Τεύχος 46 - Λεσβιακή Παροικία

1
2
“Λεσβιακή Παροικία” Ζήνωνος 29-31, 104 37 Αθήνα,
τηλ.: 210 523 7789, fax: 210 865 2088
e-mail: info@lesviaki-parikia.gr - site: www.lesviaki-parikia.gr
Καίτη Μεσσηνέζη - Πλατσή
Αγίας Ζώνης 42, 113 64 Αθήνα
Τηλ.: 210 867 4520
Θεόδωρος Πλατσής
Στρατής Μολίνος
Καίτη Μεσσηνέζη
Μάριος Λούπος
Eιρήνη Βεκρή
Θεόδωρος Πλατσής
Στρατής Μολίνος
Υπεύθυνη του site: Eιρήνη Βεκρή
ASTERIAS G.D.G. ΕΠΕ
Λεωφ. Βεΐκου 14, 11147 Γαλάτσι, Αθήνα
τηλ.: 210 865 0236, fax: 210 865 2088
E-mail: lespar@asterias.gr
Συνεργασίες αποστέλλονται υπόψη
Θ. Πλατσή, Αγίας Ζώνης 42, 11364 Αθήνα, τηλ.: 210 865 0236,
φαξ: 210 865 2088, e-mail: lespar@asterias.gr
1
σελ.
Εν Λευκώ:
Ένα ξεχωριστό νησί (2) - Καίτη Μεσσηνέζη-Πλατσή
3
Σημείωμα της Σ.Ε.
4
Μικρές & μεγάλες ειδήσεις:
Επιμέλεια: Θόδωρος Πλατσής
Εκδηλώσεις:
Η «Λεσβιακή Παροικία» έκοψε τη βασιλόπιτα της για το 2013
Πρόσωπα της Τέχνης:
Γιώργος Βακιρτζής «ο ζωγράφος
των επτά ημερών» - Καίτη Μεσσηνέζη-Πλατσή
Παλιές Λεσβιακές Σελίδες:
1958 - 2013 Λεσβιακό ημερολόγιο Π. Ι. Σαμάρα
Η σοφία του νου και
η σοφία της καρδιάς (στοχασμοί) - Στρατής Μυριβήλης
18-20
Ο αμερικάνος - Παναγιώτης Σκοπελίτης
20-23
Ένας λόγος με συνέπειες - Θόδωρος Τέμπος
23-25
Άνοιξη και τέχνη - Τάκης Χατζηαναγνώστου
26-27
Χρονογράφημα:
Προβληματισμός - Μάριος Κακαδέλλης
28-29
Τα «θα» των υποσχέσεων
και τα «όταν» της νοσταλγίας - Στράτος Δουκάκης
29-30
Λογοτεχνία:
Χειμωνιάτικες νότες - Ελένη Κονιαρέλλη-Σιακή
31-32
Αναμνήσεις
απ’ τη παλιά μου γειτονιά - Θεόδωρος Σ. Μεσσηνέζης
33-36
Η γριά - Ειρήνη Βαρβαρέσου 37-39
Ο Βαγγέλης Καραγιάννης
και το Καβαφικό έργο - Στρατής Μολίνος 40-45
Πρόσωπα:
Γιάννης Φωτιάδης, η ζωή και το έργο του - Μ. Οικονομίδου 46-49
Νησιώτικο Ανθολόγιο:
Μαρία Πολυδούρη, Ειρήνη Βαρβαρέσου,
Αγγελική Σαραντάκου, Μάριος Κακαδέλλης,
Νότης Παναγιώτου, Στρατής Γιαννίκος 50-52
Βιβλιοπαρουσιάση:
Κριτικά σημειώματα
53-57
Φύση & Άνθρωπος:
Οι ξικουμπίστριες - Αρτέμης Γιαννίτσαρος
58-61
Φίλοι που έφυγαν:
Γιώργος Ράλλης
62-63
Βασίλης Παπαδόπουλος
Eικόνα εξωφύλλου: Κινηματογραφικές αφίσες του Γιώργου Βακιρτζή
2
5-7
8-10
11-16
17
64
Ένα ξεχωριστό νησί (2)
Όταν κάτι, πρόσωπο ή πράγμα μας ανήκει κι όταν αυτό το κάτι έχει
εκείνο που το κάνει να διακρίνεται, να ξεχωρίζει για τον ένα ή τον άλλο
λόγο, τότε, μη μου πείτε, νιώθεις περηφάνια. Χαίρεσαι και θέλεις να δείξεις
και σε άλλους την περηφάνια σου αυτή.
Στην εποχή μας συμβαίνουν πολλά, που φέρνουν στο προσκήνιο το νησί
μας τη Λέσβο και καθώς αισθάνομαι γέννημα-θρέμμα παιδί της, δεν μπορώ παρά να νιώθω περηφάνια και συγκίνηση και με τις μικρές μου δυνάμεις να «διαφημίζω» όλα τα καλά αυτού του τόπου με οποιοδήποτε τρόπο.
Φτάνει μια ματιά στο παρελθόν, στα χρόνια της ποιήτριας Σαπφώς και
του κιθαρωδού Αλκαίου, του Πιττακού του Μυτιληναίου, του Θεόφραστου
και τόσων άλλων, των καταξιωμένων ζωγράφων Ιακωβίδη, Θεόφιλου,
Αξιώτη, Κανέλλη, τη «Λεσβιακή Άνοιξη» με Μυριβήλη, Βενέζη, Πρωτοπάτση κ.α. και προς τα δικά μας χρόνια με τόσους αναγνωρισμένους συγγραφείς, ποιητές, καλλιτέχνες και διακεκριμένους επιστήμονες. Και τι δεν
έχουν αναθρέψει αυτά τα ευλογημένα χώματα της Λέσβου! Χρειάζονται
αμέτρητες σελίδες για να αναφερθεί κανείς στον Πολιτισμό του νησιού μας.
Για τον Πολιτισμό, τα γεωλογικά και αρχαιολογικά ευρήματα, το φυσικό
κάλος και το μοναδικό σ’ όλο τον κόσμο Απολιθωμένο δάσος του Σιγρίου,
η UNESCO ενέταξε τη Λέσβο σαν το μοναδικό νησί στα Παγκόσμια Γεωπάρκα της. Γεγονός που παρέχει στον τόπο πολλά πλεονεκτήματα.
Σε πρόσφατες ανασκαφές στη Νησιώπη, στο Σίγρι, ήρθαν στο φως ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα απολιθώματα κορμών. Προγραμματίζεται μάλιστα
αγορά ειδικού σκάφους με γυάλινο δάπεδο για την περιήγηση στη θαλάσσια περιοχή, όπου υπάρχει πλειάδα πολύχρωμων απολιθωμάτων.
Πρόσφατα στη μεγάλη Τουριστική Έκθεση HO.RE.CA. παρουσιάστηκε το «Ελληνικό πρωινό… στη Λέσβο» προβάλλοντας και διαφημίζοντας
τα γνήσια τοπικά παραδοσιακά λεσβιακά προϊόντα. Τα ιδιαίτερα φαγητά
που διαθέτει η λεσβιακή κουζίνα δίνουν τη δυνατότητα για ολοκληρωμένες
προτάσεις υγιεινής διατροφής κατά το πρότυπο της Μεσογειακής δίαιτας.
Είναι πολλά τα προτερήματα που διαθέτει το νησί μας, το πλουσιοπάροχα προικισμένο σε όλους τους τομείς.
Αυτό το νησί, που κάνει όλους μας να νιώθουμε περηφάνια μιας κι είχαμε
την τύχη να γεννηθούμε στα ευλογημένα και τόσο αγαπημένα χώματά του.
3
Η πληρωμή της συνδρομής σας
Αγαπητά μέλη και φίλοι της «Λεσβιακής Παροικίας»
Το Δ.Σ. της «Λεσβιακής Παροικίας» ευχαριστεί τα μέλη της που ανταποκρίθηκαν στην πληρωμή της συνδρομής των για το έτος 2012.
Φροντίζουμε να καταχωρούμε το ποσό αυτό στα βιβλία μας και να σας
στέλνουμε τις αντίστοιχες αποδείξεις, τις οποίες μπορείτε να συμπεριλάβετε στη φορολογική σας δήλωση.
Στο παρόν τεύχος θα βρείτε την ταχυδρομική επιταγή για την πληρωμή
της συνδρομής για το 2013. Όσα από τα μέλη έχουν πληρώσει την συνδρομή τους για το 2013, παρακαλούμε να αγνοήσουν τη συγκεκριμένη επιταγή.
Την συνδρομή σας 30€, καθώς και κάποιες άλλες προσφορές σας εκτός
από την ταχυδρομική επιταγή που στέλνετε στη διεύθυνση: «Λεσβιακή
Παροικία» - ΕΛΤΑ Κουμουνδούρου 29 - ΤΘ 34118 - ΑΘΗΝΑ 10029,
μπορείτε να τις καταθέσετε ονομαστικώς στην Εθνική Τράπεζα στο
λογαριασμό της «Λεσβιακής Παροικίας» Νο 415/481058-93 και στην
Τράπεζα Πειραιώς στον αριθμό: 5067-059786-003.
Όσα μέλη μας οφείλουν περισσότερα από 2 έτη μπορούν να πληρώσουν
μόνο τα 2 τελευταία έτη και να μπουν σε ενημερότητα.
Για τους κατοίκους του εξωτερικού: η πληρωμή της ετήσιας συνδρομής γίνεται ονομαστικώς με κατάθεση 60$ ή 40€ στο λογαριασμό της Εθνικής Τράπεζας Νο 415/481058-93, IBAN GR 34 0110 4150 0000 4154 8105
893, ΚΩΔ. SWIFT ΤΡΑΠΕΖΑΣ-BIC ETHNGRAA.
Σας ευχαριστούμε εκ των προτέρων
Οι επόμενες εκδηλώσεις μας
Παρασκευή 8 Μαρτίου 2013: Αποκριάτικο γλέντι με ζωντανή μουσική
και τραγούδι στην Ταβέρνα «Χρήστος» Δουκίσης Πλακεντίας 34 στο
Χαλάνδρι ώρα 9 μ.μ. Θα προσφερθούν: ανά 4 άτομα: Κολοκυθάκια & Πατάτες τηγανιτές, σαλάτα, ποικιλία τυριών. Κυρίως πιάτο κατ’ επιλογήν, φρούτο. Κρασί, αναψυκτικά ελεύθερα. Τιμή κατ’ άτομο: 18€.
Κυριακή 31 Μαρτίου 2013: Η μεγάλη εκδήλωση για το Γαιοπάρκο της
Λέσβου στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου (λεπτομέρειες σελίδα 7)
Σάββατο 6 Απριλίου 2013: Μονοήμερη εκδρομή στην Αρχαία Κόρινθο
με ξενάγηση στον αρχαιολογικό χώρο, και το μουσείο, με ξεναγό, επίσκεψη στον Ακροκόρινθο και μετάβαση στο Λουτράκι για επίσκεψη στα
SPA και μεσημεριανό φαγητό. Τιμή κατ’ άτομο: 20€.
(Αναχώρηση από Ομόνοια & Γ` Σεπτεμβρίου γωνία, 8.00 το πρωί).
Για την ενίσχυση της "Λεσβιακής Παροικίας" οι Νίκος και Βάσος Τεφτσής
κατέθεσαν 100€. Τους ευχαριστούμε.
4
Επιμέλεια: Θ. Πλατσής
Παρουσίαση «Τοπικού Συμφώνου Ελληνικού Πρωινού … στη Λέσβο»,
στην 8η HO.RE.CA. ( 8 -11 Φεβρουαρίου 2013)
Παράλληλα είχαν τη δυνατότητα να ενημερωθούν για την τοπική διατροφική παράδοση και το γαστρονομικό πλούτο της
Λέσβου, καθώς και για την ιδιαιτερότητα
των προϊόντων και της κουζίνας του νησιού.
Την Κυριακή το πρωί, πραγματοποιήθηκε η κεντρική εκδήλωση παρουσίασης του
«Ελληνικού Πρωινού… στη Λέσβο».
Η εκδήλωση περιλάμβανε: α) Παρουσίαση του μπουφέ με το «Ελληνικό Πρωινό
Λέσβου», όπως αυτό διαμορφώθηκε από
την τοπική Επιτροπή Λέσβου, β) προβολή
video μικρής διάρκειας, με θέμα τη γαστρονομική Λέσβο, και γ) ημερίδα-συζήτηση για
το Τοπικό Σύμφωνο Ελληνικού Πρωινού
Λέσβου. Την ημερίδα συντόνισε ο υπεύθυνος του project για όλη τη χώρα και μέλος
του Δ.Σ. του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου
Ελλάδος, κ. Γιώργος Πίττας, ενώ το μέλος
της Τοπικής Επιτροπής και στέλεχος της
Π.Β.Α. κ. Πάνος Πίτσιος, μετέφερε τους
χαιρετισμούς του Περιφερειάρχη κ. Αθανάσιου Γιακαλή και του Αντιπεριφερειάρχη
Λέσβου κ. Ηρακλή Βερβέρη, τονίζοντας τη
σημασία του Τ.Σ.Ε.Π. για την ανάδειξη του
γαστρονομικού πλούτου της Λέσβου μέσα
από το πρωινό της. Στη συνέχεια, η Πρόεδρος της Λεσβιακής Παροικίας Αθηνών κ.
Καίτη Μεσσηνέζη-Πλατσή, παρουσίασε
την παραγωγική φυσιογνωμία της Λέσβου,
αναλύοντας με λεπτομέρεια τις χαρακτηριστικές κατηγορίες των προϊόντων του
νησιού. Τέλος η εκπρόσωπος της Ένωσης
Ξενοδόχων Λέσβου και μέλος της Τοπικής
Επιτροπής κ. Χρύσα Αντωνίου, μεταφέροντας και το χαιρετισμό του Προέδρου κ.
Περικλή Αντωνίου, ανέπτυξε διεξοδικά τη
χρησιμότητα της διασύνδεσης του τουριστικού προϊόντος με τον πρωτογενή τομέα,
Ολοκληρώθηκε με μεγάλη επιτυχία η κοινή συμμετοχή της Περιφέρειας Βορείου
Αιγαίου, της Ένωσης Ξενοδόχων Λέσβου
και του Επιμελητηρίου Λέσβου, στην κορυφαία και απόλυτα εξειδικευμένη επαγγελματική έκθεση για ξενοδοχεία και μαζική
εστίαση “8η HO.RE.CA. 2013” (εκθεσιακό
κέντρο Metropolitan Expo, Διεθνής Αερολιμένας Αθηνών), όπου στο πλαίσιο του
προγράμματος «Τοπικό Σύμφωνο Ελληνικού Πρωινού» που υλοποιεί το Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο Ελλάδος, παρουσιάστηκε
το «Ελληνικό Πρωινό… στη Λέσβο».
Όπως είναι ήδη γνωστό, η Λέσβος μετά
την εκδήλωση παρουσίασης του δικού της
πρωινού, που πραγματοποιήθηκε στις 30
Δεκεμβρίου 2012 στη Μυτιλήνη, είχε επιλεγεί από το Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο
Ελλάδος ως μία εκ των 8 περιοχών της χώρας, που εκπροσωπήθηκαν με δικό τους
stand εντός του ενιαίου περιπτέρου του
Ξ.Ε.Ε. στη HO.RE.CA. και παρουσίασαν για
πρώτη φορά τα επιμέρους τοπικά πρωινά.
Οι χιλιάδες εμπορικοί επισκέπτες της έκθεσης απ’ όλη την Ελλάδα, αλλά και το εξωτερικό -επαγγελματίες της εστίασης και του
τουρισμού, όπως ιδιοκτήτες εστιατορίων,
εκπρόσωποι ξενοδοχείων, προμηθευτές,
χονδρέμποροι-λιανέμποροι
προϊόντων,
εξειδικευμένοι δημοσιογράφοι γαστρονομίας & τουρισμού, γευσιγνώστες-chefs, tour
operators & τουριστικοί πράκτορες, κ.α.,
αλλά και το απλό κοινό που επισκέφθηκε
τη HO.RE.CA, είχαν την ευκαιρία καθόλη
τη διάρκεια του τετραημέρου, να γνωρίσουν τις τοπικές λιχουδιές της Λέσβου,
όπως θα μπορούν να τις απολαύσουν στο
πρωινό των ξενοδοχείων του νησιού, αναβαθμίζοντας την ταξιδιωτική τους εμπειρία.
5
πική παρουσία, με την πλούσια προσφορά
προϊόντων και την επιτόπια παρασκευή εδεσμάτων, των επιχειρήσεων: α) Σαμιώτης
Κώστας: Εργαστήριο παραδοσιακών προϊόντων & γλυκών, β) Βασιλέλλης Ιγνάτης:
Γαλακτοκομικά & τυροκομικά προϊόντα, και
γ) Αλεξανδρής Πάρις: Λουκάνικα Λέσβου.
Ακόμη, 26 επιχειρήσεις του νησιού, παραγωγοί και Αγροτουριστικοί Συνεταιρισμοί
Γυναικών συμμετείχαν στην εκδήλωση συμβάλλοντας παράλληλα στην αποτελεσματική
προώθηση του νησιού, καθώς και των προϊόντων-σκευασμάτων -εδεσμάτων που μπορούν, να προσφερθούν απευθείας σ’ ένα
μπουφέ λεσβιακού πρωινού.
Μετά την ολοκλήρωση της συμμετοχής
της Λέσβου στην 8η HO.RE.CA. 2013, θα
ακολουθήσει εντατική επικοινωνία με όλα
τα ξενοδοχεία του νησιού, ώστε να ξεκινήσουν άμεσα τις διαδικασίες ένταξής
τους στο Τοπικό Σύμφωνο Ελληνικού
Πρωινού και στη συνέχεια να πιστοποιηθούν από το Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο Ελλάδος, ώστε να αναβαθμιστεί
το προσφερόμενο τουριστικό προϊόν.
καθώς και τις διαδικασίες ένταξης του κάθε
ξενοδοχείου στο Τοπικό Σύμφωνο. Την
εκδήλωση χαιρέτησε και ο Πρόεδρος του
Επιμελητηρίου Λέσβου κ. Θράσος Καλογρίδης, ενώ παρευρέθηκαν και αρκετοί
Λέσβιοι της Αθήνας, μέλη της Λεσβιακής
Παροικίας Αθηνών και της Ο.Λ.Σ.Α.
Εκτός από την Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου, την Ένωση Ξενοδόχων Λέσβου και το
Επιμελητήριο Λέσβου που είχαν αναλάβει
το γενικό συντονισμό της παρουσίας της
γαστρονομικής Λέσβου, την όλη συμμετοχή
ενίσχυσαν ο μεγάλος χορηγός, ακτοπλοϊκή
εταιρεία “BLUE STAR FERRIES”, καθώς
και η μεταφορική εταιρεία “ΕΦΑΜ. Α.Ε.”.
Επίσης, ιδιαίτερα σημαντική ήταν η προσω-
Αναμνηστική φωτογραφία από την κεντρική εκδήλωση του Ελληνικού Πρωινού στη Λέσβο
6
7
Eκδηλώσεις
Η «Λεσβιακή Παροικία»
έκοψε τη βασιλόπιτα της για το 2013
Tο κόψιμο της βασιλόπιτας, η παραδοσιακή εκδήλωση των περισσότερων συλλόγων, έχει συνήθως να
αντιμετωπίσει την κακοκαιρία, ως το
μεγαλύτερο εμπόδιο στην προσέλευση του κόσμου και δικαιολογημένα,
αφού πέφτει βέβαια μέσα στο καταχείμωνο. Φέτος τα εμπόδια έγιναν
τρία. Η κακοκαιρία, η οικονομική κρίση και οι απεργίες. Τα περισσότερα
όμως μέλη και οι φίλοι της Παροικίας
αγνόησαν και τα τρία και την Παρασκευή, 25 Ιανουαρίου 2013, που η
«Λεσβιακή Παροικία» έκοψε την πίτα
της, γέμισαν τη μεγάλη αίθουσα στον
ημιώροφο του Ξενοδοχείου Τιτάνια.
Τη γιορτή τίμησαν με την παρουσία
τους ο Γενικός Γραμματέας Νησιωτικής Πολιτικής και Λιμένων κ. Κώστας
Μουτζούρης με την σύζυγό του, ο
αντιναύαρχος ε.α. Δημήτρης Παπαγιαννίδης, ο Δημοτικός Σύμβουλος
του Δήμου Λέσβου κ. Π. Πατερέλλης, ο Πρόεδρος της ΟΛΣΑ κ. Χρ.
Τσακιρέλλης, ο Πρόεδρος των Καλλονιατών κ. Χρ. Τραγέλλης και πολλοί
λέσβιοι συγγραφείς και καλλιτέχνες.
Μηνύματα με ευχές έστειλαν ο Βουλευτής Λέσβου κ. Νίκος Σηφουνάκης
και ο Δήμαρχος Λέσβου κ. Δημ. Βου-
Το Δ.Σ. της Λεσβιακής Παροικίας μαζί με τον επίτιμο πρόεδρό της κο Τάκη Χατζηαναγνώστου,
έκοψε και φέτος τη πατροπαράδοτη βασιλόπιτα.
8
ντάνια τους σ’ όλους τους παρευρισκόμενους, αποσπώντας τα πιο ζωηρά χειροκροτήματα.
Η βραδιά περιελάμβανε και λαχειοφόρο αγορά, με πολλά και πλούσια
δώρα. Μοιράστηκε και πίτα στους
παρευρισκόμενους, ενώ ο πλούσιος
μπουφές περιείχε εκλεκτα φαγητά και
μεγάλη ποικιλία γλυκών.
Στη κλήρωση για το φλουρί τυχερή
αναδείχτηκε η κυρία Χρυσούλα Χατζηαναγνώστου.
Αργά κατά το τέλος, έκπληξη της
βραδιάς οι χορευτές του Συλλόγου
«Μόλυβος», που έφτασαν από τη Μυτιλήνη με την τελευταία πτήση, χόρεψαν χωρίς στολές αλλά με περίσσια
χάρη και ενθουσίασαν με τη σειρά
τους τον κόσμο που διασκέδασε μαζί
τους ως αργά το βράδυ.
νάτσος. Η δημοσιογράφος Ντόρα
Πολίτη ήρθε ειδικά από το νησί για
να παρουσιάσει την εκδήλωση στην
τηλεόραση Μυτιλήνης.
Να τα πούμε; Να τα πούμε; Ακούστηκε κάποια στιγμή κι η βραδιά ξεκίνησε με το ΔΣ της Λεσβιακής Παροικίας, που μπήκε στην αίθουσα με
τριγωνάκια στα χέρια, τραγουδώντας
τα κάλαντα σε σύγχρονη διασκευή,
εμπνευσμένη από την οικονομική κρίση και το μεράκι των Μυτιληνιών.
Στη συνέχεια η πρόεδρος κυρία Καίτη Μεσσηνέζη-Πλατσή καλωσόρισε τους καλεσμένους, ευχαρίστησε
όσους συνετέλεσαν με τις προσφορές τους στην επιτυχία του λαχείου
της βραδιάς, και αναφέρθηκε στην
επιτυχημένη προσπάθεια που έγινε,
να έρθουν κοντά στην Παροικία, παλιοί Μυτιληνιοί Πρόσκοποι. Ξεφεύγοντας από τα καθιερωμένα κάλεσε τον
επίτιμο πρόεδρο κύριο Τάκη Χατζηαναγνώστου να κόψουν μαζί την βασιλόπιτα. Εκείνος ανταποκρίθηκε με
χαρά και απηύθυνε θερμότατες ευχές
για όλους.
Η ζωντανή μουσική και τραγούδια,
στη συνέχεια, όπου κάπου - κάπου
τραγουδούσε και η Πρόεδρος της
«Λ.Π.», ξεσήκωσε τον κόσμο στην
πίστα που χόρεψε κάθε ρυθμό, παλιό
και καινούργιο.
Ήρθε και η σειρά του χορευτικού
τμήματος του Συλλόγου Ανεμώτιας.
Πέντε νεαρά ζευγάρια, με τις παραδοσιακές φορεσιές του χωριού τους
και τα τουμπερλέκια τους «κατέλαβαν» την πίστα, που γέμισε λεσβιακά
νιάτα. Τραγούδησαν και χόρεψαν και
μετάδωσαν το κέφι τους και τη ζω-
Η Πρόεδρος Καίτη Μεσσηνέζη, ξεφεύγοντας
από τα καθιερωμένα, κάλεσε τον επίτιμο
πρόεδρο κύριο Τάκη Χατζηαναγνώστου να
κόψουν μαζί την βασιλόπιτα.
9
Τα μέλη και οι φίλοι της Παροικίας την Παρασκευή, 25 Ιανουαρίου 2013, που η «Λεσβιακή Παροικία» έκοψε την πίτα της, γέμισαν τη μεγάλη αίθουσα στον ημιώροφο του Ξενοδοχείου Τιτάνια.
Πέντε νεαρά ζευγάρια, με τις παραδοσιακές φορεσιές του χωριού τους και τα τουμπερλέκια τους
«κατέλαβαν» την πίστα, που γέμισε λεσβιακά νιάτα.
10
Γιώργος Βακιρτζής
«ο ζωγράφος των επτά ημερών»
Επιμέλεια: Καίτη Μεσσηνέζη-Πλατσή
εγκαθίσταται στην Παλιά Kοκκινιά.
Ήδη από τα παιδικά και εφηβικά του
χρόνια ασχολείται με τη ζωγραφική.
Tο 1936 βρίσκουμε τον Bακιρτζή σ'
ένα μικρό εργαστήριο, που το είχε ο
Tούρκος Kιαμίλ Nουρ με βοηθό τον
Aρμένιο Σέρκο, να δουλεύει και να φιλοτεχνεί επιγραφές, σκηνικά για πλανόδια
θέατρα και ζωγραφικές διακοσμήσεις.
Λίγο αργότερα, το 1938, γνωρίζει
τον Στέφανο Aλμαλιώτη, ο οποίος του
διδάσκει την τέχνη της γιγαντοαφίσας.
Με δική του πρωτοβουλία,από
το1939 έως 1946 σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών κοντά
στον Κωνσταντίνο Παρθένη και τον
Ουμβέρτο Αργυρό.
Την περίοδο 1952-1953 στη Σχολή Καλών Τεχνών στο Παρίσι, παρακολουθεί μαθήματα ζωγραφικής και
χαρακτικής κοντά στους καθηγητές
Σουβερμπί (Souverbie) και Γκεργκ
(Goeurg), ενώ συγχρόνως επισκέπτεται Eλεύθερες Aκαδημίες ζωγραφικής,
χαρακτικής και γραφικών τεχνών.
Στα χρόνια της Αντίστασης, ο Γ. Βακιρτζής εντάσσεται στην ομάδα των
ΕΑΜιτών καλλιτεχνών (Κεφαλληνός,
Τάσσος, Κατράκη, Σεμερτζίδης, Μαγγιώρου, Σικελιώτης, Μακρής, Δαγκλής,
Βιογραφικά στοιχεία
Ο Γιώργος Βακιρτζής γεννήθηκε το 1923
στη Μυτιλήνη από γονείς Mικρασιάτες.
Tο 1930, μετά από μια σύντομη
παραμονή στη Θεσσαλονίκη, η οικογένειά του έρχεται στον Πειραιά και
Ο Γιώργος Βακιρτζής
11
ρον του επεκτάθηκε και στις γραφικές
τέχνες, στο πλαίσιο των οποίων επιμελήθηκε εκδόσεις και φιλοτέχνησε εξώφυλλα για βιβλία, λευκώματα και περιοδικά, ενώ συνέβαλε σημαντικά και
στην προώθηση της εφαρμοσμένης
φωτογραφίας στην Ελλάδα. Ενδιαφερόμενος επίσης σε θεωρητικό επίπεδο
για την τέχνη, δημοσίευσε μελέτες και
εξέδωσε πολλά βιβλία.
Την περίοδο εκείνη, ως το 1964,
δημιούργησε ένα πλήθος από γιγαντοαφίσες για τους αθηναϊκούς κινηματογράφους Aττικόν, Πάνθεον, Pεξ,
Kοτοπούλη, καθώς και δεκάδες αφίσες
για προϊόντα, κινηματογραφικές ταινίες
και θεατρικά έργα. Παράλληλα ασχολήθηκε με την αφίσα του τοίχου και της
βιτρίνας και διακόσμησε με επιγραφές
και τοιχογραφίες σπίτια, εμπορικά περίπτερα και καταστήματα.
Η παραστατική τεχνική του Βακιρτζή
με τα έντονα ζωηρά χρώματα ανανέωσε
και αναβάθμισε τη διαφημιστική εικόνα
του κινηματογράφου και την αφίσα του
δρόμου με τέτοιο τρόπο ώστε να προσελκύει αλλά και να δείχνει τον ανάλογο σεβασμό προς το ευρύ κοινό που
απευθυνόταν. Αυτή η μοντέρνα σύλληψη απεικόνισης της διαφήμισης ανέβασαν το περιφρονημένο αυτό είδος
ζωγραφικής σ’ ένα νέο και ξεχωριστό
καλλιτεχνικό και ιδεολογικό επίπεδο.
