-2 (Political Education), pp. 199-215. Osler, A. & Starkey, H. (2001). “Citizenship Education and National Identities in France and England: Inclusive or Exclusive?”Oxford Review of Education, 27/2, pp. 287305. Pike, G. (2000). “Global Education and National Identity: In Pursuit of Meaning”, Theory into Practice, 39/2, pp. 64-73. Porter, T. & Ronit, K. (2006). “Self-regulation as Policy Process: The multiple and Crisis crossing Stages of private Rule-making”, Policy Sciences, 39, pp. 41-72. 152 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 Print, M. (2007). “Citizenship Education and Youth Participation in Democracy”, British Journal of Educational Studies, 55/3, pp. 325-345. Puchala, D. (1972). “Of Blind Men, Elephants and International Integration”, Journal of Common Market Studies, 10/3, pp. 267-284. Rawls, J. (1985). “Justice as Fairness: Political not Metaphysical”, Philosophy and Public Affairs, 14, pp. 223-251. Ross, A. (2006). “Teaching and Learning Citizenship Education in a Changing Europe”, The New Educational Review, 10/3-4, pp. 33-42. Ross, A. (2007). “Citizenship Education and Identity in Europe”, Revista Electrónica Iberoamericana sobre Calidad, Eficacia y Cambio en Educación, 5/4, pp. 120-131. Ross, A. (2007). “Multiple Identities and Education for Active Citizenship”, British Journal of Educational Studies, 55/3, pp. 286-303. Ruffert, M. (2011). “The European Debt Crisis and European Union Law”, Common Market Law Review, 48/6, pp. 1777-1806. Selten, R. (1990). “Bounded Rationality”, Journal of Institutional and Theoretical Economics, 146/4, pp. 649-658. Schmidt, V.A. (2004). “The European Union: Democratic Legitimacy in a Regional State”, Journal of Common Market Studies, 42/5, pp. 975-997. Schmidt, V. A. (2013). “Democracy and Legitimacy in the European Union Revisited: Input, Output and “Throughput””, Political Studies, 61, pp. 2-22. Shapiro, M. (1997). “The Problems of independent Agencies in the United States and the European Union”, Journal of European Public Policy, 4/2, pp. 276-291. Stigler, G. J. (1978). “Wealth, and possibly Liberty”, The Journal of Legal Studies, 7/2, pp. 213-217. 153 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 Tsolidis, G. (2002). “How do we teach and learn in Times when the Notion of ‘Global Citizenship’ sounds like a Cliché?” Journal of Research in International Education,1/2, pp. 213-226. Welsch, H. (2003). “Freedom and Rationality as Predictors of Cross-National Happiness Patterns: The Role of Income as a Mediating Variable”, Journal of Happiness Studies, 4, pp. 295-321. White, P. (1999). “Political Education in the Early Years: The Place of Civic Virtues”, Oxford Review of Education, 25/1-2 (Political Education), pp. 59-70. Wilkins, Ch. (1999). “Making ‘Good Citizens’: The Social and Political Attitudes of PGCE Students”, Oxford Review of Education, 25/1-2 (Political Education), pp. 217-230. Zakaria, F. (1997). “The Rise of Illiberal Democracy”, Foreign Affairs, 76/6, pp. 22-43. ΕΓΓΡΑΦΑ ΕΝΩΣΙΑΚΟΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ – ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΑ Ανακοίνωση της Επιτροπή, Ευρωπαϊκή Διακυβέρνηση-Μία Λευκή Βίβλος, Βρυξέλλες COM (2001) 428 της 25.06.2001. Ανακοίνωση της Επιτροπής για το εαρινό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, Η υλοποίηση της ευρωπαϊκής ανάκαμψης, Βρυξέλλες COM (2009) 114 της 4.03.2009. Ανακοίνωση της Επιτροπής, Ευρωπαϊκή Χρηματοπιστωτική Εποπτεία, Βρυξέλλες COM (2009) 252 της 27.05.2009. Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ευρώπη 2020 Στρατηγική για έξυπνη, διατηρήσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη, Βρυξέλλες COM (2010) 2020 της 3.03.2010. Ανακοίνωση της Επιτροπής, Προσωρινό πλαίσιο της Ένωσης για τη λήψη μέτρων κρατικής ενίσχυσης με σκοπό να στηριχθεί η πρόσβαση στη χρηματοδότηση κατά 154 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 τη διάρκεια της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης, Βρυξέλλες COM (2011) 6/05 της 11.01.2011. Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, την Επιτροπή των Περιφερειών και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, Δράση για τη σταθερότητα, την ανάπτυξη και την απασχόληση, Βρυξέλλες, COM (2012) 299 της 30.05.2012. Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, Χάρτης πορείας προς την τραπεζική ένωση, Βρυξέλλες COM (2012) 510 της 12.09.2012. Απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 25ης Μαρτίου 2011 που τροποποιεί το άρθρο 136 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με μηχανισμό σταθερότητας για τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ, Βρυξέλλες ΕΕ L 91 της 6.04.2011. Διαβιβαστικό σημείωμα της Γενικής Γραμματείας του Συμβουλίου προς τις αντιπροσωπείες, Ευρωπαϊκό Συμβούλιο 17 Ιουνίου 2010 Συμπεράσματα, Βρυξέλλες της 17.06.2010. Διαβιβαστικό σημείωμα της Ειδικής Ομάδας που συστάθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Μαρτίου 2010. Τελική έκθεση της Ειδικής Ομάδας, Βρυξέλλες της 21.10.2010. Διαβιβαστικό σημείωμα της Γενικής Γραμματείας του Συμβουλίου προς τις αντιπροσωπείες, Ευρωπαϊκό Συμβούλιο 28/29 Οκτωβρίου 2010: Συμπεράσματα, Βρυξέλλες της 30.11.2010. Διαβιβαστικό σημείωμα της Γενικής Γραμματείας του Συμβουλίου προς τις αντιπροσωπείες: Συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου 24/25 Μαρτίου 2011, Βρυξέλλες της 20.04.2011. Έκθεση Eπιτροπής για την αναμόρφωση και τον εκσυγχρονισμό του τραπεζικού συστήματος (1987). Αθήνα: Ένωση Ελληνικών Τραπεζών. 155 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 22 Σεπτεμβρίου 2010 εν όψει της έγκρισης κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ, Βρυξέλλες P7_TC1_COD (2009) 0142 της 22.09.2010. Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 407/2010 του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2010, για τη θέσπιση ευρωπαϊκού μηχανισμού χρηματοοικονομικής σταθεροποίησης, Βρυξέλλες ELL 118/53 της 12.05.2010. Κανονισμός (ΕΕ) 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 σχετικά με τη μακρο-προληπτική επίβλεψη του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου, άρθρο 1 § 3, Κανονισμός 1093/2010, Κανονισμός 1094/2010 και Κανονισμός 1095/2010, Βρυξέλλες ELL 331/162 της 15.12.2010. Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 σχετικά με τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 71/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής, Βρυξέλλες ELL 331/162 της 15.12.2010. Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009 ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/79 ΕΚ της Επιτροπής, Βρυξέλλες ELL 331/162 της 15.12.2010. Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης 156 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 αριθ. 716/2009 ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77 ΕΚ της Επιτροπής, Βρυξέλλες ELL 331/162 της 15.12.2010. Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1096/2010 του Συμβουλίου της 17ης Νοεμβρίου 2010 για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα όσον αφορά τη λειτουργία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου, Βρυξέλλες ELL 331/162 της 15.12.2010. Κανονισμός (EE) αριθ. 1173/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Νοεμβρίου 2011 για την αποτελεσματική επιβολή της δημοσιονομικής εποπτείας στη ζώνη του ευρώ, Βρυξέλλες της, EEL της 23.11.2011. Κανονισμός (EE) αριθ. 1174/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Νοεμβρίου 2011 σχετικά με κατασταλτικά μέτρα για τη διόρθωση των υπερβολικών μακροοικονομικών ανισορροπιών στην ευρωζώνη, Βρυξέλλες της ΕΕ L 306 της 23.11.2011. Κανονισμός (EE) αριθ. 1175/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Νοεμβρίου 2011 που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1466/97 του Συμβουλίου για την ενίσχυση της εποπτείας της δημοσιονομικής κατάστασης και την εποπτεία και τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών, Βρυξέλες ΕΕ L 306 της 23.11.2011. Κανονισμός (EE) αριθ. 1176/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Νοεμβρίου 2011 σχετικά με την πρόληψη και τη διόρθωση των υπερβολικών μακροοικονομικών ανισορροπιών, Βρυξέλλες EEL 306 της 23.11.2011. Κανονισμός (EE) αριθ. 1177/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 8ης Νοεμβρίου 2011 που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1467/97 για την επιτάχυνση και τη διασαφήνιση της εφαρμογής της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος, Βρυξέλλες ΕΕ L 306 της 23.11.2011. Οδηγία 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 2006 σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων, Βρυξέλλες, EEL 177/201 της 30.06.2006. 157 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 Οδηγία 2006/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 2006 για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων Βρυξέλλες, ELL 177/201 της 30.06.2006. Οδηγία 2011/85/ΕΕ του Συμβουλίου της 8ης Νοεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για τα δημοσιονομικά πλαίσια των κρατών μελών, Βρυξέλλες EL L 306/41 της 23.11.2011. Press Release, Οικονομική διακυβέρνηση της ΕΕ: η Επιτροπή έχει εκπονήσει ολοκληρωμένη δέσμη νομοθετικών μέτρων, Βρυξέλλες, ΙΡ-10-1199 της 29.09.2010. Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Συμπεράσματα της Προεδρίας: Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Βρυξελλών 19/20 Μαρτίου 2009, Βρυξέλλες 7880/1/09 REV 1-CONCL 1 της 29.04.2009. Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Συμπεράσματα της Προεδρίας: Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των Βρυξελλών 18/19 Ιουνίου 2009, Βρυξέλλες 11225/09 CONCL 2 της 19.06.2009. Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου 25/26 Μαρτίου 2010, Βρυξέλλες EUCO 7/10 COEUR 4 CONCL 1 της 26.03.2010. Συμπεράσματα των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων της ζώνης του ευρώ της 11ης Μαρτίου 2011, Βρυξέλλες, της 11.03.2011. Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 7ης Ιουλίου 2010 σχετικά με την Ευρωπαϊκή Διευκόλυνση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Χρηματοπιστωτικής Σταθεροποίησης και σχετικά με μελλοντικές ενέργειες, Βρυξέλλες, C 351 E/10 ΣΤ της 08.07.2010. Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 7ης Οκτωβρίου 2010 σχετικά με τη συμφωνία της Βασιλείας II και την αναθεώρηση των οδηγιών για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, Βρυξέλλες 2010/2074(INI) της 7.10.2010. 158 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΑ Cover Note from General Secretariat of the Council to delegations, European Council 9 December 2011, Conclusions, Brussels EUCO (2011) 139/1 25.01.2012. Euro area Summit Statement, Brussels 29.06.2012. European Commission (2013). Quality of Life in Europe: Subjective Well-being. Luxembourg: Publications Office of the European Union. Miller, T., Kim, B., Kim, R., H., James, M., Riley, B. & Olson, R. (2014). Index of Economic Freedom. The Heritage Foundation in partnership with The Wall Street Journal. Regulation (EU) No 472/2013 of the European Parliament and of the Council of 21 May 2013 on the strengthening of economic and budgetary surveillance of Member States in the euro area experiencing or threatened with serious difficulties with respect to their financial stability, Brussels EE L 140/1 27.05.2013. Regulation (EU) No 473/2013 of the European Parliament and of the Council of 21 May 2013 on common provisions for monitoring and assessing draft budgetary plans and ensuring the correction of excessive deficit of the Member States in the euro area, Brussels EE L 140/1 27.05.2013. Report, The High-Level Group on Financial Supervision in EU, chaired by Jacque de Larosiere, Brussels 29.02.2009. The World Justice Project (2014). Rule of Law Index, pp. 4-224. ΙΣΤΟΓΡΑΦΙΑ Επίσημη ιστοσελίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης: http://eur-lex.europa.eu Επίσημη ιστοσελίδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής: http://ec.europa.eu Επίσημη ιστοσελίδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου:http://www.europarl.europa.eu 159 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 Επίσημη ιστοσελίδα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου: http://www.european-council.europa.eu Επίσημη ιστοσελίδα της ΕKT: http://www.ecb.int/ecb/html/index.en.html Επίσημη ιστοσελίδατου United Kingdom Independence Party: http://www.ukip.org Επίσημη ιστοσελίδατου British National Party: http://www.bnp.org.uk Επίσημη ιστοσελίδα του FrontNational: http://www.frontnational.com Επίσημη ιστοσελίδατουJobbik: http://www.jobbik.com ΒΙΝΤΕΟ Moravcsik A. (2011). “Are Criticisms of the EU’s ‘Democratic Deficit’ consistent with Basic Political Science?”, Keynote Address to the 17th Annual Meeting of the Hungarian Political Science Association (http://www.youtube.com/watch?v= FgRE4Kukys4). 160 [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ] Ι.Ε.Κ.Ε.Θ. 2013-2014 Το Ινστιτούτο Έρευνας & Κατάρτισης Ευρωπαϊκών Θεμάτων δημιουργήθηκε από μια ομάδα νέων επιστημόνων αποτελώντας ένα νέο Ακαδημαϊκό Κέντρο με στόχο να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ ακαδημαϊκής κοινωνίας, της κοινωνίας των πολιτών και της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Ελευθερίου Βενιζέλου (Πανεπιστημίου) 56,7ος Όροφος, ΤΚ. 106 78, Αθήνα, Ελλάδα Τηλ.: (+30) 2130 250217, e-mail:irtea.greece@gmail.com Website:www.irtea.gr ISBN: 978-618-81595-0-1 161
© Copyright 2024 Paperzz