Από το 1964 και μετά, δημιουργεί
μια σειρά από μοντέρνα εξπρεσιονιστικά κοινωνικά έργα με κυρίαρχο
θέμα τον άνθρωπο. Βασικός του σκοπός ήταν να εκφράσει τα ιδεολογικά
του πιστεύω, καθώς και την αρνητική
του στάση για την εμπορευματοποίηση της ζωγραφικής τέχνης του. Τα
έργα αυτά χαρακτηρίζονται από ένα
έντονα αντιπολεμικό, ανθρωπιστικό,
κοινωνικά ριζοσπαστικό και σαρκαστι-
Μπαχαριάν, κ.ά.) και προπαγανδίζει με
ανώνυμα έργα του τον ΕΑΜικό αγώνα.
Όπως αναφέρει ο καλλιτέχνης σε σημειώσεις του, «στην Κατοχή δεν έκανα
γιγαντοαφίσες πολλές. Άλλες πράξεις
γιγάντιες γινόντουσαν γύρω μας. Και
εκεί έδωσε το μερτικό της και η γιγαντοαφίσα. Συμπαραβρέθηκε και συνόδεψε τη ζωή και τη δράση των Ελλήνων για να μη χαθούν. Μέσα σε λέσχες
φοιτητών και εργατών. Και έξω, μέσα
στους δρόμους και τους αλαλαγμούς
και τα ζήτω, πανό τεράστια σαν άρματα Θέσπιδος, που ακολουθούσαν
τις λιτανείες στον πόλεμο, στη χαρά,
στο θάνατο, στα νεκροταφεία και στο
"δόξα εν υψίστοις λαός"».
Πέθανε στην Αθήνα σε ηλικία 65
χρονών, ενώ μπορούσε ακόμα πολλά
να προσφέρει.
Το έργο του
Το 1949 συμμετέχει για πρώτη φορά
σε ομαδική έκθεση στην αίθουσα
«Παρνασσός», και σε συνέχεια σε άλλες ομαδικές, τόσο στην Eλλάδα, όσο
και στο εξωτερικό, καθώς σε Πανελλήνιες εκθέσεις, οργανώνοντας από
το 1960 και ατομικές, ενώ το 1989 το
έργο του παρουσιάστηκε σε αναδρομική έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη.
Tην ίδια εποχή, και ως το 1963, υπήρξε
καλλιτεχνικός διευθυντής της «Σκούρας
Φιλμς» και της διαφημιστικής εταιρείας
«Γνώμη Α.Ε.», και συνεργάστηκε εικαστικά με την κινηματογραφική εταιρεία
«Φίνος Φιλμς», τον Ελληνικό Τουρισμό
και τα Τουριστικά Φεστιβάλ. Επιμελείται εκδόσεις, φιλοτεχνεί εξώφυλλα για
βιβλία, περιοδικά, λευκώματα, καταλόγους και συνεργάζεται με το περιοδικό
«Eπιθεώρηση Tέχνης».
Την περίοδο 1956-1974 το ενδιαφέ12
χαρακτήριζε ο καλλιτέχνης. Λίγο αργότερα, ξεκίνησε τα «Σχόλια - Δρώμενα»,
έναυσμα της οποίας ήταν μία φωτογραφία από ντοκουμέντο εφημερίδας
τον Ιούνη του 1973. Ακολουθεί η σειρά «Παράκτια», στην οποία κυριαρχεί
η αφαίρεση, ενώ στους «Μονολόγους»
(παρουσιάστηκαν το 1986) ζωγραφίζει
το τραγικό πρόσωπο της εποχής μας,
όπου είμαστε όλοι μαζί και ο καθένας
μόνος, όλοι μαζί κι άγνωστοι. Ενδιάμεσα, υπάρχει μία σημαντική δουλιά, που
δυστυχώς όμως δεν ολοκληρώθηκε.
Πρόκειται για μια σειρά εκατό σχεδίων και είκοσι πέντε περίπου μικρών
έργων, αφιερωμένων στην Καισαριανή.
Tο 1979 ταξίδεψε στη Σοβιετική
Ένωση, επίσημα προσκεκλημένος, ως
μέλος της Kριτικής Eπιτροπής που
επέλεξε τις αφίσες για την Oλυμπιάδα
της Mόσχας το 1980.
Καλλιτέχνης ανθρωποκεντρικός, ο
Βακιρτζής χρησιμοποιεί στοιχεία από
την τέχνη της γιγαντοαφίσας, της λαϊκής
ζωγραφικής αλλά και της εξπρεσιονιστικής γραφής, που συνδυάζει με φόντο
μεγάλες κλασικές συνθέσεις του παρελθόντος, για να αποτυπώσει με ένα προσωπικό ύφος τους προβληματισμούς
του σχετικά με τα ιστορικά και πολιτικά
βιώματα της ελληνικής κοινωνίας.
Ένα από τα έργα του που χαρακτηρίζονται
από ένα έντονα αντιπολεμικό, ανθρωπιστικό,
κοινωνικά ριζοσπαστικό και σαρκαστικό ύφος.
κό ύφος. Η περίοδος αυτή δηλώνει την
αποστροφή του προς τη γιγαντοαφίσα
και τη μεταστροφή του προς μια πνευματική και καλλιτεχνική ανεξαρτησία.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά έργα
της περιόδου αυτής είναι ο Μονόλογος, ο οποίος παρουσιάζει με έναν
έντονα ρεαλιστικό κριτικό τρόπο ένα
από τα κατ’ εξοχήν κοινωνικά προβλήματα της εποχής μας, την εσωτερική
μοναξιά και αδυναμία για διάλογο, την
απομόνωση του ανθρώπου.
Στην περίοδο της δικτατορίας, μένοντας πιστός στις αρχές του, «φιλοτέχνησε» τις μαύρες μέρες που περνούσε η χώρα μας και παρουσίασε τη
σειρά «Ειρωνείες και επικλήσεις», μια
δουλειά με έντονα σημάδια διαμαρτυρίας. Ακολουθούν οι «Αντανακλάσεις»,
μια «ανανεωτική ανάπαυλα», όπως τη
Βιβλιογραφία σχετική
με το έργο του Γ. Βακιρτζή
Tο 1963 εκδίδεται το βιβλίο "25 Aφίσες του Γιώργου Bακιρτζή", το 1968
εκδίδεται το βιβλίο "Γιγαντοαφίσες
του κινηματογράφου του Γιώργου Bακιρτζή", ενώ το λεύκωμα «Προσεχώς»
περιλαμβάνει 200 περίπου μακέτες για
γιγαντοαφίσες και λιθογραφικές αφίσες
για αφισοκόλληση του ζωγράφου, με
το οποίο έρχεται για πρώτη φορά στο
13
κινηματογραφική γιγαντοαφίσα, την
οποία δούλεψε πολλές δεκαετίες. Οι
περίφημες γιγαντοαφίσες του για τον
κινηματογράφο μπορεί να μη διασώθηκαν εκτός από μερικές. Κάποιες όμως
στολίζουν πολλές συλλογές μουσείων.
Ζωγράφος και χαράκτης, άνθρωπος
κεφάτος, ρομαντικός και ευαίσθητος,
ο Γ. Βακιρτζής μελετούσε αδιάκοπα τη
ζωή, τον κόσμο, τον άνθρωπο και τον
αγώνα του. «Φεύγοντας», στα 65 του
χρόνια, δεν άφησε πίσω του μόνο μια
πλούσια εικαστική δημιουργία. Κυρίως, περιέσωσε ένα δείγμα ακεραιότητας και εντιμότητας που σπανίζει στις
μέρες μας, ένα χαρακτήρα-πολύτιμη
υποθήκη στους νεότερους.
φως η προετοιμασία του ζωγράφου για
τη δημιουργία της γιγαντοαφίσας που
δέσποζε στις προσόψεις των κινηματογραφικών αιθουσών, προσελκύοντας
τους θεατές να κόψουν εισιτήριο και
της λιθογραφικής αφίσας που διαφήμιζε την ταινία σε συνοικίες της πόλης.
Το 1973, σε έκδοση της «Παπαστράτος A.B.E.Σ.», κυκλοφορεί το βιβλίο
«H Λαϊκή Eπιγραφή στην Eλλάδα», με
υλικό που συγκέντρωσε ο ίδιος.
Έργα του βρίσκονται στην Eθνική
Πινακοθήκη και σε ιδιωτικές συλλογές
τόσο στην Eλλάδα όσο και στο εξωτερικό, καθώς και σε πινακοθήκες-μουσεία
πολλών ελληνικών πόλεων. Το όνομά
του ταυτίστηκε με την καλλιτεχνική
Λεπτομέρεια από την κινηματογραφική αφίσα της ταινίας "Ο Γατόπαρδος (1963)", με πρωταγωνιστές τον Μπάρτ Λάνγκαστερ και την Κλαούντια Καρντινάλε.
14
Γιώργος Βακιρτζής, αυτός ο ζωγράφος
της «έβδομης τέχνης των επτά ημερών», αν και γνώριζε ότι δουλεύει για
το εφήμερο, το υπηρέτησε πιστά και
άριστα. Γι΄ αυτό ακριβώς η «εφήμερη»
τέχνη του πέρασε στην αιωνιότητα της
Ιστορίας.
Όπως αναφέρει ο Χρ. Μαργαρίτης,
μια αφίσα οφείλει να ξαφνιάσει τον θεατή, να τον κάνει να αντιδράσει. Μόνο
έτσι παίζει τον ρόλο της, όταν μεταφέρει άμεσα το μήνυμά της και γίνεται μέσον μετάδοσης. Αυτό πέτυχε ο
Βακιρτζής αυτός «ο πληθωρικός ''εξπρεσιονιστής'', ο ταχυδακτυλουργός
του χρωστήρα της ψαρόκολλας, που
ξεπέρασε τον δάσκαλό του Στέφανο
Αλμαλιώτη». Με ποπ διάθεση, αν και
δεν ήταν κοινωνός του συγκεκριμένου
κινήματος, με αδρές, πλατιές πινελιές
και μη συμβατικά χρώματα (μπλε, πράσινο, κάτασπρο, καφέ), δημιούργησε
αξεπέραστες συνθέσεις ή προσωπογραφίες κινηματογραφικών πρωταγωνιστών, γεμάτες παλμό και ζωντάνια.
Για τους άνδρες πρωταγωνιστές επιδίωκε, όπως παρατηρεί η ιστορικός
τέχνης Ειρήνη Οράτη, την έντονη φωτοσκίαση, ενώ στα γυναικεία πρόσωπα
επέλεγε τη χρήση ενιαίων μονοχρωματικών επιφανειών που φωτίζονται είτε
με δυνατό φως στα μάτια, με την προσθήκη ενός πολύ έντονου χρώματος,
είτε με την ενσωμάτωση κάποιου εξωτερικού στοιχείου στο φόντο, όπως
ένα λουλούδι ή το φεγγάρι.
Από τον χρωστήρα και τα πενάκια
του πέρασαν δεκάδες ταινίες, από το
«Ραντεβού στη Βενετία» με την Οντρεϊ
Χέπμπορν μέχρι τον «Χορό των καταραμένων» με τον Μάρλον Μπράντο και από τη «Μαγική πόλη» του Ν.
Κούνδουρου μέχρι «Το κοροϊδάκι της
δεσποινίδος» με την Τζένη Καρέζη.
Ένα από τα έργα του που χαρακτηρίζονται
από μοντέρνα εξπρεσιονιστικά κοινωνικά
θέματα, με κυρίαρχο τον άνθρωπο.
Ταξίδι με τον ζωγράφο
των «επτά ημερών
Ο Γιώργος Βακιρτζής, όχι άδικα, είχε
χαρακτηριστεί σαν «ο ζωγράφος των
επτά ημερών». Ο ίδιος έλεγε: «To μέγιστο καλό που μας χαρακτηρίζει είναι
το ότι δουλεύουμε για το εφήμερο. Η
δόξα και η χαρά διαρκούν τόσο, όσο η
κάθε δουλειά μας βρίσκεται στην αγορά. Έτσι, δεν θα στήσουμε ποτέ μόνοι μας μνημείο του εαυτού μας». Ο
15
δίζει αυτήν τη χρονική ανεπάρκεια. Ο
Βακιρτζής σχεδιάζει όλο το βράδυ τα
τεράστια σε μέγεθος πανό του, κυνηγώντας τον χρόνο που απομένει μέχρι
το ξημέρωμα, αλλά δεχόμενος και την
πίεση του υλικού του, της καζεΐνης, που
πρέπει να τελειώσει πριν στεγνώσει.
Οδηγείται αντικειμενικά σε κινήσεις
γρήγορου χρόνου. Στις αφίσες τους
διακρίνουμε απίστευτες λεπτομέρειες, αλλά καθόλου σχολαστικότητα. Οι
κινήσεις τους είναι απόλυτα σίγουρες,
προκειμένου να συνθέσουν σχήματα
και να επιλέξουν χρώματα. Γρήγορες
και αποφασιστικές. Η γραφή, όταν
εμφανίζεται σε τίτλους και συμπληρωματικές πληροφορίες, στηρίζεται στην
εκφραστική καλλιγραφία και το τελικό
σχήμα αποτελεί δεμένο υποσύνολο με
όλα τα στοιχεία που συνθέτουν τις εικόνες που προτείνουν».
Σε τελική ανάλυση μπορούμε να
πούμε ότι ο Γ. Βακιρτζής δεν ήταν
ένας καλλιτέχνης κλεισμένος σε «γυάλινα τείχη» της τέχνης. Προσδοκούσε
την προσέγγιση του απλού ανθρώπου
στην τέχνη. Και πρόσφερε απλόχερα,
χωρίς προσωπικό όφελος τη μαστοριά
και τη λαϊκή ευαισθησία του για την αισθητική καλλιέργεια των λαϊκών μαζών
με τους απλούς κι άμεσους τρόπους
της αφίσας και της γιγαντοαφίσας.
Όπως έλεγε, «η ζωγραφική υπάρχει
παντού γύρω σου. Έχει χιλιάδες πρόσωπα...». «Ζωγραφίζω πάντα με τον
τρόπο που έμαθα από τους μαστόρους μου, τους δασκάλους μου και
την προσωπική μου πείρα. Δουλεύω
υποχρεωμένος από μια ανάγκη που
περιέχει την προσωπική συγκίνηση της
μνήμης εκείνης που προέρχεται άμεσα
από τον κόσμο και την κίνησή του. Με
συγκινεί ό,τι αφορά τον άνθρωπο και
τα πάθη του».
Σε ό,τι αφορά την απεικόνιση προσώπων, χώρων και αντικειμένων, o Βακιρτζής είναι ο μάστορας ζωγράφος
που, όχι μόνο γνωρίζει, μπορεί και
σχεδιάζει με έναν υπερβατικό ρεαλισμό, αλλά κυρίως γνωρίζει πού πρέπει
να σταματήσει.
Μεγάλο του προσόν αποτελεί η αγάπη του για την τυπογραφία και η εμπειρία του από τη βαθιά μελέτη της ελληνικής επιγραφοποιίας. Είναι γνωστό
το λεύκωμά του με την καταγραφή
εκατοντάδων λαϊκών επιγραφών και οι
μελέτες αυτής της ιδιαίτερης τέχνης
που δυστυχώς εξαφανίστηκε, παραδίνοντας τα καλόγουστα έργα της στην
υπερβολή μιας άτεχνης πλαστικής κακογουστιάς.
Ο Δημήτρης Θ. Αρβανίτης αναφερόμενος σχετικά λέει: «τολμώ να πω,
ότι ο Γιώργος Βακιρτζής αποτελεί την
ελληνική εκδοχή του προπάτορα της
αφίσας Ανρί Τουλούζ Λοτρέκ. Τα κοινά σημεία τους είναι πολλά. Ζωγράφοι
και οι δυο δεν αποδέχθηκαν το σύνολο των γραφιστικών ειδών, αλλά επικεντρώθηκαν στο σχεδιασμό αφισών για
την προβολή του θεάματος. Το συντακτικό των εικόνων του μέσα από τον
ιδιαίτερο χειρονομιακό του χαρακτήρα, μας αποκαλύπτει έναν εύστροφο
εκφραστή επικοινωνιακού λόγου, ο
οποίος γνώριζε πολύ καλά τους κανόνες για να συλλαμβάνει τις έκπληκτες
ματιές των θεατών τους.
Ένα ακόμα κοινό σημείο με τον Λοτρέκ είναι η διαχείριση του χρόνου. Ο
Λοτρέκ σκιτσάρει μέσα στο καμπαρέ
και σχεδιάζει τις αφίσες στο ατελιέ
του, αργά το βράδυ, για να τις παραδώσει την επόμενη μέρα για τεχνική
επεξεργασία και εκτύπωση. Δεν του
προσφέρεται χρόνος. Έτσι, με την
εκφραστική τεχνική που επιλέγει κερ16
Παλιές Λεσβιακές Σελίδες
Παλιές Λεσβιακές Σελίδες
1958 - 2013
Λεσβιακό ημερολόγιο Π. Ι. Σαμάρα
Φέτος συμπληρώθηκαν 55 χρόνια από την έκδοση του Δ΄ τόμου του Λεσβιακού ημερολογίου που επιμελήθηκε ο αείμνηστος Μυτιληνιός φιλόλογος Παναγιώτης Σαμάρας.
Το «Λεσβιακό Ημερολόγιο» προλογίζουν ο Πατριάρχης Αθηναγόρας, ο Μητροπολήτης
Μυτιλήνης ο εκ Δυρραχίου Ιάκωβος, ο Νομάρχης Λέσβου κ. Σταματιάδης και ο Δήμαρχος Απόστολος Αποστολου.
Το εξώφυλλο του ημερολογίου κοσμεί μια μεταξοτυπία που σχεδίασε, όπως αναφέρεται, ο ξεχωριστός ζωγράφος-σκιτσογράφος Μιχάλης Νικολινάκος. Τυπώθηκε στη Μυτιλήνη στο τυπογραφείο του Κ. Γεωργαλά.
Η «Αιολίδα» ξεκινώντας μια αναδρομή σε παλιά λεσβιακά έντυπα, δημοσιεύει σήμερα
μερικά από τα κείμενα, γνωστών σήμερα συγγραφέων, με σκοπό, οι πιο νέοι, να έρθουν
πιο κοντά στις πιο «παλιές λεσβιακές σελίδες».
17
Η σοφία του νου και η σοφία της καρδιάς
(στοχασμοί)
Του Στρατή Μυριβήλη
είναι μια κρυστάλλωση ζωής, γι’ αυτό
κρατά τόσο ουσιαστική θέση μέσα
στην ύπαρξη του ανθρώπου.
Οι στοχασμοί της λογικής σοφίας είναι ψυχροί και ακριβείς σαν θεωρήματα τριγωνομετρικά. Μπορεί να βγουν
πανομοιότυποι από εγκεφάλους τόσο
διαφορετικούς, που τους χωρίζουν
τόποι, έθνη, ήπειρες. Ένα πλήθος
ανακαλύψεις έγιναν μ’ αυτό τον παράξενο τρόπο. Είναι έργα της νόησης
και μοιάζουν στη σύνθεση και στην
οργάνωση της μορφής τους σαν δύο
χημικά κρύσταλλα που παράγονται σε
δυό απομακρυσμένα και διαφορετικά
επιστημονικά εργαστήρια. Τους λείπει
η πλαστική ιδιομορφία, που ξεχωρίζει
τα ζωντανά πλάσματα από τα χημικά
συνθέματα, και κάνει να μην υπάρχει
μήτε ένα φύλλο, απαράλλαχτο με ένα
άλλο φύλλο, μέσα σ’ ολόκληρο το δάσος της γης.
Έτσι και οι στοχασμοί που αναβρύζουν από την διαίσθηση και την πείρα της καρδιάς, αυτοί έχουν τη δικιά
τους φυσιογνωμία. Δυνατή, ιδιότυπη
και απαράμοιαστη. Γιατί κρατούν τα
ψυχικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου
που τους διετύπωσε, αφού κατέκτησε
πρώτα το υλικό τους και την έκφρασή τους με την καθημερινή του, την
προσωπική του μάχη προς τη ζωή που
είναι μια μάχη όλο πόνος και έρωτας.
Γι’ αυτό, αυτούς τους στοχασμούς
τους αγαπούμε ή τους μισούμε, πηγαίνουμε κοντά τους με φιλική προδιάθεση ή τους φοβόμαστε, σαν πρόσωπα
μυστηριώδη και γεμάτα ένταση, που
Αυτό που λέμε σοφία είναι ένας πλούτος πνευματικός, που τον μαζεύει και
τον αποθηκεύει μέσα στην διαδρομή
των αιώνων η ανθρωπότητα, δίνοντας
λογικές μορφές και νοητικά σχήματα
στην πείρα που αποκομίζει από την
ζωή. Ο πλούτος όμως αυτός ξεκινά από το μυαλό κι’ αποτείνεται πάλι
προς το μυαλό. Εκεί βρίσκει τη δικαίωση του. Σταματά κι’ απομένει αμετουσίωτος, ή το πολύ χρησιμεύει για αφετηρία προς νέες λογικές επιδιώξεις και
καταχτήσεις. Η σοφία είναι ένα υλικό
θαυμαστό, όμως ξένο προς την ψυχή
του ανθρώπου, όσο απομένει ψυχρό
και αμετουσίωτο. Είναι ένας θησαυρός
σαν το χρυσάφι. Αν κλείσουμε την ανθρώπινη ψυχή μέσα σ’ ένα θησαυροφυλάκιο σοφίας, η ανθρώπινη ψυχή θα
πεθάνει από πείνα. Γιατί θα της λείψει
ο άρτος της ζωής. Και αυτός δεν είναι η σοφία του νου. Είναι η σοφία της
καρδιάς. Αυτή η σοφία δεν είναι λογικό συγκρότημα, ούτε νοιάζεται για την
σχηματική και την οργανική συνέπεια
και αλληλοεξάρτηση της κάθε λεπτομέρειας του. Το «σύστημα» τής είναι
μια έννοια τερατώδης.
Αυτή η σοφία είναι το ακριβό απόσταγμα της διαίσθησης και της ψυχικής πείρας, που είναι ολότελα αλλοιώτικη από την βιωτική πείρα. Δονείται
από την μυστική πνοή που εμψυχώνει
τον ορατό και τον αόρατο κόσμο, είναι
ολοζώντανη, ζεστή, ζεστή. Γιατί πέρασε από τη μέση της καρδιάς, είναι ποτισμένη από το αίμα και το ρυθμό της
ανθρώπινης καρδιάς. Η σοφία αυτή
18
γανικά σ’ αυτό, όμως κρατιέται αντίκρυ
του όλο επιφύλαξη.
Στην τρεχούμενη ζωή, μέσα στην καθημερινή μας επαφή με τους ανθρώπους, αν προσέξουμε, θα δούμε πως
κρατούμε μέσα μας, πολλή στοργή,
αποταμιεύοντας στοχασμούς, συναισθήματα και νοήματα, που δεν μπορούμε πια να τα ξεχωρίσουμε από το
προσωπικό στοιχείο που τα συνοδεύει. Πάνω στο μήνυμα που κρατήσαμε,
τρεμουλιάζει αδιάκοπα ένα ανήσυχο
βλέφαρο, αστράφτει μια ματιά, που
ξαφνικά ανάβει λαμπρή, ή χαμηλώνει
το φως της λοξά. Έχουμε στην καρδιά
μας και στα βιβλία μας φυλαγμένους
στοχασμούς, που αδιάκοπα θα παίζει
απάνω τους ο πικρός μορφασμός ενός
δειλού χαμόγελου, που δεν πρόφτασε
να σχεδιαστεί πάνου στο λυγισμένο
τόξο των χειλιών, κ’ έσβησε… Είταν
μηνύματα της καρδιάς που τα δέχτηκε
και τα αξιοποίησε η Τέχνη.
Υπάρχουν μέσα μας ένα πλήθος στοχασμοί ή σπέρματα στοχασμών που
δεν πήραν ακόμη καν την ολοκλήρωση της νοητικής διατύπωσης. Έμειναν
έτσι, στα μισά, σα μιαν αράδα αποσιωπητικά, που φωσφορίζουν. Και
όμως μέσα σ’ αυτά τα σπιθοβολήματα
υπάρχει συμπυκνωμένο το νόημα μιας
ζωής, και μιας προσωπικότητας, το νόημα ολάκερης μιας ανθρώπινης ζωής,
που δεν κατώρθωσε μολαταύτα να
ολοκληρώσει την πολύτιμη έκφραση
της αντίκρυ μας και αγωνιά.
Αισθανόμαστε ωστόσο έντονο το
μήνυμα που μας δίνει ο άνθρωπος
με αυτά τα μικρά-μικρά, τα ελάχιστα
αλλά πολυτιμότατα συνθήματα. Είναι
μια πλούσια προσωπικότητα που μας
δηλώνει την παρουσία της και πλουτίζει τη ζωή μας και την πανανθρώπινη
ζωή, σα μια πηγή που την ακούμε να
βγαίνουν μέσα από την ομίχλη του
χρόνου, και ξεσκεπάζουν μπροστά
μας τη μορφή τους για να μας δείξουν
την κοφτερή τους έκφραση.
Αυτοί οι στοχασμοί, που πέρασαν
μέσα από μια προσωπικότητα άφθονα προικισμένη σε πλούτον ατομικό,
παύουν ν’ ανήκουν πια στην ουδέτερη,
την παγκόσμια και άμορφη σοφία που
έχουμε αποθηκευμένη μέσα σε δέματα συστημάτων και μπορούμε να τη
χρησιμοποιούμε κάθε στιγμή για πειράματα λογικών συνδυασμών και ανταποκρίσεις αναλογιών. Γιατί εδώ πια
έχουμε μορφές ζωντανές, τεντωμένες
από την χαρά και τον πόνο, από το πάθος που χουχλακίζει μέσα στη ζωή και
λαξεύει τη γραμμή του ακόμα και πάνω
στις πιο ήμερες και καταλαγιασμένες
ισορροπίες της. Είναι γεμάτες από κείνο το ανέκφραστο χάζι που μας δίνει
ένα πρόσωπο, σαν αστράφτει πάνω
στα χαρακτηριστικά του και παίζει μια
δυνατή ψυχή όπως ο ήλιος παίζει πάνω
στο αεικίνητο πρόσωπο της θάλασσας.
Δεν χάνουν ποτές αυτό το άρωμα της
αιώνιας φρέσκια ζωής, ούτε την αυτόνομη αυθυπαρξία τους, μόνο ξαναδίνουν όλη τη δυναμικότητα που κρατιέται μέσα τους άσωστη και απείραχτη
κάθε φορά που θα βρεθεί ο αντίστοιχος δέκτης να τις κρατήσει μέσα στη
συνείδηση της ανθρώπινης αγάπης.
Γιατί όλα τα έργα της καρδιάς είναι
αγάπη. Ενώ τα έργα του μυαλού δεν
είναι πάντα έργα αγάπης. Από αυτή
την περίσσια του ψυχικού στοχασμού
ανθεί και δένει και το έργο της τέχνης
που είναι ο καρπός της αγάπης του
ανθρώπου προς την ανθρωπότητα,
και συγχρόνως το ερωτικό κίνημα που
επιχειρεί το άτομο για να πλησιάσει
καταχτητικά και μαζύ αποκαλυπτικά το
κοινωνικό σύνολο, που ανήκει μεν ορ19
της στάχτης ενός τσιγάρου, ο μισοξεχασμένος ήχος από τη φυσαρμόνικα
ενός ζητιάνου.
Τιποτένια πράγματα, δεν είναι έτσι;
Όμως είναι ανεκλάλητη χαρά να τα
συλλογιέται και να τ’ αναπλάθει κανένας, να τα χαίρεται μέσα στους πολύχρωμους ιριδισμούς των αποχρώσεων
των, και να δέχεται την έκφρασή τους
που έχει άφθονο το νόημα της ζωής,
χωρίς να έχει κανενός είδους νοητική
μορφή και σχήμα. Και αυτά είναι ο θησαυρό που αντλεί η Τέχνη.
τραγουδά κάτω από το χώμα μέσα στο
αόρατο κανάλι της. Η δροσιά της παρουσίας της φτάνει ως το φυλλοκάρδι
μας, κι ας μην την βλέπουμε να τρέχει.
Αυτά τα ασύλληπτα στοιχεία, που συνθέτουν ή συμπληρώνουν απλώς την
μορφή των ανέκφραστων στοχασμών
της ψυχής κατά έναν τρόπο τόσο εκπληκτικό, πολλές φορές είναι ασήμαντα φαινομενικός. Μπορεί π.χ. νάναι
ένα άρωμα που ξεθυμαίνει στον αέρα,
ένας αμφίβολος τόνος από φως, ή
καμπύλη από μια κίνηση, το χτύπημα
Ο αμερικάνος
Του Παναγιώτη Σκοπελίτη
τούλειπε ο μπροστινός τροχός. Έλουζε ακόμα τα καστανά μαλλιά του αγοριού και -σίγουρα- θάπαιζε κρυφτούλι
στα ματόκλαδά του.
Το πρόσωπο του Αμερικάνου ήταν γεμάτο βαθιές ζαρωματιές που κατέβαιναν στο στόμα κι’ αντάμωναν εκεί για
να του δώσουν μια έκφραση παράξενης πίκρας και εγκαρτέρησης μαζί.
Το αγόρι της γειτόνισσας, στην αντικρυνή αυλή, κρατούσε τον κόσμο στα
χεράκια του. Τον κρατούσε δεμένο μ’
ένα ψιλό σπάγγο και τον καμάρωνε κι’
έπαιζε μαζί του. Ο κόσμος του ήταν
ένα μεγάλο πολύχρωμο μπαλόνι γεμάτο υδρογόνο. Απ’ αυτά τα μπαλόνια
που ανέβαίνουν ψηλά. Αυτός κρατούσε το σπάγγο γερά. Με όλη τη χρειαζούμενη προσοχή και σοβαρότητα.
Ο μικρούλης είδε τον Αμερικάνο που
τον κοίταζε απ’ το παράθυρο. Του
έκανε νόημα να δει το μπαλόνι του. Κι’
άφησε ένα γελάκι χαρούμενο και γαρ-
Καθότανε στο παραθύρι του και κοίταζε μακριά προς το Αιγαίο που χαμογελούσε γαληνεμένο και πρόσχαρο.
Το όνομά του ήτανε Τζίμ. Έτσι τον
φώναζαν οι γνωστοί του και η γυναίκα
του (που μονάχα κόρη του θα μπορούσε να πει κανείς πως ήταν) και τα
πεθερικά του που φαινόντουσαν και
οι δυο νεότεροι. Ωστόσο όλοι αμερικάνο τον ανέβαζαν και τον κατέβαζαν.
Και πάντα, όταν μιλούσαν για τον γάμο
του, μιλούσαν ειρωνικά. Αυτή την ώρα
ήταν μισοξαπλωμένος σε μια βαθειά
πολυθρόνα κι’ είχε τα πόδια του τυλιγμένα σε κουβέρτα μάλλινη και χοντρή.
Τα μάτια αφήσανε τη θάλασσα και
πλανήθηκαν στην αντικρυνή αυλή. Εκεί
έπαιζε το πεντάχρονο αγοράκι της γειτόνισσας, μοναχό του.
Πλούσιος ήλιος κατρακυλούσε απ’
τους τοίχους κι’ έλουζε με το χρυσάφι του τη γη, τους άδειους τενεκέδες
και τ’ αναποδογυρισμένο καρότσι που
20
νετός άνθρωπος). Ήξερε καλά τι πήγε
να κάνει στην Αμερική. Ήξερε γιατί
ξεκίνησε από την Πατρίδα. Αυτή την
μακρινή, την αφάνταστα μακρινή πατρίδα. Τη γεμάτη λαμπερό και ζωογόνο ήλιο και γαλήνη και ανθρωπιά. Κι’
απόφευγε τους πειρασμούς. Κι ολοένα μάζευε και πιο πολλά δολλάρια.
Όλο έλεγε πως μονάχα με τα χρήματα μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις και να
έχεις ό,τι ποθείς. Στην αρχή ήτανε λίγο
δύσκολο μα σιγά-σιγά, με τα χρόνια,
έγινε εύκολο. Έγινε συνήθεια. Αυτός
απόφευγε ακόμα ό,τι οι άλλοι θεωρούσαν ένα απλό ξέσκασμα.
Μάζεψε αρκετά δολλάρια και άνοιξε
ένα δικό του «ρέστωραν». Ένα μικρό
μαγαζί που το δούλευε μονάχος του
σχεδόν. Μα που του άφηνε πιότερα
από το μισθό του σε ξένο μαγαζί.
Ο πιτσιρίκος στην αντικρυνή αυλή περιέφερε την άγνοιά του και το μπαλλόνι του και χαμογελούσε προς το
παραθύρι και προς εκείνον που τον
κοίταζε. Το αναποδογυρισμένο καρότσι, εκεί στη γωνιά, λουζότανε στο
χρυσάφι του ήλιου. Απόστρατο, ετοιμοθάνατο, μα ευχαριστημένο καρότσι.
Σίγουρα έτσι ήτανε. Γιατί στη ζωή του,
τη μακριά ή τη σύντομη, έκανε αυτό
που του έταξε η φύση του να κάνει.
Ούτε πιο λίγο ούτε πιο πολύ. Τώρα
πρόσμενε το θάνατο. Ένα τέλος χωρίς
καμμιά τραγικότητα. Αργό, αδιάφορο
και ανώδυνο. Μια εξαφάνιση που δεν
ήταν ούτε λύτρωση ούτε συφορά.
Σωστά. Τα χρόνια είναι νερό και κυλούν. Έτσι συνηθίζουν να λένε όσοι
βρίσκονται κοντά στο τέλος. Ο μικρούλης της αυλής, βέβαια δεν έχει
ιδέα αν είναι νερό τα χρόνια. Αυτός,
προς το παρόν, νοιάζεται μονάχα για
το μπαλλόνι του, το πολύχρωμο, που
τόχει δεμένο σ’ ένα σπάγγο και το παί-
γαριστό. Απο κείνα που ο Θεός έχει
χαρίσει μόνο στα παιδιά.
Τον Αμερικάνο δεν τον λέγανε πάντα
Τζίμ. Σαν έφυγε από την πατρίδα του
για την Αμερική τον λέγανε Δημητρό.
Ήταν ένας Δημητρός αμούστακος
ακόμα, γερός, χαρούμενος και σίγουρος για τον εαυτό του. Αγαπούσε ακόμα και τους ανθρώπους. Δεν πήγαινε
στο μακρινό αυτό τόπο μονάχα για να
γλυτώσει από τη μιζέρια. Πήγαινε για
να γίνει πλούσιος. Πήγαινε να κερδίσει
την ευτυχία. Αυτή που κυνηγάνε όλοι
οι άνθρωποι. Τούπαν -μα κι’ αυτός έτσι
τόβλεπε- πως μονάχα με τη δουλειά,
τη σκληρή δουλειά, κερδίζεται η ευτυχία. Και με την οικονομία. Γιατί με
το χρήμα όλα τα καταφέρνει κανείς.
Γιατί αυτό είναι ο τελικός σκοπός κι’
η βάση κάθε ανθρώπινης επιδίωξης.
Έτσι πάνω κάτω τα έβλεπε τα πράγματα ο Δημητρος. Και ήταν έξυπνος και
συνετός. Κατά που λένε.
Και δούλεψε σκληρά και υπομονητικά
χρόνια ατέλειωτα. Στις αρχές έπλενα πιάτα, όπως όλοι. Μια απέραντη
σειρά στίβες πιάτα που πλύθηκαν και
ξαναπλύθηκαν μέσα στις σκοτεινές
κουζίνες. Μακριά από τον ήλιο. Εκεί
στη μεγάλη πόλη της Αμερικής. Με
την κούραση να σε μουδιάζει και με
τον ύπνο να τυραννάει τα βλέφαρα.
Κι’ ύστερα έμαθε τη γλώσσα και έγινε
σερβιτόρος και κέρδιζε περισσότερα.
Πάντα, ωστόσο, η δουλειά ήτανε ώρες
ατέλειωτες. Πάντα ο ύπνος λίγος και η
ξεκούραση απαγορεμένη.
Οι πειρασμοί σε κάθε τους μορφή
και περιεχόμενο ερχόντουσαν να τον
τυραννήσουν ταχτικά. Οι χειρότεροι
ήταν οι πειρασμοί της νύχτας και της
γιορτής -στις σπάνιες μέρες που κάθονταν. Μα ο Δημητρός που έγινε Τζίμ
ήτανε βράχος. (Ήταν έξυπνος και συ21
περασμένο μα σχεδόν καλοστεκούμενο Αμερικάνο.
- Θα σωθείς, θα σωθείς της έλεγαν οι
γνωστοί και πιο πολύ οι δικοί της (που
είχαν στο νου τους το δικό τους σώσιμο).
Το γάμο αυτόν ο Τζίμ τον βρήκε απόλυτα φυσικό και ταιριασμένο. Ίσως
δεν το σκέφτηκε ακριβώς έτσι μα έτσι
το αισθανότανε. Τότε. Η κοπέλα τούτη
είχε τα νιάτα της, το σφρίγος της. Μα
και αυτός είχε τα δολλάρια του που
ήτανε τα δικά του νιάτα, που δεν τα
ξώδεψε, που δεν τα σπατάλησε μα τα
έκανε χρήματα. Για κείνη.
Τώρα, όμως, ένα χρόνο ύστερα απ’ το
γάμο του, βλέπει με βαθύ σπαραγμό
πως τα νιάτα μπορεί να γίνουν δολλάρια μα πως μ’ αυτά δεν μπορούν ν’
αντικατασταθούν τα νιάτα.
Ο χρόνος αυτός ήτανε ένα κουτρουβάλιασμα κατακόρυφο και οδυνηρό.
Μια δοκιμασία αφόρητα απάνθρωπη.
Χωρίς να το θέλει και να το καταλαβαίνει καλά-καλά η κοπέλλα, που, χωρίς
να το σκεφτεί έγινε γυναίκα του, άρχισε να νοιώθει μια βαθειά εχθρότητα
για τον άντρα της.
Κι’ αυτός αισθανότανε πως έκανε μεγάλη αδικία στην κοπέλλα. Μα δεν
μπορούσε ποτέ να τ’ αφίσει αυτό να
φτάσει ως τη σκέψη γιατί τον πλήγωνε
πολύ.
Στο τέλος ήρθε και η αρρώστεια, που
δεν ήταν αρρώστεια. Που ήταν η εκδίκηση της άτεγκτης φύσης. Δεν της
αρέσει αυτηνής καθόλου να παραβιάζουν τους νόμους της. Κι’ ο Αμερικάνος τους παραβίασε γιατί ήταν ζεστός
ο κόρφος της γυναίκας του και το κορμί της γεμάτο νεανικό σφρίγος.
Και τώρα μέσα στη βαθειά κι’ απέραντη
θλίψη της αρρώστειας του (και στην
εχθρότητα της γυναίκας που χαράμισε
ζει και το καμαρώνει.
- Γουέλ, έτσι είναι. Νερό, νερό, τ’ άτιμα τα χρόνια.
Και δεν κυλάνε μοναχά. Πέρνουν μαζί
τους πολλά, ένα σωρό πράγματα. Κι’ ο
Τζίμ σχεδόν ξέχασε γιατί ακριβώς είχε
ξεκινήσει και δεν βιάστηκε. Πέρασαν
τα χρόνια και κύλησαν. Κι’ όταν κάποτε τα πράγματα ήρθανε πιο ευνοϊκά κι’
άνοιξε η δουλειά του πιο πολύ και μάζεψε αρκετά δολλάρια τότε ήτανε που
σκέφτηκε πως κυλάνε πολύ γρήγορα
τα χρόνια.
Ύστερα από σκέψη πολλήν κι’ αναβολές την πήρε την μεγάλη απόφαση.
- Έτσι είναι, γιου ση; Να δεις τους δικούς σου. Να δεις τα μέρη που μεγάλωσες.
Μα δεν ήτανε έτσι. Ή, τουλάχιστον,
δεν ήτανε ακριβώς έτσι. Και το ταξίδι του στον τόπο του τ’ απόδειξε πως
δεν ήταν έτσι.
Δεν βρήκε τους «δικούς» του, αφού είχαν πεθάνει. Κάτι μακρυνοί συγγενείς
που του είχαν απομείνει τον έβλεπαν
μονάχα σαν «Θείο απ’ την Αμερική».
Κι’ αυτό του ήταν πολύ δυσάρεστο.
Όμως βρήκε κάτι άλλο. Βρήκε αυτό
που χρόνια και χρόνια απώθησε. Αυτό
που ήτανε η βαθύτερη επιδίωξη και η
αιτία της συγκέντρωσης όλων αυτών
των δολλαρίων που κουβάλησε. Κι’
αυτό προσωποποιήθηκε σε μια κοπέλλα στρουμπουλή, δροσερή, πάνω
στην άνθιση της, με σκούρα μάτια και
με κόρφους ζεστούς που του υποσχόντουσαν ένα σωρό πράγματα απ’ αυτά
που ο Τζίμ χρόνια και χρόνια είχε ονειρευτεί. Και είδε ξαφνικά γιατί δούλεψε
τόσο σκληρά τα μακρυά αυτά χρόνια
τα γεμάτα προσμονή κι’ εγκαρτέρηση.
Την κοπέλα την είχαν στριμώξει η ανέχεια απ’ τη μια κι’ οι δικοί της απ’ την
άλλη. Και δέχτηκε να παντρευτεί τον
22
σαστισμένος τον κόσμο του να φεύγει
από τα χέρια του και να μακραίνει αδυσώπητα. Το χαμόγελο σβύνει από τα
χειλάκια του μονομιάς. Ύστερα μπήγει
τα κλάματα. Είναι τόσο βαθύς, τόσο
δυνατός ο σπαραγμός που έχει μέσα
του αυτό το κλάμα, που βγάζει απότομα τον Αμερικάνο από τις σκέψεις
του. Οι ρυτίδες του προσώπου του
αλλάζουν κατεύθυνση. Κάτι σαν αχνό
χαμόγελο ανοίγει τα στεγνά και άχρωμα χείλια του.
Ωστόσο ο μικρούλης κλαίει σπαραχτικά. Το κλάμα του παραδέρνεται στους
τοίχους της αυλής και σκαρφαλώνει
παντού. Τα ποδαράκια του χτυπάνε
ολοένα και με περισσότερο πείσμα
στην αδιάφορη γης.
τα νιάτα της) έβλεπε την ματαιότητα
ενός αγώνα που -μ’ όλα τούτα- διεξάχθηκε πεισματικά, με σύστημα και που
έφτασε νικηφόρα εκεί που έπρεπε.
Κι όμως....
Ο Αμερικάνος κοιτάζει πάντα στην
αντικρυνή αυλή. Το παιδάκι παίζοντας
με το μπαλλόνι του φτάνει κοντά στο
καρότσι. Δεν κοιτάζει μπροστά του.
Σκουντουφλά στο καρότσι κι’ απλώνει
τα χεράκια του να στηριχτεί. Ο σπάγγος του μπαλλονιού ξεφεύγει από τα
χεράκια που το κρατούσαν. Και τούτο,
λευτερωμένο πια, αρχίζει να ανεβαίνει
αργά προς τον ουρανό που είναι γεμάτος από ήλιο και που είναι γαλανός,
ανυπόφορα γαλανός.
Ο πιτσιρίκος κοιτάζει, για μια στιγμή,
Ένας λόγος με συνέπειες
Του Θόδωρου Τέμπου
κεφάλι μου και τον ξανάκουσα να φωνάζει:
-Βρε μπιρμπάντ’… γιατί μι τώκανις
αυτό του χνέρ;
Ήταν το 1930 -αν δεν κάνω λάθος.
Μια Κυριακή βράδυ. Σημαιοστόλιστη
η προκυμαία. Το δημαρχείο φωταγωγημένο. Επίσημη ατμόσφαιρα «αναμονής». Η Μυτιλήνη περίμενε τον υπουργό της, τον κ. Βύρωνα Καραπαναγιώτη.
Σύμφωνα με το πρόγραμμα της υποδοχής, ο δήμαρχος θα παρουσίαζε
τον υπουργό απ’ τον εξώστη του δημαρχείου στο λαό της Μυτιλήνης, με
ανάλογη προσλαλιά. Τρεις κάλαμοι
δεινοί επιστρατεύθηκαν. Και η δημαρχική προσφώνηση απλώθηκε σε δέκα
Ο Αλκιβιάδης Μαριγλής. Χαριτωμένος τύπος, του καιρού εκείνου. Με
τη βελάδα του, το μπαστούνι του, την
καμπούρα του, το τριγωνικό κεφάλι
του. Ο Μαριγλής, ο δημοσιογράφος,
ο πολιτευτής, ο «προπομπός κηδειών» -πολυσύνθετος και πολύπλαγκτος
ο αείμνηστος φίλος μου και, τότε, εκδότης του «Σκορπιού» και διευθυντής
μου. Τον θυμήθηκα σήμερα. Βρήκα,
ανάμεσα σε κάτι παλιές εφημερίδες
και περιοδικά, ένα σχισμένο, κιτρινισμένο φύλλο του «Σκορπιού» του και
τον θυμήθηκα. Τον είδα πάλι, ύστερα
από είκοσι εφτά χρόνια, να στυλώνεται μπροστά μου, άγριος, με υψωμένη
την μαγκούρα απειλητικά πάνω απ’ το
23
-Σταμάτα Βασλέλι. Θα τα πω όπους ξέρου ιγώ.
Και είπε περίπου τα εξής:
-Μια φορά -πάνι πουλλά χρόνια από
τότι- πήγα στν’ Αγιάσσου για να προσκυνήσου στ’ χάρη τς. Όξου απ’ τη’
ακκλησά είδα μουρό μί κουντά καλτσέλια, μί έξυπνα ματέλια, τσί ρώτσα:
«Τίνους είναι τούτου του μουρό;». Τσί
μ’ είπαν: «η γυιός τ’ Καραπαναγιώτ». Έ,
να, τούτους είνι, υπουργός έγινε, ζήτου η υπουργός!
Παρατεταμέναι επευφημίαι και ζητωκραυγαί εκάλυψαν τους τελευταίους
λόγους του ομιλητού.
Την άλλη μέρα, θα κυκλοφορούσε ο
«Σκορπιός». Το γεγονός της υποδοχής δεν έπρεπε να αγνοηθή. Κι ο Αλκιβιάδης μου είπε:
-Να βάλης στην πρώτη σελίδα τον
λόγο που εξεφώνησε ο δήμαρχος.
-Ποιόν λόγο; του είπα
-Τον λόγο βρε αδερφέ, του δημάρχου…
-Να τον δημοσιέψουμε αυτολεξεί;
-Ε, όχι βέβαια… Θα αναφέρεις τινά εξ
αυτών που είπε και άλλα τινά που δεν
είπε και… τέλος πάντων, εσύ ξέρεις.
Να είναι λόγος ζουμερός, στην καθαρεύουσα, ωραίος, ρητορικός, τέλος
πάντων εσύ ξέρεις.
-Καλά, του είπα. Θα τον περιποιηθώ
καταλλήλως.
-Ά, μπράβου, καταλλήλως… Διότι θα
εισπράξω και δύο χιλιάρικα. Με αντελήφθης;
-Απολύτως…
-Ο δήμαρχος μου το υποσχέθηκε.
-Εν τάξει.
-Μπράβου γυιέμ. Άντε, σ’ αφήνω να
τον γράψεις… Αλλά, με προσοχή, έ;
-Έννοια σου κύριε Αλκιβιάδη.
-Και προς Θεού, μη αναφέρεις εκείνα
τα καλτσέλια και τα ματέλια.
σελίδες. Ο δήμαρχος, όπως θυμάμαι,
ρητόρευε -οσάκις το καλούσε η περίσταση- πάντα «εκ του προχείρου» και
ποτέ από χειρογράφου. Εκείνη, όμως,
τη μέρα, άγνωστο γιατί θα μιλούσε…
εξ υποβολής. Δηλαδή, κάποιος ανέλαβε να υποβάλει στον ρήτορα το κείμενο της προσλαλιάς. Αυτός, ο κάποιος,
άκουε στο όνομα Βασλέλ(ι).
Ο Υπουργός έφτασε και οδηγήθηκε
στο δημαρχείο, με την πρέπουσα επισημότητα. Πυκνό πλήθος ακροατών
κάτω. Κι’ ο εξώστης του δημαρχείου εστέναζε υπό το πολύτιμο βάρος
πολλών προσωπικοτήτων. Στην πρώτη
σειρά, ο δήμαρχος και ο κ. Υπουργός.
Πίσω απ’ την πλάτη του δημάρχου,
γονατιστός, αθέατος απ’ το πλήθος, ο
υποβολέας με τα χειρόγραφα του λόγου.
Το πλήθος εζητωκραύγασε και σώπασε.:
Τότε ο δήμαρχος έσκυψε στο υποβολείο και ρώτησε χαμηλόφωνα:
-Έτοιμους Βασλελ(ι); Το υποβολείο
απάντησε:
-Έτοιμος, κυρ - δήμαρχε.
-Αρχίνα, του λοιπόν. Κι ο υποβολέας
άρχισε:
-Είμεθα βαθύτατα συγκεκινημένοι… Ο
ομιλητής επανέλαβε:
-Είμεθα βαθύτατα συγκεκινημένοι.
Το υποβολείο συνέχισε:
-Είμεθα, λέγω, βαθύτατα συγκεκινημένοι διότι εν ατμοσφαίρα παλλεσβιακού
πανηγυρισμού, υποδεχόμεθα σήμερον
το εκλεκτόν τέκνον της Αγιάσου εν τη
πόλει ταύτη εν η ηκούσθη το πάλαι μελίφθογγος η φωνή της Σαπφούς…
Ο ομιλητής έκανε να επαναλάβη την
«τιράδα», αλλά μπλέχτηκε μέσ’ στις
μελίφθογγες δοτικές, τα μάσσησε, κόμπιασε και γυρνώντας στο υποβολείο,
επρόσταξε:
24
κρυφά και τον είδα ν’ ανεβαίνει με σιγουριά τη σκάλα του δημαρχείου.
Τώρα, που ανασυνθέτω την τελευταία
εικόνα του περιστατικού εκείνου, νοιώθω κάποια τύψη. Αλλά τότε, ήμουν
νέος κι ο Αλκιβιάδης, ο εύθυμος «προπομπός κηδειών», ήταν τύπος. Και οι
τύποι είναι προσφορά του καλού θεού
της επαρχίας -προσφορά εναλλαγής
στο ακύμαντο κανάλι της ζωής της.
Κρύφτηκα πίσω από ένα «μπλόκ» και
περίμενα. Περίμενα το φινάλε. Και το
φινάλε, όπως το είχα προμαντέψει,
ήρθε, δραματικό, συγκλονιστικό, θεαματικό: Μια οργισμένη φωνή ακούστηκε απ’ το κεφαλόσκαλο του δημαρχείου:
-Όξου παλιάνθρωπε…
Την ίδια στιγμή, ένας τσαλακωμένος
«πομπές» κατρακύλησε απ’ τη σκάλα.
Και μια μαγκούρα διέγραψε επικίνδυνο τροχιά πάνω από ένα τριγωνικό κεφάλι.
-Μα τι έκανα; ακούστηκε τώρα η φωνή
του Αλκιβιάδη.
-Όξω, μπουζουκοκέφαλε. Και να μη
ξαναπατήσεις εδώ μέσα!...
Ζαλισμένος, τσαλακωμένος, αξιοθρήνητος ο Αλκιβιάδης κατέβηκε, φουλαριστός, πέντε-πέντε τα σκαλοπάτια,
εμάζεψε το σκληρό του, τη μαγκούρα, τους σκισμένους «Σκορπιούς»
του, έκατσε στο σκαλοπάτι της εισόδου, φόρεσε τα γυαλιά του κι’ άρχισε
να διαβάζει, συλλαβιστά, τον «λόγο».
Ξαφνικά, τον είδα να τινάζεται ορθός,
σαν ελατήριο, να στριφογυρίζει και να
ορμάει, σαν μαινόμενος ταύρος, φωνάζοντας:
-Α, τουν κιρατά… Θα τουν κουμματιάσου τουν κατσπουδιάρ’…
Ο «κατσπουδιάρς» -δηλαδή ο υποφαινόμενος- εφρόντισε να εξαφανιστεί
επί μια εβδομάδα.
-Μείνε ήσυχος. Δεν θα τ’ αναφέρω.
-Μπράβο γυιέμ’…
Ο διάολος εμπήκε μέσα μου, να σκάσω χουνέρι του κ. Διευθυντού μου.
Έγραψα ένα εξάστηλο πομπώδη τίτλο:
«Ο χθεσινός μνημειώδης λόγος του
δημάρχου Μυτιλήνης» κ.λ.π. κ.λ.π. Και
κάτω απ’ τον τίτλο εστέγασα την περιγραφή της υποδοχής και τον λόγο
του δημάρχου. Δεν συγκρατεί η μνήμη
μου ολόκληρο το κείμενο του λόγου
που σκάρωσα. Θυμάμαι μονάχα πως
άρχιζε έτσι: «ο κ. δήμαρχος προσατενίζων, από του εξώστου του μεγάρου
το συγκεντρωθέν πλήθος του λαού,
ηρώτησε αυτό στεντορεία τη φωνή:
-Ακούτι ρε;
Και το πλήθος εβόησε εν χορώ:
-Ακούμι…»
Ακολουθούσε η αυθεντική δημαρχιακή προσφώνηση επηυξημένη δεόντως
και γαρνιρισμένη με ανέκδοτα και γεγονότα όπου κυριαρχούσε η μορφή
του αξέχαστου εκείνου δημάρχου.
Ο «Σκορπιός» τυπώθηκε. Ο Αλκιβιάδης κατέπλευσε στο τυπογραφείο,
λαχανιασμένος, όπως πάντα, πληθωρικός, με την μαγκούρα, τη βελάδα και
τα σκληρά του -το καπέλλο του, το
κολλάρο του, τα μανικέτια του:
-Εν τάξει;
-Εν τάξει κύριε Αλκιβιάδη.
-Για να δω…
Έρριξε μια ματιά στον τίτλο κι αναγάλλιασε η αγαθή ψυχή του:
-Μπράβο… Μπράβο… Ωραία, πολύ
ωραία… Μεταβαίνω εις το δημαρχείον. Και ελπίζω, συν Θεώ, να πείσω τον
Ξλά να «λύσ’ του κατσκάδ». Θα πέσωσιν αφεύκτως τα δύο χιλιόδραχμα…
Επήρε παραμάσκαλα δέκα φρεσκοτυπωμένα φύλλα του «Σκορπιού» και
τράβηξε, κεφάτος κι’ αισιόδοξος, για
το δημοτικό μέγαρο. Τον ακολούθησα
25
Άνοιξη και τέχνη
Του Τάκη Χατζηαναγνώστου
Κάτω απ’ το παραθύρι μου είναι μια
συντροφιά αμυγδαλιές. Φορτωμένες
κιόλας εκείνο τάνθινο στόλισμα των
κάτασπρων λουλουδιών τους, καμαρώνουν μεσ’ στο τρυφερό πρωινό φως του Φεβρουαρίου με μια
γλυκύτατη κι’ ευφρόσυνη χάρη, σα
δεκαοχτάχρονα κοριτσόπουλα, φορεμένα τα τούλια τους και τις ομορφιές τους. Α, είναι ένα θέαμα που
σε γεμίζει άνοιξη, κι’ ας μην έχεις
μπροστά σου ακόμα παρά μονάχα τα
πρώτα της μακρυνά μηνύματα. Κοιτάζεις τα ξερά χειμωνιάτικα κλαδιά
που φούσκωσαν, που έσπασαν, που
η ζωή γεμάτη δύναμη κι’ όλη χυμούς
τρύπησε τη σκληρή φλούδα τους κι’
άνοιξε παντού μάτια, κι’ έδεσε κομπάκια παντού, και τα κομπάκια ξεδιπλώθηκαν κάτω απ’ τα ζεστά φιλιά
του καινούργιου ήλιου, τέντωσαν τα
λευκά πέταλα, γέμισαν ομορφιά τον
κόσμο. Κι η καρδιά σου κι’ εσένα γίνεται λουλούδι της αμυγδαλιάς, περνά
ένας άνεμος φρέσκος από μέσα σου,
αναρριγείς, κυματίζεις. Έρχεται η ελπίδα και κάθεται σ’ ένα ακρινό κλωνί.
Τιτιβίζει σαν πουλί. Γελά. Χαίρεται.
Σε μερώνει. Και λες: πάλι θα γίνη και
θα περάσουν, θα ξεχαστούν οι συμφορές, ο τυραγνισμένος κόσμος θα
ξαναπλώση τη μουσκεμένη απ’ τα δάκρυα καρδιά του κάτω απ’ τον ήλιο,
και οι πίκρες από τα βάσανα θα σβηστούν, καινούριο αίμα θα πιάσει να
κυλά μεσ’ στις φλέβες. Τι είναι η ζωή
μας καθημερινά άλλο από μιαν αδιά-
κοπη μάχη; Και που έγινε μάχη χωρίς
θανατικό ποτέ, χωρίς πληγές, χωρίς
χαμούς κι απελπισία; Το ζήτημα είναι να μη χάνεται η πίστη από μέσα
μας, να μη χάνεται η αγάπη. Πέφτει
σκοτάδι γύρω μας, πέφτει και χιόνι;
Σκάψε βαθιά στα σπλάχνα σου, φύλαξε στη ζέστα τους τον άνθρωπο τον
απελπισμένο. Κάποτε θα ξαστερώνει
ο καιρός, ο ουρανός θ’ ανοίξη απέραντα τις γαλανές του φτερούγες. Κοίτα
τις ξερόκλαδες και μαυρισμένες αμυγδαλιές που άνοιξαν. Κύττα το φως
που αυγατίζει. Ετοιμάσου ν’ ανοίξεις
κι εσύ τα στήθια σου, να φανερώσεις
τον εαυτό σου.
Τι ευδιαθεσία!
Αλλά τάχα γιατί, αυτή η χαρούμενη
αίσθηση, αυτή η ανοιξιάτικη ευφροσύνη που πηδά από κλαδί σε κλαδί
στις ανθισμένες αμυγδαλιές, και από
τις αμυγδαλιές στην καρδιά μας, να
μην είναι μια μόνιμη κατάσταση στη
ζωή, ένα καθημερινό φαινόμενο, μια
επαναλαμβανόμενη παρουσία; Τις πιο
πολλές φορές τα κοινωνικά φαινόμενα καλύπτονται από χειμώνα βαρύ,
οι εκδηλώσεις της ζωής καλύπτονται
από το σκοτάδι, πιστεύεις, και χάνονται οι πίστεις σου, αγαπάς, και σβιούνται τα πλάσματα που λατρεύεις. Η
μοίρα, πικρή κι ανελέητη, χτυπά κατακέφαλα το αίσθημα που ύψωσες, το
όνειρο που ανέμισες, την ψυχή σου
την ίδια. Το κορμί σου γεμίζει τότε
πληγές, μέσα σου νοιώθεις ένα Θεό
που σπαράζει. Γιατί; Θαρρώ πως το
26
ερώτημα τούτο θα μείνη πάντα αναπάντητο.
Μόνο που έμμεσα απ’ το βάθος του,
μπορούμε νομίζω ν’ αντλήσουμε μιαν
εξήγηση για το φαινόμενο: «τέχνη»
αυτήν την ανθρώπινη εκδήλωση που
μας ανεβάζει ίσαμε τον Θεό τον ίδιον. Γιατί η τέχνη είναι αυτό ακριβώς:
μια αιώνια αναζήτηση, μια ανάγκη
του ανθρώπου νάβρη τον τρόπο να
ξεφύγει απ' τη μοίρα του, να γλυτώση απ’ τη φθορά και την απελπισία.
Πλάσματα αδύναμα και ταπεινά όλοι
μας, δίχως ασπίδες που θ’ αντιστούν
νικητήρια στα κονταροχτυπήματα της
κάθε μέρας, νοιώθουμε ολημερίς να
βουλιάζουμε στα τέλματα, γεμάτοι
φόβο για τα γύρω μας, πικροί και βασανισμένοι. Και λαχταρούμε για λίγο
να πετάξουμε ψηλότερα απ’ την τύρβη που ισοπεδώνει τα στήθια μας, να
ανασάνουμε ελεύτερο αέρα, να γλιτώσουμε επιτέλους απ’ τις αδυναμίες μας, απ’ αυτά τα βάσανα, απ’ αυτό
το φόβο. Κάναμε μ' ανακούφιση την
τέχνη. Δώσαμε ζωή σ’ αυτήν την ίδια
την αναζήτηση. Δώσαμε έκφραση στη
ψυχή μας. Προσωποποιήσαμε τις λαχτάρες μας. Υλοποιήσαμε τα όνειρά
μας. Κάναμε την ελπίδα.
Αν η τέχνη μπορεί να θεωρηθή σαν
μια τελετουργία της ψυχής, τι πιο
φυσικό να ήταν η τελετουργία αυτή
μια αναστάσιμη έκφραση της ομορφιάς του κόσμου, ένα ξέσπασμα χαράς, μια παραδοχή, ένα πανηγύρι; Τι
πιο απλό να την ακούγαμε και να τη
βλέπαμε γεννημένη απ’ την άνοιξη,
ζωντανεμένη απ’ την πνοή της; Κι’
όμως σ’ οποιαδήποτέ της εκδήλωση, σ’ οποιαδήποτέ της δημιουργία,
το σπόρο της θα τον εύρουμε μεσ’
στα τεφρά χρώματα της συμφοράς,
του πόνου, της θλίψης. Η χαρά που
χορεύει τριγύρω μας με τα χίλια της
πρόσωπα, με τα λουλούδια της, με
την άνοιξη, με τον έρωτα τον ευτυχισμένο, είναι αυτοσκοπός μονάχη
της. Η τέχνη είναι μέσον. Από τότε
που πρωτοεμφανίστηκε ο άνθρωπος
πάνω στη γη, που πρωτοέπιασε να
σκαλίζει χοντρά κι’ αδέξια μέσα στα
σπήλαια τα πρωτόγονά του σχέδια, ή
να μελοποιεί τη φωνή του, ίσαμε τις
μέρες μας, η τέχνη στάθηκε το φτερωμένο άλογο του παραμυθιού, που
παίρνοντας καβάλα στα καπούλια του
την ψυχή μας, την απελευθέρωνε απ’
τα δεσμά της καθημερινότητας, την
έβγαζε σε καινούριους ορίζοντες, της
έδινε τη λύτρωση που ζητούσε.
Θαρρώ ότι μπορούμε να το πούμε
ανενδοίαστα: με την τέχνη ο άνθρωπος βγήκε στο δρόμο της ελπίδας,
ολόϊδια όπως με τις ανθισμένες αμυγδαλιές του καταχείμωνου η φύση
βρήκε το δρόμο της χαράς της.
Κύττα λοιπόν κι’ εσύ πληγωμένε άνθρωπε της φρικτής τούτης εποχής
που ο παγωμένος Φεβρουάριος έκανε το θλιβερό πρόσωπό του και γέλασε, κύττα αυτές τις αμυγδαλιές, αυτά
τα λουλούδια που γέμισαν τον αέρα.
Κι άκου την τέχνη που σου το φωνάζει με τα χίλια της στόματα. Ο Θεός
της αγάπης και της ομορφιάς δεν πέθανε. Ξεσκέπασε την πίστη σου. Ξεσκέπασε την καρδιά σου. Η ζωή είναι
όμορφη, ας είναι και βασανισμένη.
27
Προβληματισμός
Γράφει ο Μάριος Κακαδέλλης
χρήματα που θα δίνατε στο εστιατόριο».
-«Δεν στα δίνω. Άρα δεν πεινάς. Ξέρω
τι θέλεις. Αφού θέλεις να αυτοκτονήσεις
διάλεξε άλλο τρόπο», του φώναξα θυμωμένα και έφυγα.
Πήγα στο σπίτι προβληματισμένος.
Μήπως έπρεπε να του δώσω; Αν δεν του
δώσει κανένας, αυτός για τη δόση του
μπορεί να κλέψει ή να σκοτώσει ακόμα.
Γιατί εδώ δε στέκει ούτε η αλληλεγγύη,
ούτε η σύγκρουση καθηκόντων. Δηλαδή
από τη μία να θέλεις να δώσεις σε κάποιον χαρά κι απ΄την άλλη να του κάνεις
κακό. Και μην έχοντας τί άλλο να κάνω,
έγραψα το παρακάτω ποίημα που του
έχω αφιερώσει στον ΟΚΑΝΑ.
Σχεδόν σε όλους μας, τουλάχιστον για
μια φορά, μας έτυχε η περίπτωση να μας
σταματήσει στο δρόμο ένα αδυνατισμένο και τρεμουλιάρικο αγόρι, που μετά
βίας στεκόταν στα πόδια του, για να μας
ζητήσει λίγα χρήματα. Και επειδή «χωριό
που φαίνεται κολαούζο δεν θέλει», αρχίζουμε να προβληματιζόμαστε μπροστά
στο δίλλημα: «να δώσεις ή να μη δώσεις»;
Θυμάμαι η γυναίκα μου η Μίρκα δεν
έχανε δευτερόλεπτο. Αμέσως άνοιγε
την τσάντα της και όσα κέρματα είχε στο
πορτοφόλι της τα έδινε. Απ΄την άλλη, η
κόρη μου η Μαρίνα δεν έδινε ποτέ. Έλεγε, πως αν του νεαρού του πασάρουν
νοθευμένο ναρκωτικό, εκείνη θα αισθανόταν συνένοχος στο «έγκλημα».
Πριν από αρκετό καιρό έτυχε και σε
μένα αυτή η περίπτωση. Βγαίνοντας από
ένα φαρμακείο με σταμάτησε ένα τέτοιο
νεαρό άτομο, με μάτια πρησμένα και κατακόκκινα και μου είπε:
-«Κύριε μου δίνετε λίγα χρήματα να
πάρω κάτι να φάω»;
Τον ρώτησα αν πεινά. Κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. Του είπα:
-«Χρήματα δε θα σου δώσω. Εδώ κοντά υπάρχει ένα μικρό εστιατόριο. Θα
σου παραγγείλω μια διπλή μακαρονάδα
με μπόλικο κιμά να φας και να χορτάσεις. Εσύ να καθίσεις στο τραπέζι για
φαγητό κι εγώ θα πληρώσω και θα φύγω
γιατί έχω δουλειά». Κοντοστάθηκε.
-«Πάμε λοιπόν», είπα λίγο αυστηρά.
Και τότε άκουσα να μου λέει:
-«Κύριε, σας παρακαλώ δώστε μου τα
Όταν άπλωσες το χέρι σου που τρέμει
και με λόγια μπερδεμένα-ντροπιασμένα
μου ζητούσες δυο δεκάρες να σου δώσω
κι επειδή καλά γνωρίζω τι τις θέλεις
και δεν ήθελα με αυτές να σε σκοτώσω
σου αρνήθηκα, τι κι αν παρακαλούσες
ν’αγοράσεις μια δοσούλα
και για λίγο μες στον κόσμο σου να ζούσες
Τώρα το’χω μετανιώσει
που δε λύγισα σ’αυτά τα παρακάλια
γιατί βλέποντας τα μαύρα σου τα χάλια
νόμιζα πως αν δε δώσω
θα μπορέσω να σε σώσω.
Έπρεπε να σου τις δώσω τις δεκάρες που
ζητούσες
κι ας το ξέρω πως εκείνη η ουσία
σίγουρα θα σε σκοτώσει.
τί να κάνω εγώ μονάχος, που δεν έχω εξουσία
28
κοινωνία
σε μια κοινωνία μαύρη, άδικη και σκοτεινή
ψάχνουμε όλοι για ευτυχία, κι ας μην είναι
αληθινή.
Όμως αν την προσπαθήσεις τη σκληρή δοκιμασία
για ν’απαλλαγείς, το ξέρω θέλει κόπο και θυσία.
Τελικά αν τα καταφέρεις
και μπορέσεις και το κάνεις
πίστεψέ με νεαρέ μου
σίγουρα δε θα πεθάνεις.
αν δε θέλει η Πολιτεία να σε βρει και να σε
σώσει.
Έπρεπε να σου τις δώσω τις δεκάρες που
ζητούσες
να περάσεις λίγες ώρες ψεύτικα ευτυχισμένος
μια και η μοίρα σου το θέλει
με τον τρόπο αυτό που ζούσες
να’σαι καταδικασμένος.
Μα κι εγώ που δε σου μοιάζω
χρόνια ψάχνω για ευτυχία
μες στον ψεύτικό μας κόσμο, σε μια σκάρτη
Τα «θα» των υποσχέσεων
και τα «όταν» της νοσταλγίας…
Γράφει ο Στράτος Δουκάκης
αζόταν ένα παιδί για να χτίσει το δικό
του κόσμο. Έτσι είναι τα παιδιά, ονειρεύονται και ελπίζουν… Κοίταζα πέρα
στον ορίζοντα που με περίμενε η ζωή, κι
εκεί μπροστά του, έδινα πεισματικά, με
αυθάδεια και θράσος, μάταιες υποσχέσεις: «Άμα μεγαλώσω θα πάω, θα πάρω,
θα έχω, θα είμαι, θα κάνω, θα δείξω, θα
γίνω, θα γίνω, θα, θα, θα…». Και τα ’κλεινα, ο αφελής, σε κορνίζες, μη και τα πάρει ο άνεμος.
Έχει μια παράξενη αίσθηση ο χρόνος.
Κυλάει γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα… Τα «θα» των υποσχέσεων και των
στόχων εκείνων των απομακρυσμένων
ημερών, έγιναν ιστορία και αναπόληση.
Μετρώ τις μέρες, τις παραπομπές και
τις υποσημειώσεις στο βιβλίο της ζωής
μου. Μαδάω τον εαυτό μου, βυθίζω το
χέρι μου στα χρόνια και θυμάμαι στιγμές, που… ενώ τις φυλάω μέσα μου,
στα εσώκλειστα, μην και ποτέ μου λιγοστέψουν, εκείνες ψάχνουν κενό να
πέσουν και χέρι να πιαστούν... Στιγμές
ιδιαίτερες, ανεξίτηλες, αξέχαστες που…
Ώρες - ώρες αισθάνομαι να περιδιαβαίνω σε διαστάσεις γνώριμες αναζητώντας
στο παρελθόν το μέλλον και… στο παρόν το παρελθόν! Όλα τούτα δω που
μου συμβαίνουν εγώ τα λέω «φτερουγίσματα της ψυχής μου». Όταν αναγκάζεται κανείς να υπομένει τον αφόρητο
ρεαλισμό τούτης της καταθλιπτικής καθημερινότητας, που ολοένα και πιο πολύ
μας βουλιάζει σε μια παράξενη σιωπή,
εγώ δεν έχω την πολυτέλεια άλλης επιλογής από το ν’ αρχίσω να σκέφτομαι,
να θυμάμαι, να αναπολώ και να νοσταλγώ
στιγμές που έζησα, ανθρώπους, πράγματα, καταστάσεις και γεγονότα αλλά και
λεπτομέρειες που μπορεί να ήταν ασήμαντες μεν αλλά ανεκτίμητες.
Πώς να ξεκολλήσουν απ’ το μυαλό μου
τα όνειρα που έκανα. Τα ακριβά μου
όνειρα, που έντυναν -στα φτερουγίσματά της- την τρυφερή ψυχή μου, βάζοντας στόχους ώστε, σε χρόνια πολλά
υποσχόμενα της άγουρης νιότης μου, να
πιάσω προκαταβολικά όλα εκείνα τα φανταστικά -και άπιαστα- «θα». Ό,τι χρει29
όλα τελειώνουν, μα το πρωί της άλλης
μέρας την ξανάβρισκα. Όταν επούλωνα
τις πληγές μου αλλά συγχρόνως άνοιγα
άλλες. Όταν σκούπιζα κρυφά το δάκρυ μου στο ξέφτι μιας αγάπης. Όταν
ακούμπαγα σ’ έναν ώμο… για παρηγοριά. Όταν κοίταζα μέσα μου και τρόμαζα. Όταν βρήκα την αγάπη ψάχνοντας
μέσα στο τίποτα. Όταν ήρθαν στη ζωή
μου τρία θεόσταλτα πλάσματα, που λατρεύω! Όταν σε ξένους τόπους έζησα κι
ύστερα τους κουβάλησα μαζί μου. Όταν
έφυγα. Όταν χάθηκα στων ονείρων μου
το χάρτη τον κρυμμένο. Όταν γύρισα.
Όταν τα έχασα όλα. Όταν… όταν…
Να μην τα πολυλογώ… δε ξεμπερδεύεις εύκολα με τα ξεστρατίσματα της ψυχής… Λένε πως όλα στη ζωή για κάποιο
λόγο συμβαίνουν. Κι εγώ ακόμη αυτό το
λόγο ψάχνω…
την κάθε μια τη συνοδεύουν -και την ξαναφέρνουν στο τώρα- κάτι μικρά -τόσο
δα- «όταν»! Τα «όταν» της νοσταλγίας.
Τα φυλλομετρώ -σε ώρες άσχετες, στο
πείσμα του χρόνου- κι είναι σα να ξαναδιαβάζω, τη διαδρομή μου. Όπως όταν
χάζευα τα ουράνια τόξα. Όταν ένιωθα
να γίνομαι ένα με τ’ αγέρι. Όταν άφηνα το κύμα να με βρέχει με το χάδι του.
Όταν με μάγευε το ηλιοβασίλεμα. Όταν
μου κόβονταν η ανάσα απ’ την ομορφιά
του φεγγαριού. Όταν μου ξέφευγε η πιο
όμορφη ευχή στο πεφταστέρι της νύχτας. Όταν αφουγκραζόμουν στη μοναξιά… τις σιωπές. Όταν μέσα σε λίγους
στίχους έβρισκα τόσα πολλά. Όταν με
μάτωναν ανθρώπινες ψυχές ενώ εγώ μετρούσα τα κομμάτια μου... Όταν οι αγκαλιές φανέρωναν αγάπη. Όταν ξερίζωνα
τις νύχτες την ψυχή μου νομίζοντας πως
"Όταν αφουγκραζόμουν στη μοναξιά... τις σιωπές"
30
Χειμωνιάτικες νότες…
Γράφει ο Ελένη Κονιαρέλλη - Σιακή
Αυτός ο χειμώνας είναι αλλιώτικος.
Είναι απρόβλεπτος, πεισματάρης, και
επίμονος. Είναι ειρωνικός και απαιτητικός. Ξεκίνησε με παράξενα παιχνίδια. Τη μια ημέρα ο ήλιος σκορπούσε
απλόχερα το κάλος του στη φύση και
μας ξεγελούσε. Την άλλη ημέρα έκρυβε τον ήλιο και γέμιζε την παλέτα του
ουρανού με όλες τις αποχρώσεις του
γκρίζου και του σκοτεινού, και επιδέξια μετέφερε αυτά τα χρώματα στην
ψυχή και στη σκέψη μας, στα όνειρα
και στην προσωπική μας ελευθερία.
Μέχρι που και ο ίδιος ο χειμώνας
κουράστηκε να εναλλάσσεται ανάμεσα
στην κατήφεια, τη μελαγχολία και την
ενδοστρέφεια του από τη μία πλευρα,
και από την άλλη στην ενθουσιώδη και
παρήγορη ματιά του -αυτή τη λαμπερή
ματιά που θρέφει τα όνειρα και κατευνάζει τα λάθη και τα πάθη, τον παραλογισμό, τη σύγχυση, και την αποχαύνωση που όλοι, περισσότερο ή λιγότερο,
ζούμε στην καθημερινότητά μας- και
αποφάσισε να μας δείξει και να παραμείνει στην εικόνα που του ταιριάζει:
Τη χειμωνιάτικη εικόνα!
Πίσω από τα καλά σφαλισμένα παράθυρα σε συνεπαίρνει το άγριο φύσημα του αγέρα, που σε κάνει να κινηθείς ένα βήμα πίσω, γιατί νομίζεις
ότι η δύναμή του θα σπάσει το τζάμι, και με αόρατα παγωμένα χέρια θα
σε αρπάξει, και μαζί του θα πετάξεις
ψηλά, θα χαθείς στο γκρίζο ένδυμα
του ουρανού, μετά θα χαμηλώσεις
και θα μπλεχτείς στα κλαδιά των δέντρων που ανήμπορα να αντισταθούν,
γέρνουν μια δεξιά και μια αριστερά,
και άλλες φορές προσκυνούν με ένα
γρήγορο άγγιγμα τη γη. Και τότε αφυπνίζεσαι και λες, «πατώ στη μάνα γη …
ας προσπαθήσω να στερεωθώ εδώ, και
να γλιτώσω από αυτό το τρελό στριφογύρισμα του αγέρα…» Αλλά, πριν
καλά-καλά το σκεφτείς, αισθάνεσαι ότι
ένα καινούργιο σφυριχτό φύσημα, σε
τραβά απότομα μαζί του, σε μεταφέρει πότε πολύ-πολύ ψηλά, πότε επάνω από την αγριεμένη θάλασσα, πότε
δίπλα στα απότομα πετρώματα του
γκρεμού, που νομίζεις πως σε σπρώχνει στο χάος του…
Και μέσα σ’ αυτήν τη σκληρή ισοπέδωση της υπομονής και της αντοχής
σου αναρωτιέσαι: «Μήπως αυτός ο
παγωμένος χειμωνιάτικος αγέρας που
με στριφογυρίζει… μήπως αντιγράφει
τη ζωή; Μήπως και η ζωή, απρόβλεπτα
και κατακτητικά με κατευθύνει συχνά
σε δύσκολους δρόμους, σε μονοπάτια
λύπης, σε υποτέλειες και εξαρτήσεις,
σε καταστάσεις οδύνης;»
Σε λίγες ώρες ο δυνατός αγέρας που
οδήγησε τη φύση σε απόλυτη υποταγή έχει κοπάσει, και δύο λέξεις -ξένες
μεταξύ τους- αγέρας και ζωή, έχουν
δρομολογήσει τώρα τις σκέψεις σου.
Ο αγέρας αλλάζει στο ανεξέλεγκτο
φύσημά του ό,τι βρεθεί στο δρόμο
του. Η ζωή αλλάζει στην ανεπίστροφη πορεία της, όλα όσα θέλησες να
31
από τα όνειρα που έκανες για το άγνωστο «αύριο», αγνοώντας πόσες θυσίες
χρειάζονταν για να έχουν τα όνειρά
σου το ποθούμενο αντίκρυσμα.
Αυτός ο χειμώνας είναι αλλιώτικος.
Όμως μη φοβηθείς τον παγωμένο αγέρα που σου κόβει την ανάσα, και νιώθεις ότι στο φύσημά του παίρνει μαζί
και την ψυχή σου. Οι ψυχές -γράφουν
τα βιβλία- είναι άϋλες ουσίες και σώματα. Είναι φυσήματα.Και η λέξη ψυχή,
έχει ρίζα το ρήμα ψ ύ χ ω, που σημαίνει φυσώ.
Ας φυσά δυνατά ο παγωμένος αγέρας. Τα φυσήματα του είναι ψυχές.
Ψυχές, όπως οι δικές μας …Ο φόβος
σου είναι άτοπος.
Ο χειμώνας στη φύση και στη ζωή,
ήρθε και θα φύγει… Όπως κάνει πάντα. Το σημαντικό είναι να μπορέσεις
ε σ ύ να αντικαταστήσεις το φόβο με
την ελπίδα, βρίσκοντας τον τολμηρό
σου εαυτό που, με τη δύναμη που κρύβει, πάντα ν ι κ ά!
προγραμματίσεις για να πράξεις στο
μέλλον, ορθώνοντας ανάστημα παντοδύναμου Θεού, στην υλοποίηση όλων
των «θέλω» σου.
Είναι σκληρός και παγωμένος ο χειμώνας, αλλά από κάπου δραπετεύει και
τον αλληλομάχεται, μια δειλή ακτίνα γαλήνης, που η παρουσία της θριαμβεύει
στο γκρίζο, σκορπίζοντας ελπιδοφόρο
φως. Τότε βλέπεις πως η ανασαμιά σου
έχει θολώσει το κρύο τζάμι, και ασυναίσθητα το καθαρίζεις με την παλάμη σου και κυριολεκτικά απλώνοντας
το χέρι κλέβεις από τη φύση αυτή την
ελπίδα της δικαίωσης που είναι ολόιδια
με τη βιωμένη ελπίδα, που με αληθινή
πίστη, περιμένεις να σου δώσει πίσω
ζωή. Για μια φορά ακόμα βλέπεις -τυλιγμένο σε μια πλεξούδα ήλιου- ένα
καινούργιο προσκλητήριο χαράς, που
δεν το περίμενες λουφασμένος στην
κοσμοχαλασιά του αγέρα της ζωής, ότι
έρχεται να γεφυρώσει το χάσμα που
σε χώριζε και ολοένα σε απομάκρυνε
32
Αναμνήσεις απ’ τη παλιά μου γειτονιά!
Γράφει ο Θεόδωρος Σ. Μεσσηνέζης
Μια αξέχαστη Καθαρά Δευτέρα
(white Monday τη λένε οι Άγγλοι) και
πράγματι σε μια «κάτασπρη Δευτέρα» κατέλήξε η Δευτέρα αυτή, παρά
τη μαυρίλα που μας πλάκωνε ακόμη
τότες.
Δεν θυμάμαι με απόλυτη ακρίβεια
αν ήταν η τελευταία χρονιά της Γερμανικής κατοχής στο Νησί μας ή ο
πρώτος χρόνος που ζούσαμε λεύτεροι, μετά από τέσσερα και πλέον χρόνια μαύρης σκλαβιάς, πείνας και αλλεπάλληλων θανάτων απ’ αυτήν. Πάντως
και το δεύτερο αν ήταν, οι ψυχές μας,
ιδίως των μεγάλων και των γονιών μας
δεν είχαν ακόμη απαλλαγεί, δεν είχαν
ακόμη καθαρίσει απ’ τη μαυρίλα που
τις πλάκωνε για τόσα χρόνια. Έτσι
κάθε ευκαιρία έστω και μικρή για λίγη
χαρά, λίγο ξέδομα, ήταν ευπρόσδεκτη και δεν την αφήναμε να περάσει
ανεκμετάλλευτη.
Ήταν λοιπόν η τελευταία Κυριακή
της Αποκριάς και στη γειτονιά μας
επικρατούσε μια ασυνήθιστη κινητικότητα. Οι περισσότερες νοικοκυρές, λες και τις είχε πιάσει κάτι, και
δεν μπόραγαν να κάτσουνε μέσα στο
σπίτι τους. Κάθε λίγο ξεπόρτιζαν και
βιαστικά βιαστικά, σαν συνωμότες,
τρέχανε από σπίτι σε σπίτι και πίσω
ξανά στο δικό τους λες και είχανε να
λύσουν κάποιο πολύ σοβαρό και δυσεπίλυτο πρόβλημα! Και όμως πράγματι κάτι σοβαρό γι’ αυτές, είχανε, κι
αυτό ήτανε ότι για τη βραδιά αυτή,
είχαν αποφασίσει να συγκεντρωθεί
όλη η γειτονιά στο σπίτι μας «μασκέ» για να γιορτάσουμε όλοι μαζί
το τέλός της αποκριάς, οπότε θέλανε να συνεννοηθούν τι θα ντυθεί η
κάθε μια τους για τη περίσταση αυτή.
Ήταν θέμα σοβαρό, μια που περιείχε το πνεύμα της έκπληξης αλλά
και της κοκεταρίας. Όταν επιτέλους
βράδιασε, άρχισαν να καταφθάνουν
οι γείτονες μασκαρεμένοι. Βέβαια σε
τέτοιες νυχτερινές συγκεντρώσεις
παίρνανε μέρος μόνον οι γονείς. Τα
παιδιά ας κάνανε υπομονή ώσπου να
μεγαλώσουν κι αυτά. Σε λίγο το σπίτι
μας είχε γεμίσει μασκαράδες. Υπήρχε κάποιος ψαράς με τη μαύρη βράκα
και Αγιασώτισες με βράκες και τσεμπέρι. Μια κυνηγός με τα κυνηγετικά
φισεκλίκια του πατέρα μου, φυσικά
αυτή ήταν η μάνα μου. Μια μπαλαρίνα, Μια μπεμπέκα και μια ήσυχη γριά
με κάτασπρα μαλλιά κι ένα τσεμπέρι
στο κεφάλι, καθισμένη κι αμίλητη σε
μια γωνιακιά πολυθρόνα Αυτή, ήταν
ο...πατέρας μου! Τα κάτασπρα μαλλιά που προεξείχαν απ’ το τσεμπέρι
της δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μια
κάτασπρη προβιά απ’ ένα αρνάκι
μιας προβατίνας που είχαμε τότε. Τα
γέλια και τα πειράγματα είχαν γεμίσει
το σπίτι χαρά. Όταν δε βγήκαν και οι
μεζέδες και το κρασάκι δραπέτευσε
απ’ τη τραμιτζάνα και πήρε το κατήφορο στα λαρύγγια της παρέας, άρχισαν τα τραγούδια και ο χορός και
το σπίτι τρανταζότανε συθέμελο.
Ήταν μια ωραία και καλά δεμένη παρέα, που ότι και να λέγανε, ότι πείραγμα κι αν κάνανε, που ήταν βέβαια πάντα μέσα στα πλαίσια της τότε ηθικής,
ήταν αποδεκτό και όχι παρεξηγήσιμο.
33
λέγεται. Πάντως το σπιτάκι φάνηκε
παλικάρι που δεν γκρεμίστηκε απ’ τα
γέλια και τις φωνές τους. Βέβαια ένα
τέτοιο γλέντι με μια τέτοια παρέα δε
τελειώνει εύκολα, έλα όμως που την
επομένη ξημέρωνε Καθαρή Δευτέρα
και τα πατροπαράδοτα έθιμα δεν γινότανε να μην ακολουθηθούν. Τότε
ήταν που έπεσε στο τραπέζι μια πρόταση του Βαγγέλη Μπράντη. «Αύριο
Δευτέρα όλοι με τα παιδιά μας να μαζευτούμε στην αυλή του σπιτιού μου
να γιορτάσουμε όλοι μαζί τη Καθαρή
Δευτέρα» Η πρόταση έγινε παμψηφεί
αποδεκτή με παρατεταμένα χειροκροτήματα, αν και λίγο άτσαλα μια και
το κρασάκι είχε κάνει αρκετά καλά τη
δουλειά του.
Όταν ξημέρωσε η Δευτέρα, οι πατεράδες μαζί με τα μεγαλύτερα αγόρια
όσοι είχαν, τράβηξαν για τη ψαραγορά (το μπαλοχανά όπως τον λέγαμε)
για να προμηθευτούν τα απαραίτητα
θαλασσινά: χτένια, κυδώνια, φούσκες,
καλαμαράκια και άλλα χάβαρα και απ’
τη υπόλοιπη αγορά, λαγάνες, χαλβά,
κρεμιδοσκορδάκια φρέσκα, μαρουλάκια, κάρδαμο και πρωτίστως ελιές. Οι
μανάδες στρωθήκανε στο μαγείρεμα,
άλλη να βράσει φασολάδα, άλλη μυδοπίλαφο, κι άλλη κρασάτο χταπόδι.
Κατά τις δώδεκα το μεσημέρι, όλη
η γειτονιά, άπαντες συν γυναιξί και
τέκνοις, βρισκόμασταν στην αυλή των
Μπράντηδων, όπου μέσα κι ανάμεσα
στις δυο υπερυψωμένες πεζούλες
που είχε και κάτω από μια μεγάλη
μουσμουλιά που βρισκόταν φυτρωμένη στην αριστερή πεζούλα, ήταν έτοιμο ένα μεγάλο μακρύ τραπέζι, γύρω
γύρω με άδεια καθίσματα που πολύ
γρήγορα γέμισαν κόσμο. Ήταν εκεί,
εκτός απ’ τους οικοδεσπότες Βαγγέλη και Ευγενία Μπράντη και τις κόρες
Τα ζευγάρια της γειτονιάς ήταν όλα
παρόντα. Ή μάλλον σχεδόν όλα. Ένα
ζευγάρι απ’ τα πιο αγαπητά έλειπε.
Εγώ τρυπωμένος στη κρεβατοκάμαρα
των γονιών μου παρακολουθούσα παρέα μαζί με την αξέχαστη γιαγιά μου
το γλέντι από μια απόσταση. Πάνω
που το κέφι είχε φθάσει στο αποκορύφωμά του, χτύπησε έντονα ή πόρτα
του σπιτιού. Έξω στο δρόμο, σκοτάδι
πίσσα, μονάχα η σκάλα μας φωτιζότανε λίγο απ’ το εσωτερικό φως. Η μάνα
μου έτρεξε να ανοίξει και με το που
άνοιξε έμπηξε μια φωνή «Παναγιά
μου τι’ ναι τούτο:» Στο άκουσμά της η
φασαρία καταλάγιασε και ένας άντρας
που ήταν πιο κοντά της πλησίασε να
δει τι συμβαίνει. Ένα δυο γυναίκες,
περίεργες κι αυτές πλησίασαν αλλά
αμέσως φοβισμένες απομακρύνθηκαν
απ’ τη πόρτα γιατί εκεί απ’ έξω στεκόταν ένα κάτασπρο ον, κάτι σαν φάντασμα, ή χιονάνθρωπο, με κάτι μακριά
χέρια και ποδάρια απλωμένα, κάτι σαν
ένα τεράστιο κάτασπρο «αλογάκι της
Παναγιάς» που λέμε. Οι άνδρες, μη
ξέροντας τι ή ποιος ήταν αυτός τέτοια
ώρα που στεκόταν εκεί ακίνητος, πήραν αμυντική θέση έτοιμοι για κάθε
ενδεχόμενο. Ξάφνου όμως πίσω απ’
το φάντασμα ξεπρόβαλε γελώντας
ένα γνωστό γυναικείο πρόσωπο. Και
ένα τρανταχτό και ασυγκράτητο γέλιο
απ’ όλους αντήχησε. Ήταν η Χρύσα
Κουζινόγλου και ο χιονάνθρωπος
ήταν ο άντρας της ο Κουζινός, ντυμένος απ’ τη κορφή ως τα νύχια με
μια άσπρη χειμωνιάτικη φανέλα κι
ένα μακρύ άσπρο ως κάτω σώβρακο!.
Ήταν το ζευγάρι που απουσίαζε και
ήρθε επίτηδες καθυστερημένο κι έτσι
ντυμένος ο άντρας, για να τρομάξει
τις υπόλοιπες γυναίκες. Όταν μπήκαν κι αυτοί στο σπίτι το τι έγινε δεν
34
το ένα το άλλο και κανένας δεν πρόσεχε τι γινότανε γύρω μας. Γιατί παρ’
όλου που ο καιρός στο ξεκίνημα του
γλεντιού ήταν θαυμάσιος, με μια καλοκαιριάτικη λιακάδα κι ένα ελαφρό
αεράκι, σιγά σιγά άλλαξε, ο ήλιος μισοκρύφτηκε πίσω απ’ ένα συννεφάκι
και το αεράκι δυνάμωσε και άρχισε
μια ελαφρά ψύχρα να γίνεται αισθητή.
Αλλά ποιος έδινε σημασία σε τέτοιες
λεπτομέρειες του καιρού ; Εμείς τα
παιδιά ήμασταν όλα απασχολημένα με
τα παιχνίδια μας, οι δε μεγάλοι που να
πάρουν είδηση ύστερα από τόση φωτιά που τους είχε ανάψει μέσα τους
το ευλογημένο ούζο. Κάποια στιγμή
όμως τα πράγματα αγριέψανε. Το
συννεφάκι που έκρυβε πριν από λίγο
τον ήλιο έγινε ένα κατάμαυρο βαρύ
σύννεφο, ο ήλιος χάθηκε τελείως, ο
αέρας δυνάμωσε και στην αυλή έπεσε
τέτοια σκοτεινιά, που λες και μεσημεριάτικα άρχισε να βραδιάζει. Ένα δυο
γυναίκες, ιδίως οι δυο γιαγιάδες έριξαν στη πλάτη τις σάρπες τους γιατί
άρχισε να τους τσούζει το κρύο Και
ξαφνικά, προς μεγάλη έκπληξη όλων
άρχισε να χιονίζει!
Μάλιστα φίλοι μου. Ήτανε τα μέσα
του Μάρτη και κανένας δεν περίμενε κάτι τέτοιο! Οι νιφάδες του χιονιού έπεφταν μαζεμένες και μεγάλες.
Πανικός στην ομήγυρη. Στην αρχή
το διασκεδάζανε όλοι αλλά καθώς
βλέπανε ότι το μαύρο σύννεφο δεν
αστειευότανε αλλά ήταν διατεθειμένο να ολοκληρώσει το ξεφόρτωμά
του, άρπαξε ο καθένας ότι μπορούσε και κυρίως το ποτηράκι του και
όλοι όπου φύγει φύγει βρήκανε καταφύγιο μέσα στο σπίτι. Σε ελάχιστο
χρόνο το γεμάτο ακόμα τραπέζι είχε
γίνει κάτασπρο καθώς το χιόνι σαν
ένα απαλό σεντόνι είχε σκεπάσει ότι
τους Νένα και Τζία και τη γιαγιά Κυρά
Μυρτώ. Οι: (τους παίρνω με τη σειρά
για να μην μου ξεφύγει κανένας). Ο
Σταύρος και η Νίτσα Μεσσηνέζη, οι
γονείς μου με την αφεντιά μου και την
αδελφή μου Καίτη και τη γιαγιά μας
κυρά Σοφία. Ο Κουζινός Κουζινόγλου
με τη γυναίκα του τη Χρύσα και τη
κόρη τους Δέσποινα (ή Πιπίτσα όπως
τη φωνάζαμε), ο Ευάγγελος Καλιάλης
με τη γυναίκα του, Δέσποινα κι αυτή,
(το Δεσποινάκι όπως τη φώναζαν οι
μεγάλοι της παρέας), με τον γιο τους
τον Άρη (ο Γιωργάκης ο μικρότερος
γιος τους ήταν ακόμη πολύ μικρός για
τέτοια). Ο Χρήστος Αδαμτζίκης με
τη γυναίκα του την Ισμήνη και τις δυο
απ’ τις τρεις κόρες τους τη Ντωρούλα
και την Αννιώ (η τρίτη κι αυτή πολύ
μικρή ακόμη, δεν συμμετείχε), Ο Γαβρίλης Τζωάνος με τη γυναίκα του
Ρηνούλα,το γιο τους Γιαννάκη και τη
κουνιάδα του Εριφύλη. Ήταν επίσης
ακόμη ένα ζευγάρι πιο μεγάλο απ’ τα
άλλα, ηλικιωμένο, που έμενε με τους
Κουζινόγλου, που δεν ήταν βέβαια
τακτικό μέλος της παρέας, αλλά που
ήταν πολύ αγαπητό απ’ όλους, Ο κυρ
Θόδωρος Μαργώνης και η κυρά του η
κυρά Χρυσάνθη. Επίσης ο Δημητράκης Κυπραίος με τη γυναίκα του την
Αύρα. Κι αυτοί έκτακτοι τη μέρα αυτή.
Το κάθε ζευγάρι που έφθανε κουβάλαγε και τις δικές του επιλογές από
μεζέδες και διάφορα φαγώσιμα. Σε
λίγο το τραπέζι ήταν τίγκα απ’ όλα τα
πρεπούμενα για τη μέρα αυτή κι άρχισε η... επίπονη εργασία της καταναλώσεώς των. Τα πιρούνια άναψαν και
τα ποτηράκια με το αθάνατο Μυτιληνιό ούζο άδειαζαν στο άψε σβήσε. Το
κέφι γρήγορα φούντωσε κι αρχίσανε
και τα τραγούδια. Γέλια, πειράγματα,
καλαμπούρια, ανέκδοτα, διαδέχονταν
35
χανε κάνει το «αντέτι τους» όπως το
λέγανε κι αφού αλληλοευχηθήκανε να
το επαναλάβουνε και του χρόνου τράβηξε ο κάθε κατεργάρης στο τσαρντί
του χαρούμενος κι ας παραπάταγε και
λίγο απ’ το ουζάκι που το χιόνι δεν
μπόρεσε να καταλαγιάσει τελείως.
Πάντως αυτό το χιόνι λες κι έπεσε
επίτηδες, έτσι για να επιβεβαιώσει
την Εγγλέζικη ονομασία της μέρας
αυτής! Πράγματι αυτή ήταν μια πραγματική, ή μάλλον έγινε μια πραγματική
«Άσπρη Δευτέρα» ή κατά το Αγγλικό
μια «white Monday».
Μακάρι και τώρα μεσ’τη μαυρίλα και
στη θλίψη που μας δέρνει να βλέπαμε
κι εμείς καμιά άσπρη μέρα, Δευτέρα
ή Τρίτη ή όποια κι αν είναι κι’ ας ήταν
άσπρη από χιόνι. Αρκεί να είχε και να
μας πρόσφερνε το κέφι και τη χαρά
όπως αυτή η αξέχαστή μου Καθαρά
Δευτέρα στο Νησί.
βρισκόταν πάνω του. Απ’ αυτή την
παρένθεση του καιρού οι πιο κερδισμένοι ήμασταν εμείς τα παιδιά που,
παρ’ όλες τις φωνές των μανάδων
μας χαρήκαμε με τη καρδιά μας έστω
και για λίγο αυτό το ξαφνικό δώρο
που μας έτυχε. Δυστυχώς όμως δε
βάσταξε για πολύ. Ο τρελο-Μάρτης
έτσι είναι. Εκεί που γελά αρχίζει να
κλαίει κι εκεί που κλαίει ξεσπά στο
γέλιο. Και πράγματι μέσα σε λίγη
ώρα όλα είχαν τελειώσει. Το χιόνι
σταμάτησε, σε λίγο έλιωσε και χάθηκε Το σύννεφο άφησε και πάλι τον
ήλιο λεύτερο να συνεχίσει το ταξίδι του πάν’ απ’ τη γη. Αλλά το γλέντι
είχε κοπεί πια στη μέση. Άρον άρον
τα φαγιά απ’ το τραπέζι είχαν μαζευτεί καθώς και τα περισσότερα σερβίτσια και τα καθίσματα είχαν γυρίσει κι
αυτά στις θέσεις τους μέσα στο σπίτι.
Όσο για τους ανθρώπους, Ε! αυτοί εί-
Ήταν μια ωραία και καλά δεμένη παρέα, που ότι και να λέγανε, ότι πείραγμα κι αν κάνανε,
που ήταν βέβαια πάντα μέσα στα πλαίσια της τότε ηθικής, ήταν αποδεκτό και όχι παρεξηγήσιμο.Τα ζευγάρια της γειτονιάς ήταν όλα παρόντα.
36
Η γριά
Γράφει η Ειρήνη Βαρβαρέσου
Τα παιδιά έπαιζαν βάζοντας σύνορα
στο χώμα, κάτω από την σκιά του ορνιού*, που ήταν στην άκρη του δρόμου
και μοιράζονταν σε ομάδες για το καθημερινό παιχνίδι, του πολέμου.
Η Αμφιτρίτη, ένα αδύνατο και αδύναμο κορίτσι, έτριβε αμήχανα με τις
γροθίτσες της το σαγόνι της, παρακαλώντας μέσα της να την διαλέξουν οι
αρχηγοί, γιατί συνήθως δεν την έπαιζαν. Λόγω ότι δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει στον ρόλο που της ανέθεταν
και ήταν η αιτία που έχαναν.
-Μιχάλης και Μέλπω μαζί μου, φώναξε ο Δημήτρης, ο αρχηγός της πρώτης
ομάδας.
-Στρατής και Μπάμπης μαζί μου, φώναξε και ο Λευτέρης, ο αρχηγός της
άλλης ομάδας.
-Ελένη, Μαρία, Αμφιτρίτη δεξιά μου,
ξαναφώναξε ο Δημήτρης, και η Αμφιτρίτη πέταξε από την χαρά της και
έτρεξε στην δεξιά μεριά του Δημήτρη.
-Γιώργο, Μυρσίνη, Αλίκη αριστερά
μου… ξαναφώναξε ο Λευτέρης.
Ετοιμάστηκαν και πήραν θέσης μάχης. Ξάφνου από τον δρόμο του Αϊ
Νικόλα, μια αλλόκοτη φιγούρα φάνηκε να τρέχει, με ταχύτητα ασύλληπτη.
Όλα τα παιδιά κέρωσαν.
Το παράξενο πλάσμα -φαινόταν για
κορίτσι- έφτασε κοντά τους και τότε
είδαν ότι ήταν μια γυναίκα γριά, πολύ
κοντή, νάνος, κακάσχημη και τα μαλλιά
της πολύ βρώμικα και αχτένιστα.
Το πλάσμα σταμάτησε μπροστά στην
Αμφιτρίτη. Έβγαλε ένα απόκοσμο μουγκρητό, την έσπρωξε με υπερφυσική
δύναμη και την πέταξε στο χώμα, δέκα
μέτρα μακριά.
Κανείς δεν μίλησε. Ένας παράξενος
φόβος έκανε τις καρδιές όλης της παρέας των παιδιών, να χτυπάει άτακτα.
Το αλλόκοτο πλάσμα, έδωσε ένα
σάλτο και χάθηκε στο ποτάμι τσιρίζοντας, με ένα τσιριχτό που δεν είχαν
ακούσει ποτέ κανείς και πουθενά, ούτε
από άνθρωπο, ούτε από ζώο.
Η Αμφιτρίτη σηκώθηκε και κοιτώντας με τρόμο προς το ποτάμι, πήγε
στο σπίτι. Δεν είπε τίποτα στους γονείς
της, παρά δειλά δειλά πήγε και κούρνιασε δίπλα στην μεγάλη της αδελφή
Μαρία, που διάβαζε τον αδελφό τους.
Τα χρόνια πέρασαν και η Αμφιτρίτη
μεγάλωσε. Ένα μεσημέρι, πήγε στην
μοναδική βρύση στη θέση του μικρού
χωριού, για να πάρει νερό.
Και την είδε ξανά!
Καθόταν κάτω από τον πελώριο πλάτανο, πάνω σε μια εξωτερική του ρίζα,
σαν να την περίμενε.
Ίδια ολόιδια. Είχαν περάσει τόσα
χρόνια και η γριά νάνος, δεν είχε αλλάξει στο ελάχιστο.
Η Αμφιτρίτη άφησε τη στάμνα της
και άρχισε να τρέχει αλαλιασμένη, χωρίς να βλέπει που πάει. Το αλλόκοτο
πλάσμα την πρόφτασε και αφού την
σήκωσε σαν πούπουλο με τα δυο της
χέρια, την πέταξε με τόση δύναμη
κάτω, που η Αμφιτρίτη άκουσε τα κόκαλα της να σπάνε.
Το αλλόκοτο πλάσμα, έγινε αόρατο.
Ο κόσμος, άκουσε τα ουρλιαχτά της
Αμφιτρίτης και βγήκε να δει τι συμβαίνει. Έτρεξαν και οι γονείς της, το σπίτι
τους ήταν κάπως μακριά.
Λαχταρισμένοι την πήγαν στο γιατρό
37
και κατόπιν στο νοσοκομείο της πόλης.
Μετά από είκοσι μέρες η Αμφιτρίτη
βγήκε. Θα πήγαινε μετά από ένα μήνα,
να βγάλει τον γύψο.
-Καλά βρε παιδί μου, πως έπεσες και
έσπασες τα παΐδια σου; τη ρώτησε η
νουνά της.
-Νουνά μια πολύ κοντή γριά, με
σήκωσε πολύ ψηλά και με βρόντηξε
κάτω. Θέλει να πεθάνω.
-Σσσς, τη μάλωσε η μάνα της, μη λες
τέτοια. Θέλεις να σε περάσουν για
αλαφροΐσκιωτη;
-Θέλει να πεθάνω μαμά…
-Σιωπή! Ακούς εκεί; Τι ανοησίες λες;
για να την πλησιάσει.
Εκείνη την ώρα, φάνηκε ο παπά Γρηγόρης περαστικός από κει και το πλάσμα χώθηκε στην ρίζα της συκιάς και
εξαφανίστηκε.
Το κορίτσι έφτασε στο σπίτι και είπε
τα καθέκαστα στη μάνα της, τρέμοντας.
-Σώπα σώπα θα σε πάω στον Ηγούμενο, να σου διαβάσει μια ευχή.
-Μαμά τι να μου κάνουν οι ευχές;
Φοβάμαι… θα πεθάνω.
-Μη φοβάσαι οχτροπειράγματα είναι, αύριο θα πάμε στο μοναστήρι.
Πήγαν και η Αμφιτρίτη, αισθάνθηκε
καλύτερα.
Η Αμφιτρίτη μεγάλωσε. Έφτασε στα
είκοσι δύο και ήταν όμορφη.
Ο Χρήστος περνούσε και ξαναπερνούσε έξω από σπίτι της. Ερωτευθήκανε
και δημιούργησαν σχέση σοβαρή. Ταιριάζανε πολύ σε όλα, βρίσκονταν συχνά
κρυφά και μιλούσαν για το αύριο τους,
για τα παιδιά που θα έκαναν. Ζούσαν
ευτυχισμένα και η Αμφιτρίτη ξέχασε για
πάντα το παράξενο πλάσμα, που δύο
φορές την χτύπησε αυτή, μόνο αυτή.
Ένα απόγευμα, συναντήθηκαν στο
ξωκλήσι το Αϊ Νικόλα, μίλησαν για την
αγάπη τους, το μέλλον τους.
Μετά από ώρα είπε του καλού της
να φύγει και εκείνη θα σκούπιζε, για
να δικαιολογήσει την αργοπορία της,
στην μητέρα της.
Σκούπισε και βγήκε να τινάξει τα
σωρίδια και τότε την είδε πάλι! Κοντή, γριά, σαν μούμια καθισμένη στον
γερμένο κορμό της συκιάς και την κοιτούσε. Τα μάτια της ήταν κίτρινα και
ξέρναγαν κακία.
Η Αμφιτρίτη έχασε την μιλιά της και
κοιτούσε τρομαγμένη, κατά που να
φύγει. Η γριά χιχίρισε με ευχαρίστηση
και σηκώθηκε από κει που καθόταν,
Πέρασε καιρός. Ήταν του Αϊ Γιαννιού του Ρηγανά και το σούρουπο οι
νέες και οι νέοι του χωριού, αφού πήδηξαν τις κακαρώνες**, διαβάσανε στιχάκια και γλέντησαν με την ψυχή τους.
Την άλλη μέρα πρωί πρωί, πήγαν για
το αμίλητο νερό. Το φυλάξανε και δώδεκα η ώρα το μεσημέρι, πήγαν να το
ρίξουν στο πηγάδι σκεπασμένες με
μια μεγάλη μαντίλα, για να δουν ποιόν
θα παντρευτούν.
Έριξε η Ελένη, είδε έναν μελαχρινό.
Έριξε η Μαρία είδε έναν με καπέλο.
Έσκυψε και η Αμφιτρίτη με την ελπίδα να δει μέσα τον Χρήστο. Έριξε το
αμίλητο νερό και περίμενε να σταματήσουν οι κύκλοι και τότε το καθρέφτισμα
του νερού. Την είδε! Είδε έναν φούρνο
σβησμένο και στο στόμιο του στεκόταν
το πλάσμα και την κοιτούσε χαιρέκακα.
Τραβήχτηκε, τα γόνατα της είχαν λυθεί.
-Τι είδες; Τι είδες; Ρωτούσαν οι άλλες.
-Τίποτα, δεν είδα τίποτα, απήντησε
περίλυπη.
Έπεσε σε μαρασμό. Η μάνα της για να
πάρει λίγο αέρα η κόρη της, την έστειλε
πότε στην μία θεία και πότε στην άλλη.
38
ως ο αμνός του Θεού. Αρρώστησε βαριά και αφού βασανίστηκε τρία χρόνια
χωρίς καλυτέρευση, οι γιατροί στο τελευταίο νοσοκομείο που την είχαν, είπαν στους δικούς της να την πάρουν
στο σπίτι για να πεθάνει στο περιβάλλον της. Χωρίς να μπορέσουν να βγάλουν διάγνωση, για το τι ακριβώς είχε.
Την μετέφεραν στο σπίτι και έλιωνε
σαν το κερί μέρα με την μέρα. Είχε
μείνει μόνο μετά κόκαλα.
Μια Κυριακή πρωί, η Αμφιτρίτη άνοιξε
τα μάτια της και είδε την γριά να κάθετε,
στα πόδια του κρεβατιού της. Δεν ένοιωσε φόβο, την κοίταξε και την ρώτησε.
-Τι είσαι;
-Είμαι η μοίρα σου!
Η Αμφιτρίτη αποκαμωμένη, έγειρε
το κεφάλι της και αφέθηκε στον θάνατο. Μόλις είκοσι έξη χρονών.
Μια μέρα που η Αμφιτρίτη πήγε να δει
την εξαδέλφη της Ελισάβετ, ο δρόμος
περνούσε από το νεκροταφείο, αλλά
είχε πάντα κίνηση και δεν ήταν αγριευτικός. Ακριβώς έξω από την σιδερένια
μαύρη πόρτα του κοιμητηρίου, βγήκε η
αλυσίδα του ποδηλάτου της και κατέβηκε να την βάλει. Την έβαλε χαιρέτησε
τον κυρ Κώστα που περνούσε και ετοιμάστηκε να καβαλέψει. Έριξε μια ματιά
μέσα στο νεκροταφείο, κάνοντας τον
σταυρό της και ξανά είδε το πλάσμα!
Καθόνταν πάνω σε έναν ανοιχτό τάφο
και της έδειχνε με το δάχτυλο προς τα
κάτω, σαν να ήθελε να της πει, ότι θα
μπει μέσα.
Τρέμοντας πήγε στο σπίτι και δεν
είπε τίποτα σε κανέναν. Σήκωσε πυρετό, βασανίστηκε ένα μήνα. Την πήγανε
σε γιατρούς, σε μεγάλα νοσοκομεία
στις μεγάλες πόλεις αλλά μάταια δεν
μπορούσε να συνέλθει και δεν ήθελε να
συνέλθει. Σαν να έπρεπε να θυσιαστεί,
*ορνιός = άγρια συκιά
**κακαρώνες = ψηλόφλογες φωτιές
39
Ο Βαγγέλης Καραγιάννης και το Καβαφικό έργο
Γράφει ο Στρατής Μολίνος
Το έτος 2013 χαρακτηρίσθηκε ήδη ως
έτος Καβάφη. Έτσι συνηθίζεται, όταν οι
ημερομηνίες γέννησης ή θανάτου ενός
σημαντικού προσώπου ταιριάζουν με
την δεδομένη χρονιά. Πράγματι, ο Αλεξανδρινός ποιητής γεννήθηκε το 1863
και πέθανε το 1933 που σημαίνει ότι
πέρασαν εκατόν πενήντα χρόνια από
τη γέννησή του και ογδόντα στρογγυλά
χρόνια από τον θάνατό του, ο οποίος
επήλθε την ημέρα των γενεθλίων του,
στις 29 Απριλίου. Το έτος 2013 από
κάθε άποψη, λοιπόν, ταιριάζει να λέγεται έτος Καβάφη.
Προβλέπεται, και τούτο είναι βέβαιο,
ότι η φετινή χρονιά θα γεμίσει από
εκδηλώσεις για τον ποιητή είτε αυτές
είναι τιμητικού και μόνο χαρακτήρα ή
και ερευνητικού με νέες αποκαλύψεις
γύρω από το έργο του ή γύρω από την
φυσιογνωμία του και πολλά άλλα που
θα φανούν οσονούπω.
Τούτο χαρακτηριστικά επιβεβαιώνει
και ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος όπου κάπου γράφει τα εξής: «…ο Καβάφης ανήκει οριστικά πια στα θέματα, που δεν
εξαντλούνται και που όσο τα ξεσκαλίζει
κανείς τόσο περισσότερα αποκομίζει».
Από την άλλη πλευρά, υπάρχει ακόμα και ο κίνδυνος, η ποσότητα μιας τέτοιας παραγωγής να είναι πολύ μεγάλη
ώστε δίπλα στην ποιότητα να εμφανισθεί και η επιπολαιότητα, η ανευθυνότητα ή και η ανεξέλεγκτη φλυαρία.
Τούτο λίγο-πολύ συνέβη και με τον
άλλο μεγάλο, Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη του οποίου η μνήμη εορτάσθηκε
το έτος 2011-εκατό χρόνια από την
εκδημία του- όπου σε πολλά σημεία
χάθηκε ο έλεγχος του μέτρου, της έκ-
φρασης και της φαντασίας. Ας μην γινόμαστε όμως κακοί προάγγελοι!
Ξανά, μαζί με τον Καβάφη! Με τον
μεγάλο αυτό ποιητή είναι γνωστό ότι
ασχολήθηκαν πολλοί φιλόλογοι και λόγιοι και διανοούμενοι.
Διάφοροι και είναι αρκετοί, ασχολήθηκαν για να πεισθούν και μόνο ότι ο
ποιητής αυτός είναι ένα σημερινό ποιητικό φαινόμενο και ότι το έργο του
είναι προφητικό, διδακτικό, πρωτοποριακό, ριζοσπαστικό.
Άλλοι, πιο επίμονοι, ασχολήθηκαν
για να εντοπίσουν στις αράδες των
ποιημάτων του άγνωστες ακόμα πτυχές φιλοσοφίας και νοημάτων που
τοποθετούν το καβαφικό έργο στην
βαθμίδα που κάποιοι θα χαρακτήριζαν
«ολύμπιο».
Και τέλος λίγοι, που εκ των προτέρων είχαν αντιληφθεί την βαθιά αξία
του Αλεξανδρινού Καβάφη και του έργου του-το απόλυτο δεν υπάρχει-και
παρουσίασαν τη γνώμη τους με ευθύτητα και υπευθυνότητα εν πολλοίς θετικά και σπάνια αρνητικά, ώσπου και οι
τελευταίοι ένοιωσαν έγκαιρα ότι είχαν
κάνει λανθασμένες εκτιμήσεις. Μορφή
διεισδυτικής, αυστηρής και δυναμικής
κριτικής.
Ένας διανοητής που πρόσφερε πολλά ασχολούμενος με τον Καβάφη, είναι ο Λέσβιος λόγιος Βαγγέλης Καραγιάννης. Ερασιτέχνης στον τομέα των
γραμμάτων, όμως δυνατός.
Αυτή η κατηγορία των «dilettante»,
των ερασιτεχνών τουτέστιν, παρήγαγε πάντα πρόσωπα με δύναμη έρευνας και θάρρος έκφρασης που πολλές
φορές υπερκάλυπταν τις προσπάθειες
40
σει θέματα μεγάλης σημασίας, μεταξύ
αυτών και τα «καβαφικά» τα οποία θα
εξετασθούν λίγο αργότερα, όσο και
απλοϊκά που για κείνον δονούσαν κάποιες χορδές του ψυχισμού του.
Για ότι έγραφε, ήταν ακριβολόγος.
Χαρακτηριστικά ο αείμνηστος καθηγητής μου Αθανάσιος Τσερνόγλου
αποφθεγμάτισε: «Ο κ. Καραγιάννης
ακόμα και το «και» που θα βάλει στα
γραπτά του, θα πρέπει να το σκέπτεται
επί πέντε λεπτά τουλάχιστον, προτού
το βάλει». Τότε και οι δύο ήσαν ακόμη
εν ζωή. Και είχε απόλυτο δίκιο.
Τα κείμενα του ήσαν πάντα μετρημένα, αψεγάδιαστα.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό του Βαγγέλη ήταν οι πολυπληθείς υποσημειώσεις του. Ανέπτυσσε το θέμα του
στρωτά και με εμβρίθεια όμως στο τέλος, οι υποσημειώσεις ήσαν πολλαπλάσιες του κυρίου κειμένου. Και… τότε
μόνο έκλεινε ο κύκλος της έρευνας και
του προβληματισμού του. Είναι τοις
πάσι γνωστό ότι στις υποσημειώσεις,
τα «ψιλά» γράμματα όπως συνηθίσαμε
να λέμε, ο συγγραφέας κάνει παραπομπές σε βιβλιογραφίες, κάνει κάποιες
απαραίτητες διευκρινίσεις, κάνει κάποιες διαφωτιστικές προσθήκες. Εκεί
κρύβονται συνήθως και ανεκτίμητες
πληροφορίες. Ο Καραγιάννης αυτό
έκανε αλλά σε βαθμό υπερβολικό. Να
το χαρακτηρίσω αδυναμία του, ότι
δηλ. θα έπρεπε τα περισσότερα των
ψιλών γραμμάτων του να τα έχει ενσωματώσει στο κυρίως κείμενό του,
να το πω συγγραφική ιδιοτροπία του,
ή κάτι άλλο αδιευκρίνιστο. Δικό του
θέμα. Θα έλεγε κανείς χαριτολογώντας στους αναγνώστες του: «αρχίζετε
να διαβάζετε πρώτα τις υποσημειώσεις
του Καραγιάννη και μετά το βασικό
κείμενό του. Θα μπείτε στο νόημα των
επαγγελματιών. Οι ερασιτέχνες του
είδους έχουν το προνόμιο να περιφρονούν τον κίνδυνο, ότι αν στραβοπατήσουν θα κατηγορηθούν για γραμματειακές αυθαιρεσίες, σε αντίθεση με
τους επίσημους διαχειριστές ότι για
τον ίδιο λόγο, το στραβοπάτημά τους
θα τους κοστίσει ότι δεν «ετίμησαν»
τις σπουδές που έκαναν στον συγκεκριμένο τομέα. Οι πρώτοι πότε-πότε
καθίστανται αξιοθαύμαστοι, οι δεύτεροι διστάζουν και παρακολουθούν.
Ο Καραγιάννης γεννήθηκε το έτος
1911 και απεβίωσε το 2001, πλήρης
ημερών, με καριέρα στον τραπεζικό
κλάδο ενώ παράλληλα έγραφε. Άνθρωπος εκ φύσεως ευγενής, χαμηλών
τόνων, φιλικός με όλους, χιουμορίστας. Άνθρωπος επίσης με φαντασία,
διορατικότητα, θαρραλέος όπου χρειαζόταν, με ιδιαίτερη συμπάθεια προς
τα νιάτα. Έζησε πανευτυχής και μέχρι
τέλους ερωτευμένος με την αγαπημένη του σύζυγο Λενιώ. Παιδιά δεν απέκτησαν.
Το έργο του είναι σχεδόν πάντα
ερευνητικό και αρκετά ιδιότυπο. Ερευνούσε και μετά μελετούσε και στο τέλος εκφραζόταν. Δεν έγραφε κείμενα
για ευχαρίστηση του αναγνώστη αλλά
για την μόρφωση του αναγνώστη. Μ’
άλλα λόγια η συγγραφική δουλειά του
καλούσε τον αναγνώστη να συμπράξει
και να προβληματιστεί παρά να διαβάσει σε άνετο περιβάλλον ένα κείμενο
περαστικό, στιγμιαίο.
Ο Καραγιάννης διάλεγε με προσοχή τα αντικείμενα της εργασίας του,
άσχετα αν αυτά ήσαν ευρέος ή όχι ενδιαφέροντος, γενικής ή ειδικής εστιάσεως, φτάνει να ικανοποιούσαν πρώτα
εκείνον και κατά τη γνώμη του να έλεγαν «κάτι» στον αναγνώστη. Γι’ αυτό ο
μελετητής του έργου του θα εντοπί41
Ομίλου Κηφισιάς.
«Ιωάννης Ολύμπιος»-1982, ανάτυπο από
τον Θ΄ τόμο της Εταιρίας Λεσβιακών Μελετών.
«Τα αδιάντροπα»-1983, εκδόσεις Φιλιππότη.
«Σύντομα γενεαλογικά, βιογραφικά, βιβλιογραφικά του Ασημάκη Πανσέληνου»1984 ανάτυπο από το «Δελτίο» της «Λεσβιακής Παροικίας».
«Μυτιλήνη 1912» (σε συνεργασία με τον
Στρατή Αλ. Μολίνο)- 1984, εκδόσεις Καστανιώτη.
«Η ιστορία μιας Λαϊκής λιθογραφίας και
μιας σχετικής ζωγραφιάς του Θεόφιλου»-1985, ανάτυπο από τα «Αιολικά
γράμματα».
«Ιωσήφ Μαύρος ο Λέσβιος»-1987, ανάτυπο από τον Ι΄ τόμο της «Εταιρίας Λεσβιακών Μελετών».
«Le folk-lore de Lesbos, το πρώτο Λεσβιακό λαογραφικό βιβλίο»- 1991, ανάτυπο
από τον Ι Γ΄ τόμο της «Εταιρίας Λεσβιακών
Μελετών».
«Η μεσοπολεμική πεζογραφία (Ν. Αθανασιάδης-Κώστας Μάκιστος)»- 1992, εκδόσεις Σοκόλη.
«Ανέκδοτα Σημειώματα και Γράμματα του
Στρατή Μυριβήλη κλπ-κλπ»-1993 εκδόσεις Φιλιππότη.
«Ογδόντα ανέκδοτα γράμματα του Αργύρη Εφταλιώτη προς τον Αλέξανδρο Πάλλη»-1993, Ε.Λ.Ι.Α.
«Λεσβιακές παραλλαγές τραγουδιών του
Ακριτικού κύκλου»- 1995, ανάτυπο από
το δελτίο της Ελληνικής λαογραφικής
εταιρείας τ. ΛΖ΄, και τέλος
«Λαϊκή σάτιρα και αθυροστομία στη Λέσβο»-1995.
Όπως θα παρατηρήσει ο αναγνώστης
η ερευνητική ματιά του Καραγιάννη
δεν άφησε γωνιά της λεσβιακής κυρίως
γραμματείας χωρίς να την ξεψαχνίσει.
Τα ενδιαφέροντά του ήσαν πολυποίκιλα και με κάθε τι που καταπιανόταν
γραπτών του αμεσότερα».
Συμπερασματικά, το αποτέλεσμα
κάθε μελέτης του ερευνητή αυτού, είναι πάντα συμπαγές, ολοκληρωμένο,
αψεγάδιαστο.
Αμέσως πιο κάτω, θα γίνει μια προσπάθεια να παρουσιασθεί η συγγραφική εργασία του Βαγγέλη Καραγιάννη. Σε δύο τομείς: Ο πρώτος που
περιλαμβάνει τα ποικίλα θέματα των
ενδιαφερόντων του, θα τον ονόμαζα
«Λεσβιακό κύκλο» και ο δεύτερος με
τα καβαφικά, «Καβαφικό κύκλο». Η
παρουσίαση θα γίνει με χρονολογική
σειρά και στις δύο περιπτώσεις.
Λεσβιακός κύκλος
«Ο Αντώνης Πρωτοπάτσης μεσ’ από τις
επιστολές του»-1972, ανάτυπο από τα
«Αιολικά Γράμματα».
«Όταν ο Πρωτοπάτσης μετέφραζε Μπωντελαίρ»-1972, ανάτυπο από τα «Αιολικά
Γράμματα».
«Παπα-Κανιμάς-ο λυρικός ηθογράφος της
Αγιάσου»-1974, ανάτυπο από τα «Αιολικά
Γράμματα».
«Λεσβιακά ετυμολογικά»-1975, «Αιολικά
Γράμματα».
«Αφιέρωμα στον Γιάννη Ψυχάρη - Ο
«ενταφιασμός» του Μπεγιάζη…»-1975
«Αιολικά Γράμματα».
«Θείελπης Λεφκίας»-1975, ανάτυπο από
τα «Αιολικά Γράμματα».
«Η πατρότητα του Ενταφιασμού»-1976,
ανάτυπο από τα «Αιολικά Γράμματα».
«Και πάλι ο Βερναρδάκης και πάλι το
γλωσσικό»-1977, ομοίως ως άνω.
«Ο Τρίβολος και η εποχή του»-1977.
«Η Σαπφώ η παντοτινή»-1979, ομοίως
από τα «Αιολικά Γράμματα».
«Ο Γιώργης Ζορμπάς»-1981, ανάτυπο
από το π. «Νέα Εστία».
«Στην Κηφισιά μαθαίνουμε για τη Λεσβιακή Άνοιξη»-1981, Δελτίο του Ροταριανού
42
βάφη «και άλλα ηχηρά παρόμοια»-1995,
ανάτυπο από το π. «Νέα Εστία».
έβαζε όχι μόνο τα δυνατά του αλλά και
τον πόνο ψυχής όπως θα ορίζαμε σήμερα ως, το λεγόμενο «μεράκι».
Δεν καταπιανόταν με εκτενή συγγραφή αλλά σύντομη και συμπυκνωμένη.
Τα έργα του που έχουν πάρει τη
μορφή βιβλίου είναι πολύ λίγα όπως
«Τα αδιάντροπα», «Τα ανέκδοτα
γράμματα του Αργύρη Εφταλιώτη» και
το λεύκωμα «Μυτιλήνη 1912».
Βέβαια, από την άλλη πλευρά, ο αναγνώστης είναι βέβαιο ότι θα συναντήσει τυχαία ή και συστηματικά αν ψάξει,
διάσπαρτα και άλλα ενδιαφέροντα κείμενα του Καραγιάννη σε λεσβιακά ημερολόγια, σε εφημερίδες, στο «Δελτίο»
της Λεσβιακής Παροικίας και αλλού.
Αυτά τα κείμενα είναι πολύ δύσκολο
να συμμαζευτούν κι αν αυτό συνέβαινε, πάλι κάποια κενά θα εμφανίζονταν.
Αυτή η διαπίστωση είναι γενική,
ισχύει για όλους τους διανοούμενους
και συγγραφείς εκτός πια και αν ο Καραγιάννης το είχε προβλέψει και στο
αρχείο του όπου δεν είχα την τύχη
να έχω πρόσβαση, είχε ταξινομήσει
και καταγράψει λεπτομερειακά όλη τη
δουλειά του.
Αυτά είναι τα έργα του Βαγγέλη Καραγιάννη που σχετίζονται με τον ποιητή Καβάφη. Όλα, όπως προελέχθη,
είναι καλογραμμένα, σαφή, με λεπτομερειακή περιγραφή όπου χρειαζόταν
και βέβαια με τις απαραίτητες διαφωτιστικές υποσημειώσεις.
Ο Καραγιάννης απ’ ότι φαίνεται από
τα γραπτά του-έτσι είπαν κάποιοι- δεν
ασχολήθηκε αρκετά ή φοβάμαι πολύ
λίγο με την ποίηση αυτή καθ’ αυτή
του ποιητή. Ούτε με τη φιλοσοφία
που εμπεριέχεται σ’ αυτήν. Εννοώ, δεν
αναφέρει, δεν αναλύει ποιήματα, δεν
επεκτείνεται σε ανάλυση και φιλοσόφηση του νοήματός των. Στις μελέτες
του Καραγιάννη δεν θα διακρίνει κανείς, έστω και λίγους βαρυσήμαντους
τίτλους ποιημάτων του όπως «Ιθάκη»
ή «Θερμοπύλες» ή «Απολείπειν θεός
Αντώνιον» ή άλλα κάποια. Έτσι! ως
αποδεικτικό στοιχείο ότι ασχολήθηκε
μαζί τους.
Προσοχή όμως. Τούτο δεν μειώνει
τις προσπάθειές του. Ίσως να μην είδε
το καβαφικό έργο κάθετα, μέχρι το
μεδούλι του, όμως περιφερειακά εξέτασε όλες τις πτυχές που περιέβαλαν
αυτόν τον ποιητικό πλούτο.
Άλλοι πάλι, ίσως να ισχυρισθούν ότι ο
Καραγιάννης, γνώστης πλέον της ποίησης του ποιητή, σε βάθος και σε πλάτος,
ολοκληρωμένα και σφαιρικά, άφησε σε
άλλους τον τομέα αυτόν για μια περαιτέρω εξέταση κι εκείνος αποφάσισε να
ασχοληθεί με την αποσαφήνιση κάποιων
άλλων και πολλών σημείων, ακόμα σκοτεινών στα χρόνια που έγραφε.
Προσωπικά, αυτό θα ήθελα, θα προτιμούσα, να είναι και η πραγματικότητα!
Διαβάζοντας την εργασία του με τίτλο
Καβαφικός κύκλος
«Ένα λεύκωμα με αυτόγραφα ποιήματα του Καβάφη»-1967, ανάτυπο από τη
«Νέα Εστία»
«Το ενδιάμεσο «Φ» της υπογραφής του
Καβάφη»-1974.
«Ο Καβάφης στη Ρουμανία»-1977, Αθήνα.
«Στο σπίτι του Καβάφη»-1977, ανάτυπο
από τη «Συμβολή» Κ Ε΄ Λυκείου Αθηνών.
«Η καταγωγή του Καβάφη»-1978, ανάτυπο από τα «Κριτικά φύλλα».
«Σημειώσεις από την γενεαλογία του Καβάφη»-1983, Ε.Λ.Ι.Α.
«Ο θάνατος του Καβάφη»-1989- Ε.Λ.Ι.Α.
«Τα περί «περσικής» καταγωγής του Κα43
αληθινή, τολμηρή, λιτή αλλά ακριβόλογη-που δεν επιδέχεται ούτε μια
λέξη ν’ αλλάξεις, ή και ένα μόριο να
μετατοπίσεις έστω- σε γλώσσα ημικαθαρεύουσα με έντονο ιδίωμα αλεξανδρινό, επιγραμματική στη συντομία
της, αισθησιακή, φιλοσοφημένη, δίχως
λυρισμούς και ακροβασίες, χωρίς μουσικότητα και αρμονία πολλές φορές,
τόσο που κάποτες να θυμίζει κείμενο
πεζό, και συνήθως χωρίς ομοιοκαταληξίες. Δραματική, πικρή, υποβλητική
με συμπυκνωμένη συγκίνηση και προπάντων πανανθρώπινη-όσο κι αν είταν
διατυπωμένη μ’ έναν ιδιαίτερο τόνο
προσωπικό αφού αντικατοπτριζόταν
στο βάθος του έργου του η ίδια η ζωή
του ποιητή. Ποίηση που μετουσίωνε
το οποιοδήποτε θέμα σε ό,τι είχε να
δώσει σαν Τέχνη, και που συχνά πλαισιωνόταν με σύμβολα παρελθοντολογικά, ιστορικά ή ιστορικοφανή, -γι’
αυτό, και σήμερα ακόμη, πολλά απ’ τα
στιχουργήματά του παρουσιάζουν κριτικές δυσκολίες, και τα υπονοούμενα
ή η αινιγματικότητά τους επιδέχονται
πολλαπλές ερμηνείες, που καταλήγουν, φυσικά σε τέτοια ή διαφορετικά
συμπεράσματα, ανάλογα με τη δεκτικότητα ή την ύπαρξη των μελετητών-.
Μια ποίηση, τέλος, μοναδική στο είδος
της, που την τεχνοτροπία της κανείς
δεν μπόρεσε μέχρι σήμερα να μιμηθεί
κι όσοι το αποτόλμησαν, ατύχησαν,
παρ’ όλη την επίδραση που άσκησε.
Αυτή με δυο λόγια είταν η ποιότητα του έργου του Καβάφη, που όπως
πολύ εύστοχα έγραψε ένας κριτικός,
«…είχε όλα τα εφόδια για να γίνη αντιπαθητική, και όλα τα προνόμια, δυσδιάκριτα στην αγύμναστη ματιά, που θα
του(sic) προσπόριζαν τη διάρκεια…».
Ό,τι απ’ τα παραπάνω κι αν συμβαίνει, εν πάση περιπτώσει, η ενασχόλη-
«Ο Καβάφης στη Ρουμανία», ιδού τι ξεχωρίζει κανείς, ως μια εκ βαθέων εκμυστήρευση του καβαφιστή Καραγιάννη:
«Τι είναι, λοιπόν, εκείνο που έδωσε
την παγκοσμιότητα στον ποιητή μας;
Το να επιχειρήσω να εξηγήσω αυτή
την πραγματικότητα, φοβούμαι πως
θα επαναλάβω πράγματα γνωστά.
Λίγα λόγια μονάχα: Με τον Καβάφη
συνέβηκε ακριβώς εκείνο που γίνεται
συνήθως με τους πολύ μεγάλους δημιουργούς. Είτε αυτοί είναι ζωγράφοι,
γλύπτες, μουσικοί, συγγραφείς ή ό,τι
άλλο. Στην αρχή και για αρκετά χρόνια,
η τεχνοτροπία και το περιεχόμενο των
ποιημάτων του που ξέφευγαν τελείως
από τα τότε παραδοσιακά μοτίβα, όχι
μόνο ξάφνιασε τους Έλληνες αναγνώστες αλλά γνώρισε αντίδραση και προκάλεσε ειρωνικά σχόλια.
Γνωστοί άνθρωποι των γραμμάτων,
εφημερίδες και περιοδικά περιωπής,
ή δεν καταδέχονταν ν’ ασχοληθούν μ’
αυτόν, ή εκφράζονταν για την ποίησή
του με αρκετή δόση σκληρότητας, περιφρόνησης, ειρωνείας και δηκτικότητας. Τα ποιήματά του γίνονταν στόχοι
σάτιρας, χλευασμού και παρωδίας.
Δεν έλειψαν και οι καθαυτό λίβελοι
και όχι σπάνια ο φθόνος. Η ιδιωτική
ζωή του ποιητή έγινε αντικείμενο μυθιστορηματικών εικασιών με πλήθος
ανακρίβειες, δογματισμούς ετσιθελικούς, παρερμηνείες και κριτήρια άδικα, με φανερή διάθεση κακότητας. Απ’
την άλλη πάλι μεριά, όλο και μεγάλωνε
ένας πυρήνας φανατικών θαυμαστών.
Δεν είναι ανάγκη, νομίζω, να μνημονεύσω ονόματα και να αναφερθώ
σε τίτλους και ημερομηνίες. Έπρεπε
να περάσουν αρκετά χρόνια για να
επιβληθεί μέρα με τη μέρα η ποίησή
του. Μια ποίηση ιδιότυπη που έφερνε
καινούρια μηνύματα και συγκινήσεις,
44
όπου ο Καραγιάννης παραθέτει στοιχεία πότε ο Καβάφης έβηξε ύποπτα για
πρώτη φορά, πότε αισθάνθηκε άσχημα,
πότε έκανε τις απαραίτητες ιατρικές
εξετάσεις του λάρυγγά του, πότε χειροτέρεψε, πότε πλησίασε στο τέλος
του, με ακρίβεια και επίγνωση των γραφομένων του. Με ευθύνη και παρρησία
λόγου. Νομίζω μόνον ολίγοι!
Καβαφιστής είναι ο καθένας, που
διάλεξε να ασχοληθεί με τον βίο και
την πολιτεία του αλεξανδρινού ποιητή.
Με οποιονδήποτε τρόπο. Ο Καραγιάννης είναι ένας απ’ όλους, τους ολίγους
και καλούς.
…εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι,
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα...
ση του Καραγιάννη με την καβαφική
εποχή είναι αξιοσημείωτη.
Σημειώνεται παρεμπιπτόντως, ότι το
έργο του «Σημειώσεις από την γενεαλογία του Καβάφη», σε μορφή ωραίου
βιβλίου, είναι σημαντικότατο και μοναδικό. Ποιος από τους σημερινούς «καβαφιστές» θα επιδιδόταν να εντοπίσει,
δεν ξέρω που, τις συντομογραφημένες στην αγγλική σημειώσεις του ποιητή σχετικές με την γενεαλογία του,
να τις αποκρυπτογραφήσει-αυτό είναι
τωόντι πολύ δύσκολη δουλειά- να τις
μεταφράσει και να αποδώσει το νόημά
τους στην ελληνική; Ολόκληρο βιβλίο
εκατόν εβδομήντα οκτώ σελίδων! Δεν
γνώρισα προσωπικά κανέναν.
Ή, για τον «Θάνατο του Καβάφη»,
(«Το πρώτο σκαλί» - Κ. Καβάφης-1911)
45
Γιάννης Φωτιάδης
Η ζωή και το έργο του
Γράφει η Μ. Οικονομίδου
Ο άνθρωπος χωρίς αξίες και ιδανικά
δεν προχωράει. Κι όταν αυτά ευτελίζονται γύρω του, πρέπει να τα αναζητήσει
πιο πέρα, σε ανθρώπους που τα υπηρέτησαν πιστά και αφιέρωσαν σ’ αυτά
τη ζωή τους. Έτσι, παραδειγματίζεται,
αναθεωρεί και ελπίζει.
Ένα τέτοιο πρόσωπο είναι για μας τους
Αντισσαίους, ο ανθρωπιστής και ιδεολόγος Γιάννης Φωτιάδης, του οποίου τη
μνήμη τιμάμε σήμερα.
Ο Γ. Φωτιάδης γεννήθηκε στην Άντισσα
το 1895. Ήταν το πρώτο από τα τέσσερα παιδιά μιας εύπορης οικογένειας,
της Φανής Πασαδέλλη και του Βασίλη
Φωτιάδη. Ο πατέρας του, γιατρός που
αφιέρωσε τη ζωή του στον ανθρώπινο
πόνο και με πνευματικά ενδιαφέροντα
που εύρισκαν διέξοδο στην αρθρογραφία και στην ποίηση, εμφύσησε
στα παιδιά του την αγάπη για τον άνθρωπο και την πρόοδο. Μέσα σ’ αυτή
την οικογενειακή ατμόσφαιρα ο Γιάννης
Φωτιάδης διαμόρφωσε ένα χαρακτήρα
ρομαντικό, αγνό, έντιμο και παράλληλα
αποφασιστικό και δραστήριο. Τελείωσε
το Γυμνάσιο στη Μυτιλήνη και συνέχισε
στο Εμπορικό Λύκειο της Σάμου. Μετά
την απελευθέρωση του νησιού μας, το
1912, επέστρεψε στην Άντισσα, και
με την πρώτη επιστράτευση πήγε στο
μέτωπο. Πήρε μέρος στο Μακεδονικό
Αγώνα και στη Μικρασιατική εκστρατεία. Αποστρατεύτηκε μετά από δέκα
χρόνια και ξαναγύρισε στην Άντισσα.
Ο Γιάννης Φωτιάδης
Μια Άντισσα ταλαιπωρημένη από τη
μακρόχρονη δουλεία των Τούρκων και
από τους πολέμους που ακολούθησαν.
Ο Γ. Φωτιάδης αναλαμβάνει, ως πρόεδρος, τις τύχες του χωριού επί δώδεκα
χρόνια και προσπαθεί να το οδηγήσει
στον πολιτισμό και στην πρόοδο.
Ο Π. Φραγκέλλης στο βιβλίο του «Η
46
μου αφηγήθηκε ο ανηψιός του Στρατής
Καρίνος, έφερε ο Φωτιάδης από το Μόλυβο τίτλους ιδιοκτησίας και τους μοίρασε χαρούμενος σε όσους απόκτησαν
κτήμα. Στην προτροπή της αδελφής του
«δώσε και σε μας έναν» ο Φωτιάδης
απάντησε αυστηρά «εμείς έχουμε».
Παράλληλα ασχολείται με έργα που θα
επιλύσουν τα προβλήματα του χωριού
και θα συντελέσουν στην ανάπτυξή του.
Το πρόβλημα της ύδρευσης για την
Άντισσα είναι παλιό. Με εράνους που
ξεκίνησαν από το ’28, τόσο στον Ελλαδικό χώρο όσο και στην Αμερική και
με δαπάνες της Κοινότητας αντιμετωπίζεται γύρω στο ’32.
Μεγάλης σημασίας ήταν και η κατασκευή του αμαξιτού δρόμου, που
συνέδεσε το χωριό με το Γαβαθά και
τον Κάμπο. Το λιμάνι του Γαβαθά είχε
μεγάλη εμπορική κίνηση, αφού από
εκεί γινόταν η διακίνηση των προϊόντων. Με κοινοτικούς πόρους στην
αρχή αλλά και με πιστώσεις από το
Υπουργείο Συγκοινωνιών αργότερα,
το έργο ολοκληρώθηκε γύρω στο ’30.
Οι συγκοινωνιακές ανάγκες της Άντισσας με την Ερεσσό καλύφθηκαν από
τη δημιουργία ασφαλτόδρομου που
συνέδεσε τα δύο χωριά και αποτελεί
τον πρώτο ασφαλτοστρωμένο δρόμο
ολόκληρου του νησιού.
Οι βοσκότοποι των διαλυθέντων μοναστηριών Κρεοκόπου και Περιβολής παραχωρήθηκαν στην κοινότητα
της Άντισσας. Στη συνέχεια όμως, το
Υπουργείο Εσωτερικών θεωρεί τους
βοσκότοπους περιουσία του Ελληνικού κράτους. Ο Φωτιάδης διεκδικεί
δυναμικά τους βοσκότοπους από το
Ελληνικό Δημόσιο και τους κάνει κοινοτικούς. Έκτοτε το εισόδημα της κοινότητας από την εκμίσθωση αυτών των
«τόπων» είναι σημαντικό.
Άντισσα», στο οποίο κυρίως στηριχτήκαμε για την παρουσίαση του έργου του
Γ. Φωτιάδη, αποκαλεί την περίοδο της
προεδρίας του, 1923- 35, «Λαμπρή δωδεκαετία». Γιατί αυτά τα δώδεκα χρόνια
ο Γ. Φωτιάδης, οπλισμένος με πίστη στα
οράματά του και με ένα επιτελείο από ανθρώπους που τον λάτρεψαν και τον εμπιστεύθηκαν επιτέλεσε έργο, που όμοιό
του δεν έχει ξαναζήσει ο τόπος μας.
Αφού οργάνωσε τα οικονομικά και διοικητικά πράγματα της Κοινότητας,
στρέφεται στη βασική του επιδίωξη,
που είναι η βελτίωση των συνθηκών
ζωής των συγχωριανών του. Γι’ αυτό
φροντίζει για την αποκατάσταση των
ντόπιων αστέγων και των προσφύγων
που ήλθαν στην Άντισσα με τη Μικρασιατική καταστροφή. Με υπόδειξη του
Φωτιάδη εκποιούνται τριάντα οικόπεδα
από το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο και με
συνεχείς αναφορές σε αρμόδια υπουργεία εγκρίνονται τα χρήματα, για να χτιστούν ισάριθμα σπίτια για την εγκατάσταση των αστέγων.
Για να απαλλάξει τους αγρότες από την
εκμετάλλευση του εμπόρου και μεσάζοντα, δημιούργησε το ’27 το Συνεταιρισμό και εργοστάσιο το ’49. Οι γεωργοί
και οι κτηνοτρόφοι του χωριού απόκτησαν συνεταιριστική μερίδα, πήραν
τις τύχες τους στα χέρια τους και περιφρούρησαν το εισόδημά τους. «Έτσι,
ο Αντισσαίος έπαψε να είναι ραγιάς και
σκλάβος», όπως είπε και ο ίδιος.
Στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκαν και οι
ενέργειές του για την παραχώρηση γης
σε ακτήμονες. Έτσι, τα μοναστηριακά
κτήματα από τα διαλυθέντα μοναστήρια Περιβολής και Κρεοκόπου δόθηκαν
αντί συμβολικού ποσού στους ακτήμονες της Κοινότητας, που στη συνέχεια
αξιοποιήθηκαν και έγιναν σπουδαία
ελαιοκτήματα και περιβόλια. Τότε, όπως
47
θει με αλλεπάλληλες επιστολές και αναφορές το Υπουργείο Παιδείας για την
ακαταλληλότητα των προηγούμενων
σχολικών κτιρίων και την αναγκαιότητα
ανέγερσης νέου διδακτηρίου. Το 1932
γίνεται η θεμελίωση και το 1933 εγκαινιάζεται μέσα σε ατμόσφαιρα γενικού
ενθουσιασμού το επιβλητικό Δημοτικό
σχολείο, το Τερπάνδρειο.
Το όραμά του όμως για δημιουργία εξατάξιου Γυμνασίου θα απαιτήσει πολλές
προσπάθειες και πολλή αγωνία μέχρι το
τέλος της ζωής του. Το 1954 θα υλοποιηθεί κατά το ήμισυ, όταν σε συνεργασία
με τον βουλευτή Παύλο Χατζηγεωργίου
δημιουργείται το Γυμνασιακό Παράρτημα Αντίσσης και θα ολοκληρωθεί το
1969, όταν σε συνεργασία με το Δούκα
Χατζηγεωργίου τώρα, πρόεδρο του χωριού, θα θεμελιωθεί το κτίριο του ανεξάρτητου εξατάξιου Γυμνασίου.
Αλλά κα οι νεκροί της Άντισσας, που
έπεσαν υπέρ πατρίδος πρέπει να τιμηθούν. Το μνημείο που στήνεται με
έρανο από το 1923 προς τιμήν τους μένει ημιτελές. Ο Φωτιάδης με επιστολή
προς τους ΑΗΕΡΑ, που πραγματοποίησαν εκδρομή στην Ελλάδα, ζητά την
οικονομική βοήθεια της οργάνωσης για
την ολοκλήρωσή του. Έτσι το Ηρώον
της Άντισσας, εντυπωσιακό και επιβλητικό, με την πτερωτή Νίκη και την κατάσταση των ενδόξων νεκρών, τοποθετείται στη σημερινή του θέση στην είσοδο
της Άντισσας γύρω στα 1930.
Η «λαμπρή δωδεκαετία» κλείνει με
πλήθος ακόμα από έργα, που η παρουσίασή σους θα κούραζε τον ακροατή.
Πιστεύω όμως πως η αναφορά στα
σημαντικότερα κατέδειξε την προσωπικότητα του άνδρα με τα ιδιαίτερα
ψυχικά και πνευματικά χαρίσματα, που
έβαλε στόχο ζωής την αναμόρφωση
του τόπου του.
Ένα έργο που δείχνει την οικολογική και
περιβαλλοντική ευαισθησία του Φωτιάδη είναι η δενδροφύτευση της πλαγιάς
που είναι χτισμένο το χωριό μας, από τα
τελευταία σπίτια μέχρι την κορυφή του
βουνού «Παπαδιά». Με δαπάνες της κοινότητας και με προσωπική εργασία των
κατοίκων και των μαθητών δημιουργήθηκε ο γνωστός πευκώνας, που χαρίζει οξυγόνο στην περιοχή αλλά και συγκρατεί το
έδαφος από τις ορμητικές βροχές.
Τα οράματα του Φωτιάδη για την αναμόρφωση του χωριού διαπνέονται και
από τη βαθιά επιθυμία του να αποκτήσει ο τόπος του αίγλη και μεγαλείο.
Πόση αίγλη όμως να αποκτήσει ένας
τόπος που μόνο το όνομά του παραπέμπει σε δαιμονικά όντα; Έτσι ο Γ. Φωτιάδης αποφασίζει τη μετονομασία των
Τελωνίων. Η ιστορική Αρχαία Άντισσα
που τα ερείπιά της βρίσκονται στη διοικητική περιοχή του χωριού, του δίνει το
δικαίωμα να διεκδικήσει αυτή την ονομασία για τον τόπο του. Με αναφορά
του στη Νομαρχία Λέσβου επικαλείται
λόγους ιστορικούς και ζητά τη μετονομασία του χωριού. Έτσι, από το 1928 το
χωριό μας αποκτά το όνομα Άντισσα.
Θέλοντας στη συνέχεια να δείξει πως
το όνομα δεν ήταν συμβατικό, αλλά
δηλωτικό της συνέχειας της Αρχαίας
Άντισσας με τη νέα, δημιουργεί τον
προοδευτικό σύλλογο της Άντισσας,
που του δίνει το όνομα του μεγάλου
μύστη της αρχαιότητας «ΟΡΦΕΑ» και
ονομάζει το νεόχτιστο Δημοτικό σχολείο «Τερπάνδρειο» από το όνομα του
αρχαίου μουσικού Τέρπανδρου.
Γιατί και το μεγαλόπρεπο Δημοτικό
σχολείο, που στολίζει την είσοδο του
χωριού είναι του Φωτιάδη δημιούργημα. Με τη βοήθεια του Νομομηχανικού,
του Επιθεωρητή Στοιχειώδους Εκπαίδευσης Λέσβου και του Νομάρχη πεί48
κανένα στο Φωτιάδη. Τα εκλογικά αποτελέσματα ανέδειξαν νικητή το Γαληνό,
με διαφορά 12 ψήφων από το Φωτιάδη.
Εν τω μεταξύ γνωρίζει την Ευτυχία
Γούναρη. Παντρεύονται και γεννιέται
το ’51 ο γιος τους Βασίλης. Όμως ούτε
η οικογένεια που δημιουργεί, ούτε το
οικονομικό πρόβλημα που ανακύπτει
εν τω μεταξύ οξύ τον αποσπούν από
τα οράματά του για την Άντισσα. Χωρίς την πολιτική δύναμη κάποιου αξιώματος και χρησιμοποιώντας ονόματα
βουλευτών που του είχαν δώσει την
άδεια, ο Γ. Φωτιάδης αγωνίζεται επίμονα για να τακτοποιηθούν τα εκκρεμή
ζητήματα του χωριού. Εκείνο που τον
απασχολεί τώρα, εκτός από την ανέγερση του εξατάξιου Γυμνασίου, είναι
και η αξιοποίηση των μοναστηριών
Υψηλού και Περιβολής, που θα συμβάλει στην τουριστική προβολή και ανάπτυξη της Άντισσας.
Το Γυμνάσιο μετά από κοπιώδεις αγώνες θεμελιώνεται το Σεπτέμβρη του ’69,
ένα μήνα μετά το θάνατό του. Δεν πρόλαβε όμως να υλοποιήσει τον άλλο μεγάλο στόχο του, που ήταν η τουριστική
προβολή της Άντισσας μέσα από τα
μνημεία και τις φυσικές καλλονές της.
Τον Αύγουστο του 1969, μετά από σύντομη αρρώστια, ο Γιάννης Φωτιάδης,
ο γλυκός μπάρμπα Γιάννης των Αντισσαίων, έφυγε από τη ζωή.
Μια ζωή γεμάτη δράση, αγώνες, και
αγωνίες για το καλό της Άντισσας και
των ανθρώπων της.
Σήμερα, περισσότερο ίσως από κάθε
άλλη φορά, είναι ανάγκη να αναφερόμαστε σε τέτοιες μορφές, για να συνειδητοποιήσουμε πως, αν η ζωή μας
δύσκολα προχωράει, είναι γιατί απογυμνώθηκε από αξίες και ιδανικά σαν κι
αυτά που υπηρέτησε σ’ όλη του τη ζωή
ο Γιάννης Φωτιάδης.
Μετά το ’35 ο Φωτιάδης, γνήσιος δημοκράτης, αποσύρεσαι από τα κοινοτικά πράγματα λόγω της Μεταξικής
δικτατορίας. Όμως το ενδιαφέρον για
τον τόπο του δεν ατονεί ούτε στιγμή.
Εξακολουθεί να ελέγχει και να ρυθμίζει τα πράγματα στο χωριό μέσα από
τους πολιτικούς του φίλους.
Στα χρόνια της γερμανικής κατοχής συντονίζει τις καλλιέργειες έτσι, ώστε η
Άντισσα να γίνει ο σιτοβολώνας της Λέσβου, και να ονομαστεί «Μικρός Καναδάς». Δίνονται σιτηρά και όσπρια στους
κατοίκους του νησιού, που συνέρρεαν
για να τα προμηθευτούν. Ώσπου, κάποια στιγμή που άδειασαν οι αποθήκες
του χωριού, έστειλε ο Φωτιάδης το
ιστορικό τηλεγράφημα: « Άντισσα εξηντλήθη, στοπ. Απευθυνθήτε Καναδάν.»
Με τις πρώτες μετά την Κατοχή εκλογές, εκλέγεται βουλευτής. Οι δυνατότητες που έχει, λόγω του εμφυλίου
που έχει ξεσπάσει είναι περιορισμένες. Όμως από τη θέση αυτή ανακουφίζει όσο μπορεί τους κατατρεγμένους συγχωριανούς του, τακτοποιεί σε
κάποιες θέσεις τους άνεργους, συμπαραστέκεται σ’ αυτούς που σέρνονται
στα στρατοδικεία.
Στις εκλογές του ’50 ο Φωτιάδης, εκτιμώντας βαθύτατα την ακεραιότητα και
την εντιμότητα του Νικολάου Πλαστήρα, προσχωρεί στο κόμμα του. Κατεβαίνει ως αρχηγός του συνδυασμού
του, της ΕΠΕΚ, στη Λέσβο, αλλά ηττάται. Αξίζει να παρουσιασθεί εδώ το
πώς ο Φωτιάδης έχασε τις εκλογές
γιατί αυτό καταδεικνύει το αγνό και
ανιδιοτελές του χαρακτήρα του.
Ο Φωτιάδης στον προεκλογικό του
αγώνα ζητά από τους εκλογείς του να
ψηφίσουν και το συνυποψήφιό του Ερέσιο Ν. Γαληνό. Οι Αντισσαίοι έδωσαν
650 σταυρούς στο Γαληνό και οι Ερέσιοι
49
Τιμή στους μεγάλους Ποιητές μας
Σαν πεθάνω
Μαρία Πολυδούρη
1902-1930
Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη,
όταν αντικρύ θανοίγη μέσ' στη γάστρα μου δειλά
ένα ρόδο - μια ζωούλα. Και θα μου κλειστούν τα χείλη
και θα μου κλειστούν τα μάτια μοναχά τους σιωπηλά.
Θα πεθάνω μιαν αυγούλα θλιβερή σαν την ζωή μου,
που η δροσιά της, κόμποι δάκρι θα κυλάη πονετικό
στο άγιο χώμα που με ρόδα θα στολίζη τη γιορτή μου,
στο άγιο χώμα που θα μου είνε κρεβατάκι νεκρικό.
Όσα αγάπησα στα χρόνια της ζωής μου θα σκορπίσουν
και θαφανιστούν μακριά μου, σύννεφα καλοκαιριού.
Όσα μ' αγάπησαν μόνο θάρθουν να με χαιρετίσουν
και χλωμά θα με φιλάνε σαν αχτίδες φεγγαριού.
Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη.
Η στερνή πνοή μου θάρθη να στο πη και τότε πια,
όση σου απομένει αγάπη, θάναι σα θαμπό καντύλι
- φτωχή θύμηση στου τάφου μου την απολησμονιά.
50
Μια Κυριακή
μας…
Έτσι, που η ζωή μας όλη καταντά
σαν αδιάκοπη προσπάθεια προσέγγισης
χωρίς να πετυχαίνει το σκοπό της…
Και ξαφνικά,
η σπίθα μεσ’ στ’ αρχέγονά μας κύτταρα,
κληρονομιά της σπίθας της ζωής,
που κάποτε συνένωσε τα πρώτα μόρια
της ύλης,
ανάφτει μέσα μας φωτιά!
Και ξεκινούν εκείνοι οι
μετασχηματισμοί
π’ αλλάζουνε την όψη όλου του κόσμου,
μέσα κι έξω!
Ειρήνη Βαρβαρέσου
Μια Κυριακή, που χτύπησε η πόρτα
Σαν μελωδία, σαν λάλημα αηδονιού.
Κι ήσουν εσύ, που έφερες το φως μου
Κι’ είδα την πλάση, στο χρώμα του
χιονιού.
Μια Κυριακή, π’ άνθιζαν τα λουλούδια
κι’ ήλιος έριχνε, την ζέστη του στη Γη.
ήρθες εσύ, μαζί με την αγάπη σου
Κι’ αμέσως έκλεισε η κάθε πληγή.
Μια Κυριακή, που ξύπνησα με λύπη
Ήρθες εσύ κι’ έφερες την χαρά.
Σαν πασχαλιά, σαν κρίνο στην αυλή μου
Δίπλα στο μελισσάκι μου, κάτω απ’ τη
ροδιά.
Τη νύχτα
Δημήτριος Καραμβάλης
Τη νύχτα καταργώ τις διαστάσεις.
Την φορτηγίδα πίκρα μου βυθίζω,
Στου λιμανιού την ενδοχώρα
ακροπατώντας.
Οι ώρες τούτες γίνονται σημεία
διελεύσεως
Των λεπιδοφόρων μου φορτίων
Δίχως την τήρηση των αποστάσεων
ασφαλείας
Και των λοιπών όρων και ορίων τις
προδιαγραφές.
Της κυρίας πύλης ξεπερνώ τον έλεγχο,
Γιατί ο αρμόδιος υπάλληλος εφησυχάζει
Στης ψυχής μου το απροσπέλαστο
τραγούδι,
Αρκούμενος στη διαλογή και
ταξινόμηση της μέρας…
Τη νύχτα καταργώ τις διαστάσεις!
Παίζω το θάνατο σε μια ζαριά,
Κερνώ του πόνου την πληγή νερό του
παραδείσου.
Στο κάστρο της υπομονής
Στέκω ακοίμητος φρουρός
Το Γόρδιο δεσμό μου κόβοντας
Μια Κυριακή, που όλα ήταν γκρίζα
Ήρθες ο έρωτας κι’ ήσουν εσύ.
Μια Κυριακή η πιο όμορφη του χρόνου
Στο στόμα γεύτηκα το πιο γλυκό φιλί.
Μετασχηματισμοί
Αγγελική Σαραντάκου
Πολλές φορές, αληθινά, κοιτάζουμε
την εξωτερική εικόνα, μόνο, των
αντικειμένων.
Πολλές φορές αγγίζουμε μ’ ελπίδα χέρι
φιλικό,
χωρίς η ζεστασιά του να περάσει στο
δικό μας.
Μπορεί και τη ζωή μας να ξοδέψουμε,
να μάθουμε τις γλώσσες όλων των
ανθρώπων,
μα να ξεχάσουμε τον μυστικό τον
κώδικα
της επικοινωνίας με τους διπλανούς
51
που τα παιδιά έχουν ξεμάθει να
ονειρεύονται,
κι οι ποιητές κοιμούνται με τη Βεατρίκη τους
σε ύποπτα πανδοχεία,
σ’ εξορκίζω
μην αρνηθείς τη φιλοξενία σου στα
χελιδόνια
μην διακόψεις τη συνομιλία σου
με την αστροφεγγιά και με τις
μαργαρίτες.
με τους συμβιβασμούς και τις φτηνές
υποχωρήσεις.
Τη νύχτα καταργώ τις διαστάσεις.
Ελπίδα
Μάριος Κακαδέλλης
Φτωχιές οι λέξεις
τον καημό της καρδιάς
δεν τον λένε.
Η σιωπή
Τώρα τα μάτια κοιτάζουν ψηλά
και βουρκώνουν και κλαίνε.
Στρατής Γιαννίκος
Προσμένουμε πάντα
μιαν αυγή ν’ανατείλει
κι ας σέρνουμε το διάβα
αργά προς το δείλι.
Μαρτύριο το όνειρο.
Η ζωή, το όνειρο
το όνειδος.
Συμπορεύομαι
του αιώνιου θανάτου.
Όταν αγάλλονται
οι ψεύτες
που κάποτε οι άνθρωποι
τους βάφτισαν αγγέλους.
Τα όνειρα, κι εκείνα φευγάτα
μακρινά, ξεχασμένα τα νιάτα
κι αν ακόμα, σιγοκαίει στη στάχτη
μια θαμπή ηλιαχτίδα,
αυτή μας κρατά στη ζωή
και τη λένε ελπίδα.
Συνίσταμαι
από την τεθλασμένη χλόη
του πατρός
και την περισπωμένη ουσία
της μητρός μου.
Περνώ το μεσονύκτιο
σε θερμοκοιτίδα ανέμου.
Η θάλασσα θηλάζει
τους οφθαλμούς
και η νύχτα ευθεία
περισπάται την κλίνη μου.
Παρωχημένοι συγγενείς
ακολουθούν
την πρόωρη γέννηση-φυγή.
Άφτεροι άγγελοι
εκκολάπτουν
το νόθο είναι μου.
Επίκληση
Νότης Παναγιώτου
Μην αρνηθείς τη φιλοξενία σου στα
χελιδόνια
τώρα που δεν υπάρχουν χώρες εύκρατες
και είναι οι ορίζοντες στενοί για τ’
αποδημητικά φτερά μας.
Εσύ ξέρεις να κουβεντιάζεις με τις
μαργαρίτες,
ξέρεις ν’ αλληλογραφείς με την αστροφεγγιά,
Γνώριμη εσύ Αγαπημένη των υακίνθων
σ’ εξορκίζω,
τις μέρες τούτες τις απάνθρωπες
52
ιδιότητα του λογοτέχνη, και όχι μόνο
του εκδότη, ζητά να επανεξετάσει το
ρόλο της λογοτεχνίας, επισημαίνοντας
τον «ζωτικό χαρακτήρα» της για «αναστοχασμό»,«συνείδηση» και «άσκηση
της κριτικής σκέψης». Περνώντας εν συντομία τη κρίση που μαστίζει την εποχή
μας με κυριότερη την κρίση του ανθρωπισμού μας, καταλήγει στην αναγκαιότητα της λογοτεχνίας ως μόνης ικανής να
περιγράψει και την «ιστορική εμπειρία»
και την «τραγικότητα της ύπαρξης».
Επιμελητής του αφιερώματος είναι ο
ακούραστος διδάκτωρ φιλολογίας, Παναγιώτης Σκορδάς, ο οποίος επιλέγει να αρχίσει το κείμενό του με ένα απόσπασμα
από τα Ανοιχτά Χαρτιά του Ελύτη, του
ποιητή που, επιφανής ανάμεσα στους επιφανέστερους του εικοστού αιώνα, έδωσε
την πιο χαρακτηριστική περιγραφή του νησιού· «Η άλλη Λέσβος». Με αυτόν τον τίτλο που διεκδικεί την υπέρβαση, ο Ελύτης
τολμά να αναγάγει τη γέννηση της Λέσβου
στην πνοή κάποιου Θεού που τη φύσηξε
σαν πλατανόφυλλο καταμεσής του πελάγου και δεν μοιάζει με την πραγματικότητα. Και τούτο γιατί η μία Λέσβος, αυτή που
γέννησε τους γεννήτορές του βρίσκεται
στους χάρτες, ενώ η «άλλη», βρίσκεται
στην καρδιά του, στην ψυχή του, στον κόσμο των ιδεών ή των πρώτων ουσιών.
Το κείμενο του Παναγιώτη Σκορδά θα
κάνει βαθύ μακροβούτι στο χρόνο, για να
ανασύρει όλα τα ονόματα των επιφανών
που γεννήθηκαν και άκμασαν στη Λέσβο,
θα προχωρήσει και θα βγει στην εποχή
μας για να συναντήσει τον «Λεσβιακό Κύκλο» και την «Λεσβιακή Άνοιξη». Θα προσπαθήσει να μην ξεχάσει κανέναν πνευμα-
Περιοδικό «ΕΝΕΚΕΝ»
(Τεύχος: 25/ Ιούλιος- Σεπτέμβριος 2012)
Αφιέρωμα: «Η Λέσβος της Ψυχής μας»
Επιλογή κειμένων - Επιμέλεια αφιερώματος: Παναγιώτης Σκορδάς,
Επιμέλεια Φωτογραφιών: Μάκης Μπεκιάρης,
Σελ.: 160
Το 25ο τεύχος του αφιερώνει το περιοδικό ΕΝΕΚΕΝ στη Λέσβο, με αφορμή
τον εορτασμό των εκατό χρόνων από
την απελευθέρωσή της. Ο τίτλος "Η Λέσβος της ψυχής μας" έδωσε αμέσως και
το στίγμα της προσέγγισης του αφιερώματος. Ναι, της «ψυχής μας» και η ψυχή
μας φαίνεται μέσα από τη λογοτεχνία
περισσότερο. Έχουμε επομένως ένα
αφιέρωμα στη λογοτεχνία που άνθισε
στη Λέσβο και εξακολουθεί να ανθίζει
από τα αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα. Κι
όσο και αν τα χρόνια τα δικά μας είναι
«δίσεκτα» ή «σακάτικα» η λογοτεχνία
μας είναι πάντα ανθηρή και σπουδαία.
Στις160 σελίδες του περιοδικού διαβάζουμε το εκδοτικό σημείωμα του
Γιώργου Γιαννόπουλου, ο οποίος με την
53
τικό άνθρωπο που συνέβαλε στο λεσβιακό
θαύμα, αλλά αυτό είναι αδύνατον, αφού ο
κατάλογος είναι ατελείωτος. Η σειρά των
κειμένων δεν είναι τυχαία. Είναι μια «νοητή
περιδιάβαση» που ξεκινά από την πόλη της
Μυτιλήνης και περνώντας από την Καλλονή, τον Μόλυβο, τη Συκαμιά, την Άντισα,
τη Βατούσα, την Ερεσό, το Πλωμάρι, θα
καταλήξει στην Αγιάσο. Η Λέσβος όμως
δεν εξαντλείται σ’ αυτά μόνο. Είναι κι άλλες
μικρότερες πόλεις και χωριά που και αυτά
λίγο πολύ είναι μέσα στα κείμενα, καθώς
και οι απέναντι παραλίες που κύμα το κύμα
φτάνουν για να συναντήσουν τη «Λέσβο
της ψυχής μας».
Οι συγγραφείς συμμετέχουν με αδημοσίευτα έργα, ακόμα και οι τεθνεώτες.
Με αυτόν τον τρόπο η «Λεσβιακή Άνοιξη» συνεχίζει την ανθοφορία της και
έτσι, όλοι, ακόμα κι αν δεν βρίσκονται
στη ζωή, είναι παρόντες.
Το περιοδικό κοσμεί αρχειακό φωτογραφικό υλικό, το οποίο επιμελήθηκε ο
Μάκης Μπεκιάρης που έχει κάνει σκοπό
της ζωής του την προβολή της πολιτιστικής κληρονομιάς της Μυτιλήνης. Τούτο
αποδεικνύει με άλλον ένα τρόπο την λεσβιακή ανθοφορία.
Το πρώτο κείμενο ανήκει στον Γιαννακό Βόμβα και το δεύτερο στον Μίμη
Σαραντάκο. Δηλαδή σε δύο πεθαμένους λογοτέχνες, οι οποίοι, ωστόσο,
παραμένουν ολοζώντανοι. Ο πρώτος,
ένα σπινθηροβόλο πνεύμα, γεμάτο
χιούμορ και αγάπη για τη ζωή, που απομυθοποιεί το θάνατο με το σκωπτικό,
σατιρικό, χιουμοριστικό, φαινομενικά,
ανέμελο ύφος. Ο δεύτερος, με έναν
προσωπικό, εξομολογητικό, οικείο
λόγο που επιστρέφει στη Λέσβο για να
συναντήσει τα αγαθά φαντάσματα των
προγόνων του, να ακούσει τις φωνές
του, να επικοινωνήσει με τις ρίζες του
και να ευχηθεί τα εγγόνια του να έρχο-
νται πάλι και πάλι στη Μυτιλήνη.
Από εδώ και πέρα τη σκυτάλη παίρνουν οι ζωντανοί. Καθένας με τον τρόπο του, με το θέμα του, την ιδιάζουσα
γλώσσα του,συγκινεί, έχει κάτι αλλιώτικο να πει στον αναγνώστη, στον εντόπιο αλλά και στον ξένο.
Ο Στρατής Πασχάλης, ανάμεσα σε
πολλές δικές του ενδιαφέρουσες επισημάνσεις θα μας θυμίσει τον Λώρενς
Ντάρελ που είπε για τη Μυτιλήνη πως
«ακόμα κι αν χαθεί τελείως από το χάρτη ως απτή πραγματικότητα, η αίσθησή της θα επιζεί και θα υπάρχει πάντα,
άσβηστη και καταλυτική». Ο Παναγιώτης
Παρασκευαΐδης λέει πως «έτσι να κάνουμε με το χέρι μας, θ’ αγγίξουμε την
ύπαρξη όλων αυτών, αν στήσουμε αυτί,
θ’ ακούσουμε τον θόρυβο των λαδοβάρελων …» που η μνήμη του κρατά σαν
θησαυρό. Ο Τάκης Χατζηαναγνώστου
θυμάται την Παναγιά που τον είχε «τάξει» η μάννα του, όταν ήταν παιδί και κινδύνευσε. Και μεταρσιωνόταν και ένιωθε
«σαν ένα πλάσμα μιας άλλης εποχής,
φερμένο απ’ ένα άλλο σύμπαν. Η Μαρία Αναγνωστοπούλου θυμάται τη γιαγιά
της που με ένα «τσουτζούκ βαρ» (υπάρχουν παιδιά) έδιωξε του Γερμανούς που
ήθελαν δωμάτιο στο σπίτι. Σίγουρα οι
Γερμανοί δεν κατάλαβαν τι είπε η γιαγιά
αλλά μπορεί να φοβήθηκαν μην είπε κανένα ξόρκι ή καμιά κατάρα. Ο Κώστας
Μίσσιος περιπλανιέται με την κόρη του
στο αεροδρόμιο, περιμένοντας την πτήση για Μυτιλήνη, κι έπειτα στην αφήγησή
του μπαίνουν Γερμανοί, παιχνίδια, τέρατα και στις 25 Μαρτίου πάντα, έρχονται
τα χελιδόνια. Η Μαρία Κοτοπούλη σ’
ένα κείμενο γεμάτο ποίηση και μουσική
ανοίγει διάλογο με την Σαπφώ, τη Δέκατη Μούσα του Πλάτωνα η οποία σαν την
Αφροδίτη κατέβαινε από τους ουρανούς
με τα φτερά του Ζέφυρου. Ο Φαίδων
54
Ταστάνης με μια διάθεση αυτοσαρκασμού ή εξορκισμού του κακού, ίσως
και πάλι κραυγή πανικού βλέπει τα
«μάτια» που σαν αερικά παραβιάζουν
το χώρο του, παρακολουθούν, θορυβούν, «μπαίνουν με ηδονικό πόνο στο
σώμα του μέσα από τις ρυτίδες του…
ξεσκίζουν με ιερή δύναμη τις φαντασιώσεις. Λογχίζουν τη δυσοσμία των
παρακρατικών ονείρων του»και άλλα
πολλά… αλλά δεν παύουν να είναι
«των ματιών του, τα μάτια».
Η Φωτεινή Φραγκούλη με ένα κείμενο
για τη δύναμη της αγάπης που υπερβαίνει το θάνατο,μας βεβαιώνει ότι «η αγάπη
δεν παλιώνει και δεν σε παλιώνει, μόνο
τροφοδοτεί το αίμα σου στο φως της
ζωής». Ο Γιάννης Κωνσταντέλλης με ένα
ποίημα υμνεί το Μόλυβο «μες στην αναλαμπή του εσπερινού/… ο χρόνος έγινε
τοπίο ετούτο το Φθινόπωρο». Ο Νίκος
Αναστασάτος περιδιαβάζει και αυτός
τον Μόλυβο αλλά μας προειδοποιεί πως
αν ακούσουμε κάποιον ψίθυρο κοντά
μας «μπορεί να είναι ο Νάσος, ο καπετάν Χρήστος ή ο Ιγνάτιος, μακαρίτες πια,
που ήρθαν να δώσουν κι αυτοί το παρόν», φίλοι παλιοί από το παρελθόν. Ο
Χατζηδημητρίου σε ένα κείμενο αρκετά
αναλυτικό κείμενο, με πολλές αναφορές
σε πρόσωπα, πράγματα, γεγονότα θυμάται τους πολιτικούς του αγώνες και τους
φίλους με τους οποίους είχε «την τύχη
και την τιμή» να κοιταχτεί «για λίγο».
Ο Μάκης Αξιώτης συνθέτει ποίημα για
τις «δυο αντικρυνές Στεριές», με τα φώτα
/ από εδώ και από εκεί/ να βλέπουν οι άνθρωποι/ και να μιλούν τα βάσανά τους /
ίδια πάντα/ σε διαφορετική γλώσσα.
Ο Στρατής Μπαλάσκας αφήνει τη
μνήμη του να τρέξει στον Άτταλο
και σε «μονοπάτια πονεμένα απ’ τον
χαμό τ’ Αλή, απ’ τον χαμό του γέροΠαναγιώτη, απ’ τον χαμό του μπάρμπα
Γρηγόρη, απ’ την Εριφύλη που χάθηκε
στον δρόμο, απ’ την Αναστασία που
πνίγηκε…», που ο Άτταλος ήξερε τις
φωνές τους και «ήταν ο τελευταίος
που τις είχε ακούσει». Ο Αριστείδης
Κυριαζής στέλνοντας γράμμα στην
αγαπημένη του Ερατώ, «αγαπώ σε και
σε γλυκοσπάζομαι», μας ξεναγεί στους
αρχαιολογικούς και ιστορικούς χώρους του νησιού, ιστορίες και μύθους,
έρωτες, Αφροδίτες και άλλες καλλονές
εις άπταιστον καθαρεύουσαν. Ο Άρης
55
τάξεις, τα ήθη και τα έθιμα, με αφορμή
την ισχυρή προσωπικότητα και αξιοπρέπεια της καπετάνισσας Πελαγίας με
«το γαλάζιο φόρεμα που της άρεσε να
φοράει στους παραθαλάσσιους περιπάτους της». Ο Δήμος Κλαδίτης αφού
κατ’ αρχάς πετυχαίνει την αποθέωση της
απομυθοποίησης των πάντων, με κέντρο
τη Λίτσα, που εκείνη του εκμυστηρεύεται «πολύ προσωπικά της πράγματα» κι
εκείνος «πολύ προσωπικά του ψέματα»,
καταλήγει σ’ έναν αληθινό θρήνο για το
κορίτσι που με την ανατρεπτική του συμπεριφορά ανέτρεψε και τα αισθήματά
του. Ο Λάκης Παπαστάθης εισδύει στα
άδυτα του παλαιού σφαιριστηρίου για να
παρακολουθήσει τον ιδιοκτήτη του, λάτρη του Πινδάρου και της κλασικής μουσικής, να σκαλίζει το ραδιόφωνό του, σύντροφο στη ζωή του και στη μοναξιά του.
Και το τεύχος κλείνει με τον Γιώργο Γιαννόπουλο που το άνοιξε, με ένα
ερωτικό, τρυφερό κείμενο. Μια γυναίκα στα γόνατα του Φοίβου, γεμάτη
από έρωτα, στο τέλος των διακοπών
της στο νησί, απολαμβάνει τη στιγμή.
Σαν να είναι η Λέσβος ξαπλωμένη
στα νερά και στο φως του Φοίβου
Απόλλωνα, θα λέγαμε. Τέλος, μια φωτογραφία παραδοσιακής ορχήστρας,
πλατιά σαν τοιχογραφία στο εξώφυλλο-οπισθόφυλλο, από το χρόνο ελαφρά κιτρινισμένη, όλο νέοι άντρες με
υψωμένο το ποτήρι, με τα μαύρα μαλλιά τους και τα φωτεινά τους μάτια, τα
μουστάκια τους, τα καβουράκια και τα
ψαθάκια τους, τα παραδοσιακά όργανα
και τα παιδάκια τους, όλοι πεθαμένοι
πια αλλά και όλοι ζωντανοί συγχρόνως,
με το ΕΝΕΚΕΝ χελιδόνι και αγγελιοφόρο, στέλνουν το μήνυμα μια αιώνιας
λεσβιακής άνοιξης.
Ανθούλα Δανιήλ
Διδάκτωρ Νέας Ελληνικής Φιλολογίας
Λευτέρης Κανέλλης με μια νοσταλγική
ματιά σε τόπους, πρόσωπα και γεγονότα, από τα αρχαία χρόνια στα νεότερα,
στα μεσαιωνικά, στον Τέρπανδρο, στον
Αλκαίο, στον Στησίχορο αλλά και στον
Μπαρμπαρόσα, τριγυρίζει όλο το νησί
και αναρωτιέται «από πού να σε δω;»
πατρίδα μου; Ο Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης θυμάται δυο δασκάλους με μεράκι,
τον Στρατή και τον Ταξιάρχη(ονόματα
εμβληματικά), και μια κοπέλα, τη Μυρσίνη που από του δασκάλου της την
αγάπη μεταμορφώθηκε σαν την σταχτοπούτα του παραμυθιού. Ο Γιώργος
Καρτέρης, με μια ντοπιολαλιά, που «δεν
είναι μόνο γλώσσα, είναι και φιλοσοφία,
στάση ζωής», μας κάνει μια συγκινητική
αναφορά στη θεία του Σαπφώ και στον
άντρα της τον Ακίνδυνο που έχει το χάρισμα να αφηγείται τους μισιλέδες με
αστείο τρόπο. Ο Δημήτρης Νικορέτζος
έχει κάνει τάμα τη Μεγάλη Εβδομάδα να
ανεβαίνει στο μοναστήρι του Υψηλού
κι εκεί να συναντά… τις ηρωίδες του
Παπαδιαμάντη. Και αν οι δυσκολίες τον
εμποδίσουν κάποια χρονιά να πραγματοποιήσει το τάμα του, εκείνος εξακολουθεί να «ζει με την προσδοκία της
επόμενης χρονιάς»και το μοναστήρι θα
ζει κι εκείνο «στο πανόραμα των νεφών
και τη γραφικότητα της μοναξιάς του».
Ο Αντώνης Χιώτης με μεγάλο χιούμορ
απαριθμεί λιχουδιές και καυγάδες με
τη γυναίκα του. Αφορμή οι διακοπές
στο Σίγρι, που είναι η πατρίδα του και
όχι στην «Μπελοπόννησο» που είναι η
δική της, με έναν απολαυστικότατο επίλογο: «Μάστορα! Πιάσε άλλη μια σόδα
για τη γυναίκα μου. Μπορεί να το έφαγε
με το στόμα της το Σίγρι, μπορεί να το
κατάπιε στο τέλος, αλλά φαίνεται πως θα
δυσκολευτεί ακόμα να το χωνέψει». Ο
Ξενοφών Μαυραγάνης κάνει αναδρομή
στις διαφορές ανάμεσα στις κοινωνικές
56
τες και με το πλούσιο φωτογραφικό και
αρχειακό υλικό του προσφέρεται για
την εξαγωγή πολλών συμπερασμάτων.
Ο δεύτερος τόμος του ενδιαφέροντος
αυτού βιβλίου, που ετοιμάζεται σύντομα να κυκλοφορήσει, καλύπτει την περίοδο 1974-2012.
Συγχαίρουμε τους ακάματους δημιουργούς του έργου, με το οποίο πλουτίζουν τη Λεσβιακή Γραμματεία.
Χρ. Τραγέλλης
Γεώρ. Παπαναγιώτου & Αντ. Πλάτων
«Πολιτική Ιστορία του Νομού Λέσβου
Εκλογές & δημοψηφίσματα 1915-1973»
Εκδόσεις «Αιολίδα»
Μυτιλήνη 2012, σελ.: 176
Από τις λεσβιακές εκδόσεις «Αιολίδα» της
Επικοινωνίας Α.Ε. κυκλοφόρησε πρόσφατα
ο πρώτος τόμος του δίτομου σπουδαίου έργου
των συμπατριωτών μας
ερευνητών-συγγραφέων Γεωργίου Παπαναγιώτου και Αντωνίου Πλάτωνος με
τον ανωτέρω τίτλο. Μέσα στις 176 σελίδες του περιέχει: εξιστόρηση όλων των
εκλογών, ονομαστικό κατάλογο όλων
των υποψηφίων, των βουλευτών που
εκλέχτηκαν και των υπουργών, αρχειακές και σπάνιες φωτογραφίες ντοκουμέντα εκλογών (δυσεύρετα ψηφοδέλτια,
δημοσιεύματα εφημερίδων, αφίσες και
φυλλάδια) και φωτογραφίες βουλευτών.
Τα ψηφοδέλτια καθώς και οι φωτογραφίες των βουλευτών, των πολιτευτών
και των ντοκουμέντων προέρχονται
από τα αρχεία των δύο συγγραφέων
και έχουν παραχωρηθεί στο Ιστορικό
Αρχείο «ΕΡΓΑΝΗ».
Ο πρώτος αυτός τόμος καλύπτει για
την περίοδο 1915-1973, όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις, 20 συνολικά, τα
πέντε δημοψηφίσματα για την επάνοδο
ή μη στο θρόνο των βασιλέων Κωνσταντίνου Α` και Γεωργίου Β` και τα τρία για
το πολιτειακό καθεστώς (Βασιλευομένη
ή Αβασίλευτη Δημοκρατία), τις Γερουσιαστικές εκλογές του 1929, τη «Συμβουλευτική Επιτροπή» της Δικτατορίας
του 1967.
Δίνει ανάγλυφη την εικόνα και το κλίμα
των εκλογικών αναμετρήσεων, τα αποτελέσματα και τις τοπικές ιδιαιτερότη-
Λεσβιακό Ημερολόγιο 2013
Γράμματα - Τέχνες - Πολιτισμός
Επιμέλεια: Παναγιώτης Σκορδάς
(Συλλογικό έργο)
Φωτογραφίες: Στέλιου Σκοπελίτη
Εκδόσεις Αιολίδα,
Μυτιλήνη 2012 - σελ.: 416
Με την επιμέλεια και την
ευθύνη του Παναγιώτη
Σκορδά, δρ. Νεοελληνικής Φιλολογίας, και την
εκδοτική φροντίδα του
Λεσβιακού οίκου «Αιολίδα» κυκλοφόρησε και φέτος στο αναγνωστικό κοινό ένας τόμος
416 σελίδες, στον οποίο συμμετέχουν
με πρωτότυπα έργα τους 27 εκλεκτοί κι
έγκυροι μελετητές της Λεσβιακής Γραμματείας καλύπτοντας διάφορους τομείς
των επιστημών όπως:
ιστορία-λαογραφία-γραμματολογία-δοκίμιο-εκπαίδευση- μουσική παράδοσηοικολογία-αθλητισμό-θέατρο-εικαστικάγελοιογραφία.
Το εξώφυλλο του τόμου κοσμεί φωτογραφικό έργο του γνωστού και καταξιωμένου φωτογράφου Στέλιου Σκοπελίτη.
Στις εσωτερικές σελίδες φιλοξενούνται
επίσης 30 έργα του με θέμα τη Λέσβο.
Θ.Α.Π.
57
Οι ξικουμπίστριες
Γράφει ο Αρτέμης Γιαννίτσαρος
Όταν ήμουν μικρός τα καλοκαίρια
τα περνούσα πάντα στον Ποδαρά, μια
παραθαλάσσια περιοχή του χωριού
μου, του Μεσότοπου της Λέσβου. Εκεί
είχαμε το περιβόλι μας, όπου ο πατέρας μου καλλιεργούσε πολλών ειδών
λαχανικά, με τις παλιές εκείνες ποικιλίες που σήμερα πια δεν τις βρίσκεις
ή έχουν γίνει πάρα πολύ σπάνιες. Σε
μια άκρη του περιβολιού υπήρχε και
υπάρχει και σήμερα ένα σπιτάκι -ντάμι
το λέγαμε εμείς- όπου μέναμε όλη η
οικογένεια. Μπροστά στο ντάμι υπήρχε πηγάδι που είχε πάντα καθαρό,
δροσερό νερό, βουνίσιο, όπως έλεγε
ο πατέρας μου, αφού η φλέβα που το
τροφοδοτούσε ερχόταν από το διπλανό χαμηλό βουνό, τον Κούτσουρα.
Γύρω από το πηγάδι και στην είσοδο
για το περιβόλι που έκλεινε με μια
πρόχειρη πόρτα από διασταυρούμενα
ξύλα -ματσιλίν’(η) τη λέμε στο χωριόυπήρχε ένα λιθόστρωτο (ντουσιμές)
από μικρές πέτρες που άφηναν μεταξύ
τους κάποιους μικρούς αρμούς.
Τώρα θα μου πείτε γιατί σας τα λέω
όλα αυτά; Σε τι μπορεί να σας ενδιαφέρουν; Ίσως τίποτα, αλλά να εκεί ανάμεσα στις πέτρες του ντουσιμέ, προς το
τέλος Αυγούστου ή τις αρχές Σεπτεμ-
Ταξιανθία του είδους Ταράξακον το μικρότατον (Taraxacum minimum) (Φωτογραφία: Ε. Μπαλιούσης)
58
τα (Compositae) και σε ένα μεγάλο και
δύσκολο από ταξινομική άποψη γένος,
το Ταράξακον (Taraxacum). Είναι πολύ
δύσκολη η ταξινόμηση των ειδών του
και υπάρχουν ελάχιστοι ειδικοί σ’ όλο
τον κόσμο που μπορούν να τα ξεχωρίσουν. Τα Σύνθετα είναι η μεγαλύτερη
οικογένεια των φυτών. Σ’ αυτήν ανήκουν
πολλά φυτά που όλοι μας γνωρίζουμε
με τα κοινά τους ονόματα. Σας αναφέρω μερικά ενδεικτικά: ραδίκι, αγκινάρα,
μαρούλι, μαργαρίτα, χαμομήλι, χρυσάνθεμο, ήλιος, ντάλια.
Στη Λέσβο, με το συνεργάτη μου
Γιάννη Μπαζό2,3 και με τη βοήθεια ειδικών, έχουμε καταγράψει 8 είδη του γένους Taraxacum, φυτά συνήθως μικρά,
κάποια από τα οποία είναι σπάνια. Όταν
φυτρώνουν σε εύφορο έδαφος μερικά
από αυτά γίνονται κάπως μεγαλύτερα
και τρώγονται ως χόρτα που τα λένε πι-
βρίου, όταν έπιαναν οι δροσούλες και
οι πρώτες ψύχρες, ξεπετάγονταν ξαφνικά κάτι κίτρινα λουλουδάκια, που η
μάνα μου τα ’λεγε «ξικουμπίστριες». Το
περιβόλι τότε ήταν στις φθινοπωρινές
δόξες του, καταπράσινο κι ολόδροσο.
Το πρωί χαιρόσουν να βλέπεις τις δροσοσταλίδες επάνω στα φύλλα των φυτών. Έσπαγε η μεγάλη ζέστη του καλοκαιριού, γλύκαινε ο καιρός κι η θάλασσα
ήταν συνήθως ήρεμη κι όμορφη. Αλλά
οι ξικουμπίστριες, αυτά τα «ασήμαντα»
κίτρινα λουλουδάκια, μας έδειχναν το
δρόμο του γυρισμού στο χωριό. Βγήκανε, άρα ήταν καιρός να τα μαζεύουμε,
όσο όμορφα κι αν ήταν στον Ποδαρά.
Φθινόπωρο κι όπου νά ’ναι θ’ ανοίξει
και το σχολείο. Έτσι, αφήναμε τις ομορφιές της εξοχής και «ξισνουπαίρναμε».
Αυτά ως προς το πρακτικό μέρος της
υπόθεσης.
Τι ήταν όμως αυτά τα λουλούδια και
τι σημαίνει το όνομά τους; Τα λένε
έτσι στο χωριό μου γιατί ακριβώς η
εμφάνισή τους σήμαινε εσπευσμένη
ακούσια αποχώρηση, «ξεκούμπισμα».
Προέρχεται, όπως λένε τα λεξικά, από
το μεσαιωνικό ρήμα «ξεκουμπίζομαι»
που σημαίνει απομακρύνομαι, απαλλάσσω κάποιον από την παρουσία μου
και έχει προέλευση από το αρχαίο
«εκκομίζω» (εκδιώκω, απομακρύνω).
Με άλλα λόγια «τα μαζεύω και φεύγω
παρά τη θέλησή μου». Μερικοί τα λένε
και «ξικουμπίτες», κάποιοι δε άλλοι το
φυτό αυτό στο Μεσότοπο το λένε και
«ξισνουπαρτή» από το «ξισνουπαίρνου», που σημαίνει επιστρέφω από
την εξοχή στο χωριό. Για τα ρήματα
«σνουπαίρνου» και «ξισνουπαίρνου»
έχω ξαναγράψει στην «Αιολίδα».1
Από επιστημονική βοτανική άποψη οι
«ξικουμπίστριες» ανήκουν σε μια πολύ
μεγάλη οικογένεια που λέγονται Σύνθε-
Ταράξακον το μικρότατον (Taraxacum
minimum) από την περιοχή του Μεσότοπου
Λέσβου (Φωτογραφία: Α. Γιαννίτσαρος)
59
Λέσβο είναι το Taraxacum minimum (Ταράξακον το μικρότατον). Η ανθοφορία
του είναι φθινοπωρινή και μπορεί να παρατείνεται έως και τις αρχές του χειμώνα.
Σ’ αυτό το είδος πρέπει να αντιστοιχεί η
δημώδης ονομασία ξικουμπίστρια.
Εμείς στον Μεσότοπο, αλλά ίσως και
αλλού στο νησί, έχουμε τις ξικουμπίστριες. Όμως, την αλλαγή των εποχών
και την αποχώρηση από τις εξοχές σηματοδοτούν σε άλλα μέρη και κάποια
άλλα φυτά. Ο Στρατής Μολίνος4 γράφει
στο βιβλίο του «Λαογραφικό Πολύπτυχο», σε ένα κείμενο με τον τίτλο «Των
Ταξιαρχών», για κάποια κρινάκια που
στη Λέσβο τα λένε «διουχταρέλλια» και
εξηγεί ότι το όνομα προέρχεται από
το ρήμα «διώχτου» (διώχνω). Σύμφωνα
με τη σύντομη περιγραφή που δίνει και
προφορικές πληροφορίες του πρέπει
να πρόκειται για κάποιο είδος κρόκου.
Αλλά από μια σύντομη προκαταρκτική
έρευνα που έκανα, φαίνεται πως το όνομα «διουχταρέλλια» δεν αναφέρεται σε
ένα μόνο είδος, αλλά σε περισσότερα,
κροράδικα. Σε άλλα μέρη της Ελλάδας
υπάρχουν τα δημώδη ονόματα: άγριο
ραδίκι, αγριοράδικο, πικραφάκη, πικραλίδα κ.ά. Γενικά τα είδη του Taraxacum
είναι χόρτα με πικρή ή υπόπικρη αλλά
ευχάριστη γεύση και περιέχουν κάποιες
ουσίες ωφέλιμες στον ανθρώπινο οργανισμό. Είναι φυτά ποώδη με ένα ρόδακα (ροζέτα) φύλλων στη βάση τους
και μία ισχυρή πασαλώδη ρίζα. Από το
κέντρο του ρόδακα των φύλλων βγαίνει ένα λεπτό στέλεχος, συνήθως λίγων
εκατοστών του μέτρου και στην κορυφή του σχηματίζεται μια ταξιανθία από
πολλά μικρά γλωσσοειδή κίτρινα ανθάκια. Όλος αυτός ο σχηματισμός, δηλ. η
ταξιανθία, φαινομενικά μοιάζει σαν ένα
άνθος, ενώ στην πραγματικότητα δεν
είναι. Δεν σας λέω περισσότερα για να
μη σας μπερδέψω.
Όλα τα Taraxacum δεν ανθίζουν νωρίς
το φθινόπωρο, όπως οι ξικουμπίστριες.
Κάποια ανθίζουν αργότερα, μερικά το
χειμώνα και άλλα την άνοιξη. Φαίνεται
ότι το είδος που ανθίζει νωρίτερα στη
Ταράξακον το μικρότατον (Taraxacum minimum) (Φωτογραφία: Ε. Μπαλιούσης)
60
ριμένει να ανθίσουν οι ξικουμπίστριες ή
τα διουχταρέλλια για να επιστρέψει. Άλλοι καιροί, άλλα ήθη.
ανάλογα με την περιοχή. Μια άλλη φορά
κι αφού ολοκληρώσω την έρευνα θα
γράψω για το θέμα αυτό.
Σε αντίθεση με ό,τι πιστεύει ο πολύς
κόσμος, δηλ. πως το φθινόπωρο είναι
η εποχή της φθοράς, υπάρχουν πολλά
φυτά που τότε βρίσκονται στην καλύτερη στιγμή τους. Και δε μιλάμε μόνο για
τα καλλιεργούμενα, όπως είναι π.χ. τα
χρυσάνθεμα ή πολλά οπωροφόρα που
ωριμάζουν τότε τους καρπούς τους, αλλά
και για αυτοφυή άγρια. Αρκετά είδη Κρόκου (Crocus), Κολχικού (Colchicum),
Στερνμπέργκια (Sternbergia), Κυκλάμινου (Cyclamen), η Ουργινέα η παράλιος
(Urginea maritima) που σε πολλά μέρη
τη λένε σκιλλοκρεμμύδα κ.ά. ανθίζουν
από το τέλος Αυγούστου, τις αρχές Σεπτεμβρίου ή τον Οκτώβριο. Έτσι, κάποια
από αυτά τα φυτά οι πρόγονοί μας τα είχαν χαρακτηρίσει με διάφορα ονόματα
που μερικές φορές σήμαιναν την αλλαγή
των εποχών και την αποχώρηση από τις
εξοχές και την επιστροφή στα χωριά και
τις πόλεις. Βέβαια σήμερα κανείς δεν πε-
Ευχαριστίες
Ευχαριστώ τον κ. Σ. Μολίνο, την κ. Κ.
Μεσσηνέζη-Πλατσή και την κ. Μ. Ουζουνέλλη για τις πληροφορίες που μου έδωσαν για τα διουχταρέλλια, τις οποίες θα
αξιοποιήσω σε ένα μελλοντικό άρθρο. Ευχαριστώ επίσης τον συνεργάτη μου Δρα Ε.
Μπαλιούση για τη διάθεση φωτογραφικού
υλικού, καθώς και τον συνεργάτη μου Δρα
Γ. Μπαζό για την τεχνική βοήθειά του.
Βιβλιογραφία
1. Γιαννίτσαρος Α. 2009: Πρώτη φορά στον
κινηματογράφο. Αιολίδα 26: 34-36.
2. Bazos I. & Yannitsaros A. 2004. Floristic
reports from the island of Lesvos (Greece)
I. Dicotyledones: Aceraceae to Guttiferae.
Edinburgh Journal of Botany, 61 (1): 49-86.
3. Μπαζός Ι. 2005: Μελέτη της χλωρίδας και της
βλάστησης της Λέσβου. Διδακτορική Διατριβή. Αθήνα.
4. Μολίνος Σ. 2007.: Λαογραφικό Πολύπτυχο. Μυτιλήνη.
Ερωδιοί στον υγρότοπο της λίμνης Κερκίνης.
61
OI ΦΙΛΟΙ ΠΟΥ ΕΦΥΓΑΝ
Γιώργος Ράλλης
Γιούγκερμαν) και την Μπέτυ Λιβανού.
Ήταν ο άνθρωπος που έστελνε λαμπερά αστέρια στα όνειρά μας, με τη
συμπαράσταση της αγαπημένης του Ελβίρας και της κόρης του, Φρόσως.
Την περίοδο της δικτατορίας, τότε,
που όλα ήταν ασπρόμαυρα, εκείνος έδινε χρώμα στη ζωή μας... Ήταν αυτός που
σημάδεψε την πορεία της καλής ελληνικής τηλεόρασης, και μαζί με την αξέχαστη σύζυγό του συνέδεσαν το όνομά
τους με το στούντιο τηλεοπτικών παραγωγών ΑΤΑ, το οποίο στήθηκε το 1971
στην οδό Λένορμαν και αρχικά λειτουργούσε μόνο ως στούντιο για τα γυρίσματα τηλεοπτικών εκπομπών. Το 1983 το
στούντιο αναβαθμίστηκε σε εταιρεία παραγωγής και το 1987 εγκαταστάθηκε στα
Μελίσσια, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα.
Μουσικές και ψυχαγωγικές εκπομπές, συνεργασίες με τα μεγαλύτερα
ονόματα συγγραφέων, ηθοποιών, τραγουδιστών και μουσικοσυνθετών, σεναριογράφων και σκηνοθετών (ο Κουτσομύτης που έκανε το ντεμπούτο του
στον Αγνωστο Πόλεμο), Σακελλάριος,
Θεοδωράκης, Ξαρχάκος, Κατσαρός,
Βίκυ Λέανδρος και Ραφαέλα Καρά, όλοι
μαζί συνθέτουν την ιστορία των ΑΤΑ
και την ιστορία του Γιώργου Ράλλη.
Επίσης, πολλές επιτυχημένες παραγωγές, πολλά talk shows, μουσικοχορευτικές
εκπομπές και τηλεπαιχνίδια, όλα έχουν τη
σφραγίδα της οικογένειας Ράλλη.
Στα τηλεοπτικά βραβεία «Πρόσωπα 2006»
τιμήθηκαν για την πολυετή προσφορά και το
έργο τους στην ελληνική τηλεόραση.
Στις πιο πρόσφατες επιτυχίες του περιλαμβάνονται σειρές όπως «Στο Παρά
Πέντε», «Λατρεμένοι μου Γείτονες» ,«Ευτυχισμένοι Μαζί» και «Οι Βασιλιάδες».
Ο Γιώργος Ράλης γεννήθηκε το 1923. Η
μητέρα του πέθανε όταν ήταν έξι μηνών.
Έσβησαν τα φώτα για τον μεγάλο
δημιουργό της καλής τηλεόρασης.
Μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της τηλεόρασης ο Γιώργος Ράλλης
"έφυγε" από τη ζωή σε ηλικία 90 χρόνων.
Ο ιδρυτής των στούντιο «ΑΤΑ» έχει
γράψει την δική του πορεία στο χώρο
της τηλεόρασης. Μάλιστα τον έχουν χαρακτηρίσει στο παρελθόν ως τον «Φίνο»
της μικρής οθόνης. Συνεργάστηκε με τα
μεγαλύτερα ονόματα ηθοποιών. Στα πλατό του «ΑΤΑ» φιλοξενήθηκαν πάνω από
5.000 επεισόδια τηλεοπτικών σειρών.
Ανάμεσά τους οι «Απαράδεκτοι», «Μαντάμ Σουσού», «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», «Οι Πανθέοι», «Η Γαλήνη»
κ.α. Η σειρά «Γιούγκερμαν» (1976-1977),
υπήρξε από τις μεγάλες επιτυχίες του
Γιώργου Ράλλη σε σκηνοθεσία Βασίλη Γεωργιάδη με τον Αλέκο Αλεξανδράκη (ως
Ο Γιώργος Ράλλης
62
σπουδές στο εξωτερικό, συνεργάζεται και με
τον Νίκο Μαστοράκη ο οποίος του πρόσφερε την τεχνογνωσία του στα μηχανήματα.
Σήμερα το Studio ATA δραστηριοποιείται στην παραγωγή και τεχνική
επεξεργασία τηλεοπτικών προγραμμάτων και την παροχή υπηρεσιών studio
συνεχίζοντας μια πορεία 40 ετών.
Από τα τρία παιδιά του, κυρίως η
Φρόσω Ράλλη ασχολήθηκε με τις παραγωγές. Η άλλη κόρη, η Ντόρα Φασσέα,
έγραψε το σενάριο της «Αίθουσας του
θρόνου», ενώ ο γιος του ασχολήθηκε
αποκλειστικά με τη διαφήμιση. Στα σενάρια βοηθούσε και η σύζυγός του, η
Ελβίρα Ράλλη, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη «Μαντάμ Σουσού» του Ψαθά.
Την Πέμπτη 17 Ιανουαρίου στις 2 το
μεσημέρι, έκλεισε ο κύκλος της πορείας
του Γιώργου Ράλλη, με το τελευταίο αντίο
στο Νεκροταφείο της Βαρυμπόπης.
Η «Λεσβιακή Παροικία» έχασε ένα σημαντικό μέλος της, που πάντα συμπαραστάθηκε στο έργο της με τον καλύτερο τρόπο.
Καλό σου ταξίδι καλέ μας φίλε.
Θ.Π.
Φοίτησε στο «Κομνηνάκειο», το παλιό
Δημοτικό σχολείο της εποχής, που σήμερα αναστηλώθηκε και στεγάζει Υπηρεσίες του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Μετά την
πρώτη γυμνασίου ήρθε στην Αθήνα και
έμεινε με τη γιαγιά του, φοιτώντας σε ένα
ιταλικό σχολείο. Όταν ολοκλήρωσε τις
σπουδές του, ξαναγύρισε στη Μυτιλήνη.
Με την σύζυγο του Ελβίρα γνωρίστηκε
στο τέλος του ’42, σε ηλικία 20 χρονών εκείνος, 17 εκείνη. Μετά τον εμφύλιο άρχισε να
σκέφτεται και την επαγγελματική του αποκατάσταση. Η διαφήμιση ήταν ένας κλάδος
που πάντα τον συγκινούσε ιδιαίτερα.
Το 1947 άρχισε να δουλεύει σε μία
από τις μεγαλύτερες διαφημιστικές εταιρίες της Ελλάδας, τότε, τη ‘’Μίνως’’, η
οποία ανήκε στο θείο του Μίνω Συμεωνίδη. Στην αρχή ξεκίνησε ως συνέταιρος
και στο τέλος με την αποχώρηση του
θείου του ανέλαβε ο ίδιος της εταιρία.
Το 1948 παντρεύετε τον μεγάλο έρωτα της ζωής του, την Ελβίρα, και το 1971
με τον ερχομό της τηλεόρασης στην
Ελλάδα δημιουργεί το Studio ATA.
Γνώστης ο ίδιος της Τηλεόρασης από
Ο Γιώργος Ράλλης μαζί με την αγαπημένη σύζυγό του Ελβίρα, κατά την βράβευσή τους.
63
Βασίλης Παπαδόπουλος
να μας κατακτήσει με το μεγαλείο της
καρδιάς του. Κοντά του, στήριγμα και
φίλος καλός η αγαπημένη του σύζυγος
Μαρίτσα και τα παιδιά του Δέσποινα
και Γιώργος ο γνωστός οπερατέρ της
ΕΡΤ 3.
Ανήμερα των Θεοφανίων στις 6 Ιανουαρίου το πρωί, ξύπνησε με μια γενική αδιαθεσία, «Μαρίτσα, δεν αισθάνομαι καλά, δε μου κάνεις ένα ζεστό»,
κάθισε και μέχρι να γίνει το τσάι…
άφησε την τελευταία του πνοή! Χωρίς
πόνο, χωρίς ταλαιπωρία, ακριβώς όπως
ταιριάζει σ’ ένα καλό άνθρωπο και σωστό Χριστιανό.
Υπηρέτησε σαν δεκανέας στον Ελληνοΐταλικό πόλεμο, όπως μας έλεγε, πάντα συνεπής στις στρατιωτικές
υποχρεώσεις του, πρώτος στις επικίνδυνες αποστολές, αυστηρός αλλά και
σωστός στη συμπεριφορά του με τους
στρατιώτες του. Οι ανώτεροί του πάντα είχαν ένα καλό λόγο να πουν για
τον δεκανέα Βασίλη Παπαδόπουλο
τού Γεωργίου.
Αργότερα σαν δικαστικός γραφέας,
επί πολλά χρόνια, στα δικαστήρια της
Μυτιλήνης «άφησε όνομα» για την συνέπεια και την εργατικότητά του. Εξυπηρέτησε και βοήθησε πάντα, όπου
μπορούσε, τους συμπολίτες του.
Από το 1934 πρόσκοπος, επί σειρά
ετών βαθμοφόρος και μέλος επιτροπών κοινωνικής συμπαράστασης. Στην
τιμητική εκδήλωση του Σώματος στη
Λέσχη Αξιωματικών για τον ιδρυτή
των Προσκόπων Λέσβου Κωνσταντίνο
Μελά, ήταν αυτός που πρόσφερε την
αναμνηστική πλακέτα στην εγγονή τού
Μελά.
Καλό σου ταξίδι καλέ μας φίλε, η θύμησή σου δεν θα σβήσει από τη μνήμη μας.
Έφυγε ξαφνικά απ’ τη ζωή, σε ηλικία
94 ετών, ο «άρχοντας» των Πύργων
Θερμής Βασίλης Παπαδόπουλος. Ένας
άνθρωπος της προσφοράς, πολύ αγαπητός σε όλους τους συγχωριανούς
του. Ποτέ κάποιος δεν είπε κακό για
τον μπάρμπα-Βασίλη, μόνο καλά λόγια
είχαν να πουν. Δεν είναι τυχαίο το αδιαχώρητο που δημιουργήθηκε στην κηδεία του στο Νεκροταφείο του Αγίου
Νικολάου των Πύργων Θερμής. Όλοι
μιλούσαν για τον χαμό ενός πραγματικά καλού ανθρώπου.
Χρόνια γείτονες και φίλοι στους
Πύργους Θερμής, είχαμε την ευκαιρία να τον γνωρίσουμε από κοντά και
Ο Βασίλης Παπαδόπουλος στο πύργο τους,
στους Πύργους Θερμής.
Θόδωρος & Καίτη Πλατσή
64
65
66